ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 12/2021 (i-Justice))

 

 29 Αυγούστου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                  SOLD ON CYPRUS LTD

                                                                             Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

           ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ

 

Καθ’ ου η Αίτηση

 

Σ. Αργυρου και Ρ. Χρυσοστόμου (κα), για Σωτήρης Αργυρού & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Κ. Κότροφος, για Ανδρέας Π. Ποιητής & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια ζητεί-

«Δήλωση του Δικαστηρίου, ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση, ημερ. 27/07/2021, η οποία ήρθε σε γνώση/κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 27/07/2021 μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος με την οποία ενημερώνονταν ότι διαγράφεται το όνομα της Αιτήτριας από το Μητρώο Κτηματομεσιτών Νομικού Προσώπου είναι παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και/ή αντισυνταγματική και παραβιάζει τα άρθρα 12, 25, 28 και 30 του Συντάγματος και/ή ελήφθη καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή συνέπειας και/ή κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης.».

 

Με επιστολή του προς τον διευθυντή της αιτήτριας και αδειούχο κτηματομεσίτη, κ. Κ. Κ., ημερομηνίας 16.10.2020, το καθ’ ου η αίτηση Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών («το Συμβούλιο») πληροφορούσε την αιτήτρια ότι διερευνούσε την πιθανή διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων εκ μέρους της, σχετικά με τα όσα είχαν δει το φως της δημοσιότητας και το βίντεο που είχε μεταδώσει το δίκτυο Al Jazeera περί τα μέσα Οκτωβρίου του ιδίου έτους, αναφορικά με παράνομες ενέργειες που αποσκοπούσαν στην έκδοση διαβατηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ξένους επενδυτές μέσω του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος ή/και την παράκαμψη του εν λόγω Προγράμματος. Καλείτο δε η αιτήτρια και/ή ο διευθυντής αυτής, ως πιθανοί εμπλεκόμενοι στο ζήτημα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 16.10.2020, όπως παρευρεθεί στην επόμενη συνεδρία του Συμβουλίου, ημερομηνίας 23.10.2020, για να εκφράσουν τις θέσεις και/ή απόψεις τους επί του συγκεκριμένου θέματος.

 

Η συνεδρία έλαβε τελικά χώρα στις 30.10.2020 και ενώπιον του Συμβουλίου εμφανίστηκε ο διευθυντής της αιτήτριας μαζί με τον δικηγόρο της εταιρείας, ο οποίος παρέδωσε επιστολή ή/και αγόρευση με προδικαστικές ενστάσεις εκ μέρους της αιτήτριας, ενώ στη συνέχεια υποβλήθηκαν ερωτήσεις από το Συμβούλιο, τις οποίες ο διευθυντής της αιτήτριας απάντησε.

 

Ακολούθως, με επιστολή του προς τον Διευθυντή της αιτήτριας, ημερομηνίας 3.11.2020, το Συμβούλιο ενημέρωσε ότι αποφάσισε την έναρξη διεξαγωγής πειθαρχικής έρευνας εναντίον της αιτήτριας και/ή του διευθυντή δυνάμει του άρθρου 30 του περί Κτηματομεσιτών Νόμου (Ν.71(Ι)/2010), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), καθότι, ως αναφέρεται στη σχετική επιστολή, «διαφάνηκε εκ πρώτης όψεως ότι ενδεχομένως να προκύπτουν πειθαρχικά παραπτώματα εκ μέρους σας και/ή της εταιρείας σας, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 28(1)» του Νόμου. Με την ίδια επιστολή, το Συμβούλιο ενημέρωνε την αιτήτρια ότι αποφάσισε τον διορισμό ερευνώντα λειτουργού για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας, ο δε ερευνών λειτουργός ήταν ο υπογράφων την εν λόγω επιστολή, κ. Χ. Φ..

 

Ο ερευνών λειτουργός ετοίμασε σχετική έκθεση, ημερομηνίας 21.2.2021, δια της οποίας εξέφρασε τη θέση ότι υπάρχει υπόθεση εναντίον της αιτήτριας και εισηγείται όπως «κληθεί ο κύριος Κ. Κ. και η εταιρεία Sold on Cyprus Ltd στο Πειθαρχικό, ως κατηγορούμενοι για την πιο πάνω υπόθεση και να προβάλουν την υπεράσπιση τους».

 

Ως εκ των πιο πάνω, το Συμβούλιο με επιστολή του ημερομηνίας 16.6.2021, ενημέρωσε την αιτήτρια ή/και τον διευθυντή της για την ολοκλήρωση της πειθαρχικής έρευνας, πληροφορώντας τους ότι ενδεχομένως να έχουν υποπέσει σε πειθαρχικό αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 28 του Νόμου, καλώντας τους όπως παρευρεθούν την 30.6.2021 ενώπιον του Συμβουλίου με σκοπό να ακουστούν και/ή να θέσουν ενώπιον του τις θέσεις τους.

 

Τελικά, μετά από αλληλογραφία του Συμβουλίου με τον διευθυντή της αιτήτριας, η συνεδρία του καθ’ ου η αίτηση ορίστηκε εκ νέου την 1.7.2021. Ωστόσο, ο διευθυντής της αιτήτριας, με επιστολή του προς το Συμβούλιο, ημερομηνίας 29.6.2021, ενημέρωσε πως τελικά δεν θα παρευρίσκετο στην εν λόγω συνεδρία, αφού έλαβε νομική συμβουλή από τον δικηγόρο του.

 

Την 1.7.2021 το Συμβούλιο, στην απουσία εκπροσώπησης της αιτήτριας, έλαβε την επίδικη απόφαση. Ειδικότερα, το καθ’ ου η αίτηση αποφάνθηκε ότι η αιτήτρια είναι ένοχη, «εφόσον είχε επιδείξει τέτοια συμπεριφορά η οποία παραβιάζει το εδάφιο (1)(δ) του άρθρου 28 του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 2010 έως 2017, «ήτοι κατά την άσκηση του επαγγέλματος του επιδεικνύει διαγωγή ανέντιμη ή επονείδιστη ή οποιαδήποτε άλλη διαγωγή ή συμπεριφορά ανάρμοστη ή ασυμβίβαστη με το επάγγελμα του ή υποβιβάζει το κύρος και την υπόληψη του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη»». Συνακόλουθα, το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα όπως επιβάλει στην αιτήτρια την πειθαρχική ποινή της δια παντός διαγραφής του ονόματός της από το Μητρώο Κτηματομεσιτών Νομικού Προσώπου, ενώ στον διευθυντή της αιτήτριας, επιβλήθηκε η πειθαρχική κύρωση της αυστηρής επίπληξης.  

 

Η επίδικη απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δι’ επιστολής του καθ’ ου η αίτηση προς τον διευθυντή της εταιρείας, ημερομηνίας 27.7.2021, την οποία υπέγραφε ο ερευνών λειτουργός, κ. Φ., εκ μέρους του Συμβουλίου. Στις 8.10.2021, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

 

Ο συνήγορος της αιτήτριας προωθεί δια των γραπτών του αγορεύσεων σειρά λόγων ακύρωσης, οι οποίοι συνοψίζονται στα εξής:

 

(α) Ελλείψει οποιωνδήποτε κανονισμών που να ρυθμίζουν την πειθαρχική  διαδικασία για διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων, όπως ο Νόμος ρητά επιτάσσει, υφίσταται νομικό κενό και χωρίς την κάλυψη αυτού του κενού, καμία πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να προχωρήσει εναντίον οποιουδήποτε Κτηματομεσίτη. Κατά συνέπεια, το καθ’ ου η αίτηση ενήργησε εν προκειμένω κατά κατάχρηση και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας·

(β) Παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης από το Συμβούλιο, κυρίως λόγω του ότι δεν εξηγήθηκε στον διευθυντή της αιτήτριας ότι είχε το δικαίωμα της σιωπής, αλλ’ αντ’ αυτού, τα μέλη του Συμβουλίου υπέβαλαν τον κ. Κ. σε ανάκριση, «αντεξετάζοντας ουσιαστικά αυτόν»·

 

(γ) Παραβιάστηκε η αρχή της αμεροληψίας. Κατά το σχετικό, δισκελή, ισχυρισμό, (i) το Συμβούλιο «φέρεται να ανέκρινε υποβάλλοντας στο Διευθυντή της Αιτήτριας Εταιρείας σε αντεξέταση στις 30/10/2020», ενώ ήταν το ίδιο ακριβώς σώμα που εκδίκασε το πειθαρχικό παράπτωμα που αντιμετώπιζε η αιτήτρια, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή σύμφωνα με την οποία ουδέποτε ο ανακριτής μπορεί να είναι και δικαστής, αλλά ο ρόλος τους πρέπει να είναι εντελώς διακριτός. Επιπρόσθετα, (ii) ο ερευνών λειτουργός που διορίστηκε από το καθ' ου η αίτηση για να διερευνήσει τις κατηγορίες εναντίον της αιτήτριας, ήταν το ίδιο πρόσωπο που τηρούσε τα πρακτικά κατά τις συνεδρίες του Συμβουλίου, περιλαμβανομένης και της διαδικασίας εκδίκασης της υπόθεσης. Το ίδιο δε πρόσωπο υπέγραψε μια σειρά από επιστολές προς την αιτήτρια. Ήταν δηλαδή, κατά τη σχετική εισήγηση, ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας εναντίον της αιτήτριας. Όμως, ως υποβάλλει ο συνήγορος της αιτήτριας, όφειλε το καθ’ ου η αίτηση να κρατήσει θέση ανεξαρτησίας από τον ανακριτικό έργο και από τον ερευνώντα λειτουργό, ο οποίος και δεν θα έπρεπε εν προκειμένω να τηρεί τα πρακτικά του Συμβουλίου·

 

(δ) Παραβιάστηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα της αιτήτριας, ως αυτά κατοχυρώνονται στα Άρθρα 28 και 25 του Συντάγματος, και δη το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης και της ελευθερίας άσκησης επαγγέλματος, αλλά και η αρχή της αναλογικότητας, η δε επίδικη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολόγησης.

 

Η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, αντικρούοντας όλους τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης που προωθούνται, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη, λήφθηκε δε αυτή ορθά και νόμιμα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε, αλλ’ ούτε και παραβιάστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το καθ’ ου η αίτηση, δεν υφίσταται οποιοδήποτε νομοθετικό κενό που να επιδρά ουσιωδώς στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένης της επάρκειας των διατάξεων των Νόμου, επί των οποίων στηρίχθηκε η διαδικασία, ενώ ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, υποβάλλεται από τους συνηγόρους του, ότι το Συμβούλιο δεν είχε άλλη επιλογή και δεν μπορούσε να διορίσει οποιονδήποτε άλλο για να διερευνήσει την περίπτωση της αιτήτριας, ούτε και μπορούσαν να τηρηθούν πρακτικά από άλλο πρόσωπο, εφόσον «μόνο ο κύριος Φ. εργαζόταν στο Συμβούλιο χωρίς να είναι μέλος του Συμβουλίου».

 

Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρηματολογία, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

 

Θα αρχίσω, κατά προτεραιότητα, με τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, η εξέταση του οποίου, ως αφορώντος ευθέως σε ζήτημα δημοσίας τάξεως, προέχει και μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Νίκου Ταντελέ, ΕΔΔ 137/2021, ημερ. 18.7.2024, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314). Εν προκειμένω, ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, με τον τρόπο που αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, συνδέεται άρρηκτα με έτερο ζήτημα δημοσίας τάξεως, ήτοι αυτό της νομιμότητας της σύνθεσης του Συμβουλίου: κατά την αιτήτρια, ο ερευνών λειτουργός που διορίστηκε από το καθ’ ου η αίτηση, ήταν το πρόσωπο το οποίο κρατούσε τα πρακτικά, τόσο κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου, ημερομηνίας 30.10.2020, κατά την οποία είχε παρευρεθεί και η αιτήτρια με τον δικηγόρο της, όσο και κατά τη συνεδρία λήψης της επίδικης απόφασης, ημερομηνίας 1.7.2021, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εκδίκασης της υπόθεσης, αποστέλλοντας και υπογράφοντας, επιπρόσθετα, και το σύνολο των σχετικών επιστολών. Κατά το σχετικό ισχυρισμό, το καθ’ ου η αίτηση όφειλε να κρατήσει «θέση ανεξαρτησίας από το Ανακριτικό Έργο και από τον Ερευνώντα Λειτουργό, ο οποίος δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να τηρεί τα πρακτικά του Συμβουλίου και να αποστέλλει επιστολές εκ μέρους του».

 

Όπως και η αρχή της αμεροληψίας, έτσι και το ζήτημα της νομιμότητας της σύνθεσης του συλλογικού διοικητικού οργάνου που λαμβάνει την επίδικη απόφαση, συνιστά θέμα δημοσίας τάξεως που εξετάζεται κατά προτεραιότητα, εφόσον ανατρέχει στη ρίζα της νομιμότητας της ίδιας της τελικής, προσβαλλόμενης απόφασης. Τυχόν δε διαπίστωση προβλήματος, καθιστά, άνευ ετέρου, την απόφαση άκυρη (Στυλιανός Αγαθοκλέους ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. 29/2011, ημερ. 21.7.2016, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου, ανωτέρω, Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130).

 

Εν προκειμένω, προκύπτει ότι, πράγματι, τα πρακτικά όλων των συνεδριών του Συμβουλίου, καθόλη τη διάρκεια της εξέτασης της περίπτωσης της αιτήτριας μέχρι και την έκδοση της επίδικης απόφασης την 1.7.2021, τηρούσε ο ερευνών λειτουργός, κ. Χ. Φ., ο οποίος είχε ετοιμάσει την έκθεσή του, περιλαμβανομένου και του σχετικού πορίσματος, από τις 12.2.2021 και ο οποίος μάλιστα υπέγραφε και το σύνολο των σχετικών επιστολών «Δια Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών». Προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, ότι ο κ. Φ. εργοδοτείτο και/ή ήταν υπάλληλος στο Συμβούλιο. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση, χωρίς ωστόσο αυτό να στοιχειοθετείται περαιτέρω, ο κ. Φ. ήταν ο μόνος υπάλληλος του Συμβουλίου. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσον οι πιο πάνω ενέργειες και η συμμετοχή του πιο συγκεκριμένου προσώπου στις συνεδρίες του καθ’ ου η αίτηση, έστω ως πρακτικογράφου, συνιστά παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας ή/και στοιχειοθετεί ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης του Συμβουλίου.

 

Είναι δεδομένο ότι στον περί Κτηματομεσιτών Νόμο δεν ρυθμίζεται ειδικότερα η ακολουθητέα διαδικασία στο πλαίσιο διενεργούμενης έρευνας για τυχόν διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από εγγεγραμμένο κτηματομεσίτη. Πράγματι, ενώ στο Μέρος VI του Νόμου, με τίτλο «ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», προβλέπονται οι περιπτώσεις διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων (άρθρο 28) και η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων (άρθρο 29)[1], στο άρθρο 30 προβλέπονται τα εξής (η έμφαση έχει προστεθεί):

 

«30.-(1) Όταν καταγγελθεί στο Συµβούλιο ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο υποπέσει στην αντίληψή του ότι εγγεγραµµένος κτηματομεσίτης δυνατόν να έχει διαπράξει οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 28, τότε το Συµβούλιο µεριµνά αμέσως όπως διεξαχθεί έρευνα σύμφωνα µε διαδικασία που καθορίζεται µε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόµου.     

 

(2) Όταν από την έρευνα που έχει διεξαχθεί δυνάµει του εδαφίου (1) αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, ο επηρεαζόμενος εγγεγραµµένος κτηματομεσίτης πληροφορείται γραπτώς για την εναντίον του υπόθεση και παρέχεται σ’ αυτόν ευκαιρία να ακουστεί είτε αυτοπροσώπως είτε µέσω δικηγόρου.    

 

(3) Η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται σύμφωνα µε διαδικασία η οποία καθορίζεται µε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάµει του παρόντος Νόµου.».

 

Εντούτοις, και παρά τις πιο πάνω ρητές πρόνοιες, κανονισμοί που να ρυθμίζουν την αμέσως πιο πάνω διαδικασία, δεν έχουν θεσπιστεί μέχρι σήμερα ή, εν πάση περιπτώσει, μέχρι και το χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης. Με αποτέλεσμα, ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης αναφορικά με την έρευνα που διενεργείται για τυχόν διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από εγγεγραμμένο κτηματομεσίτη, να τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω οι διατάξεις του άρθρου 21(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), σύμφωνα με τις οποίες (η έμφαση προστέθηκε)-

 

«21.-(1) Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει µε νόµιµη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτηµένο από το νόµο, έστω και αν δεν έλαβε µέρος στην ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρµόδιος για την τήρηση των πρακτικών.

 

(2) Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρµόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων µε σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.».

 

Εν προκειμένω, το ζήτημα που εντοπίζεται δεν αφορά στο πρώτο σκέλος του ισχυρισμού της αιτήτριας περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, αλλά στο δεύτερο. Κρίνω ότι το Συμβούλιο, στο πλαίσιο των πιο πάνω διατάξεων, ορθά και σύννομα κάλεσε την αιτήτρια και/ή τον διευθυντή αυτής να θέσουν ενώπιον του τις θέσεις του, προτού λάβει οποιαδήποτε απόφαση. Ωστόσο, το πρόβλημα που εντοπίζεται αφορά στην τήρηση των πρακτικών όλων των συνεδριών του Συμβουλίου, μέχρι και τη λήψη της επίδικης απόφασης, από τον ερευνώντα λειτουργό, ο οποίος παράλληλα, ενεργούσε και ως εκπρόσωπος και/ή υπάλληλος του καθ’ ου η αίτηση, υπογράφοντας όλες τις σχετικές επιστολές.

 

Εν πρώτοις, από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο κ. Φ. ήταν το αρμόδιο πρόσωπο για την τήρηση των πρακτικών, όπως ρητά προβλέπεται στην προεκτεθείσα διάταξη του 21(1) του Νόμου 158(Ι)/1999. Επιπρόσθετα όμως, ακόμα και αν προέκυπτε και/ή αν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ο κ. Φ. εξουσιοδοτήθηκε προς τούτο από το Συμβούλιο, κρίνω ότι αυτή η ενέργεια δεν μπορεί να είναι συμβατή με την αρχή της αμεροληψίας, αφού και μόνον η ιδιότητά του συγκεκριμένου προσώπου ως ερευνώντος λειτουργού, του οποίου η έκθεση και/ή το πόρισμα αδιαμφισβήτητα διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη λήψη της επίδικης απόφασης, δεν μπορεί να συνάδει με την εκ μέρους του τήρηση πρακτικών και την παρουσία του καθόλη τη διάρκεια των συνεδριών και συζητήσεων του Συμβουλίου για σκοπούς λήψης της επίδικης απόφασης, όπου και, προφανώς, συζητήθηκε και το πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού.

Σύμφωνα με το άρθρο 42 του Νόμου 158(Ι)/1999-

 

«42.-(1) Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.

 

(2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.».

 

Το άρθρο 42(1) του πιο πάνω Νόμου καθιερώνει τη θεμελιακή αρχή της αμεροληψίας που πρέπει να διέπει τη λειτουργία ενός διοικητικού οργάνου, υπό οποιαδήποτε από τις δύο εκφάνσεις της, ήτοι και την υποκειμενική και την αντικειμενική, ώστε να διασφαλίζονται τα εχέγγυα για αμερόληπτη κρίση έναντι του πολίτη. Εν προκειμένω, η συμμετοχή του κ. Φουλή, έστω ως πρακτικογράφου, σε όλες τις συνεδρίες του καθ’ ου η αίτηση μέχρι και τη λήψη της επίδικη απόφασης, υπό την ταυτόχρονη ιδιότητά του ως ερευνώντος λειτουργού στην ίδια υπόθεση, αντικειμενικά ιδωμένη, δεν μπορεί παρά να αντίκειται στην αρχή της αμεροληψίας. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ι.Γ. Μαθιουδάκη, «Η Αρχή της Αμεροληψίας της Διοίκησης», Έκδοση 2008, στην παράγραφο 157, η διασφάλιση της αρχής της αμεροληψίας «ενισχύει την έξωθεν καλή μαρτυρία». Πρόκειται για το διαχρονικό αξίωμα ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται. Στην αντικειμενική πτυχή της αμεροληψίας, εμπίπτει κάθε περίπτωση η οποία, ως εκ των ιδιαίτερων περιστάσεών της, εύλογα οδηγεί τον ανεξάρτητο παρατηρητή στο συμπέρασμα ότι αυτή συνιστά παραβίαση της πιο πάνω αρχής (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., ΕΔΔ 146/2021, ημερ.15.3.2024, Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769). Η όλη ουσία της θεσμικής αμεροληψίας έγκειται στην αντικειμενική εμφάνιση των πραγμάτων. Με άλλα λόγια, η αμεροληψία όχι μόνο πρέπει να υφίσταται, αλλά και να εμφανίζεται ως υφιστάμενη σε κάθε στάδιο παραγωγής της διοικητικής πράξης και, για να αποκτά ουσιαστικό και όχι απλώς λεκτικό περιεχόμενο, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται εν ευρεία εννοία και όχι μέσα σε στεγανά (Ανδρέας Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1226/2012 κ.α., ημερ. 11.3.2014, ECLI:CY:AD:2014:D181).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, κρίνω ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας. Αυτή δε η ταυτόχρονη ιδιότητα του κ. Φ. ως ερευνώντος λειτουργού και ως πρακτικογράφου, μπορούσε και έπρεπε να είχε αποφευχθεί από το καθ’ ου η αίτηση, είτε με τον διορισμό άλλου ερευνώντος λειτουργού, είτε με την ανάθεση τήρησης πρακτικών σε πρόσωπο άλλο από τον ερευνώντα λειτουργό της υπόθεσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί, εφόσον στοιχειοθετείται πράγματι ζήτημα παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, η οποία αναπόφευκτα επηρεάζει τη σύνθεση του καθ’ ου η αίτηση και, εν τέλει, τη νομιμότητα και εγκυρότητα της τελικής απόφασης, καθιστώντας αυτήν υποκείμενη σε ακύρωση.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζεται η τύχη της παρούσας προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται  €1900 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

 

 

Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Δυνάμει του άρθρου 29(1)(δ), επιβλήθηκε στην αιτήτρια η επίδικη ποινή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο