ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 1180/2020)

 

2 Αυγούστου, 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης ΔΔ]

 

COBALTAIR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΑΥΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

Αιτητή,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Καθ’ ου η Αίτηση.

…………………………

Νικολέττα Θεοδούλου (κα) για Ηρακλής Ν. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Ειρήνη Νεοφύτου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 2.10.2020 να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή που άσκησε ο αιτητής στις 22.6.2020 κατά της απόφασης ημερομηνίας 12.5.2020 με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή διοικητικό πρόστιμο ύψους €10.834.900 για παράβαση του περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου Νόμου, Ν. 110(Ι)/2011 (στο εξής ο «Νόμος»).

 

Το Τμήμα Περιβάλλοντος με επιστολή προς τον αιτητή ημερομηνίας 23.5.2019 τον ενημέρωσε ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση του αερομεταφορέα με τις υποχρεώσεις του ως απορρέουν από τον Νόμο και συγκεκριμένα, των Άρθρων 28(3), 30 και 31 για το έτος 2018 και τον κάλεσε να υποβάλει τις απόψεις του εντός καθορισμένης προθεσμίας. Ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 21.8.2019 προβάλλοντας τις απόψεις του. Ακολούθησε σημείωμα ημερομηνίας 16.9.2019 από το Τμήμα Περιβάλλοντος προς τον καθ’ ου η αίτηση με την εισήγηση να επιβληθεί πρόστιμο στον αιτητή. Ακολούθησε η υποβολή διαφόρων εγγράφων από τον αιτητή και στις 12.5.2020 ο καθ’ ου η αίτηση έλαβε απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου στον αιτητή. Κατά της απόφασης ο αιτητής άσκησε στις 22.6.2020 ιεραρχική προσφυγή η οποία απορρίφθηκε με την υπό κρίση προσβαλλόμενη απόφαση.

 

          Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής συνοψίζονται σε έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, της ισότητας και της αναλογικότητας και κατάχρηση εξουσίας.

 

Η αιτιολογία για το διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε στον αιτητή καταγράφεται στην απόφαση του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 12.5.2020:

«Β.  Εκτίμηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που οφείλονται σε πτήσεις κατά το έτος 2018 και οι οποίες εμπίπτουν στον Νόμο

7.  Σύμφωνα με το άρθρο 35 του Νόμου, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από το άρθρο 7 και από το άρθρο 34, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να ζητεί τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας (Eurocontrol).  Το Τμήμα Περιβάλλοντος, λόγω της μη υποβολής επαληθευμένης ετήσιας έκθεσης εκπομπών για το 2018 από την Cobalt Air Ltd εντός της απαιτούμενης προθεσμίας, προέβηκε σε συντηρητική εκτίμηση των εκπομπών της Cobalt Air Ltd, χρησιμοποιώντας δεδομένα που του παρείχε ο Eurocontrol.  Βάσει στοιχείων που εξασφαλίστηκαν από τον Eurocontrol, διαπιστώθηκε ότι μέχρι τον Οκτώβριο του 2018 (τελευταίος μήνας λειτουργίας της Cobalt Air Ltd), ο αερομεταφορέας πραγματοποίησε πτήσεις οι οποίες αντιστοιχούν σε 108.349 τόνους διοξειδίου του άνθρακα.  Η συντηρητική εκτίμηση εκπομπών έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 70(1)(α) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 601/2012, σύμφωνα με το οποίο «Η αρμόδια αρχή προβαίνει σε συντηρητική εκτίμηση των εκπομπών φορέα εκμετάλλευσης εγκατάστασης ή αεροσκαφών στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)  ο φορέας εκμετάλλευσης ή φορέας εκμετάλλευσης αεροσκαφών δεν υπέβαλε επαληθευμένη ετήσια έκθεση σχετικά με τις εκπομπές εντός της απαιτούμενης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 1∙»

8.  Με βάση τα ανωτέρω, αποφασίζεται ότι οι εκτιμώμενες εκπομπές της Cobalt Air για το έτος 2018 ανέρχονται σε 108.349 τόνους διοξειδίου του άνθρακα.

Γ.  Επιβολή διοικητικού προστίμου για τη μη παράδοση αριθμού δικαιωμάτων που αντιστοιχεί στις συνολικές εκπομπές του έτους 2018 μέσω του Ενωσιακού Μητρώου

9.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην επιστολή του Τμήματος Περιβάλλοντος ημερομηνίας 23 Μαΐου 2019, η Cobalt Air Ltd δεν έχει παραδώσει δικαιώματα που αντιστοιχούν στις εκπομπές της για το 2018.

10.  Βάσει του άρθρου 47, εδάφιο 1, στοιχείο (α) του Νόμου «Κάθε φορέας εκμετάλλευσης και φορέας εκμετάλλευσης αεροσκαφών που δεν παραδίδει έως την 30η Απριλίου κάθε έτους επαρκή δικαιώματα για την κάλυψη των εκπομπών του, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, υπόκειται στην καταβολή προστίμου για υπέρβαση εκπομπών, από την Αρμόδια Αρχή.  Το πρόστιμο ανέρχεται σε εκατόν ευρώ (€100) για κάθε τόνο ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα για τον οποίο ο φορέας δεν παρέδωσε δικαιώματα.»

11.  Όπως διαπιστώθηκε πιο πάνω (σημείο Β:  Εκτίμηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα της Cobalt Air Ltd για το 2018, οι εκπομπές της Cobalt Air Ltd για το 2018 ανήλθαν στους 108.349 τόνους διοξειδίου του άνθρακα.  Ως εκ τούτου, η ποινή για τις καθ’ υπέρβαση εκπομπές της Cobalt Air Ltd για το 2018 πρέπει να καθοριστεί στα δέκα εκατομμύρια οκτακόσιες τριάντα τέσσερις χιλιάδες εννιακόσια ευρώ (€10.834.900).

Αιτιολογημένη Απόφαση

12.  Με βάση τα πιο πάνω και αφού λήφθηκαν υπόψη τα διαθέσιμα στοιχεία του Τμήματος Περιβάλλοντος και οι γραπτές απόψεις του νομικού σας συμβούλου με ημερομηνία 21/08/2019, σύμφωνα με το άρθρο 47, εδάφιο 4 του Νόμου επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο στον αερομεταφορέα Cobalt Air Ltd ύψους δέκα εκατομμυρίων οκτακόσιων τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακόσιων ευρώ (€10.834.900) για τη μη παράδοση δικαιωμάτων για την κάλυψη των εκπομπών του έτους 2018.  Το διοικητικό πρόστιμο καθορίστηκε με βάση τις εκτιμώμενες εκπομπές που εξασφάλισε το Τμήμα Περιβάλλοντος από τον Eurocontrol βάση του άρθρου 35 του Νόμου και βάση της διμερούς Συμφωνίας που έχει συνάψει η Κύπρος με τον εν λόγω Οργανισμό.

13.  Πληροφορείστε ότι σε περίπτωση που διαφωνείτε με την πιο πάνω απόφαση, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 47, εδάφιο (5) έχετε το δικαίωμα της άσκησης ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πιο πάνω απόφασης.»

          Οι σχετικές διατάξεις του Άρθρου 47 είναι οι ακόλουθες:

 

«47.-(1)(α) Κάθε φορέας εκµετάλλευσης και φορέας εκµετάλλευσης αεροσκαφών που δεν παραδίδει έως την 30ή Απριλίου κάθε έτους επαρκή δικαιώµατα για την κάλυψη των εκποµπών του, κατά τη διάρκεια του προηγούµενου έτους, υπόκειται στην καταβολή προστίµου για υπέρβαση εκποµπών, από την Αρµόδια Αρχή. Το πρόστιµο ανέρχεται σε εκατόν ευρώ (€100) για κάθε τόνο ισοδύναµου διοξειδίου του άνθρακα για τον οποίο ο φορέας δεν παρέδωσε δικαιώµατα.

[…]

(2) Το πρόστιµο για τις καθ’ υπέρβαση εκποµπές που σχετίζεται µε δικαιώµατα που εκχωρούνται από την 1η Ιανουαρίου 2013 και µετά αυξάνεται σύµφωνα µε τον ευρωπαϊκό δείκτη καταναλωτή.

(3) Η διαδικασία επιβολής προστίµου που προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2) αρχίζει µε την κοινοποίηση στον παραβάτη σχετικής έκθεσης που συντάσσεται από την Αρµόδια Αρχή και έγγραφης κλήτευσης προς τον παραβάτη να υποβάλει τις απόψεις του εντός διαστήµατος δέκα (10) ηµερών από την ηµεροµηνία κοινοποίησης της κλήτευσης. Η προθεσµία αυτή µπορεί να παραταθεί, ύστερα από αίτηση του παραβάτη, για δέκα (10) επιπλέον ηµέρες.

(4) Το προβλεπόµενο στο εδάφιο (1) επιβαλλόµενο διοικητικό πρόστιµο επιβάλλεται στον παραβάτη, µε αιτιολογηµένη απόφαση της αρµόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακουστεί ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόµενο παραβάτη ή εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.

(5) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίµου επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, µέσα σε προθεσµία τριάντα (30) ηµερών από την ηµεροµηνία κοινοποίησης της απόφασης στον παραβάτη.

(6) Το ποσό του διοικητικού προστίµου εισπράττεται από την Αρµόδια Αρχή, όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου προθεσµία των εβδοµήντα πέντε (75) ηµερών από την ηµεροµηνία κοινοποίησης της απόφασης για επιβολή χρηµατικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύµφωνα µε το εδάφιο (5), από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής, απόφασης, του Υπουργού.»

 

          Οι όροι «φορέας εκμετάλλευσης» και «φορέας εκμετάλλευσης αεροσκαφών» ορίζονται στο Άρθρο 2 του Νόμου ως:

 

««φορέας εκµετάλλευσης» σηµαίνει το φορέα εκµετάλλευσης αεροσκαφών, το φορέα εκµετάλλευσης εγκατάστασης και το φορέα εµπορικής εκµετάλλευσης αεροπορικών µεταφορών· 

«φορέας εκµετάλλευσης αεροσκαφών» σηµαίνει το πρόσωπο που εκµεταλλεύεται ένα αεροσκάφος κατά το χρόνο που αυτό εκτελεί δραστηριότητα που περιλαµβάνεται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήµατος ΙΙ ή ο ιδιοκτήτης του αεροσκάφους, εάν το πρόσωπο δεν είναι γνωστό ή η ταυτότητά του δεν προσδιορίζεται από τον ιδιοκτήτη του αεροσκάφους».

 

Ο αιτητής στην ιεραρχική προσφυγή που άσκησε επεξήγησε ότι η άδεια εκμετάλλευσης αερομεταφορέα που κατείχε ανακλήθηκε από το αρμόδιο προς τούτο Υπουργείο στις 19.10.2018 και συνεπώς, εισηγήθηκε, κατά τον χρόνο που κατά τον καθ’ ου η αίτηση όφειλε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον Νόμο, δεν ενέπιπτε στην κατηγορία του φορέα εκμετάλλευσης ή φορέα εκμετάλλευσης αεροσκαφών. Διαζευκτικά, εισηγήθηκε επίσης ο αιτητής ότι συνέτρεχαν περιστάσεις ανωτέρας βίας που δεν του επέτρεπαν να συμμορφωθεί με τις νομικές υποχρεώσεις και ότι ο καθ’ ου η αίτηση ενείχε νομική υποχρέωση να μεριμνήσει ώστε να τηρηθούν τυχόν υποχρεώσεις του αιτητή. Η ίδια επιχειρηματολογία προβάλλεται και στα πλαίσια της υπό κρίση προσφυγής.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«(α)  Η επιβολή προστίμου αφορά την μη παράδοση δικαιωμάτων για τις εκπομπές που αντιστοιχούν στο έτος 2018, περίοδος κατά την οποία η Cobalt Air Ltd διέθετε έγκυρη άδεια εκμετάλλευσης και εκτελούσε δραστηριότητες οι οποίες περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ του περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου Νόμου (Ν. 110(Ι)/2011) εφεξής ο «Νόμος»).

Οι παραβάσεις της Cobalt Air Ltd, ανεξαρτήτως του χρόνου διαπιστώσεως από την Αρμόδια Αρχή, είχαν συντελεστεί σε χρόνο πριν την ανάκληση της άδειας εκμετάλλευσης του αερομεταφορέα και πριν τεθεί σε καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης.

(β)  Η Cobalt Air Ltd μη δίνοντας τη δέουσα προσοχή και ενδιαφέρον απέτυχε στο να υποβάλει εμπρόθεσμα την ετήσια επαληθευμένη έκθεση και να παραδώσει τα απαιτούμενα δικαιώματα.  Επιπλέον υπήρχε η δυνατότητα παράδοσης δικαιωμάτων ακόμη και στην περίπτωση απώλειας του έμπειρου προσωπικού του αερομεταφορέα στη βάση του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 389/2013 της Επιτροπής της 2ας Μαΐου 2013 για τη σύσταση ενωσιακού μητρώου δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των αποφάσεων αριθ. 280/2004/ΕΚ και αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 920/2010 και αριθ. 1193/2011 της Επιτροπής.

(γ)  Ο αερομεταφορέας Cobalt Air Ltd άρχισε να εκτελεί δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ του Νόμου εντός του έτους 2016.

Ο αερομεταφορέας ήταν ενήμερος για το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό και του παρείχετο συνεχής υποστήριξη, αναλυτική καθοδήγηση και ετήσιες υπενθυμίσεις για τις επερχόμενες προθεσμίες που προέκυπταν από τον Νόμο.

Επιπλέον, με δεδομένο ότι ο αερομεταφορέας ήταν πλήρως συμμορφούμενος με τις υποχρεώσεις του με βάση τον Νόμο για τα έτη 2016 και 2017, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι γνώριζε για τις υποχρεώσεις του.

Η έλλειψη γνώσης ή/και αμέλειας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Cobalt Air Ltd ή/και του Εκκαθαριστή της, δεν συνιστούν λόγους για απαλλαγή της από την υποχρέωση παράδοσης δικαιωμάτων εντός της προθεσμίας και από την επιβολή προστίμου.

(δ)  Με βάση τις πρόνοιες του Νόμου καμία προϋπόθεση δεν ικανοποιείτο για εκχώρηση δωρεάν δικαιωμάτων από το ειδικό αποθεματικό στην Cobalt Air Ltd.  Επιπλέον, η εκχώρηση δωρεάν δικαιωμάτων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο ευελιξίας ή διαφορετικής αντιμετώπισης από το κάθε κράτος μέλος.

Ο ισχυρισμός για παραβίαση των αρχών της ισότητας στον τρόπο χειρισμού του ζητήματος της Cobalt Air Ltd σε σύγκριση με άλλες κυπριακές αεροπορικές εταιρείες που κατέληξαν σε εκκαθάριση, δεν γίνεται αποδεκτός.  Οι εν λόγω κυπριακές αεροπορικές εταιρείες είτε τερμάτισαν τις αεροπορικές δραστηριότητες τους πριν από το πρώτο έτος εφαρμογής του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν οποιεσδήποτε εκκρεμότητες έναντι του Νόμου, είτε συμμορφώθηκαν πλήρως με τις υποχρεώσεις τους έναντι του Νόμου πριν περιέλθουν σε καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης.»

 

Ο σκοπός του Νόμου ορίζεται στο Άρθρο 3 ως εξής:

 

«3. Σκοπός του παρόντος Νόµου είναι –

(1)(α) η καθιέρωση ενός ΣΕ∆Ε της ΕΕ εµπορίας δικαιωµάτων εκποµπής αερίων θερµοκηπίου, από τις δραστηριότητες που περιλαµβάνονται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήµατος ΙΙ και στα αέρια του θερµοκηπίου που απαριθµούνται στο Παράρτηµα Ι, προκειµένου να προωθηθεί η µείωση των εκποµπών αερίων θερµοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό, από πλευράς κόστους και οικονοµικά αποτελεσµατικό, και

(β) η αποτελεσµατική εφαρµογή από την Αρµόδια Αρχή των πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο Παράρτηµα ΙΙΙ.

(2) Ο παρών Νόµος εφαρµόζεται µε την επιφύλαξη των απαιτήσεων που απορρέουν από τον περί Ολοκληρωµένης Πρόληψης και Ελέγχου της Ρύπανσης Νόµου.»

 

Ο όρος «ΣΕΔΕ της ΕΕ» ορίζεται στο Άρθρο 2 ως:

««ΣΕ∆Ε της ΕΕ» σηµαίνει Σύστηµα Εµπορίας ∆ικαιωµάτων Εκποµπής αερίων θερµοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Όπως ρητώς αποδέχεται ο αιτητής, έπαψε να ασκεί δραστηριότητες από τις 19.10.2018 και μετέπειτα όταν ανακλήθηκε η άδεια εκμετάλλευσης που κατείχε. Συνεπώς, μέχρι τις 18.10.2018 που ασκούσε κανονικά τις δραστηριότητές του ενέπιπτε στις πρόνοιες του Νόμου. Το γεγονός ότι έπαυσε να δραστηριοποιείται δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να καταβάλει δικαιώματα. Η προθεσμία που δίδεται στο Άρθρο 47(1) του Νόμου για καταβολή των δικαιωμάτων, δηλαδή μέχρι τις 30 Απριλίου του επόμενου έτους, αφορά και καλύπτει φορείς που δραστηριοποιούνταν και τους δώδεκα μήνες του έτους που προηγήθηκε. Παρά το ότι ο αιτητής  διέκοψε τις δραστηριότητές του πριν τη συμπλήρωση ενός πλήρους έτους εξακολουθούσε να έχει την υποχρέωση να καταβάλει τα δικαιώματα που να καλύπτουν την περίοδο για την οποία δραστηριοποιείτο, πράγμα που δεν έπραξε.

 

Ο χρόνος επιβολής του διοικητικού προστίμου ουδόλως σχετίζεται με το κατά πόσο κατά εκείνο τον συγκεκριμένο χρόνο ο αιτητής ασκούσε δραστηριότητες ή όχι αλλά με τον χρόνο που πράγματι ασκούσε δραστηριότητες. Εξάλλου, η διαδικασία εξέτασης της παράβασης που καταλήγει στην επιβολή διοικητικού προστίμου αρχίζει μετά την έλευση της προθεσμίας που προνοείται στο Άρθρο 47(1) και αφορά παράβαση που συντελέστηκε σε παρελθόντα χρόνο.

 

Πρόσθετα, οι εισηγήσεις του αιτητή για υποχρέωση μέριμνας από πλευράς του κράτους με αναφορά στις πρόνοιες των Άρθρων 11, 28 και 30 του Νόμου ενισχύουν την ευθύνη που έχει το κράτος να διασφαλίζει την τήρηση των προνοιών του Άρθρου 47 και όχι το αντίθετο ως η εισήγηση του αιτητή. Εξάλλου, ο αιτητής γνώριζε την υποχρέωση που είχε εφόσον για τα προηγούμενα έτη κατέβαλε κανονικά δικαιώματα συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι δεν κατέβαλε τα δικαιώματα επειδή το κράτος δεν επέδειξε την απαιτούμενη μέριμνα προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον.

 

Ούτε η εισήγηση του αιτητή περί παραβίασης της αρχής της ισότητας ευσταθεί. Όπως ορθά εισηγείται η συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση, το κατά πόσο ο αιτητής είχε δικαίωμα σε δωρεάν ρύπους ή όχι δεν αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης της υπό κρίση προσφυγής ενώ, όπως αιτιολογεί ο καθ’ ου η αίτηση στην προσβαλλόμενη απόφαση, η εισήγηση του αιτητή ότι έτυχε διαφορετικής μεταχείρισης άλλη αεροπορική εταιρεία που τέθηκε σε εκκαθάριση δεν ευσταθεί εφόσον το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο δεν υπήρχε κατά εκείνο τον χρόνο.

 

Σε ότι αφορά στην εισήγηση του αιτητή περί ανωτέρας βίας, ο Νόμος δεν προνοεί για τέτοια περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, τίποτε δεν εμπόδιζε τον αιτητή να καταβάλει τα οφειλόμενα δικαιώματα ευθύς αμέσως μετά την ανάκληση της άδειάς του και πριν αρχίσει η διαδικασία εκκαθάρισης.

 

Τέλος, σε σχέση με την εισήγηση του αιτητή περί παραβίασης του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ επειδή η αρχή που επιβάλλει το διοικητικό πρόστιμο είναι η ίδια με αυτή που εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή, όπως ορθά υποδεικνύει η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση δεν θα μπορούσε να διαφέρει εφόσον το Άρθρο 2 του Νόμου ορίζει ως αρμόδια αρχή τον Υπουργό. Όπως αποφασίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου Alpha Bank Cyprus Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1293/2016, 15.11.2019 με αναφορά και σε άλλες αποφάσεις:

 

«Έχουμε ως εκ τούτου ενώπιόν μας δεσμευτική νομολογία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τόσο την Sigma Radio T.VLtd ν. Αρχής Ραδιοτηλεοράσεων Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ, 134 (στο εξής απόφαση Sigma Radio TV), την οποία επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση, όσο και την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Jupiwind Ltd και άλλοι ν. Διοικητική Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ECLI:CY:AD:2018:C29, Α.Ε. 91/2012, ημερομηνίας 18/1/2018, ECLI:CY:AD:2018:C29,  (στο εξής απόφαση Jupiwind).

Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Sigma Radio T.VLtd (ανωτέρω) στην οποία αντίστοιχοι νομικοί ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως ακολούθως, (με την υπογράμμιση να έχει προστεθεί):

[…]

Στο εκτενές κατωτέρω απόσπασμα από την απόφαση Jupiwind (ανωτέρω), αποφασίστηκε, ανάμεσα σε άλλα, και το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό έλλειψης ανεξαρτησίας του διοικητικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την επίδικη απόφαση, αφού συνέτρεχαν, κατά τους δικηγόρους των εκεί αιτητών, οι ιδιότητες του κατήγορου, του μάρτυρα και του δικαστή. Πέραν αυτών βέβαια, γίνεται στην εν λόγω απόφαση εκτενής αναφορά από την Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην δεσμευτική νομολογία της Πλήρους Ολομέλειας στη Sigma Radio T.VLtd (ανωτέρω) αλλά και της απόφασης του ΕΔΑΔ Sigma Radio Television Ltd, v. Cyprus ημερομηνίας 21/10/2011.  Θεωρούμε πως η περιγραφή απλώς του τι αποφασίστηκε θα δημιουργούσε ελλείψεις.  Ακολουθεί αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 91/2012, JUPIWIND LTD, και Άλλοι ν. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, 18/1/2018, κατωτέρω, (με τον τονισμό να έχει προστεθεί):

«Ο κύριος κορμός της έφεσης, που αναπτύσσεται στους πλείστους όσους επί μέρους λόγους, αφορά την, κατ΄ ισχυρισμόν, λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου ότι με την απόφαση του στη Sigma Radio Television Ltd, το ΕΔΑΔ επικύρωσε την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε όλα τα σημεία.  Αντίθετα, το ΕΔΑΔ ανέτρεψε το κύριο μέρος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι η προσφερόμενη στο κυπριακό σύστημα δικαίου αναθεωρητική δικαιοδοσία δεν είναι αρκετή αφού το αναθεωρητικό Δικαστήριο εμποδίζεται από το να αποφασίσει ουσιώδη θέματα με δεδομένο ότι δεν μπορεί να εξετάσει τις πραγματικές διαπιστώσεις των  διοικητικών οργάνων, ούτε και να ελέγξει την αυστηρότητα αυτής καθαυτής της ποινής.

Η θέση επομένως του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι το ΕΔΑΔ ουσιαστικά επικρότησε τα όσα αποφάσισε η Πλήρης Ολομέλεια στη Sigma Radio TV, έχει στην ουσία ανατραπεί από την παράγραφο 159 της απόφασης του ΕΔΑΔ.  Συναφές με το επιχείρημα αυτό είναι και η θέση των εφεσειουσών ότι λανθασμένα απερρίφθη η εισήγηση ότι ο Διοικητής μπορούσε να αναλάβει το συνδυασμένο ρόλο του ερευνητή, διώκτη και Δικαστή, αφού το ΕΔΑΔ κατέγραψε τη θεμιτή ανησυχία του στην υπόθεση Sigma ότι η συνένωση διαφορετικών λειτουργιών και ιδιαίτερα του γεγονότος ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται κατατίθεται στο δικό της ταμείο (δηλαδή της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης), και, για δική της χρήση, αποστερεί το όργανο από την αναγκαία νόμιμη αμεροληψία κατά τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της Σύμβασης.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών πρόσθεσε στην επιχειρηματολογία του και το σκεπτικό της πρόσφατης απόφασης του ΕΔΑΔ στην Kamenos v. Cyprus Application No. 147/07 ημερ. 31.10.2017.

Κατά τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι ο Διοικητής ενεργούσε στο πλαίσιο διοικητικής και όχι δικαστικής διαδικασίας επιβάλλοντας έτσι διοικητικό πρόστιμο και όχι ποινή και κακώς διαφοροποίησε νομολογία του ΕΔΑΔ επί του θέματος.  Ο Διοικητής είχε μεροληπτική στάση και η σχετική εισήγηση των εφεσειουσών λανθασμένα απερρίφθη δεδομένου ότι ο Διοικητής είχε προβεί σε διαπιστώσεις ενοχής στο πολύ αρχικό στάδιο της διαδικασίας, πριν ακόμη ακούσει τις εφεσείουσες. 

..............................................................                

Εξετάζοντας την έφεση καταγράφεται κατ΄ αρχάς ότι οι περισσότεροι λόγοι έφεσης που αφορούν την εξουσία του Διοικητή και την αρμοδιότητα αυτού στην ουσία αλληλοκαλύπτονται, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι δε θέσεις των εφεσειουσών βασίζονται στην απόφαση του ΕΔΑΔ στη Sigma RadioTelevision Ltd.  Στους επί μέρους λόγους έφεσης, οι συνήγοροι των εφεσειουσών παραθέτουν αποσπάσματα από την απόφαση του ΕΔΑΔ για να εισηγηθούν ότι στη βάση της απόφασης αυτής, ανετράπη στην ουσία η ετυμηγορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Sigma  και, επομένως, κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναγνώρισε αυτή τη σημαντική παράμετρο στην ενώπιον του υπόθεση, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και επί της νομολογίας και επί της ουσίας. 

Έχουν άδικο όμως οι εφεσείουσες προωθώντας την πιο πάνω θέση διότι η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν έχει ανατρέψει την ετυμηγορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Sigma.  Τα αποσπάσματα τα οποία παραθέτουν από την απόφαση του ΕΔΑΔ, εκτός του ότι δεν είναι ολοκληρωμένα και συμπληρωμένα, δεν επιβεβαιώνουν τη θέση τους.  Η απόφαση του ΕΔΑΔ πρέπει να αναγνωσθεί προσεκτικά και εν τω συνόλω της.  Στην ουσία, εκείνο το οποίο το ΕΔΑΔ έκρινε, θεμελιώθηκε στον κοινό τόπο ότι οι εξουσίες αναθεώρησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν περιελάμβαναν όλες τις πτυχές της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης.  Το σύνηθες, όμως, όπως λέχθηκε, σε όλα τα συστήματα ελέγχου μιας διοικητικής απόφασης στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι ότι δεν υποκαθίσταται η απόφαση του διοικητικού οργάνου από απόφαση του  αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ενώ και η δικαιοδοσία του τελευταίου επί των γεγονότων είναι πράγματι περιορισμένη.  Αναγνωρίστηκε όμως από το ΕΔΑΔ, ότι η απόφαση του διοικητικού οργάνου, εκεί της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, μπορούσε να ακυρωθεί για αριθμό λόγων περιλαμβανομένων της λανθασμένης αντίληψης γεγονότων ή νόμου από το διοικητικό όργανο, της μη επαρκούς αιτιολογίας, της μη δέουσας ή επαρκούς έρευνας, καθώς επίσης και για αριθμό διαδικαστικών λόγων, (παρ. 159 της απόφασης).

 

Το ΕΔΑΔ απέρριψε εν τέλει την ενώπιον του αίτηση της Sigma, θεωρώντας ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επαρκή δικαιοδοσία, («sufficient jurisdiction»), να αναθεωρήσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου ιδιαίτερα σε ένα εξειδικευμένο τομέα με δυνατότητα άσκησης  διακριτικής ευχέρειας από το διοικητικό όργανο.  Το άρθρο 6(1) της Σύμβασης δεν επιβάλλει σε ένα εφετειακό Δικαστήριο να έχει εξουσία υποκατάστασης της δικής του άποψης ή απόφασης με αυτή του διοικητικού οργάνου ή αρχής.  Ούτε η υπόθεση στη Sigma, αφορούσε την άσκηση ήπιας εξουσίας στο ποινικό δίκαιο, («soft criminal law powers»), όπου το ΕΔΑΔ εφαρμόζει ένα υψηλότερο επίπεδο παρά σε ό,τι στις υποθέσεις που εμπίπτουν στο αστικό μέρος δικαιοδοσίας του άρθρου 6(1). 

Τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο στη Sigma, όσο και το ΕΔΑΔ, επαναβεβαίωσαν ότι ένα διοικητικό όργανο ή αρχή δεν είναι Δικαστήριο stricto sensu και επομένως δεν υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος  και του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι ο Νόμος και οι Κανονισμοί που διέπουν τη λειτουργία του διοικητικού οργάνου παρέχουν όλα τα εχέγγυα αμεροληψίας και ανεξαρτησίας.»

 

 

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν απουσιάζουν τα εχέγγυα αμεροληψίας και ανεξαρτησίας μόνο και μόνο επειδή ο Νόμος ορίζει ένα πρόσωπο ως αρμόδια αρχή.

         

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1700 έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο