ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 367/2021 και 485/2021)

 

 26 Αυγούστου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ.367/2021)

         

             Μ. Α.                                                                                                             Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ης  η Αίτηση

                                                                  

 

(Υπόθεση Αρ. 485/2021)

              

               Τ..) Α.                                                                   Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ης  η Αίτηση

                                                                  

 

Κ. Παναγιώτου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 367/2021

Δ. Καΐλης, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 485/2021

Γ. Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

Α. Κωνσταντίνου, για Ενδιαφερόμενο Μέρος 1

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.3.2021, δημοσιεύτηκε η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), σύμφωνα με την οποία προήχθησαν στη μόνιμη θέση Λειτουργού Νοσοκομειακού Εργαστηρίου Α’, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας («η επίδικη θέση») τα Ενδιαφερόμενα Μέρη («Ε.Μ.») 1. Δ. Α. 2. Μ. Σ.-Β. και 3. Ε.Π.. Με την πρώτη εκ των δυο, υπό εξέταση, συνεκδικαζόμενων προσφυγών, η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης προαγωγής του Ε.Μ. 1, ενώ η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 485/2021 προσβάλλει την προαγωγή και των τριών Ε.Μ. αντί αυτής, στην επίδικη θέση.

 

Η διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων ξεκίνησε όταν η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας, με επιστολή της προς τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 17.11.2020, υπέβαλε πρόταση για την πλήρωση τριών κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Νοσοκομειακού Εργαστηρίου Α’, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας. Στη συνεδρία της με ημερομηνία 23.11.2020, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε όπως επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των εν λόγω θέσεων (θέσεις προαγωγής) σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα και στη συνεδρία να κληθεί να παραστεί η Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας.

 

Ακολούθησε η συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 3.2.2021, στην οποία προσήλθε η Αν. Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας («η Αν. Διευθύντρια»), η οποία και σύστησε για προαγωγή τα τρία Ε.Μ. και ακολούθως αποχώρησε από τη συνεδρία.

 

Εν συνεχεία, η Ε.Δ.Υ., αφού, ως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, έλαβε υπόψη της τα τρία κριτήρια-αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, και αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας, έκρινε ότι τα τρία Ε.Μ. υπερείχαν των λοιπών υποψηφίων, τις επέλεξε ως τις πιο κατάλληλες και αποφάσισε να προσφέρει σε αυτές προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.2.2021.

 

Οι αιτήτριες αντέδρασαν και κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησαν τις δυο υπό κρίση προσφυγές, στις 8.4.2021 και 17.5.2021, αντίστοιχα.

 

Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 367/2021 στρέφεται μόνον κατά της προαγωγής του Ε.Μ. 1 και προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:

 

α) Πάσχει η υπηρεσιακή έκθεσή της για το έτος 2019 και εσφαλμένα και/ή παράνομα δεν ακυρώθηκε από την Ε.Δ.Υ.·

 

β) Πάσχει η σύσταση της Αν. Διευθύντριας ως παράνομη, αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και/ή προϊόν μη διενέργειας δέουσας έρευνας, προσδίδοντας αποφασιστική αρμοδιότητα σε μη απαιτούμενο και/ή πρόσθετο προσόν του Ε.Μ. 1·

 

γ) Πάσχει και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, υπό πλάνη, αναιτιολόγητα και χωρίς τη διενέργεια της απαιτούμενης έρευνας, αγνόησε πλήρως και/ή παρέκαμψε την αρχαιότητα της αιτήτριας, αλλά και την υπό της αιτήτριας κατοχή πρόσθετου προσόντος. Επιπρόσθετα, εντός αυτού του πλαισίου, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι η Ε.Δ.Υ., κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, απέτυχε στο καθήκον ενάσκησης ιεραρχικού ελέγχου νομιμότητας της πάσχουσας σύστασης, αφού απέτυχε επίσης να διαπιστώσει ότι η εν λόγω σύσταση δεν περιέχει νόμιμη σύγκριση όλων των στοιχείων εκάστου υποψηφίου.

 

Από την πλευρά της, η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 485/2021, η οποία στρέφεται κατά της απόφασης προαγωγής και των τριών Ε.Μ., προτάσσει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης, συνεπεία μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση. Κατά τη σχετική εισήγηση, η αιτήτρια ήταν πλήρως προσοντούχα και υπερτερούσε έναντι των Ε.Μ. σε αξία, προσόντα, πείρα και προσφορά στην Υπηρεσία, αλλά και σε αρχαιότητα έναντι του Ε.Μ. 3 και η καθ’ ης η αίτηση όφειλε να επιλέξει αυτήν για την επίδικη θέση.

 

Περαιτέρω, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας, ενώ πάσχει και η σύσταση της Αν. Διευθύντριας ως πεπλανημένη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, αναιτιολόγητη, αλλά και ως προϊόν μη διενέργειας δέουσας έρευνας, εφόσον συστήθηκαν για προαγωγή τα Ε.Μ. αντί της αιτήτριας, παρά την υπεροχή της σε προσόντα, έναντι των Ε.Μ. 1, 2 και 3, αλλά και σε αρχαιότητα, έναντι του Ε.Μ. 3, χωρίς να υστερεί έναντι αυτών σε αξία.

 

Τέλος, ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και δη των αρχών της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης: κατά το σχετικό ισχυρισμό, η καθ’ ης η αίτηση εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ενεργώντας υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης εις βάρος της αιτήτριας, η οποία στερήθηκε των εχεγγύων μιας αντικειμενικής και αμερόληπτης αξιολόγησης, με αποτέλεσμα τον δυσμενή και αναιτιολόγητο παραγκωνισμό της.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις του συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση, ο οποίος, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν ορθής αξιολόγησης και/ή συνεκτίμησης όλων των στοιχείων κρίσης των υποψηφίων, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της.

 

Ειδικότερα, ο κ. Χατζηπροδρόμου υποβάλλει ότι τόσο η δοθείσα σύσταση, η οποία και βρίσκεται σε πλήρη συμβατότητα με τα στοιχεία των φακέλων, όσο και η τελική, επίδικη, απόφαση υπήρξαν καθόλα σύννομες και όλα τα κριτήρια και/ή θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης αναφορικά με τις αιτήτριες και τα τρία Ε.Μ. λήφθηκαν υπόψη και/ή αξιολογήθηκαν δεόντως.

 

Τονίζει δε ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι, σε μια συνολική προσμέτρηση των στοιχείων κρίσης, η τελική απόφαση υπήρξε εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της καθ’ ης η αίτηση, νόμιμη και δικαιολογημένη και σε, κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Οι δε αιτήτριες σε καμία περίπτωση δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ., ως η νομολογία πάγια επιτάσσει.

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολογεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ε.Μ. 1, ο οποίος προβάλλει εν πολλοίς παρόμοιες θέσεις με αυτές της πλευράς της καθ’ ης η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ξεκινώντας με την εξέταση της προσφυγής αρ. 367/2021, κρίνω ότι ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης που προωθούνται, είναι βάσιμος.

 

Εν πρώτοις, σε σχέση με τις αιτιάσεις των συνηγόρων της αιτήτριας περί πάσχουσας διαδικασίας λόγω της μη ακύρωσης από την Ε.Δ.Υ. της ετήσιας έκθεσης αξιολόγησης της αιτήτριας για το έτος 2019, θα πρέπει εξ' αρχής να τονιστεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται χωρίς την ύπαρξη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας. Πράγματι, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερομηνίας 3.2.2021 αποφάσισε να μην λάβει υπόψη της την συγκεκριμένη έκθεση, λόγω της μη τήρησης των προνοιών του Κανονισμού 10 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990 έως 2011, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στο σχετικό πρακτικό της συγκεκριμένης συνεδρίας. Ωστόσο, αυτό το γεγονός, ήτοι η μη λήψη υπόψη της ετήσιας έκθεσης αξιολόγησης της αιτήτριας για το έτος 2019 από την Ε.Δ.Υ., δεν φαίνεται να επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αξιολόγηση της αιτήτριας, εφόσον, ως ξεκάθαρα προκύπτει τόσο από τη δοθείσα σύσταση, όσο και από την τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η αιτήτρια κρίθηκε ότι είναι ίση σε αξία με τα Ε.Μ., όπως η αξία αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις με έμφαση σε αυτές των τελευταίων χρόνων, στις οποίες δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, «αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη». Συνεπώς, καθίσταται άνευ ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι τελικά η έκθεση της αιτήτριας για το έτος 2019, δεν λήφθηκε υπόψη. Ο εν λόγω ισχυρισμός χαρακτηρίζεται από αλυσιτέλεια, εφόσον προβάλλεται άνευ εννόμου συμφέροντος και δεν μπορεί να βελτιώσει τις προοπτικές της αιτήτριας. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, όχι μόνο η προσφυγή, αλλά και κάθε εγειρόμενος λόγος ακύρωσης θα πρέπει να προβάλλεται μετ’ εννόμου συμφέροντος για να είναι αποδεκτά (Περσεφόνη Κρασίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 174/2011, ημερ. 2.6.2017, Ηλία κ.α. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406, Δημοκρατία v. Θεοφίλου (Αρ.1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63, Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών v. Pharmnet Ltd (2011) 3 (Α) A.A.Δ. 2 Καπακιώτης και Παπαέλληνας Λτδ v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 91/2011, ημερ. 21.12.2016).

 

Ως εκ των πιο πάνω, ο πρώτος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρώ στην εξέταση του ισχυρισμού περί πάσχουσας σύστασης της Αν. Διευθύντριας. Άμεσα συναρτώμενη με τη νομιμότητα και ορθότητα της δοθείσας σύστασης, είναι η υπηρεσιακή εικόνα αιτήτριας και Ε.Μ. 1 στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, ως αυτή προκύπτει από τους οικείους διοικητικούς φακέλους, η οποία αποκαλύπτει τα εξής:

 

Ως προς την αξία και δη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων, όπου δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, η αιτήτρια και το Ε.Μ. 1 είναι ισοδύναμες, ως καθόλα «Εξαίρετες». Στο κριτήριο των προσόντων, το Ε.Μ. 1 υπερέχει της αιτήτριας, εφόσον διαθέτει δυο μεταπτυχιακούς τίτλους, ήτοι Μεταπτυχιακό Τίτλο στη Μοριακή Βιολογία, από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και Μεταπτυχιακό Τίτλο στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας, από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, καθώς και Διδακτορικό Τίτλο στην Πολιτική Υγείας και Σχεδιασμό Υπηρεσιών Υγείας: πρόκειται για ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και τους αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα. Από την άλλη, η αιτήτρια διαθέτει Certificate in Blood Transfusion Medicine, από ίδρυμα της Γαλλίας. Τέλος, ως προς την αρχαιότητα, η αιτήτρια υπερέχει έναντι του Ε.Μ. 1 κατά ένα έτος και οκτώ μήνες, με βάση την ημερομηνία διορισμού τους στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση (Λειτουργού Νοσοκομειακού Εργαστηρίου).

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφής η υπεροχή του Ε.Μ. 1 έναντι της αιτήτριας σε προσόντα, υπεροχή που, δεδομένης και της συγκριτικής τους εικόνας στα λοιπά στοιχεία κρίσης, απολήγει καθοριστική ως προς τη νομιμότητα και ορθότητας της υπέρ της δοθείσας σύστασης. Η δε υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, δεν μπορεί να υποσκελίσει την σημαντική υπεροχή του Ε.Μ. σε προσόντα, δεδομένης και της πάγιας επί του θέματος νομολογίας, σύμφωνα με την οποία η αρχαιότητα, ως θεσμοθετημένο στοιχείο κρίσης, δύναται να διαδραματίσει καθοριστικό και/ή ρυθμιστικό ρόλο, εφόσον υπάρχει ισοδυναμία στα λοιπά στοιχεία κρίσης (Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 162/2010, ημερ. 11.4.2017, Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Επιπρόσθετα, έχει επίσης νομολογηθεί ότι σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, όπως εν προκειμένω η επίδικη, η αρχαιότητα δεν έχει μεγάλη σημασία (Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 99).

 

Η υπεροχή του Ε.Μ. 1 έναντι της αιτήτριας στο κριτήριο των προσόντων είναι πρόδηλη. Σε αντίθεση με το Ε.Μ. 1, η αιτήτρια δεν διαθέτει οποιοδήποτε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν. Είναι δε γνωστή η νομολογία αναφορικά με την αποτίμηση των πρόσθετων, μη προβλεπόμενων, προσόντων τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης: τα μη απαιτούμενα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμούνται από την αρμόδια αρχή, η οποία οφείλει να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας τα δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φθάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος κ.α. v. Xατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374, Μαρία Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 124/14 και 134/14, ημερ. 6.12.2017, Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 135/2013, ημερ. 3.2.2020). Ειδικότερα δε όσον αφορά στην υφ’ ενός υποψηφίου κατοχή διδακτορικού τίτλου, έχει νομολογηθεί ότι ο διδακτορικός τίτλος, ως προσόν ανώτερου επιπέδου από το επίπεδο Master’s, θέτει τον κάτοχό του σε θέση ισχύος έναντι των λοιπών υποψηφίων. Ενδεικτική προς τούτο είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ευανθία Παπασάββα ν. Τούλας Κούλουμου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 235, όπου κρίθηκε από το Δικαστήριο ως εύλογα επιτρεπτή η κρίση της Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με την οποία «O Διδακτορικός τίτλος "Ph.D. in Applied Social Studies" της εφεσείουσας την έθετε σε θέση υπεροχής έναντι της εφεσίβλητης, που αντιπαραβάλλει ως μεταπτυχιακό τίτλο το "Maitrise" Ψυχολογίας που είναι επιπέδου Master's». Πόσω δε μάλλον όταν ο υποψήφιος κατέχει και Διδακτορικό και Μεταπτυχιακό τίτλο, ως εν προκειμένω το Ε.Μ. 1, σε αντίθεση με την αιτήτρια που ουδέν πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν κατέχει (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Κόκκινος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1007/2018, ημερ. 16.6.2021, Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1009/2016, ημερ. 24.5.2019 και Κουρίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1207/2015, ημερ. 29.3.2019).

 

Από την άλλη, η αιτήτρια διατείνεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα δικά της πρόσθετα προσόντα, ήτοι το Certificate in Blood Transfusion Medicine, από ίδρυμα της Γαλλίας, καθώς και επιτυχία σε διάφορες εξετάσεις: ωστόσο, σύμφωνα με τη σχετική επί του θέματος νομολογία, προσόντα και/ή πιστοποιητικά, ως αυτά που κατέχει η αιτήτρια, δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα, ήτοι πτυχία και μεταπτυχιακά, τα οποία και μόνον λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης (βλ. Έλενα Παπαθεοδότου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 832/2011, ημερ. 30.7.2014, Σταύρος Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 783/2002, ημερ. 19.4.2004, Γιαννάκης Καναράς v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1509/2008, ημερ. 26.10.2010, Παναγιώτης Πουργουρίδης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1386/2007, ημερ. 23.12.2008, Γεώργιος Ταλιώτης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1317/2010, ημερ. 26.1.2012, Μάριος Στεφανίδης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1207/2011, ημερ.15.2.2013 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Χ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 733/2021, ημερ. 30.10.2023 και Λαζαρίδου-Νικολάτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1355/2017, ημερ. 30.10.2020).

 

Όπου δε τα πρόσθετα προσόντα λαμβάνονται υπόψη, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να τους αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα, στη βάση βεβαίως της προεκτεθείσας νομολογίας και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται πλημμέλεια στη δοθείσα σύσταση, η οποία, ως συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων και ορθώς αποτυπώνουσα την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, κρίνεται ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Προσθέτει δε αυτή η σύσταση στην αξία του Ε.Μ. 1 (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Ανδρέας Ματσάγκος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 199, Γεώργιος Λυώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038) και προσδίδει σε αυτήν πρόσθετη υπεροχή έναντι της αιτήτριας.

 

Περαιτέρω, και η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, ως ρητώς αναφέρεται στο πρακτικό λήψης της απόφασης, έλαβε υπόψη της και τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας, κρίνεται ορθή και, εν πάση περιπτώσει, εύλογα επιτρεπτή. Δεν έχω διαπιστώσει κενό έρευνας εκ μέρους της καθ' ης η αίτηση, αλλ' ούτε αιτιολογίας, ως οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της πλευράς της αιτήτριας. Αντίθετα, εξετάζοντας την επίδικη απόφαση, ως αυτή περιέχεται στο πρακτικό συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 3.2.2021, προκύπτει ότι αυτή υπήρξε πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, η δοθείσα σύσταση, η οποία ερευνήθηκε κατά πόσον συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων. Συνεπώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση της πλευράς της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε αναιτιολόγητα και δέσμια προς μια πάσχουσα πολλαπλώς σύσταση: αντίθετα, από το πρακτικό της επίδικης συνεδρίας ημερομηνίας 3.2.2021, προκύπτει ευκρινώς η υπό της Επιτροπής διενέργεια της δικής της και δέουσας έρευνας, η οποία απέληξε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ούτε και υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., οπότε και μόνον θα μπορούσε το ακυρωτικό Δικαστήριο να παρέμβει (Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 113/11, ημερ. 22.3.2017). Πεδίο για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου, παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου. Όπως υπενθύμισε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ταντελές ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 274/2012, ημερ. 19.12.2018, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου με την κρίση του αρμοδίου οργάνου, όταν η κρίση του οργάνου είναι εύλογα επιτρεπτή (βλ. και Α.Η.Κ. ν. Λοϊζου, Α.Ε. 141/2011, ημερ. 28.11.2017). Εν προκειμένω, η καθ' ης η αίτηση ενήργησε μέσα στα επιτρεπτά όρια και η τελική απόφαση κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή: σε μια συνολική προσμέτρηση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, περιλαμβανομένης βεβαίως της προεκτεθείσας συγκριτικής εικόνας αιτήτριας και του Ε.Μ. 1 στα θεσμοθετημένα στοιχεία επιλογής, αλλά και της υπέρ του Ε.Μ. δοθείσας σύστασης, καταλήγω ότι σύννομα και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε το Ε.Μ. 1 αντί της αιτήτριας για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Η δε αιτήτρια, η οποία και φέρει το σχετικό βάρος, δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ. 1, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (Θεοφάνης Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 40/2019, ημερ. 23.5.2024, Θεοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016), ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου, η οποία, κατά πάγια νομολογία, είναι δυνατή μόνον όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του επιλεγέντος υποψηφίου (βλ. και Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023, Παναγιώτης Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755, Δημοκρατία ν. Μάριος Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329).

 

Περαιτέρω, εξίσου αποκρυσταλλωμένες είναι οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 135/2013, ημερ. 3.2.2020). Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι εν προκειμένω η καθ’ ης η αίτηση έδρασε εντός ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της καθ' ης η αίτηση, αλλ' ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία. Εν τέλει, η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης (Θεοκλέους, ανωτέρω, Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω) και, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη και ορθή.

 

Δεν δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης στην προσφυγή αρ 367/2021 και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αρ. 367/2021 αποτυγχάνει, αποσυνενώνεται και απορρίπτεται με €1200 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

Όσον αφορά στην προσφυγή αρ. 485/2021, η αιτήτρια στρέφεται κατά της απόφασης προαγωγής και των τριών Ε.Μ. και βάλλει τόσο κατά της σύστασης της Αν. Διευθύντριας, όσο και κατά της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ., οι οποίες, ως προβάλλει, πάσχουν ως παράνομες, πεπλανημένες, αναιτιολόγητες και προϊόν ελλιπούς έρευνας.

 

Προχωρώντας στη συγκριτική αντιπαραβολή της αιτήτριας και των τριών Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, διαπιστώνω τα εξής:

 

Ως προς την αξία και δη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων, όπου δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως συναφώς αναφέρεται και στην δοθείσα σύσταση και στην τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η αιτήτρια και τα Ε.Μ. είναι ισοδύναμες, ως καθόλα «Εξαίρετες».

 

Ως προς τα προσόντα, η αιτήτρια διαθέτει Διδακτορικό Τίτλο στην Χημεία από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, καθώς και Master of Science in Clinical Biochemistry.

 

Το Ε.Μ 1, ως έχει προαναφερθεί,  διαθέτει δυο μεταπτυχιακούς τίτλους, ήτοι Μεταπτυχιακό Τίτλο στη Μοριακή Βιολογία, από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και Μεταπτυχιακό Τίτλο στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας, από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, καθώς και Διδακτορικό Τίτλο στην Πολιτική Υγείας και Σχεδιασμό Υπηρεσιών Υγείας, το Ε.Μ 2 διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο Magister Artium στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενώ το Ε.Μ 3, όπως αναφέρεται και στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας ημερομηνίας 3.2.2021, έχει παρακολουθήσει το πρόγραμμα «Medical Technology» και το πρόγραμμα «Cytotechnology» αμφότερα διάρκειας ενός έτους, «τα οποία δεν έχουν τύχει αναγνώρισης ως τίτλοι ισότιμοι Μεταπτυχιακού Διπλώματος επιπέδου Master, εν πάση όμως περιπτώσει σχετίζονται με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και τους αποδίδεται η βαρύτητα που τους αναλογεί, η οποία είναι μικρότερη από τη βαρύτητα που αποδίδεται στους αναγνωρισμένους ακαδημαϊκούς τίτλους». Περαιτέρω, τόσο η αιτήτρια όσο και τα Ε.Μ 2 και 3 διαθέτουν, επιπροσθέτως, και επαγγελματικά προσόντα: Ειδικότερα η αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη Χημικός στην Κύπρο και έχει τον τίτλο Fellow, Institute of Biomedical Science. To E.M 2 έχει τον τίτλο Associate, The Institute of Medical Laboratory Sciences και το Ε.Μ 3 είναι μέλος του International Academy of Cytology, ενώ κατέχει επίσης τους τίτλους Associate Member, American Society of Clinical Pathologists, και Associate The Institute of Medical.

 

Ως προς την αρχαιότητα, προκύπτει ότι η αιτήτρια διορίστηκε στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, στις 2.2.2009, όπως και το Ε.Μ. 1 (υπερέχει ωστόσο η αιτήτρια στην ημερομηνία πρώτου διορισμού), ενώ το Ε.Μ. 2 στις 15.6.2007 και στο Ε.Μ. 3 στις 3.2.2003.

 

Δεδομένης της πιο πάνω συγκριτικής εικόνας, και υπό το φως των όσων έχουν προαναφερθεί αναφορικά με τις αρχές που διέπουν τη συνολική συνεκτίμηση των στοιχείων κρίσης και το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής, κρίνω εν πρώτοις ότι η προσφυγή έναντι του Ε.Μ. 1, δεν μπορεί να επιτύχει. Σε μια συνεκτίμηση και συγκριτική αξιολόγηση των δυο υποψηφίων, η απόφαση επιλογής του Ε.Μ. 1 κρίνεται εύλογη, ενώ η αιτήτρια ουδεμία υπεροχή, πόσω δε μάλλον έκδηλη, στοιχειοθέτησε έναντι του συγκεκριμένου Ε.Μ.. Οι δυο υποψήφιες είναι ίσες σε αξία, ενώ το Ε.Μ. 1 υπερέχει σε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, αφού πέραν του Διδακτορικού τίτλου, που κατέχει και η αιτήτρια, διαθέτει δυο μεταπτυχιακούς τίτλους έναντι ενός της αιτήτριας. Τα δε επαγγελματικά προσόντα, όπως ήδη λέχθηκε πιο πάνω, δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία και μόνον (πτυχία και μεταπτυχιακά), λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης. Με αυτά τα δεδομένα, η οριακή υπεροχή της αιτήτριας έναντι του Ε.Μ. 1 σε αρχαιότητα, δεν μπορεί να διαδραματίσει οποιαδήποτε ουσιώδη σημασία και δεν προσθέτει στην υπηρεσιακή εικόνα της αιτήτριας έναντι του Ε.Μ. 1.

Ως εκ των πιο πάνω, η δοθείσα σύσταση υπέρ του Ε.Μ. 1 κρίνεται ορθή και σύννομη και, εν πάση περιπτώσει, εύλογα επιτρεπτή. Συνακόλουθα, η εν λόγω σύσταση, την οποία έλαβε υπόψη της η Ε.Δ.Υ. στη διαμόρφωση της τελικής της κρίσης, προσθέτει στην αξία του Ε.Μ. 1 (Κέντα, ανωτέρω) και προσδίδει σε αυτήν πρόσθετη υπεροχή έναντι της αιτήτριας.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αρ. 485/2021, ως προς την απόφαση προαγωγής του Ε.Μ. 1, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Παρομοίως, απορριπτέα κρίνεται η προσφυγή αρ. 485/2021 και ως προς την απόφαση προαγωγής του Ε.Μ. 2, Μ. Σ.-Β.:

 

Ως προς την αξία και δη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων, όπου δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως συναφώς αναφέρεται και στην δοθείσα σύσταση και στην τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η αιτήτρια και το Ε.Μ. 2 είναι ισοδύναμες, ως καθόλα «Εξαίρετες».

 

Ως προς τα προσόντα, η αιτήτρια, όπως ήδη ελέχθη, διαθέτει Διδακτορικό Τίτλο και μεταπτυχιακό, το Ε.Μ 2 μεταπτυχιακό τίτλο, ενώ τόσο η αιτήτρια όσο και το Ε.Μ 2 διαθέτουν, επιπροσθέτως, και επαγγελματικά προσόντα.

 

Ως προς την αρχαιότητα, η αιτήτρια διορίστηκε στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, στις 2.2.2009, και το Ε.Μ 2 στις 15.6.2007.

 

Ενόψει της πιο πάνω υπηρεσιακής εικόνας, και σε μια συνεκτίμηση και συγκριτική αξιολόγηση των δυο υποψηφίων, η απόφαση επιλογής του Ε.Μ. 2 κρίνεται εύλογη, ενώ η αιτήτρια δεν στοιχειοθέτησε έκδηλη υπεροχή έναντι του συγκεκριμένου Ε.Μ. (Λάμπρου, ανωτέρω, Θεοκλέους, ανωτέρω, Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω). Οι δυο υποψήφιες είναι ίσες σε αξία, ενώ το Ε.Μ. 2 υπερέχει σε αρχαιότητα κατά ένα έτος και οκτώ μήνες, όσο δε αφορά στα προσόντα, η αιτήτρια διαθέτει, πέραν του μεταπτυχιακού τίτλου που διαθέτει και το Ε.Μ. 2, και Διδακτορικό. Τα δε επαγγελματικά προσόντα, όπως ήδη λέχθηκε πιο πάνω, δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία και μόνον (πτυχία και μεταπτυχιακά), λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, ότι αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας, ανωτέρω, Σολομωνίδη, ανωτέρω).

 

Κατα συνέπεια, η δοθείσα σύσταση υπέρ του Ε.Μ. 2, η οποία προσθέτει στην αξία της και προσδίδει σε αυτήν πρόσθετη υπεροχή έναντι της αιτήτριας, όπως και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., ως προς την επιλογή του Ε.Μ. 2, κρίνονται ορθές, σύννομες και εύλογα επιτρεπτές.

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι εν προκειμένω η καθ’ ης η αίτηση έδρασε εντός ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, αλλ' ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία. Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο. Εν προκειμένω κρίνω ότι η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας (Θεοκλέους, ανωτέρω, Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω)  και δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αρ. 485/2021, ως προς την απόφαση προαγωγής του Ε.Μ. 2, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Διαφορετική, ωστόσο, είναι η κατάληξή μου, αναφορικά με την απόφαση προαγωγής του Ε.Μ. 3, Π. Ε..

 

Ως προς την αξία και δη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων, όπου δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως συναφώς αναφέρεται και στην δοθείσα σύσταση και στην τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η αιτήτρια και το Ε.Μ. 3 είναι ισοδύναμες, ως καθόλα «Εξαίρετες».

 

Ως προς τα προσόντα, η αιτήτρια διαθέτει Διδακτορικό Τίτλο στην Χημεία από το Πανεπιστήμιο Κύπρου καθώς και Master of Science in Clinical Biochemistry, τα οποία, όπως αναφέρεται και στη δοθείσα σύσταση και στην απόφαση της Ε.Δ.Υ., είναι μη απαιτούμενα επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Το Ε.Μ. 3 δεν κατέχει οποιοδήποτε επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, αλλά, όπως αναφέρεται από την Ε.Δ.Υ., στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας ημερομηνίας 3.2.2021, έχει παρακολουθήσει το πρόγραμμα «Medical Technology» και το πρόγραμμα «Cytotechnology» αμφότερα διάρκειας ενός έτους, «τα οποία δεν έχουν τύχει αναγνώρισης ως τίτλοι ισότιμοι Μεταπτυχιακού Διπλώματος επιπέδου Master, εν πάση όμως περιπτώσει σχετίζονται με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και τους αποδίδεται η βαρύτητα που τους αναλογεί, η οποία είναι μικρότερη από τη βαρύτητα που αποδίδεται στους αναγνωρισμένους ακαδημαϊκούς τίτλους». Παρόμοια ήταν και η θέση της Αν. Διευθύντριας, η οποία στη σύστασή της ανέφερε ότι τα δυο πιο πάνω προγράμματα, ως εκ της διάρκειάς τους, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης ως μη απαιτούμενα εκπαιδευτικά προγράμματα, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, και τους απέδωσε «την ανάλογη βαρύτητα». Περαιτέρω, τόσο η αιτήτρια όσο και το Ε.Μ. 3 διαθέτουν και επαγγελματικά προσόντα: ειδικότερα η αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη Χημικός στην Κύπρο και έχει τον τίτλο Fellow, Institute of Biomedical Science και το Ε.Μ 3 είναι μέλος του International Academy of Cytology, ενώ κατέχει επίσης τους τίτλους Associate Member, American Society of Clinical Pathologists, και Associate The Institute of Medical.

 

Ως προς την αρχαιότητα, το Ε.Μ. 3 υπερέχει έναντι της αιτήτριας κατά έξι χρόνια, αφού διορίστηκε στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση στις 3.2.2003 και η αιτήτρια στις 2.2.2009.

 

Υπ’ αυτά τα δεδομένα, εύλογα τίθεται το ερώτημα που έγκειται η υπό της Αν. Διευθύντριας διαπιστωθείσα «γενική υπεροχή» του Ε.Μ. 3 έναντι της αιτήτριας. Καθίσταται δε ευκόλως αντιληπτό ότι αποτελεί ζήτημα ουσιώδους σημασίας η νομιμότητα της δοθείσας σύστασης υπέρ του Ε.Μ. 3, την οποία έλαβε υπόψη της η Ε.Δ.Υ., ως ρητά αναφέρεται στην απόφασή της, και προσέθεσε στην αξία της. Σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, υπεροχή του Ε.Μ. 3 έναντι της αιτήτριας διαπιστώνεται μόνο στο κριτήριο της αρχαιότητας, ενώ στο κριτήριο των προσόντων είναι σαφής η υπεροχή της αιτήτριας, η οποία, σε αντίθεση με το Ε.Μ. 3, διαθέτει δυο επιπρόσθετους ακαδημαϊκούς τίτλους, ο ένας μάλιστα σε επίπεδο Διδακτορικού, που σύμφωνα με τη νομολογία, θέτει τον κάτοχό του σε θέση ισχύος έναντι των λοιπών υποψηφίων. Μάλιστα, στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ευανθία Παπασάββα, ανωτέρω, κρίθηκε από το Δικαστήριο ως εύλογα επιτρεπτή η κρίση της Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με την οποία «O Διδακτορικός τίτλος "Ph.D. in Applied Social Studies" της εφεσείουσας την έθετε σε θέση υπεροχής έναντι της εφεσίβλητης, που αντιπαραβάλλει ως μεταπτυχιακό τίτλο το "Maitrise" Ψυχολογίας που είναι επιπέδου Master's». Πόσω δε μάλλον στην υπό κρίση περίπτωση που η αιτήτρια διαθέτει και Διδακτορικό και Μεταπτυχιακό τίτλο, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, σε αντίθεση με το Ε.Μ. 3 που δεν κατέχει οποιοδήποτε επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν και/ή αναγνωρισμένο ακαδημαϊκό τίτλο, όπως άλλωστε και η ίδια η Ε.Δ.Υ. επεσήμανε στην απόφασή της. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα διάρκειας ενός έτους που παρακολούθησε το Ε.Μ. 3, αν και σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δεν έχουν τύχει αναγνώρισης ως τίτλοι ισότιμοι Μεταπτυχιακού Διπλώματος επιπέδου Master και, συνεπώς, δεν μπορούν να έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης εφόσον, σύμφωνα με τη νομολογία, αυτού του είδους τα προσόντα δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα, ήτοι πτυχία και μεταπτυχιακά, τα οποία και μόνον λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία (Έλενα Παπαθεοδότου, ανωτέρω, Γιαννάκης Καναράς, ανωτέρω Παναγιώτης Πουργουρίδης, ανωτέρω, Γεώργιος Ταλιώτης, ανωτέρω, Μάριος Στεφανίδης, ανωτέρω, Λαζαρίδου-Νικολάτου, ανωτέρω).

 

Συνεπώς, και καθοδηγούμενος από την πάγια νομολογία επί του θέματος, σύμφωνα με την οποία τα μη απαιτούμενα, συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να συνεκτιμούνται από την αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, χωρίς να αποδίδεται σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, αλλ’ ούτε βεβαίως και εντελώς οριακά, όπως θα ήταν αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος, ανωτέρω, Κωνσταντίνου κ.α., ανωτέρω, Σολομωνίδη, ανωτέρω), κρίνω ότι η υπεροχή της αιτήτριας σε προσόντα δεν μπορεί να υποσκελιστεί από την υπεροχή του Ε.Μ. 3 σε αρχαιότητα, η οποία δεν είναι ρυθμιστικός παράγων, αλλά αποκτά σημασία μόνον όταν οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι στα κριτήρια της αξίας και των προσόντων (Αναστασία Βιολάρη, ανωτέρω). Συνεπώς η δοθείσα σύσταση ως προς το Ε.Μ. 3 πράγματι πάσχει ως πεπλανημένη και μη συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων, αλλά και ως μη επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον δεν προκύπτει με τη στοιχειώδη σαφήνεια στη βάση ποιων στοιχείων η Αν. Διευθύντρια διέκρινε «γενική υπεροχή» του Ε.Μ. 3 έναντι της αιτήτριας.

 

Συνακόλουθα, και η τελική απόφαση, η οποία ρητά έλαβε υπόψη της την πάσχουσα σύσταση, πάσχει και υπόκειται σε ακύρωση.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αρ. 485/2021, στο βαθμό που στρέφεται κατά της απόφασης προαγωγής του Ε.Μ. 3 στην επίδικη θέση επιτυγχάνει και η εν λόγω απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο