ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1163/2020)

 

27 Αυγούστου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

CORNA SYSTEMS LTD

                                                                               Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Χ. Σιακαλλή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Καθ’ ων η Αίτηση

Ι. Μιχαήλ (κα), για Αλέξανδρο Χ. Αλεξάνδρου, για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης της Αναπληρώτριας Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Αν. Διευθύντρια»), που της γνωστοποιήθηκε δι’ επιστολής ημερομηνίας 29.9.2020 και με την οποία κρίθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ότι «η απασχόληση του Δ.Σ. εμπίπτει στην κατηγορία του μισθωτού προσώπου για την περίοδο 15/12/2018 μέχρι 30/12/2019».

 

Στις 24.1.2020, το Ενδιαφερόμενο Μέρος, Δ.Σ. («Ε.Μ.») υπέβαλε παράπονο στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ααφαλίσεων στη Λεμεσό, ότι δεν του είχαν καταβληθεί κοινωνικές ασφαλίσεις από την αιτήτρια εταιρεία (τηλεοπτικός σταθμός), όπου αυτός εργαζόταν ως δημοσιογράφος, για την περίοδο από 16.12.2018 μέχρι 30.12.2019, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.59(Ι)/2010), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Στο πλαίσιο της διενεργηθείσας έρευνας αναφορικά με το υποβληθέν παράπονο, συμπληρώθηκαν σχετικά ερωτηματολόγια από την αιτήτρια και το Ε.Μ., ενώ λήφθηκαν καταθέσεις από τον αιτητή και το λογιστή της αιτήτριας, υπεύθυνη δήλωση από τον Διευθυντή της αιτήτριας, καθώς και φορολογικές δηλώσεις του αιτητή, για τα έτη 2017 και 2018, και της αιτήτριας εταιρείας για το έτος 2018.

 

Με επιστολή της προς την Αν. Διευθύντρια, ημερομηνίας 6.8.2020, Λειτουργός του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού διατύπωνε τη θέση ότι «από όλη την έρευνα και σύμφωνα με όλα τα στοιχεία/καταθέσεις που λήφθηκαν φαίνεται ότι οι εισφορές των Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα πρέπει να καταβληθούν από την εταιρεία» (αιτήτρια). Την ίδια θέση, ήτοι ότι η απασχόληση του Ε.Μ. για την περίοδο από 16.12.2018 μέχρι 30.12.2019 ενέπιπτε στην κατηγορία του μισθωτού προσώπου και ότι παρεχόταν από το Ε.Μ. εξαρτημένη εργασία για την εν λόγω περίοδο, διατύπωσε και ο Ασφαλιστικός Λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων δι’ υπηρεσιακού σημειώματός του, ημερομηνίας 8.9.2020, στο οποίο παρέθετε το σύνολο των στοιχείων και γεγονότων που είχε ληφθεί υπόψη.

 

Την πιο πάνω θέση υιοθέτησε με την επίδικη απόφασή της η Αν. Διευθύντρια, η οποία απέστειλε σχετική διπλοσυστημένη επιστολή και στην αιτήτρια και στο Ε.Μ., ημερομηνίας 29.9.2020, όπου αναφέρονταν εν πολλοίς τα όσα αναγράφονταν και στα προαναφερθέντα Σημειώματα.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στις 11.12.2020.

 

Προχωρώντας στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί η πλευρά της αιτήτριας, προκύπτει ότι οι αιτιάσεις της έγκεινται στον ισχυρισμό ότι η απασχόληση του Ε.Μ. για την περίοδο από 15.12.2018 μέχρι 30.12.2019, δεν ενέπιπτε στην κατηγορία του μισθωτού και η περί του αντιθέτου επίδικη απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είναι εσφαλμένη και παράνομη, εφόσον λήφθηκε χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας και στη βάση εξωγενών στοιχείων κρίσης, υπό καθεστώς νομικής και/ή πραγματικής πλάνης, ενώ στερείται και της δέουσας αιτιολογίας. Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι, παρόλο που η απασχόληση του Ε.Μ. ήταν για συγκεκριμένες ώρες και σε συγκεκριμένο χώρο, εντούτοις δεν υπήρχε έλεγχος, ούτε διασφάλιση της συνέχισης της εργοδότησης και η καταβολή αμοιβής γινόταν με την έκδοση τιμολογίου από την αιτήτρια για λογαριασμό του Ε.Μ.. Ωστόσο, οι καθ’ ων η αίτηση, χωρίς να λάβουν υπόψη τα πιο πάνω, χωρίς τη διενέργεια της απαιτούμενης έρευνας και πεπλανημένα, έκριναν ότι η απασχόληση του Ε.Μ. για την περίοδο από 15.12.2018 μέχρι 30.12.2019, ενέπιπτε στην κατηγορία του μισθωτού.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες επί των πιο πάνω υπήρξαν οι θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι αντιτείνουν ότι η επίδικη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην επίδικη κρίση. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά της αιτήτριας είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.

 

Η συνήγορος του Ε.Μ. υιοθέτησε την ένσταση και τη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

 

Εν πρώτοις, στις διατάξεις του άρθρου 81(1) του Νόμου, ρυθμίζονται οι περιπτώσεις για τις οποίες ο Διευθυντής του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (και εν προκειμένω η Αν. Διευθύντρια), έχει αρμοδιότητα προς επίλυση. Ανάμεσα σε αυτές, όπως ορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), περιλαμβάνεται και η περίπτωση ως η εδώ εξεταζόμενη, ήτοι η περίπτωση κατά την οποία αμφισβητείται το κατά πόσον ένα πρόσωπο είναι ή ήταν μισθωτό ή αυτοτελώς εργαζόμενο. Ειδικότερα, στο άρθρο 81(1)(β) του Νόμου, προβλέπονται τα ακόλουθα:

 

«81.-(1) Σε περίπτωση που προκύπτει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ζητήματα, αυτό επιλύεται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, από το Διευθυντή-

 

(β) εάν πρόσωπο είναι ή ήταν μισθωτό ή αυτοτελώς εργαζόμενο, [.]».

Στο δε άρθρο 81(2) του Νόμου, στο οποίο ρητά αναφέρεται η επίδικη απόφαση, προβλέπονται τα εξής:

 

«(2) Ο Διευθυντής δύναται, πριν να επιλύσει οποιοδήποτε ζήτηµα σύµφωνα µε το παρόν άρθρο, να ορίσει οποιοδήποτε λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για να διεξαγάγει έρευνα για το ζήτηµα αυτό:

Νοείται ότι, ο λειτουργός που ορίστηκε για το σκοπό αυτό, µπορεί µε κλήση να απαιτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο να παραστεί στη διεξαγωγή της έρευνας, να δώσει µαρτυρία ή να προσκοµίσει έγγραφα τα οποία εύλογα κρίνονται ως αναγκαία για τη διεξαγωγή της έρευνας.».

  

Τέλος, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πίνακα, Μέρος Ι, του Νόμου, στο οποίο επίσης ρητά στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση, προβλέπεται ως ασφαληστέα απασχόληση και η «Απασχόληση στην Κύπρο προσώπου µε βάση σύµβαση εργασίας ή µαθητείας ή κάτω από τέτοιες περιστάσεις, από τις οποίες µπορεί να συναχθεί ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουµένου, περιλαµβανόµενης απασχόλησης στην Υπηρεσία της Δηµοκρατίας».

 

Κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός της ύπαρξης σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου συνιστά ζήτημα πραγματικό, δεν καθορίζεται με συγκεκριμένα και σταθερά κριτήρια, αλλά εξετάζεται υπό το πρίσμα του συνόλου των γεγονότων της υπόθεσης και εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσον ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο που καθιερώνει τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου (master and servant) ή είναι ένα συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών (contract of service).  Οι παράγοντες που δυνατόν να οδηγήσουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν εκ των προτέρων και εξαντλητικά, ούτε οποιοσδήποτε εξ αυτών έχει από μόνος του αποφασιστική σημασία. Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Tsapaco Catering Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 796, με αναφορά στην Prousi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363, η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα εκλογής του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη, την απασχόληση για συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένο χώρο, την ύπαρξη κάποιου ελέγχου, τη διασφάλιση της συνέχισης της εργοδότησης και την καταβολή απολαβών. Ο δε καθορισμός της ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρονται συνιστά ένα στοιχείο που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, χωρίς όμως αυτό από μόνο του να θεμελιώνει τη σχέση.

 

Εν προκειμένω, η υπό της Αν. Διευθύντριας διενεργηθείσα έρευνα, έλαβε χώρα κατ’ ενάσκηση της διακριτικής της εξουσίας, δυνάμει του άρθρου 81(2) του Νόμου και εντός αυτού του πλαισίου, ως έχει ήδη λεχθεί, λήφθηκαν καταθέσεις από το Ε.Μ. και τον λογιστή της αιτήτριας, υπεύθυνη δήλωση από τον Διευθυντή της αιτήτριας, καθώς και φορολογικές δηλώσεις του Ε.Μ., για τα έτη 2017 και 2018, και της αιτήτριας εταιρείας για το έτος 2018. Περαιτέρω, προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη πιστοποιητικό αποδοχών του Ε.Μ. για το έτος 2018, αντίγραφα τιμολογίων επιταγών που είχε πληρωθεί το Ε.Μ. από την αιτήτρια για το έτος 2019, καθώς και τιμολόγια που εξέδιδε η αιτήτρια εταιρεία στην εταιρεία Souglis Dimitris, Icon Promotion Services Ltd, της οποίας η λειτουργία είχε τερματιστεί κατά το έτος 2009. Προκύπτει επίσης ότι ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση είχε τεθεί συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο αναφορικά με ασφαλιστέο απασχόλησης για μισθωτό για την εξέταση του καθεστώτος απασχόλησης, όπως επίσης και ερωτηματολόγιο για ασφαλιστέο απασχόλησης για εργοδότη, ενώ ελέγχθηκε και το βιβλίο μισθών της αιτήτριας εταιρείας για τα έτη 2018 και 2019, το οποίο, όπως διαπιστώθηκε, βρισκόταν σε συμφωνία με το αρχείο κοινωνικών ασφαλίσεων.

 

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, το Ε.Μ. στην κατάθεσή του, ανέφερε ότι εργαζόταν στην αιτήτρια εταιρεία ως παρουσιαστής εκπομπής/δημοσιογράφος από 6.3.2017 μέχρι 30.12.2019. Το δε ωράριο εργασίας του, από τις 6.3.2017 μέχρι και το τέλος του έτους 2018, ήταν από 9.30 π.μ. μέχρι τις 20.00, ενώ στις αρχές του 2019, το ωράριο εργασίας του άλλαξε και άρχιζε εργασία καθημερινά (Δευτέρα έως Παρασκευή) στις 16.00 και τελείωνε στις 20.00. Τα καθήκοντα του Ε.Μ., σύμφωνα πάντα με την κατάθεσή του, εκτός από την παρουσίαση συγκεκριμένης εκπομπής, ήταν επίσης η παραγωγή του δελτίου ειδήσεων και άλλων ενημερωτικών εκπομπών. Η δε διεκπεραίωση της εργασίας του γινόταν πάντα στον τηλεοπτικό σταθμό και χρησιμοποιώντας μόνο τον εξοπλισμό του σταθμού. Για το δε πρόγραμμα της εργασίας του, το Ε.Μ. ενημέρωνε πάντα τον ιδιοκτήτη και διευθυντή του καναλιού. Στη δική του κατάθεση, ο λογιστής της αιτήτριας εταιρείας ανέφερε ότι το Ε.Μ. ήταν αρχικά υπάλληλος στην αιτήτρια εταιρεία μέχρι 15.12.2018, ενώ μετά την εν λόγω ημερομηνία το Ε.Μ. ζήτησε από τον διευθυντή να τερματίσει από υπάλληλος της εταιρείας και να συνεχίσει ως συνεργάτης. Τέλος, ο διευθυντής της αιτήτριας, σε υπεύθυνη δήλωσή του ανέφερε ότι το Ε.Μ. παραιτήθηκε οικειοθελώς από την αιτήτρια στις 15.12.2018 για συγκεκριμένους λόγους και ζήτησε όπως συνεχίσει τη συνεργασία του με τον σταθμό ως συνεργάτης.

 

Τα πιο πάνω προκύπτουν από τα σχετικά έγγραφα του παραρτήματος 1 του δικογράφου της ένστασης, ενώ καταγράφονται με λεπτομέρεια, τόσο στα δυο προαναφερθέντα σημειώματα που προηγήθηκαν της επίδικης απόφασης, όσο και στην ίδια την επίδικη απόφαση ημερομηνίας 29.9.2020, όπου αναφέρονται αυτολεξεί τα εξής:

 

«ΘΕΜΑ: Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος με βάση το Άρθρο 81 Παράπονο ημερομηνίας 24/06/2020, υποβληθέν από τον κ. Δ. Σ. με Α.Δ.Τ. [.]

Ο κος Δ. Σ. ΑΔΤ [.] έχει υποβάλει γραπτό παράπονο για μη καταβολή εισφορών από τον πρώην εργοδότη του Gorna Systems Ltd για την περίοδο 16/12/2018 μέχρι 30/12/2019, σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο.

 

Έχει διεξαχθεί έρευνα, δυνάμει του άρθρου 81(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, κατά την οποία λήφθηκαν κατάλληλα συμπληρωμένα ερωτηματολόγια από τον κο Δ. Σ. και την εταιρεία Gorna Systems Ltd. Λήφθηκαν γραπτές καταθέσεις από τον λογιστή της εταιρείας Gorna Systems Ltd και τον κο Σ., καθώς επίσης υπεύθυνη δήλωση του διευθυντή της εταιρείας Gorna Systems Ltd κο Α. Δ., οι φορολογικές δηλώσεις του κου Δ. Σ. για τα έτη 2017 και 2018 και φορολογική δήλωση της εταιρείας για το 2018. Επίσης λήφθηκαν αντίγραφα επιταγών που πληρώθηκε ο κος Σ. από την εταιρεία Gorna Systems Ltd για το έτος 2019 και τιμολόγια που έκδιδε η εταιρεία Gorna Systems για την εταιρεία Icon Promotion Services Ltd.

 

Από την εξέταση όλων των γεγονότων και με βάση όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί, η Αν. Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει καταλήξει στην απόφαση ότι η απασχόληση του κου Δ.Σ. εμπίπτει στην κατηγορία του μισθωτού προσώπου για την περίοδο 15/12/2018 μέχρι 30/12/2019.

 

Η άποψη αυτή στηρίζεται κυρίως στα εξής δεδομένα:

 

1.        Ο κος Δ. Σ. από τις 06/03/2017 μέχρι 15/12/2018 απασχολείτο ως μισθωτός στην εταιρεία Gorna Systems Ltd. Με το ίδιο καθεστώς απασχόλησης συνέχισε να απασχολείται και για την περίοδο 16/12/2018 μέχρι 30/12/2019. Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν το ωράριο εργασίας του και εκτός από την παρουσίαση της εκπομπής «Η αλήθεια καίει» είχε αναλάβει την παραγωγή του δελτίου ειδήσεων και άλλων ενημερωτικών έκτακτων εκπομπών.

2.        Υπήρχε καθορισμένο ωράριο εργασίας και ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται εντός του ωραρίου που του υποδείκνυε ο σταθμός.

3.        Η διεκπεραίωση της εργασίας του γινόταν στα γραφεία της εταιρείας και ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούσε ανήκαν αποκλειστικά στην εταιρεία.

4.        Στην πράξη δεν ανέλαβε οικονομικό ρίσκο αφού υπήρχε σταθερός μηνιαίος μισθός ανεξάρτητα από τον όγκο εργασίας που διεκπεραίωνε.

5.        Για την περίοδο 16/12/2018 μέχρι 30/12/2019 που ισχυρίζεται η εταιρεία ότι ο κος Δ. Σ. απασχολείτο ως συνεργάτης δεν είχε γίνει οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία μεταξύ της εταιρείας Gorna Systems Ltd και του κου Δ. Σ..

 

Συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω στοιχεία και τις πληροφορίες που τέθηκαν ενώπιων μας τα οποία αφορούν στα πραγματικά περιστατικά της απασχόλησης του κου Δ. Σ., λαμβάνοντας υπόψη και τη σχετική νομολογία η Αναπληρώτρια Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απασχόληση αυτή εμπίπτει στην κατηγορία του μισθωτού προσώπου για την περίοδο 16/12/2018 μέχρι 30/12/2019, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πίνακα, Μέρος I, του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου. Επομένως υπάρχει υποχρέωση καταβολής εισφορών σε συνολικές αποδοχές ύψους 10,840 ευρώ για την περίοδο 16/12/2018 μέχρι 30/12/2019 σε όλα τα ταμεία που διαχειρίζονται ή έχουν την ευθύνη είσπραξης εισφορών οι υπηρεσίες μας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 83(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(Ι)/2010) η πιο πάνω διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί με ιεραρχική προσφυγή προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός δεκαπέντε ημερών ή με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.».

 

Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της Διοίκησης, ούτε προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, εφόσον κρίνει ότι η έρευνα, την οποία διενήργησε το διοικητικό όργανο, ήταν σε κάθε περίπτωση επαρκής. Επαρκής θεωρείται η έρευνα εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Η δε έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Ράφτης ν Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Χουλιώτης ν Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 524). Το κατά πόσον μια έρευνα είναι ή όχι επαρκής είναι θέμα γεγονότων και συνεπώς κρίνεται στη βάση των εκάστοτε ενώπιον του Δικαστηρίου περιστατικών (Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίας Μαρίνας Ξυλιάτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1377/2015, ημερ. 12.12.2022, Χρίστος Ηροδότου ν Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220).  Το ουσιώδες που εξετάζεται σε κάθε περίπτωση, είναι το κατά πόσον έχει ερευνηθεί κάθε πτυχή του θέματος που τείνει να αποκαλύψει το διερευνώμενο γεγονός (Ευαγόρας Νικολαΐδης και Άλλοι ν. Δρα. Μιχαλάκη Μηνά και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 321). Συναφώς, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά πάγια νομολογία, το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν εξετάζει, ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα, ούτε βεβαίως και υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης, αλλά η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στην εξέταση τυχόν πλάνης περί τα πράγματα, κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας και έλλειψης αιτιολογίας (Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 140/2013, ημερ. 8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:C147, Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατία κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, LELLA KENTONIS INVESTMENT CO LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/10 κ.α., ημερ, 21.12.2016, Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α., Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017, η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.

 

Ενόψει των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, η έρευνα των καθ’ ων η αίτηση κρίνεται επαρκής και δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας, αλλ’ ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Περαιτέρω, ούτε κενό αιτιολόγησης εντοπίζεται. Από το ίδιο το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 29.9.2020, προκύπτει με σαφήνεια τόσο η νομική της βάση, αλλά και η υπό των καθ’ ων η αίτηση υπαγωγή σε αυτήν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, το σκεπτικό που ακολουθήθηκε από το αποφασίζον όργανο, κατά τρόπο που να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης». Με άλλα λόγια, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Πρέπει να εκτίθενται σε αυτήν οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και να παρατίθενται τα κριτήρια με βάση τα οποία λήφθηκε η εν λόγω απόφαση, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Επιπρόσθετα, η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση δύναται κάλλιστα να συμπληρωθεί, και όντως συμπληρώνεται, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και της ένστασης. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999, αλλά και τη νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, εφόσον βέβαια τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο και προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει και στην υπό εξέταση περίπτωση, αφού από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και ειδικότερα από τα προαναφερθέντα δυο υπηρεσιακά σημειώματα, αλλά και από τα έγγραφα του παραρτήματος 1 της ένστασης, προκύπτει με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν τους καθ’ ων η αίτηση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ενόψει των πιο πάνω, αλλά και του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, κρίνεται ορθή η κατάληξη της Αν. Διευθύντριας ότι η απασχόληση του Ε.Μ. για την περίοδο από 16.12.2018 μέχρι 30.12.2019, ενέπιπτε στην κατηγορία μισθωτού προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πίνακα, Μέρος Ι, του Νόμου, με αποτέλεσμα να υπάρχει εκ μέρους της αιτήτριας υποχρέωση καταβολής εισφορών για την πιο πάνω περίοδο.

 

Συνακόλουθα, δε χωρεί παρέμβαση του Δικαστηρίου, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ορθή και σύννομη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο