ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                           

(Υπόθεση Αρ. 276/2014)

 

 27 Αυγούστου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               Χ. Π.                   

                                                                             Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

              ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Καθ’ ης  η Αίτηση

 

Γ. Αλεξίου, για Δημοσθένη Στεφανίδη, για Αιτητή

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ για Καθ’ ης η Αίτηση

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Η υπό εξέταση προσφυγή, τέθηκε εκ νέου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση των λόγων ακύρωσης που προωθούνται, μετά από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην ΕΕΔ 84/2017, ημερομηνίας 6.3.2024[1], με την οποία ανετράπη η πρωτόδικη κρίση, ημερομηνίας 6.7.2017.

 

Ο αιτητής ζητεί δια της προσφυγής του-

 

«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση, που συνιστάται και/ή γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολές ημερομηνίας 6.12.2013 (της οποίας έλαβε γνώση ο αιτητής, κατά ή περί, μετά τις 15.12.2013) και/ή 3.2.2014 και/ή 17.2.2014 με τις οποίες απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή που υποβλήθηκε με επιστολή ημ. 13.11.2013 και επαναβεβαιώθηκε εν όλω ή εν μέρει διευκρινιστικά με επιστολή του ημ. 8.1.2014 με την οποία/ες απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για παραχώρηση μίας πρόσθετης ετήσιας προσαύξησης δυνάμει του Κανονισμού 19 των περί της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, που προνοεί για παροχή, αντί επιδόματος, μίας πρόσθετης ετήσιας προσαύξησης για απόκτηση πτυχίου πανεπιστημίου ή Ανώτατης Σχολής, με τον αιτητή να είναι κάτοχος πτυχίου Μηχανολόγου Μηχανικού από το ΤΕ.ΠΑ.Κ που του απονεμήθηκε τον Ιούνιο του 2013, είναι άκυρη/ες, παράνομη/ες και στερείται/ούνται κάθε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β. Διαζευκτικά ή σωρευτικά με το πιο πάνω αίτημα υπό (Α), Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η εγκύκλιος με αριθμό Ρ1/548 ημ. 1.9.1999 με την οποία εξωγενώς και επεμβατικά στον Κανονισμό 19 των περί της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, «καταργήθηκε» η παροχή αντί επιδόματος μίας πρόσθετης ετήσιας προσαύξησης, για απόκτηση πτυχίου πανεπιστημίου ή Ανώτατης Σχολής, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος.».

 

Ο αιτητής διορίστηκε στη θέση του Μηχανολόγου Εφαρμοστή Σταθμού (μισθολογικές κλίμακες Α2-Α5-Α7), στην καθ’ ης η αίτηση, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου («η Αρχή»), από 1.6.2003 και τοποθετήθηκε στην πρώτη βαθμίδα της κλίμακας Α2. Στις 11.6.2003, με σχετική επιστολή του προς τον Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού της Αρχής («ο Διευθυντής»), ο αιτητής αιτήθηκε όπως του παραχωρηθούν οι ανάλογες προσαυξήσεις, καθότι ήταν κάτοχος Διπλώματος του κλάδου Μηχανολογίας του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (Α.Τ.Ι.). Η καθ’ ης η αίτηση εξέτασε την αίτηση του αιτητή και, αφού διαπιστώθηκε ότι αυτός πληρούσε τις σχετικές πρόνοιες της προαναφερθείσας Εγκυκλίου Ρ1/548, ημερομηνίας 1.9.1999, του παραχώρησε τρεις προσαυξήσεις, με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί η μισθοδοσία του και ο αιτητής να τοποθετηθεί, από 1.7.2003, στη τέταρτη βαθμίδα της κλίμακας Α2. Ο αιτητής έλαβε γνώση της εν λόγω απόφασης, δια σχετικής επιστολής του Διευθυντή, ημερομηνίας 3.7.2003.

 

Εν συνεχεία, και συγκεκριμένα από 1.1.2004, ο αιτητής, σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 22.4.2003, διορίστηκε στη θέση του Χειριστή Μηχανών (μισθολογικές κλίμακες Α2-Α5-Α7-Α8) και τοποθετήθηκε στην ένατη βαθμίδα της κλίμακας Α2(9/13) με βάση τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης, επειδή κατείχε δίπλωμα του Α.Τ.Ι. στο κλάδο της Μηχανολογίας.

 

Η καθ’ ης η αίτηση, στη συνεδρία της ημερομηνίας 24.9.2013, και αφού είχε προηγουμένως προηγηθεί η υπογραφή σχετικής συμφωνίας μείωσης λειτουργικών εξόδων μεταξύ Αρχής και συνδικαλιστικών οργανώσεων, αποφάσισε την κατάργηση του Επιδόματος Αναγνωρισμένων Εξετάσεων. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στο προσωπικό της καθ’ ης η αίτηση, περιλαμβανομένου και του αιτητή, μέσω σχετικής επιστολής του Διευθυντή, ημερομηνίας 25.9.2013,  προς όλους τους ενδιαφερόμενους και/ή εμπλεκόμενους επικεφαλής τμημάτων.

 

Ωστόσο, ο αιτητής, με δική του επιστολή προς τον Διευθυντή, ημερομηνίας 13.11.2013, ενημέρωνε αυτόν ότι από τις 20.6.2013 κατέχει και το πτυχίο Μηχανολόγου Μηχανικού του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου. Ως εκ τούτου, αιτήθηκε μια πρόσθετη προσαύξηση δυνάμει του Κανονισμού 19 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/1986), ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο Διευθυντής, με απαντητική επιστολή του, ημερομηνίας 6.12.2013, πληροφόρησε τον αιτητή ότι, με βάση τον Κανονισμό 19(ΙV) της Κ.Δ.Π. 291/1986, οι αναγνωρισμένες εξετάσεις, για τις οποίες η καθ’ ης η Αίτηση παραχωρεί επίδομα, καθορίζονται ανάλογα με τις εκάστοτε αποφάσεις της. Η τελευταία δε Εγκύκλιος που καθόρισε τα σχετικά πιστοποιητικά για καταβολή επιδόματος αναγνωρισμένων εξετάσεων είναι η προαναφερθείσα Εγκύκλιος Ρ1/548, ημερομηνίας 1.9.1999. Βάσει της τελευταίας παραγράφου της εν λόγω Εγκυκλίου «Οι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν κερδίσει οποιεσδήποτε προσαυξήσεις (π.χ. 8 προσαυξήσεις, 3 προσαυξήσεις κτλπ) λόγω των προσόντων που είχαν κατά την πρόσληψη τους (ή αργότερα κατά την εργοδότηση τους), δεν θα δικαιούνται, σε περίπτωση που επιτύχουν και σε άλλες εξετάσεις αναγνωρισμένες από την Αρχή να πάρουν επιπρόσθετες προσαυξήσεις». Ως εκ τούτου, σύμφωνα πάντα με την καθ’ ης η αίτηση, επειδή ο αιτητής είχε ήδη κερδίσει τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις λόγω του διπλώματος του από το Α.Τ.Ι., δεν εδικαιούτο να πάρει άλλες προσαυξήσεις λόγω των επιπρόσθετων προσόντων που απέκτησε.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και στις 8.1.2014 απέστειλε εκ νέου επιστολή προς την Αρχή με το ίδιο αίτημα, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι οι σχετικές πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 291/1986 και δη ο Κανονισμός (19) του Τρίτου Πίνακα (Κανονισμός 42), υπερισχύει της Εγκυκλίου Ρ1/548 και θα πρέπει να εφαρμοστεί.

 

Η καθ’ ης η αίτηση απάντησε με νέα επιστολή της, ημερομηνίας 3.2.2014, επισημαίνοντας στον αιτητή ότι τα αιτήματά του, είχαν ήδη απαντηθεί με την επιστολή της ημερομηνίας 6.12.2013. Συμπληρωματικά δε, στις 17.2.2014, η Αρχή με τρίτη επιστολή της προς τον αιτητή, ενημέρωνε αυτόν ότι, με βάση σχετική Συμφωνία Μείωσης Λειτουργικών Εξόδων ημερομηνίας 8.8.2013 και της σχετικής απόφασης της καθ’ ης η αίτηση, στη συνεδρία της ημερομηνίας 24.9.2013, το Επίδομα Αναγνωρισμένων Εξετάσεων είχε καταργηθεί.

 

Στις 27.2.2014 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με την απόφασή του ημερομηνίας 6.3.2024, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία το παρόν Δικαστήριο, αποδεχόμενο σχετικές προδικαστικές ενστάσεις της καθ’ ης η αίτηση, είχε κρίνει ότι εκπρόθεσμα είχαν προσβληθεί τόσο η επίδικη απόφαση ημερομηνίας 6.12.2013, όσο και η η εγκύκλιος με αριθμό Ρ1/548, ημερομηνίας 1.9.1999 («η Εγκύκλιος»). Με αποτέλεσμα, ως εξάλλου ρητά αναφέρεται και στην, δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, να παράμενει προς εξέταση ο μοναδικός εγειρόμενος λόγος ακύρωσης που προωθεί η πλευρά του αιτητή και σύμφωνα με τον οποίο η καθ’ ης η αίτηση υπό καθεστώς νομικής πλάνης και/ή πλάνης περί το δίκαιο, απέρριψαν το αίτημα του αιτητή στηριζόμενοι, «καθόλα εξωγενώς και αντινομικά», στην Εγκύκλιο. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, δεν μπορούσε ο Κανονισμός 19 της Κ.Δ.Π. 291/86, επί του οποίου στηρίζει το αίτημά του ο αιτητής, να υποσκελιστεί και/ή να «καταργηθεί» από την Εγκύκλιο, η οποία και δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον κ. Στεφανίδη, αντίκειται στο πλαίσιο και την ιεράρχηση των πηγών του δικαίου.

 

Επί των πιο πάνω, η ευπαίδευτη συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση αντιτείνει ότι ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση, η οποία ενήργησε στο πλαίσιο των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, ενώ επισημαίνει επίσης ότι ο αιτητής έχει επωφεληθεί τόσα χρόνια από την Εγκύκλιο, καθότι έχει λάβει δυνάμει αυτής, τρεις προσαυξήσεις, ενώ στον Κανονισμό 19 της Κ.Δ.Π. 291/86, προβλέπεται η παραχώρηση μιας μόνο ετήσιας προσαύξησης.

 

Όπως προκύπτει από την περιεχόμενη στην επιστολή ημερομηνίας 6.12.2013 επίδικη απόφαση, το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε επειδή διαπιστώθηκε ότι η περίπτωσή του δεν εμπίπτει στις διατάξεις της Εγκυκλίου, στην τελευταία παράγραφο της οποίας προβλέπεται ότι υπάλληλοι που έχουν κερδίσει οποιεσδήποτε προσαυξήσεις, δεν δικαιούνται περαιτέρω παραχώρησης επιπρόσθετης προσαύξησης. Ο αιτητής, σύμφωνα με τα γραφόμενα στην επιστολή, είχε ήδη επωφεληθεί τριών προσαυξήσεων, είχε τοποθετηθεί στην 9η βαθμίδα της Κλίμακας Α2 με την πρόσληψή του στη θέση Χειριστή Μηχανών την 1.1.2004, ενώ του παραχωρήθηκε και μια πρόσθετη προσαύξηση την 1.6.2006 λόγω κατοχής διπλώματος ΑΤΙ. Με αποτέλεσμα, σύμφωνα πάντα με την επίδικη απόφαση, αυτός  να μη δικαιούται επιπρόσθετων προσαυξήσεων. Επικαλείται συναφώς η καθ’ ης η αίτηση και τον Κανονισμό 19 της Κ.Δ.Π. 291/1986, στον οποίο προβλέπονται τα εξής (η έμφαση έχει προστεθεί):

 

«(19) Επίδομα δι’ ανεγνωρισμένας εξετάσεις

 

Η Αρχή θα παραχωρή εις όσους εκ των υπαλλήλων επιτυγχάνουν εις τας τελικάς εξετάσεις ανεγνωρισμένης υπό της Αρχής σειράς εξετάσεων ή μαθημάτων (ως επί παραδείγματι εξετάσεις διοικήσεως και λογιστικής διά το γραφειακόν προσωπικόν και τεχνικάς εξετάσεις ανεγνωρισμένας, κατά την κρίσιν της Αρχής, σχετιζομένας με την ειδικότητα ή τάξιν του ενδιαφερομένου υπαλλήλου διά το τεχνικόν προσωπικόν) και εις όσους, εκ των υπαλλήλων αποκτούν πτυχίον Πανεπιστημίου ή Ανωτάτης Σχολής, αντί επιδόματος, μίαν πρόσθετον ετησίαν προσαύξησιν.

 

Ως τελικαί εξετάσεις καθορίζονται-

 

(i) Πιστοποιητικόν Ανωτέρας Λογιστικής του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου διά το γραφειακόν προσωπικόν του λογιστηρίου·

 

(ii) Πρώτον Μέρος των εξετάσεων του Ινστιτούτου Εγκεκριμένων Γραμματέων διά το γραφειακόν προσωπικόν διοικήσεως·

 

(iii) εξετάσεις αντιστοίχου επιπέδου των (i) και (ii) ανωτέρω διά το τεχνικόν προσωπικόν και

 

(iv) τοιαύται άλλα εξετάσεις οίαι ήθελον εκάστοτε καθορισθή.

 

Η καταβολή του επιδόματος διά τας τοιαύτας εξετάσεις γίνεται δι' εξετάσεις άλλας ή τας προνοουμένας ως ελάχιστον όριον απαιτήσεως διά διορισμόν ή προαγωγήν, ως εις εκάστην περίπτωσιν καθορίζεται εις το αντίστοιχον προς εκάστην θέσιν σχέδιον υπηρεσίας, αύται δε πρέπει να σχετίζωνται με την υπηρεσίαν εις την οποίαν είναι εντεταγμένος ο υπάλληλος.».

 

Πράγματι, από το περιεχόμενο της πιο πάνω κανονιστικής διάταξης, προκύπτει η δυνατότητα και/ή ευχέρεια της καθ’ ης η αίτηση να εκδίδει κατά καιρούς εγκυκλίους, με τις οποίες να καθορίζει, ως αναγνωρισμένες και τελικές και/ή ειδικές, εκείνες τις εξετάσεις, η επιτυχία στις οποίες, θα εξασφαλίζει στους υπαλλήλους πρόσθετα επιδόματα και/ή προσαυξήσεις. Αυτή, ωστόσο, η διακριτική ευχέρεια της Αρχής, όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το λεκτικό του εν λόγω Κανονισμού, δεν αφορά και την απόκτηση Πτυχίου Πανεπιστημίου ή Ανωτέρας Σχολής και, ως εκ τούτου, και ανεξάρτητα από το ζήτημα της ιεράρχησης των διαφόρων κανόνων δικαίου, η θέση της καθ’ ης η αίτηση περί του ότι η Εγκύκλιος «κατάργησε» τον Κανονισμό 19, με την προαναφερθείσα τελευταία παράγραφό της, είναι πεπλανημένη και/ή προϊόν εσφαλμένης και πεπλανημένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του εν λόγω Κανονισμού. Είναι σαφές ότι η υπό του Κανονισμού 19 προβλεπόμενη ευχέρεια της Αρχής, αφορούσε μόνον στον υπ’ αυτής καθορισμό των εξετάσεων ως τελικών και, συνακόλουθα, ως αναγνωρισμένων. Όμως, ως προς το ζήτημα της απόκτησης πτυχίου Πανεπιστημίου ή Ανώτατης Σχολής από υπάλληλο της Αρχής, όπως συνέβη με τον αιτητή που απέκτησε Πτυχίο Μηχανολόγου Μηχανικού από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου στις 20.6.2013, ο ίδιος Κανονισμός είναι σαφής και δεν επιδέχεται πολλαπλής ερμηνείας: σε αυτές τις περιπτώσεις, η Αρχή οφείλει να παραχωρήσει στον υπάλληλο μια πρόσθετη ετήσια προσαύξηση.

 

Τονίζεται ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις βρίσκονται σε πλήρη συμβατότητα με την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 6.3.2024, το οποίο παρέσχε πολύτιμη καθοδήγηση και επί του έτερου ζητήματος που αναφύεται στην παρούσα, ήτοι αυτό της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, τονίζοντας τη φύση της Εγκυκλίου ως εσωτερικού ερμηνευτικού κανονιστικού νομοθετήματος, που έπεται σε ιεραρχία της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης. Με αποτέλεσμα, τυχόν αποδοχή της θέσης περί υπερίσχυσης της Εγκυκλίου έναντι της Κ.Δ.Π. 291/96 και συνακόλουθης κατάργησης της απόδοσης προσαύξησης για «πτυχίο Πανεπιστημίου ή Ανώτατης Σχολής», να απέληγε σε καταστρατήγηση του γράμματος του Κανονισμού, ενώ η ίδια η Εγκύκλιος θα ήταν ultra vires της Κ.Δ.Π. 291/1986.

Κρίνεται, στο σημείο αυτό, χρήσιμη η παράθεση του ακόλουθου αποσπάσματος από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 6.3.2024, το οποίο, τονίζοντας και την κρισιμότητα ή/και την ανάγκη εξέτασης του κατά πόσον όντως η Εγκύκλιος ρύθμιζε εν προκειμένω και το ειδικό θέμα της απόδοσης προσαύξησης σε υπαλλήλους λόγω απόκτησης πτυχίου Πανεπιστημίου, το Δικαστήριο επεσήμανε τα εξής (η έμφαση έχει προστεθεί):

 

«Συνάγεται από το περιεχόμενο του Κανονισμού 19 (βλ. σελ. 2-3), ότι εναπόκειτο στην κρίση και διακριτική ευχέρεια των εφεσίβλητων να εκδίδουν κατά καιρούς εγκυκλίους, με τις οποίες θα αναφέρονταν στις αναγνωρισμένες τελικές ή ειδικές εξετάσεις, η επιτυχία στις οποίες θα εξασφάλιζε στους υπαλλήλους πρόσθετα επιδόματα και/ή προσαυξήσεις. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με το λεκτικό του ίδιου Κανονισμού, τέτοια διακριτική ευχέρεια της Αρχής, (δηλαδή «κατά την κρίση» της Αρχής αναγνώριση) δεν αφορούσε την απόκτηση Πτυχίου Πανεπιστημίου ή Ανωτέρας Σχολής και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί των εφεσίβλητων περί του ότι η Εγκύκλιος «κατάργησε» τον Κανονισμό 19, με την ανωτέρω παράγραφό της, είναι πεπλανημένη και οδήγησε το Δικαστήριο στην ιδίαν πλάνη περί τα πράγματα και/ή τον Νόμο, ανεξάρτητα αν καλόπιστα δημιουργήθηκε αυτή η εντύπωση.

 

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν οι εφεσίβλητοι εκδίδοντας την εγκύκλιο P1/548 θεωρούσαν ότι μπορούσαν να καταργήσουν και την απόδοση προσαυξήσεων για «πτυχίο Πανεπιστημίου ή Ανωτάτης Σχολής», αυτή η αντίληψή τους θα καταστρατηγούσε το γράμμα του Κανονισμού. Ως εσωτερικό ερμηνευτικό κανονιστικό νομοθέτημα, η Εγκύκλιος που έπεται σε ιεραρχία της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης, από την οποία ερείδεται η συγκεκριμένη εξουσία των εφεσίβλητων προς έκδοση εγκυκλίων με συγκεκριμένο αντικείμενο, θα ήταν ultra vires της Κ.Δ.Π. 291/1986.

 

Με δεδομένο ότι ο εφεσείων τονίζει εμφαντικά ότι το αίτημά του βασίστηκε στον Κανονισμό 19 της Κ.Δ.Π. 291/1986, Κανονισμός που βρισκόταν ακόμα σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο που υπέβαλε το αίτημα του για μια προσαύξηση, (καθώς και κατά τον ουσιώδη χρόνο εξέτασής του και λήψης της επίδικης απόφασης), καθώς και του γεγονότος ότι στην αιτούμενη θεραπεία Α της προσφυγής προσβλήθηκε η απόφαση απόρριψης του αιτήματος, όπως περαιτέρω και ότι η αιτούμενη θεραπεία Β στην προσφυγή του εφεσείοντα (που οδήγησε στην εξέταση από το Δικατήριο κατά πόσο μπορούσε να προσβληθεί ή όχι η σχετική εγκύκλιος, ως κανονιστική ή ατομική διοικητική πράξη), τέθηκε από τον εφεσείοντα διαζευκτικά ή σωρευτικά με την αιτούμενη θεραπεία Α, με την οποία προσβλήθηκε η νομιμότητα της απόρριψης του αιτήματός του, ήταν κρίσιμο να εξεταστεί από το Δικαστήριο κατά πόσο όντως η εγκύκλιος αναφερόταν στην προσαύξηση λόγω απόκτησης πτυχίου ή/και κατά πόσο ο Κανονισμός 19 της Κ.Δ.Π. 291/1986, που υπερίσχυε της εγκυκλίου, εξουσιοδοτούσε τους εφεσίβλητους να καταργήσουν το επίδομα για πρόσθετη προσαύξηση για συγκεκριμένους υπαλλήλους μέσω εγκυκλίου, αντί με τροποποίηση της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης, έλεγχο στον οποίο δεν προέβη το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή ως εκπρόθεσμη.».

 

Υπό το φως των πιο πάνω επισημάνσεων του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, και ενόψει των όσων έχουν προεκτεθεί, κρίνω ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί και η επίδικη απόφαση, ως ληφθείσα υπό καθεστώς νομικής πλάνης και/ή πλάνης περί το δίκαιο, υπόκειται σε ακύρωση.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 6.12.2013, ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Χ. Π. ν. ΑΗΚ, ΕΔΔ αρ. 84/17, ημερ. 6.3.2024.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο