ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.

28/2020 και 160/2020)

 

6 Αυγούστου, 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης ΔΔ]

 

(Υπόθεση Αρ. 28/2020)

 

Γ. Χ.

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ης η Αίτηση.

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 160/2020)

 

Χ. Α.

Αιτήτριας,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ης η Αίτηση.

…………………………

Ξένια Ευγενίου (κα) για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή στην υπόθεση 28/2020.

Νικολέττα Γεωργιάδου (κα) για Δημοσθένης Στεφανίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια στην υπόθεση 160/2020.

Τατιάνα Ιακωβίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.

Γιώργος Βαλιαντής μαζί με Χριστίνα Παρασκευά (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Οι υπό κρίση προσφυγές στρέφονται κατά της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3.1.2020 να διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ. Κ., Σ. Κ., Π. Π., Χ. Γ., Σ. Σ. και Λ. Θ. στη μόνιμη θέση λογιστή στο Γενικό Λογιστήριο αντί των αιτητών. Η προσφυγή 160/2020 στρέφεται επίσης κατά του διορισμού των Σ. Γ., Α. Ε., Γ. Ε., Χ. Π., Α. Β., Σ. Κ. και Γ. Κ. Οι επίδικες θέσεις είναι δεκατέσσερεις και είναι πρώτου διορισμού.

 

Προτεραιότητα εξέτασης έχουν οι προδικαστικές ενστάσεις που εγείρουν τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Σε σχέση με την προσφυγή 28/2020 τα ενδιαφερόμενα μέρη εισηγούνται ότι η προσφυγή είναι αλυσιτελής επειδή ο αιτητής δεν προβάλλει καμία επιχειρηματολογία αναφορικά με την τελική απόφαση της καθ’ ης η αίτηση που είναι η μόνη εκτελεστή πράξη και ότι οι λόγοι ακύρωσης που αφορούν στη διαδικασία ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής παραβιάζουν το δόγμα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας επειδή συμπεριλήφθηκε και ο αιτητής στους συστηθέντες υποψηφίους. Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής συνοψίζονται σε μη τήρηση άρτιων πρακτικών από τη συμβουλευτική επιτροπή, αναιτιολόγητες και πάσχουσες οι προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον τη συμβουλευτικής επιτροπής και εξωγενές κριτήριο η αξιολόγηση της Γενικής Λογίστριας στη συνέντευξη ενώπιον της καθ’ ης η αίτηση. Η εισήγηση των ενδιαφερομένων μερών δεν ευσταθεί. Η προσφυγή 28/2020 σαφώς περιλαμβάνει λόγο ακύρωσης που αφορά στη διαδικασία λήψης της τελικής απόφασης από την καθ’ ης η αίτηση. Ούτε η δεύτερη προδικαστική ένσταση που προβάλλουν τα ενδιαφερόμενα μέρη ευσταθεί. Ο αιτητής δεν στρέφεται κατά της διαδικασίας γενικά αλλά κατά του τρόπου απόδοσης των μονάδων ιδιαίτερα σε σχέση με την προφορική εξέταση.

 

Η ίδια προδικαστική ένσταση περί αλυσιτέλειας προβάλλεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και στην προσφυγή 160/2020 με την οποία εισηγούνται ότι η αιτήτρια προβάλλει λόγους ακύρωσης μόνο κατά της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους Γ. Ε. και κανενός άλλου.     Στην προσφυγή 160/2020 η γραπτή αγόρευση της αιτήτριας εστιάζεται σε επιχειρηματολογία που αφορά στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Επειδή, όμως, περιλαμβάνει επιχειρηματολογία στην παράγραφο Γ2 της γραπτής της αγόρευσης που, έστω κατά γενικό τρόπο, εισηγείται έλλειψη αιτιολογίας κατά την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων – εννοώντας ως σύνολο – δεν μπορεί να απορριφθεί η προσφυγή σε προδικαστικό στάδιο και επομένως, προχωρώ στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που προβάλλουν οι δύο αιτητές.

 

          Όπως έχω ήδη αναφέρει, ο αιτητής Χ. εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει επειδή δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά από τη συμβουλευτική επιτροπή, οι προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής είναι αναιτιολόγητες και πάσχουσες και η αξιολόγηση της Γενικής Λογίστριας στη συνέντευξη ενώπιον της καθ’ ης η αίτηση συνιστά εξωγενές κριτήριο.

          Αρχίζοντας από την εισήγηση του αιτητή Χ. για μη τήρηση άρτιων πρακτικών από τη συμβουλευτική επιτροπή, κρίνω ότι δεν ευσταθεί. Η έκθεση που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 7 στην ένσταση συνοδεύεται από επιστολή με ημερομηνία 25.7.2019 και είναι επίσης αρχειοθετημένη στον διοικητικό φάκελο κάτω από την ίδια ημερομηνία. Η έκθεση εξηγεί με λεπτομέρεια τον τρόπο που αξιολογήθηκαν οι αιτήσεις, τη μέθοδο απόδοσης μονάδων, ως επίσης τον τρόπο αξιολόγησης τυχόν πρόσθετων προσόντων. Επίσης, όλα τα πρακτικά των συνεδριάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής καταγράφουν τα παρόντα μέλη, την ημερομηνία διεξαγωγής της αντίστοιχης συνεδρίας και τα θέματα που συζητήθηκαν.

 

          Εισηγείται, επίσης, ο αιτητής ότι η αντικειμενική κατάταξη στη βάση των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης ανατράπηκε με το αναιτιολόγητο και υποκειμενικό κριτήριο της απόδοσης στην προφορική εξέταση.

 

Στη γραπτή εξέταση ο αιτητής Χ. βαθμολογήθηκε με μέσο όρο 80 και τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη ως εξής: Κ. 78,75, Κ. 75,50, Π. 70,26, Γ. 76, Σ. 75,25 και Θ. 69. Στην προφορική εξέταση ο αιτητής Χ. έλαβε 8 μονάδες και τα ενδιαφερόμενα μέρη 17, 12, 19, 18, 19 και 19 αντίστοιχα.

 

Όπως καταγράφεται στην παράγραφο 6 της έκθεσης της συμβουλευτικής επιτροπής, η βαρύτητα της γραπτής εξέτασης είναι 80% και της προφορικής 20%. Με μέγιστο το 20, η συμβουλευτική επιτροπή καθόρισε τις εξής βαθμολογίες και χαρακτηρισμό:

 

«Εξαίρετος                             18-20 μονάδες

Σχεδόν Εξαίρετος                   15-17 μονάδες

Πάρα Πολύ Καλός                  12-14 μονάδες

Σχεδόν πάρα πολύ καλός     9-11 μονάδες

Πολύ Καλός                           6-8 μονάδες

Σχεδόν πολύ καλός               3-5 μονάδες

Καλός                                     1-2 μονάδες

Σχεδόν καλός                         0-0,9 μονάδες»

 

Η πιο πάνω ενέργεια της συμβουλευτικής επιτροπής είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Άρθρου 33(4) και (6) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990 (στο εξής ο «Νόμος»):

 

«(4)  Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέρχεται στη συνέχεια μέσα σε δύο εβδομάδες και φροντίζει όπως οι υποψήφιοι υποβληθούν σε γραπτή ή προφορική εξέταση ή και στις δύο, τηρουμένων των διατάξεων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας.  Τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, όταν αποφασιστεί να διεξαχθεί τέτοια εξέταση, δημοσιεύονται στην Επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι οι υποψήφιοι μιας θέσης μπορούν να υποβληθούν σε κοινή γραπτή εξέταση με υποψήφιους άλλων θέσεων:

Νοείται περαιτέρω ότι, η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά το χρόνο που λαμβάνει την απόφαση για διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης, μπορεί να καθορίζει βαθμό επιτυχίας της γραπτής εξέτασης, οπόταν σε τέτοια περίπτωση οι αποτυχόντες αποκλείονται από τα επόμενα στάδια της διαδικασίας:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, στην περίπτωση που η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφασίσει τη διεξαγωγή τόσο προφορικής όσο και γραπτής εξέτασης, κατά την ίδια ημερομηνία αποφασίζει και τη βαρύτητα την οποία θα αποδώσει στην κάθε εξέταση.  H βαρύτητα που θα αποδοθεί στη γραπτή εξέταση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του 80%.

[…]

(6)  Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καταρτίζει και αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους, καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων, που θα αναφέρεται στο εξής ως "ο προκαταρκτικός κατάλογος":

Νοείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ολοκληρώνει το έργο της εντός έξι μηνών από την ημέρα λήψης των αιτήσεων και αν αυτό δεν καταστεί δυνατόν ενημερώνει σχετικά το Γραμματέα της Επιτροπής και εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν στη μη τήρηση του χρονικού πλαισίου των έξι μηνών.»

 

Η εντύπωση που αποκόμισε η συμβουλευτική επιτροπή από την απόδοση του αιτητή Χ. και των ενδιαφερομένων μερών είναι η πιο κάτω:

 

«74.  Χ. Γ. – Αρ. Υποψ. 721 (Βαθμ. 8: Πολύ Καλός)

Η κατάρτισή του σε θέματα οικονομικής διαχείρισης είναι σχετικά καλή.  Ήταν όμως ασταθής στις θέσεις που υποστήριζε, η αιτιολόγηση των απόψεών του ελλιπής και η χρήση επιστημονικής ορολογίας φτωχή.

27.  Κ. Μ. – Αρ. Υποψ. 1115 (Βαθμ. 17:  Σχεδόν εξαίρετη)

Έχει σαφή αντίληψη των ευθυνών της θέσης.  Εκφράζεται με άνεση και σαφήνεια, αξιοποιεί τις γνώσεις της κατά τρόπο αποτελεσματικό, κρίνει ορθολογικά τις καταστάσεις και δίνει ολοκληρωμένες απαντήσεις σχεδόν σε όλα τα ερωτήματα.  Είναι σοβαρή και ευχάριστη προσωπικότητα.

36.  Κ. Σ. – Αρ. Υποψ. 286 (Βαθμ. 12:  Πάρα πολύ καλή)

Εκφράζεται με ευχέρεια και επιδιώκει να αιτιολογεί τις απόψεις της.  Παρουσίασε όμως αδυναμίες στην κατανόηση κάποιων ερωτήσεων, η δε δόμηση των σκέψεών της δεν ήταν αρκούντως συγκροτημένη.

53.  Π. Π. – Αρ. Υποψ. 1007 (Βαθμ. 19:  Εξαίρετη)

Έδωσε σαφέστατες και ακριβείς απαντήσεις στα ερωτήματα που της υποβλήθηκαν και αφορούσαν τόσο το γνωστικό αντικείμενο όσο και τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που διεκδικεί.  Με άνεση στη χρήση του λόγου και καθαρότητα σκέψης επιχειρηματολογούσε με λογικούς συλλογισμούς και κατέληγε πάντοτε σε αιτιολογημένα συμπεράσματα.  Άτομο ώριμο, σοβαρό και με αυτοπεποίθηση.

8.  Γ. Χ. – Αρ. Υποψ. 1242 (Βαθμ. 18: Εξαίρετος)

Οι γνώσεις του για τα καθήκοντα της θέσης του έδωσαν τη δυνατότητα να απαντήσει ορθά και κατά τρόπο εξαίρετο στις διάφορες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν.  Με άνεση στη χρήση γλώσσας, ευχάριστο και κριτικό τρόπο, ανέλυσε και ολοκλήρωσε τις θέσεις του, τις οποίες τεκμηρίωσε με επιστημονική ορολογία και συγκεκριμένα παραδείγματα.  Έχει συγκροτημένη σκέψη και αυτοπεποίθηση.

63.  Σ. Σ. – Αρ. Υποψ. 736 (Βαθμ. 19: Εξαίρετος)

Είναι άριστα καταρτισμένος στο αντικείμενο και τα καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί.  Οι απαντήσεις του στις διάφορες ερωτήσεις που του τέθηκαν ήταν απόλυτα ορθές και πλήρως τεκμηριωμένες.  Επικοινωνεί με άνεση και τεκμηριώνει τις θέσεις του με εύστοχα επιχειρήματα.  Είναι σοβαρός, ψύχραιμος και έχει αυτοπεποίθηση.  Πρόκειται για συγκροτημένη προσωπικότητα.

19.  Θ. Λ. – Αρ. Υποψ. 1070 (Βαθμ. 19: Εξαίρετος)

Απάντησε με σαφήνεια, πειστικότητα και επί της ουσίας σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν.  Έχει άρτια κατάρτιση στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης που διεκδικεί.  Διαθέτει κριτική ικανότητα και ευθυκρισία.  Είναι σοβαρός, ψύχραιμος και με αυτοπεποίθηση.»

 

Είναι προφανές από τη λεκτική περιγραφή που καταγράφει η συμβουλευτική επιτροπή ότι εντόπισε αδυναμίες στην απόδοση του αιτητή Χ. και για αυτό τον λόγο του αποδόθηκαν λιγότερες μονάδες. Δεν εντοπίζω κάποια παρανομία στις ενέργειες της συμβουλευτικής επιτροπής. Η βαθμολογία που αποδόθηκε συνάδει με την περιγραφή που δόθηκε για έκαστο υποψήφιο. Όπως αποφασίστηκε στην Πούρος κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374:

              

«Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο.  Είναι σ' αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη ταυ σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση.  H καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης ώστε να καλύπτει και τα όσα το σώμα που διενήργησε την προφορική συνέντευξη θεώρησε, από άποψης βαθμολόγησης, πως συνέθεταν τα επί μέρους, τα οποία μεταφέρονται για να δικαιολογήσουν τη γενική εντύπωση.  Αυτό όμως ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία το απαιτούν.

Δεν συμμεριζόμαστε λοιπόν την άποψη του συναδέλφου μας ότι θα έπρεπε να είχε καταγραφεί το περιεχόμενο των συνεντεύξεων. Επομένως, στη βάση που έχουμε θέσει το ζήτημα, αδυνατούμε να δεχθούμε ότι η γενική εντύπωση "πάρα πολύ καλός" για τον Ε. Δημητριάδη, "πάρα πολύ καλός +" για τους Λ. Παιονίδη και Δ. Πελεκάνο και "εξαίρετος" για τον Π. Πούρο δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.  Παρατηρούμε πως στην κάθε περίπτωση εκτίθεται αρκετή λεπτομέρεια για τα επί μέρους, που συγκεκριμενοποιούν και εξηγούν τη γενική εντύπωση.  Και εδώ τελειώνει.»

 

          Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης ο αιτητής Χ. εισηγείται ότι η παρουσία της Γενικής Λογίστριας στις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της καθ’ ης η αίτηση συνιστά εξωγενές ανεπίτρεπτο στοιχείο επειδή προχώρησε σε αξιολόγηση των υποψηφίων και, επιπρόσθετα, η συμμετοχή της Γενικής Λογίστριας επιδρά στην αναγκαία αμεροληψία που πρέπει να έχει το διοικητικό όργανο. Αυτό επειδή, ως εισηγείται ο αιτητής Χ., το ίδιο πρόσωπο ενεργούσε και ως πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής και συνεπώς είχε διαμορφώσει άποψη για τους υποψήφιους.

 

Η δυνατότητα που έχει η καθ’ ης η αίτηση να λαμβάνει βοήθεια κατά την προφορική εξέταση προνοείται στο Άρθρο 33(10) του Νόμου που προνοεί ότι:

 

«(10)  Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο.  Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.»

 

          Όπως καταγράφεται στο πρακτικό της συνεδρίας της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 25.10.2019:

 

«Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης η Γενική Λογίστρια, με αποκλειστικό σκοπό να υποβοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτήν ως εξής:»

 

Και ακολουθεί δίπλα από κάθε υποψήφιο αξιολόγησή του σε καλό, πολύ καλό, πάρα πολύ καλό, σχεδόν εξαίρετο και εξαίρετο. Ακολούθως, αναφέρονται τα πιο κάτω στο ίδιο πρακτικό:

 

«Στη συνέχεια η Επιτροπή, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων της Γενικής Λογίστριας, προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, η οποία έχει ως εξής:»

 

Είναι ορθή η επισήμανση του αιτητή Χ. ότι το πρόσωπο που καλείται να βοηθήσει την επιτροπή λόγω των ειδικών του γνώσεων δεν προνοείται στον Νόμο ότι προβαίνει και σε αξιολόγηση. Το ζήτημα αυτό και η έκταση της βοήθειας που δίδει ένα πρόσωπο στην επιτροπή εξετάστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Καφάς ν. Ε.Δ.Υ., Α.Ε. 103/2005, 1.2.2010:

 

«Ο εφεσείων υποστηρίζει με άλλο λόγο έφεσης ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, θέμα στο οποίο ο πρωτόδικος δικαστής απάντησε ότι η Γενική Διευθύντρια κατέληξε στη σύστασή της με βάση την αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.  Βέβαια στα πρακτικά δεν αναφέρεται οτιδήποτε σχετικό, αφού η σύσταση εξαντλείται μονολεκτικά στην αναφορά του ονόματος του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι κάτι τέτοιο αν είχε γίνει, δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, επιτρεπτό.  Η προφορική εξέταση γίνεται επ' ωφελεία της Επιτροπής και μόνο αυτή είναι το όργανο το οποίο είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το Νόμο, να βασιστεί στην προφορική εξέταση και να αξιολογήσει τους υποψήφιους ανάλογα.  Η τυχόν παρουσία του προϊσταμένου στην εξέταση σκοπό έχει να βοηθηθεί η Επιτροπή στην αξιολόγησή της.  Δεν επιτρέπεται στον προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψήφιους και να καταλήξει στη σύστασή του.  Η σύσταση θα πρέπει να στηρίζεται στις προηγούμενες του εμπειρίες για τον συγκεκριμένο υποψήφιο, τις συστάσεις των άμεσων προϊσταμένων του και την εξέταση των υπηρεσιακών φακέλων.  Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα.»

 

Τα αποφασισθέντα στην Καφάς είναι αντίθετα με όσα αποφάσισε το Διοικητικό Δικαστήριο στη Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1950/2018, 6.5.2022 στην οποία παραπέμπει η καθ’ ης η αίτηση όμως για σκοπούς του παρόντος Δικαστηρίου, δεσμευτική ισχύ έχει η Καφάς. Επίσης, τα γεγονότα διαφέρουν και από την άλλη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην οποία παραπέμπει η καθ’ ης η αίτηση Λαμπρινού ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 508/2016, 7.4.2020 και στην εκεί αναφερόμενη νομολογία αφού στην υπό κρίση υπόθεση, η Γενική Λογίστρια δεν εξέφρασε την κρίση της λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία της υποψηφιότητας κάθε υποψηφίου αλλά βασίστηκε μόνο στην απόδοσή τους στις προφορικές συνεντεύξεις.

 

Συνεπώς, η παρανομία αυτή που εμφιλοχώρησε αναπόφευκτα οδηγεί σε ακύρωση την προσβαλλόμενη απόφαση στην προσφυγή 28/2020. Το αποτέλεσμα αυτό επηρεάζει και την προσφυγή 160/2020 στην έκταση που στρέφεται κατά των ιδίων έξι ενδιαφερόμενων προσώπων και παραμένει προς εξέταση σε σχέση με τα άλλα έξι ενδιαφερόμενα πρόσωπα των οποίων ο διορισμός προσβάλλεται.

 

Όπως επισήμανα και πιο πάνω στα πλαίσια της εξέτασης της προδικαστικής ένστασης των ενδιαφερομένων μερών, η επιχειρηματολογία της αιτήτριας Α. σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη Γ., Ε., Π.,  Β., Κ. και Κ. περιορίζεται σε μία γενική εισήγηση ότι η τελική απόφαση της καθ’ ης η αίτηση πάσχει επειδή η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης δεν είναι αιτιολογημένη με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος. Δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται η εισήγηση αυτή της αιτήτριας Α. Όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνεδρίας της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 25.10.2019, η καθ’ ης η αίτηση καταγράφει με επαρκή λεπτομέρεια την εντύπωση που αποκόμισε από κάθε υποψήφιο κατά την προφορική συνέντευξη ενώ κατά την επιλογή εκάστου ενδιαφερόμενου μέρους αναφέρεται και στην έκθεση της συμβουλευτικής επιτροπής στην οποία – όπως προείπα – καταγράφονται εκτενώς όλες οι πληροφορίες που αφορούν τον κάθε υποψήφιο. Η κατάληξη αυτή στον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης αφορά και το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. αφού η επιχειρηματολογία που προβάλλει η αιτήτρια είναι η ίδια.

         

Αναφορικά, τέλος, με την εισήγηση της αιτήτριας Α. ότι η καθ’ ης η αίτηση παρανόμησε μη υιοθετώντας την αξιολόγηση που δόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος Ε. από τη συμβουλευτική επιτροπή και από τη Γενική Λογίστρια στις προφορικές συνεντεύξεις, το δεύτερο σκέλος της εισήγησης έχει ήδη απαντηθεί και κριθεί ως ανεπίτρεπτο. Σε σχέση με το πρώτο σκέλος, η συμβουλευτική επιτροπή αξιολόγησε στην προφορική εξέταση το ενδιαφερόμενο μέρος Ευσταθίου με οκτώ μονάδες κρίνοντάς την ως πολύ καλή. Η καθ’ ης η αίτηση, από την άλλη, την αξιολόγησε ως εξαίρετη καταγράφοντας τα πιο κάτω:

 

«Ε. Γ.: Εξαίρετη.  Οι απαντήσεις της στα ερωτήματα που της υποβλήθηκαν ήσαν απόλυτα ορθές, ολοκληρωμένες και πλήρως αιτιολογημένες.  Διαθέτει οξύνοια και ορθή κρίση, προβάλλει δε τις θέσεις της με ευχέρεια λόγου, αλλά και με τη χρήση των κατάλληλων επιχειρημάτων.  Μέσα από τις τοποθετήσεις της παρουσίασε υψηλότατο βαθμό κρίσης και αντίληψης καθώς και οργανωτικών ικανοτήτων.  Ώριμη και σοβαρή.»

 

Ως ορθά εισηγούνται η καθ’ ης η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, η καθ’ ης η αίτηση δεν υποχρεούται να υιοθετήσει την κρίση της συμβουλευτικής επιλογής αλλά είναι το όργανο με την αποφασιστική και τελική αρμοδιότητα. Η επέμβαση του Δικαστηρίου δικαιολογείται στην περίπτωση όπου η διοίκηση υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας αναιτιολόγητα. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν κρίνω ότι συνέβη.

 

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή 28/2020 επιτυγχάνει στην ολότητά της και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η προσφυγή 160/2020 επιτυγχάνει στην έκταση που στρέφεται κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών Κ., Κ., Π., Γ., Σ. και Θ. σε σχέση με τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και αποτυγχάνει και απορρίπτεται σε σχέση με τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη. Επιδικάζονται €2000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή στην προσφυγή 28/2020 και €1000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας στην προσφυγή 160/2020.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο