ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                    

(Υπόθεση Αρ. 37/2020)

 

27 Αυγούστου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                         Τ. Μ.                                                                                                 Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

                  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

         ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Α. Μυλωνάς, για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Κ. Χατζηδημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Kαθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, αποτελεί η νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού («το Τμήμα»), η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 15.11.2019, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της αιτήτριας για καταβολή σε αυτήν ειδικού επιδόματος δυνάμει του Κανονισμού 10 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και Άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 175/95), ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο («οι Κανονισμοί»).

 

Η αιτήτρια, δημόσια υπάλληλος διορισμένη στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας από το έτος 2010, στη μισθοδοτική κλίμακα Α2-Α5-Α7, αποσπάστηκε στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας από 16.1.2019 δυνάμει σχετικής απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων, σύμφωνα με το άρθρο 47(1)(ε) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/1990), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»). Μετά την απόσπασή της, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, στις 29.3.2019, εξουσιοδότησε την αιτήτρια όπως εκπροσωπεί τη Νομική Υπηρεσία και όπως, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, εμφανίζεται, παρίσταται και ενεργεί εκ μέρους της Δημοκρατίας σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.

 

Με σημείωμά της προς τον Γενικό Εισαγγελέα, ημερομηνίας 15.7.2019, η αιτήτρια ζήτησε όπως διαβιβαστεί προς το Υπουργείο Οικονομικών το αίτημά της και/ή γίνει εισήγηση για καταβολή προς αυτήν του ειδικού επιδόματος, δυνάμει του προαναφερθέντα Κανονισμού 10 των Κανονισμών, το οποίο θα αποτελεί τη διαφορά από τη μισθοδοσία της στην Κλίμακα Α2, στην Κλίμακα Α9, με δυνατότητα αναδρομικής καταβολής.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας, με σχετική επιστολή του, ημερομηνίας 24.7.2019, απέστειλε στο Υπουργείο Οικονομικών προς εξέταση, το αίτημα της αιτήτριας, το οποίο τελικά απορρίφθηκε, όπως προκύπτει από την επιστολή του Τμήματος προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15.11.2019.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στις 10.1.2020.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση, εσφαλμένα ερμήνευσαν τις οικείες διατάξεις του Νόμου και/ή των Κανονισμών, η δε προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, αλλά και λόγω παραβίασης της αρχής της ισότητας. Επιπρόσθετα, προωθείται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες επί των πιο πάνω υπήρξαν οι θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι αντιτείνουν ότι η επίδικη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε οποιαδήποτε παραβίασης της αρχής της ισότητας, ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά της αιτήτριας είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

 

Αποτελεί κοινή θέση ότι η επίδικη πράξη λήφθηκε δυνάμει του Κανονισμού 10 των Κανονισμών. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«10. Εκτός από τις περιπτώσεις απόσπασης σε κενή θέση σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1994 για τις οποίες γίνεται πρόνοια στην παρ. (1) του Κανονισμού 9 πιο πάνω, υπάλληλος που αποσπάται για εκτέλεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τις παραγράφους (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 47 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1994, συνεχίζει να παίρνει τη μισθοδοσία της θέσης του:

Νοείται ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί σε ειδικές περιπτώσεις και με βάση κριτήρια που θα καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο, να εγκρίνει την καταβολή ειδικού επιδόματος ή ειδικής μισθοδοσίας για τα καθήκοντα αυτά».

 

Το πρώτο που θα πρέπει να παρατηρηθεί, είναι η ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχεται από την πιο πάνω διάταξη στον Υπουργό Οικονομικών να αποφασίσει κατά πόσον, στη βάση των κριτηρίων που εκάστοτε καθορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο, θα εγκρίνει ή όχι την καταβολή ειδικού επιδόματος ή αντιμισθίας σε αποσπασμένο, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, υπάλληλο. Αυτή η ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, όπως έχει πολλάκις αναγνωριστεί σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, το οποίο προβαίνει μόνον σε έλεγχο νομιμότητας: ό,τι ελέγχεται είναι αν τηρήθηκαν βασικά συνταγματικά δικαιώματα, όπως η αρχή της ισότητας, καθώς και οι βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, όπως η αρχή της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και της χρηστής διοίκησης (Δημοκρατία ν. THE CYPRUS PHASSOURI PLANTATIONS CO PUBLIC LTD, LANITIS FARM LTD, Α.Ε. 31/2011, ημερ 26.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:C201).

 

Εν προκειμένω, όπως ρητά αναφέρεται στην επίδικη επιστολή του Τμήματος προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15.11.2019, για την απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας, λήφθηκαν υπόψη τα ακόλουθα:

 

«(α) το υπό αναφορά αίτημα υποβλήθηκε από την κ. Μ. μετά την ημερομηνίας απόσπασής της ενώ γνώριζε ότι στη Νομική Υπηρεσία θα εκτελούσε καθήκοντα ανώτερα της οργανικής της θέσης στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας,

 

(β) Τα μισθοδοτικά δεδομένα της εν λόγω υπαλλήλου, η οποία διανύει την Κλ. Α2, διαφέρουν σε σχέση με τα δεδομένα των υπαλλήλων για τα τα οποία γίνεται αναφορά στο Σημείωμα της ημερ. 15.07.2019 [.],

 

(γ) με βάση την ακολουθούμενη πολιτική, στις πλείστες περιπτώσεις αποσπάσεων δημοσίων υπαλλήλων για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων δυνάμει του προαναφερόμενου άρθρου 47(1)(ε) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, δεν καταβάλλεται ειδική μισθοδοσία ή ειδικό επίδομα απόσπασης.».

 

Εν πρώτοις, θα συμφωνήσω με τη θέση της αιτήτριας ότι, ο λόγος απόρριψης που περιέχεται στην παράγραφο (α) πιο πάνω, έτσι όπως αυτός τίθεται στην επιστολή, δεν μπορεί να συνιστά επαρκή αιτιολόγηση για την απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας. Ούτε και έχει τεθεί από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση οποιοδήποτε ζήτημα έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας, οπότε και θα μπορούσε ενδεχομένως, εντός αυτού του πλαισίου, να εξεταστεί το συγκεκριμένο ζήτημα.

 

Περαιτέρω, ως προς το λόγο απόρριψης που περιέχεται στην παράγραφο (β), προκύπτει ότι, πράγματι, έτσι όπως αυτός είναι διατυπωμένος, δεν καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, ούτως ώστε να διαπιστωθεί στη βάση ποιών δεδομένων και/ή στοιχείων κρίθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ότι τα μισθοδοτικά δεδομένα της αιτήτριας «διαφέρουν σε σχέση με τα δεδομένα των υπαλλήλων για τα οποία γίνεται αναφορά στο Σημείωμα της ημερ. 15.07.2019». Αυτή η αιτιολογία από μόνη της είναι ανεπαρκής και/ή ελαττωματική και δεν μπορεί να υποστηρίξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, διαπιστώνω ότι η εν λόγω αιτιολογία συμπληρώνεται επαρκώς από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Συγκεκριμένα, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση με παρέπεμψε σε δυο υπηρεσιακά σημειώματα προς τον Υπουργό Οικονομικών, ημερομηνίας 17.10.2019 και 10.4.2020, τα οποία και εντοπίζονται και εντός του οικείου διοικητικού φακέλου και από τα οποία προκύπτει με επάρκεια τόσο η αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, όσο και η διενέργεια της δέουσας έρευνας. Τονίζεται εξ’ αρχής ότι για τους σκοπούς της παρούσας, ενδιαφέρει μόνο το πρώτο εκ των δυο σημειωμάτων, το οποίο βεβαίως υποβλήθηκε πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενώ το δεύτερο σημείωμα (10.4.2020), το οποίο και προέκυψε μετά από σχετική επιστολή της αιτήτριας προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, για επανεξέταση του αιτήματός της, ημερομηνίας 21.2.2020, ήτοι μετά την καταχώρηση της προσφυγής της αιτήτριας, σαφώς και δεν ήταν ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου κατά το χρόνο λήψης της απόφασης. Στο πρώτο σημείωμα, ημερομηνίας 17.10.2019, αναφέρεται το ιστορικό της περίπτωσης της αιτήτριας, η νομική βάση δυνάμει της οποίας υποβλήθηκε το αίτημα (Κανονισμός 10 των Κανονισμών και άρθρο 47 του Νόμου), καθώς και συγκεκριμένες περιπτώσεις έγκρισης παρόμοιων αιτημάτων στο παρελθόν. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο εν λόγω σημείωμα, είχε εγκριθεί στο παρελθόν-

 

«(α) Καταβολή ειδικού επιδόματος σε υπαλλήλους στους οποίους ανατέθηκαν καθήκοντα Δημόσιου Κατήγορου (Κλ.Α8 - Α10 - Α11) που αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ της μισθοδοσίας της θέσης τους και της αρχικής βαθμίδας της Κλ. Α8. Σημειώνεται ότι με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 53.734 και ημερ. 30.05.2001, καθορίστηκαν συγκεκριμένα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι υπάλληλοι στους οποίους ανατίθενται καθήκοντα Δημόσιου Κατήγορου για να δικαιούνται να λάβουν ειδικό επίδομα, ως ακολούθως:

(ι) να είναι πτυχιούχοι Νομικής Σχολής και να κατέχουν όλα τα προσόντα για εγγραφή στο Μητρώο των Δικηγόρων,

(ιι) να είναι διορισμένοι σε μόνιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία στη μισθοδοτική κλίμακα Α3 ή ψηλότερη ή να έχουν τουλάχιστον πέντε (5) χρόνια υπηρεσία στη μισθοδοτική Κλίμακα Α2.

 

(β) Καταβολή ειδικής μισθοδοσίας σε τρεις (3) υπαλλήλους του ΤΚΧ οι οποίοι είχαν αποσπασθεί στη Νομική Υπηρεσία για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων, τα οποία, όπως ενημέρωσε η Νομική Υπηρεσία, ήταν τα ίδια με τα καθήκοντα Δικηγόρου της Δημοκρατίας. Σχετικά αναφέρεται ότι η αρχική εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα εντός του 2000, για καταβολή ταυ ειδικού επιδόματος δυνάμει του Κανονισμού 10 στους τρεις υπαλλήλους δεν έγινε αποδεκτή, αλλά μετά από προσφυγή των επηρεαζόμενων στο Ανώτατο Δικαστήριο (Προσφυγή με αρ. 1589/2000), η οποία επέτυχε, εγκρίθηκε η καταβολή της εκάστοτε διαφοράς μεταξύ του μισθού της οργανικής θέσης των επηρεαζομένων και του μισθού της θέσης Δικηγόρου της Δημοκρατίας (Κλ. Α9-Α11-Α12) (λαμβανομένων υπόψη και ετήσιων προσαυξήσεων), με ισχύ από 10.01.2000, ημερομηνία απόσπασής τους στη Νομική Υπηρεσία.

 

(γ) Καταβολή ειδικής μισθοδοσίας σε υπάλληλο του ΤΚΧ το 2009, λαμβάνοντας υπόψη την εκάστοτε διαφορά μεταξύ του μισθού της οργανικής της θέσης και του μισθού της θέσης Δικηγόρου (Κλ. Α9-Α10-Α11), με ισχύ από τις 10.02.2003, ημερομηνία απόσπασής της στη Νομική Υπηρεσία από την ΕΔΥ για την εκτέλεση ειδικών καθηκόντων [.]».

 

Αμέσως μετά, στο ίδιο σημείωμα, καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους η περίπτωση της αιτήτριας είναι διαφορετική από τις πιο πάνω περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, αναφέρονται τα εξής:

 

«(β) η περίπτωση της κ. Μ. είναι διαφορετική από τις πιο πάνω περιπτώσεις αν ληφθεί υπόψη ότι η διαφορά της σημερινής μισθοδοσίας της υπαλλήλου με το μισθό της θέσης Δικηγόρου της Δημοκρατίας, είναι πολύ μεγάλη. Συγκεκριμένα, η διαφορά του μηνιαίου μισθού που λαμβάνει σήμερα η κ. Μ. στην Κλ. Α2 (7η βαθμίδα - €1352 μηνιαίος μισθός), και του αρχικού μισθού της θέσης δικηγόρου της Δημοκρατίας στην Κλ. Α9 (1 η βαθμίδα - €2560,77) είναι €1208,77 το μήνα (89% αύξηση). Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι με την αύξηση αυτή ο μισθός της κ. Μ. σχεδόν διπλασιάζεται. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ειδική μισθοδοσία που καταβάλλετο στους Λειτουργούς του ΤΚΧ που καταγράφονται στις υποπαραγράφους 3(β) και (γ) πιο πάνω, δηλαδή η διαφορά της μισθοδοσίας της οργανικής τους θέσης με τη μισθοδοσία της θέσης Δικηγόρου, ήταν πολύ πιο χαμηλή σε αναλογία του μηνιαίου ακαθάριστου μισθού τους, με μέγιστο ποσοστό αύξησης το 11%.

 

(γ) Οι πιο πάνω περιπτώσεις αποτελούν εξαίρεση στην πολιτική που ακολουθείται, βάσει της οποίας, στους υπαλλήλους που αποσπούνται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 47 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, ύστερα από συστάσεις των αρμόδιων αρχών ή του Υπουργού Οικονομικών, δεν καταβάλλεται ειδικό επίδομα για τα καθήκοντα που εκτελούν. Σχετικά αναφέρεται ότι με βάση την Ετήσια Έκθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας του 2017, κατά το εν λόγω έτος αποφασίστηκαν 278 αποσπάσεις με βάση το προαναφερόμενο άρθρο των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων. Με την ικανοποίηση του αιτήματος της κ. Μ., στη βάση των προηγούμενων μεμονωμένων εγκρίσεων, αναμένεται ότι θα προκύψουν και άλλα αιτήματα αποσπασμένων υπαλλήλων που, επίσης, μπορούν να επικαλεστούν την εκτέλεση καθηκόντων ανώτερης θέσης από αυτή που κατέχουν.».

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, διαπιστώνω ότι η παρούσα αποτελεί κλασσική περίπτωση κατά την οποία η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), αλλά και την πάγια επί του θέματος νομολογία (Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371), μπορεί να συμπληρωθεί και όντως συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και δη από το πιο πάνω σημείωμα, κατά τρόπο που να προκύπτει με σαφήνεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 342) και να καθίσταται εντέλει ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου  (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Διαφορετική βεβαίως ήταν η περίπτωση στην Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1589/2000, ημερ. 4.3.2002, την οποία επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια: σε εκείνη την περίπτωση, μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, έγινε αναδρομική καταβολή ειδικού επιδόματος στους τρεις επιτυχόντες αιτητές (υπαλλήλους του Τμήματος Κτηματολογίου), από την ημερομηνία απόσπασής τους, λόγω ακριβώς της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, με την οποία, όμως, δεν κρίθηκε ότι επιβαλλόταν στον Υπουργό Οικονομικών να αποδώσει στους αιτητές ειδικό επίδομα ή ειδική αντιμισθία, αλλά η προσφυγή πέτυχε για το λόγο ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του Υπουργού και δεν εξετάστηκε αυτή η δυνατότητα, την οποία παρέχει ο Κανονισμός 10 των Κανονισμών. Περαιτέρω, διαπιστώνω επίσης ότι σε εκείνη την περίπτωση, η διαφορά που προέκυπτε από την καταβολή του ειδικού επιδόματος στους τρεις αιτητές ήταν μικρή, καθότι το ποσοστό αύξησης ανέρχετο στο 11% και όχι στο 89%, όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση καταβολής ειδικού επιδόματος στην αιτήτρια. Παρομοίως, διαφοροποιείται από την παρούσα περίπτωση και η περίπτωση που εξετάστηκε στην Χρυσόστομος Νικολάου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 584/2004, ημερ. 9.9.2005, την οποία επίσης επικαλείται ο κ. Μυλωνάς: σε εκείνη την περίπτωση, κρίθηκε ότι υπήρχε ζήτημα αυθαίρετης διάκρισης λόγω περαιτέρω προσαυξήσεων που είχε λάβει το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος έναντι των αιτητών, οι οποίες του προσέδιδαν αρχαιότητα έναντι των αιτητών κατά τρόπο που να έχει αντίκτυπο στην ανέλιξη των τελευταίων. Εν προκειμένω, το αίτημα της αιτήτριας, όπως προκύπτει και από το προαναφερθέν υπηρεσιακό σημείωμα προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 17.10.2019, απορρίφθηκε καθότι, τυχόν θετική αντιμετώπισή του, θα επέφερε σχεδόν διπλάσια αύξηση στο μισθό της αιτήτριας, συγκεκριμένα αύξηση κατά 89%, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο, προηγούμενο για παρόμοιου είδους αιτήματα.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, στα οποία με παρέπεμψε και η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, οι τελευταίοι εξέτασαν ενδελεχώς το αίτημα της αιτήτριας και για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, αποφάσισαν την απόρριψή του, αιτιολογώντας δεόντως και/ή με επάρκεια την απόφασή τους.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται ούτε κενό αιτιολόγησης ούτε κενό έρευνας και οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Περαιτέρω, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, κρίνω ότι δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της ισότητας. Στο σημείωμά της προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15.7.2019, η αιτήτρια ανέφερε συναφώς τα εξής:

 

«4. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι παρόμοια αιτήματα έχουν εξεταστεί και στο παρελθόν και έχουν εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο. Συγκεκριμένα, με την Απόφαση του αρ 53.734 και ημερ. 30.05.2001 (αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται για εύκολη αναφορά ως Παράρτημα 1) το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι υπάλληλοι στους οποίους ανατίθενται καθήκοντα Δημόσιου Κατηγόρου για να δικαιούνται να λάβουν επίδομα ευθύνης. Παρακαλώ σημειώστε ότι τα εν λόγω κριτήρια τα πληρώ και εγώ.

 

5. Επιπλέον, το 2002 εξετάστηκαν ανάλογα αιτήματα αναπροσαρμογής

μισθοδοσίας που υποβλήθηκαν από Κτηματολογικούς Υπαλλήλους (με μισθολογική κλίμακα Α2), οι οποίοι αποσπάστηκαν στην Νομική Υπηρεσία και έχει εγκριθεί η καταβολή «επιδόματος ειδικών συνθήκων εργασίας» του Άρθρου 100 «Αποδοχές Κρατικών Υπάλληλων» του Κεφαλαίου 04.01.2 «Νομική Υπηρεσία-Τακτικές Δαπάνες». Σχετική είναι η επιστολή ημερομηνίας 8 Ιουλίου 2002 του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα 2. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, το πιο πάνω αναφερόμενο επίδομα, αποτελεί τη διαφορά του μισθού της οργανικής θέσης και του μισθού της θέσης του Δικηγόρου της Δημοκρατίας του οποίου η μισθολογική κλίμακα είναι Α9.

 

6. Με δεδομένο ότι υπάρχει κάποιο προηγούμενο αναφορικά με την έγκριση παρόμοιων αιτημάτων και δεδομένου άτι από την ημερομηνία της απόσπασης μου, μου έχουν ανατεθεί γνωμοδοτήσεις, πληθώρα αγωγών, αιτήσεων, αιτήσεων εφέσεων, παραπομπών και στα πλαίσια των καθηκόντων μου μεταβαίνω και χειρίζομαι υποθέσεις σε Δικαστήρια Λάρνακας-Αμμοχώστου και Λευκωσίας, εκ των πραγμάτων τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις μου είναι ίδιες με αυτά των Δικηγόρων της Δημοκρατίας. H μόνη διαφορά είναι πως εγώ αμείβομαι στην Κλίμακα Α2 ενώ οι Δικηγόροι της Δημοκρατίας αμείβονται στην κλίμακα Α9. Ευσεβάστως εισηγούμαι ότι το αίτημα μου για έγκριση ανάλογου επιδόματος το οποίο θα αποτελεί την διαφορά από την μισθοδοσία της κλίμακας Α2 στην Α9 είναι εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.».

 

Αναφέρεται λοιπόν η αιτήτρια (βλ. παράγραφο (4) πιο πάνω) σε Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, επισυνάπτοντας ωστόσο την σχετική πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο και όχι οποιαδήποτε απόφαση, ενώ στην παράγραφο (5), αναφέρει ότι κατά το έτος 2002, εξετάστηκαν και εγκρίθηκαν ανάλογα αιτήματα αποσπασθέντων στη Νομική Υπηρεσία, Υπαλλήλων του Κτηματολογίου. Ωστόσο, στο εν λόγω σημείωμά της, η αιτήτρια δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπαλλήλων, προκειμένου να μπορεί να γίνει συγκριτική αντιπαραβολή και να ελεγχθεί το βάσιμο των ισχυρισμών της περί παραβίασης της αρχής της ισότητας. Όπως λέχθηκε στην Ανδρέας Σωτηριάδης ν. Παντελής Θεοφυλάκτου και Άλλης (2002) 3 Α.Α.Δ. 56, με αναφορά στην Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125, αλλά και στην Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294, η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση «πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων», ο δε όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν είτε λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων, είτε επειδή πρόκειται για σχέσεις που τελούν υπό διαφορετικές πραγματικές συνθήκες και οι οποίες δεν αποκλείουν ανομοιομορφία στη ρύθμισή τους. Αυτό λοιπόν που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι τη δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων, καθως και την εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές, με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια.

 

Εν προκειμένω, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, δεν είχε τεθεί ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση από την αιτήτρια, η οποία βεβαίως και φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση, παρόμοια με την δική της, για την οποία να ακολουθήθηκε διαφορετική πρακτική από τη Διοίκηση, ούτως ώστε να μπορούν να στοιχειοθετηθούν οι ισχυρισμοί της για δυσμενή διάκριση. Ούτε και έχει υποδειχθεί με ικανοποιητικό τρόπο πως θεμελιώνεται η άνιση μεταχείριση εις βάρος της, στην οποία η αιτήτρια αναφέρεται γενικά και χωρίς την απαιτούμενη συγκεκριμενοποίηση (Μαρκίδης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 147, Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1070/2020, ημερ. 6.6.2022, Φλουρέντζου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1329/2018, ημερ. 3.2.2022, MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 694/2019, ημερ. 16.9.2022). Η δε ανάγκη για απόδειξη και/ή στοιχειοθέτηση αυτών των ισχυρισμών της αιτήτριας επιτείνεται από τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι μάλιστα, στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος της αιτήτριας, προέβησαν σε παράθεση συγκεκριμένων περιπτώσεων υπαλλήλων, όπου το αίτημα για καταβολή ειδικού επιδόματος έγινε αποδεκτό (βλ. το προεκτεθέν σημείωμα προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 17.10.2019), αναφέροντας για κάθε μια εξ’ αυτών και τους λόγους αποδοχής του αιτήματος και καταδεικνύοντας τους λόγους διαφοροποίησης και/ή την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης της αιτήτριας από τις εν λόγω περιπτώσεις (Περσιάνη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1847/2018, ημερ. 26.1.2022). Μάλιστα, στο συγκεκριμένο σημείωμα αναφέρεται επίσης αυτό που παρατέθηκε και στην παράγραφο (γ) της επίδικης επιστολής ημερομηνίας 15.11.2019, ως λόγος απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας, ότι δηλαδή οι προαναφερθείσες περιπτώσεις υπαλλήλων, των οποίων το αίτημα για καταβολή ειδικού επιδόματος έγινε αποδεκτό, αποτελούν εξαίρεση στην πολιτική που ακολουθείται, βάσει της οποίας, στους υπαλλήλους που αποσπούνται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Νόμου, δεν καταβάλλεται ειδικό επίδομα για τα καθήκοντα που εκτελούν.

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ούτε ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της ισότητας έχει έρεισμα.

 

Βεβαίως, η αιτήτρια, προς περαιτέρω επίρρωση του αιτήματός της, και δη του ισχυρισμού της για άνιση μεταχείριση, απέστειλε στη συνέχεια, και δη μετά την καταχώρηση της προσφυγής της, επιστολή προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ημερομηνίας 21.2.2020, με την οποία ζητούσε εκ νέου την έγκριση του αιτήματός της. Στην εν λόγω επιστολή, η αιτήτρια αναφέρεται σε συγκεκριμένες και/ή ειδικές περιπτώσεις αποπασθέντων υπαλλήλων, των οποίων εγκρίθηκε το αίτημα καταβολής ειδικού επιδόματος. Ωστόσο, και παρόλο που και το εν λόγω αίτημα εξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, όπως προκύπτει από το εσωτερικό σημείωμα προς τον Υπουργό Οικονομικών, ημερομηνίας 10.4.2020, τα όσα αναφέρονται στη συγκεκριμένη επιστολή της αιτήτριας δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και δεν θα απασχολήσουν περαιτέρω το Δικαστήριο, καθότι είναι πρόδηλο ότι αυτά εκφεύγουν του ουσιώδους χρόνου της υπόθεσης και αποτελούν ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 476/2014, ημερ. 27.9.2018).

 

Τέλος, ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνω ότι στερείται ερείσματος και ο ισχυρισμός περί παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Δεν έχει διαπιστωθεί παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης, αλλ’ ούτε αυθαιρεσία των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι έδρασαν εντός των ορίων της, ευρείας ως έχει λεχθεί, διακριτικής τους ευχέρειας. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Έχει δε η εν λόγω αρχή συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, επισημάνθηκε ότι οι έννοιες της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης, ως γενικές από τη φύση τους αρχές, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους, ενώ στην Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19.12.2013, λέχθηκε περαιτέρω ότι θα πρέπει να υπάρχουν «συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημιά του πολίτη» (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην HERMES AIRPORTS LTD ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υποθ. Αρ. 1123/2015, ημερ. 14.10.2021).

 

Συνεπώς, ως εκ των πιο πάνω, και λαμβανομένου υπόψη του νομικού και πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη. Δεν εντοπίζεται λόγος ακύρωσής της και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο