ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 375/2022)

 

27 Αυγούστου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                     1. Ρ. Σ.

                                     2. Γ. Χ.

                                                                             Αιτητές

                                                    ΚΑΙ

     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

                        ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                                   ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Π. Λοḯζου, για Πάρις Λοḯζου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητές

Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, οι αιτητές στρέφονται κατά της νομιμότητας και ζητούν την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 21.1.2022, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για χορήγηση Πιστοποιητικού Μόνιμης Διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθότι, όπως αναφέρεται στην επιστολή, αυτοί δεν προσκόμισαν τα έγγραφα που τους είχαν ζητηθεί και δη δεν απέδειξαν το αδιάλειπτο της διαμονής τους στη Δημοκρατία για τουλάχιστον έξι (6) μήνες ετησίως για τα τελευταία πέντε χρόνια, σύμφωνα με το άρθρο 14(3) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Ο αιτητής 1 είναι Γεωργιανός υπήκοος, ο οποίος αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 15.10.1993, με άδεια εισόδου για να εργαστεί, η δε άδειά του ως επισκέπτη, έληξε στις 22.10.1993.

 

Στις 7.1.1995, σύμφωνα με σχετική επιστολή της Αστυνομίας, ο αιτητής εντοπίστηκε από μέλη της Αστυνομίας στην περιοχή Γερμασόγειας, στη Λεμεσό και διαπιστώθηκε ότι παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, στις 8.1.1995 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης και αυτός απελάθηκε στις 11.1.1995 και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον σχετικό κατάλογο (stop list).

 

Στις 31.1.2017, ο αιτητής αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία και στις 19.2.2015, υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής για μέλη της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους της Ένωσης. Την ίδια μέρα, η αιτήτρια 2, Ελληνίδα υπήκοος και σύζυγος του αιτητή, καθώς και η θυγατέρα τους, υπέβαλαν αίτηση για έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής πολίτη της Ένωσης και Μελών της οικογένειας ταυ που είναι επίσης πολίτες της Ένωσης, η οποία έγινε αποδεκτή και εκδόθηκε η σχετική Βεβαίωση.

 

Αργότερα, στις 31.3.2015, εκδόθηκε Δελτίο Διαμονής (ΜΕU2) του αιτητή στη Δημοκρατία, με ισχύ μέχρι τις 10.3.2020. Σημειώνεται επίσης ότι κατά το ίδιο έτος διενεργήθηκε έλεγχος γνησιότητας του γάμου του αιτητή από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) και διαπιστώθηκε ότι το ζεύγος διέμενε κάτω από την ίδια στέγη, μαζί με τη θυγατέρα τους.

 

Στις 18.8.2021, και αφού προηγουμένως είχαν αφαιρεθεί τα στοιχεία του αιτητή από τον σχετικό κατάλογο (stop list), οι αιτητές και η θυγατέρα τους υπέβαλαν αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού Μόνιμης Διαμονής πολίτη της Ένωσης και Μελών της οικογένειας που είναι επίσης πολίτες της Ένωσης. Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, οι καθ’ ων η αίτηση, με επιστολή τους ημερομηνίας 3.11.2021, ζήτησαν από τους αιτητές όπως προσκομίσουν συγκεκριμένα έγγραφα, από τα οποία να αποδεικνύεται το αδιάλειπτο της διαμονής τους στη Δημοκρατία.

 

Τελικά, και ενώ εκδόθηκε πιστοποιητικό Μόνιμης Διαμονής (ΜΕU3) στη θυγατέρα των αιτητών, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την πιο πάνω αίτηση των αιτητών και τους ενημέρωσαν με σχετική επιστολή, ημερομηνίας 21.1.2022.

 

Οι αιτητές αντέδρασαν και στις 10.3.2022, καταχώρησαν την υπό εξέταση προσφυγή.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης και εμφιλοχωρήσασας πλάνης πριν από τη λήψη της απόφασης.

 

Περαιτέρω, προβάλλεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας αλλά και κατά κατάχρηση εξουσίας, καθότι τα υπό των καθ’ ων απαιτούμενα, ως αυτά εκτίθενται στην επιστολή τους προς τους αιτητές ημερομηνίας 3.11.2021, πουθενά δεν προβλέπονται, αλλά συνιστούν εξωγενή στοιχεία κρίσης, εμφανίζουν στοιχεία αυθαιρεσίας και κατάχρησης και αντίκεινται στη σχετική νομοθεσία. Τονίζει επίσης ο συνήγορος των αιτητών, κυρίως δια της απαντητικής του γραπτής αγόρευσης, ότι αδικαιολόγητα, καταχρηστικά και χωρίς οποιοδήποτε νομικό έρεισμα, οι καθ’ ων η αίτηση έταξαν προθεσμία μόνο 15 ημερών προκειμένου οι αιτητές να ανταποκριθούν στα όσα τους ζητήθηκαν με την επιστολή ημερομηνίας 3.11.2021.

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης των αιτητών. Στο πλαίσιο του εν λόγω ισχυρισμού, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους αιτητές προβάλλει ότι οι καθ’ ων η αίτηση όχι μόνο δεν παρέσχαν το εν λόγω δικαίωμα στον αιτητή, αλλά και αναφέρθηκαν, δια της επίδικης επιστολής τους, σε εσφαλμένη νομική βάση σε σχέση με το δικαίωμα των αιτητών να υποβάλουν ιεραρχική προσφυγή.

 

Τέλος, ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης προωθούνται οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, καλόπιστα, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, ενώ ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τις αιτιάσεις των αιτητών περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, ενώ εισηγούνται ότι κατά η επίδικη απόφαση συνάδει με τις αρχές της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.

 

Τονίζει, μεταξύ άλλων, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι το κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε θέματα εισόδου και χορήγησης άδειας παραμονής αλλοδαπών, τα οποία άπτονται του ζητήματος της εδαφικής του κυριαρχίας, αυτή δε η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης θα πρέπει να ασκείται σύννομα και με καλή πίστη, όπως ακριβώς συνέβη εν προκειμένω. Σε τέτοια δε περίπτωση, σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση, το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Τονίζεται εξ’ αρχής ότι το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Maria Slavova ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, «Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224 και Mushtag v. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.». Η Δημοκρατία λοιπόν, στα πλαίσια του «προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοί διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της» (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151), έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της, με μόνο περιορισμό την τήρηση της αρχής της καλής πίστης, η δε εξουσία της αυτή, ως απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής της κυριαρχίας, τής παρέχει και τη δυνατότητα να αποκλείει αλλοδαπούς από το έδαφός της (Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματός τους, οι καθ’ ων η αίτηση ζήτησαν από τους αιτητές δι’ επιστολής τους ημερομηνίας 3.11.2021, να προσκομίσουν εντός 15 ημερών από την ημερομηνία της εν λόγω επιστολής, τουλάχιστον ένα από τα έγγραφα που αναφέρονται στην επιστολή. Ειδικότερα, στην εν λόγω επιστολή αναφέρονταν τα εξής:

 

«I am directed to refer to the above application and inform you that for its further examination, you must submit, within fifteen (15) days from the date of this letter, the following:

One document which applies for at least one of the following fields

a. Water bills or electricity bills or any other bill fοr the past 5 years which prove continuous monthly usage, issued by the relevant authority in your name

b. bank statements in your name for the past 5 years where it can be shown that there was activity of the account in Cyprus

c. monthly statements of Social Insurance contributions for the past 5 years

d. any other document which proves continued residence in the Republic of Cyprus for the past 5 years (per month) in your name.».

 

Θα συμφωνήσω με τον συνήγορο των αιτητών ότι η υπό των καθ’ ων η αίτηση ταχθείσα προθεσμία των 15 ημερών προκειμένου οι αιτητές να ανταποκριθούν στα ζητούμενα, θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη και δεν εντοπίζω αποχρώντα λόγο, για τον οποίο η εν λόγω προθεσμία περιορίστηκε στις 15 μέρες. Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς περί αυθαίρετης και/ή καταχρηστικής συμπεριφοράς των καθ’ ων η αίτηση. Εξάλλου, όπως έχει προεκτεθεί, οι καθ’ ων ζήτησαν από τους αιτητές να προσκομίσουν έστω και ένα από τα έγγραφα που τους είχαν ζητηθεί και, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, δεν προκύπτει από τα προσκομισθέντα έγγραφα, το αδιάλειπτο της διαμονής των αιτητών στη Δημοκρατία για τουλάχιστον 6 μήνες ετησίως για τα τελευταία πέντε (5) έτη, ως επιτάσσει το άρθρο 14(3) του Νόμου.

 

Συναφώς, ούτε και οι ισχυρισμοί που εγείρονται προς υποστήριξη του λόγου ακύρωσης περί μη διενέργειας δέουσας έρευνας στοιχειοθετούνται επαρκώς. Ο συνήγορος των αιτητών εντός αυτού του πλαισίου θέτει ζήτημα παράβασης της αρχής της νομιμότητας και δη των διατάξεων του Νόμου, καθότι, ως λέγει, τα υπό των καθ’ ων απαιτούμενα, ως αυτά εκτίθενται στην επιστολή τους προς τους αιτητές ημερομηνίας 3.11.2021, πουθενά δεν προβλέπονται, αλλά συνιστούν εξωγενή στοιχεία κρίσης. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, από το άρθρο 19 του Νόμου, το οποίο ακριβώς φέρει πλαγιότιλο «Αδιάλειπτο διαμονής», προκύπτει με σαφήνεια η ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης στην επιλογή των μέσων που δύναται να απαιτήσει προκειμένου να διαπιστώσει το αδιάλειπτο της διαμονής ενός αιτούντος στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, το αδιάλειπτο της διαμονής δύναται να πιστοποιείται με κάθε εν χρήσει στη Δημοκρατία αποδεικτικό μέσο που μπορεί να απαιτηθεί από την αρμόδια αρχή για το σκοπό αυτό.».

 

Βεβαίως, η πιο πάνω διάταξη βρίσκεται σε πλήρη συμβατότητα με την ημεδαπή νομολογία, η οποία έχει πλειστάκις διατυπωθεί σε επίπεδο Ανωτάτου Δικαστηρίου και σύμφωνα με την οποία το ακυρωτικό Δικαστήριο ελέγχει την επάρκεια της έρευνας, χωρίς να επεμβαίνει στους τρόπους ή στα μέσα που επιλέγει η Διοίκηση να διεξάγει την έρευνά της, κατά περίπτωση.  Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Victor Abe v. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 144/03, ημερ. 22/2/04,  Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,  Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Δημοκρατίας κ.α. ν. Μαρίας Πανταζή Ελισσαίου κ.α.(2003)3 Α.Α.Δ. 168). Στερεότυπες μορφές έρευνας δεν υπάρχουν και εκείνο που έχει σημασία είναι η επάρκεια της εφόσον τα δεδομένα εξετάζονται στο σύνολο τους (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Τσιαττάλα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1037/2011, ημερ. 9.7.2013, Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220).

 

Εν προκειμένω, δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας αλλ’ ούτε πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση, ενώ από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων, προκύπτει και η επάρκεια της αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, κατά τρόπο που να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Πρόκειται για μια σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, στην οποία παρατίθενται όχι μόνον οι πραγματικοί, αλλά και οι νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της επίδικης απόφασης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Παρέχει δηλαδή στο Δικαστήριο η δοθείσα αιτιολογία, τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Αυτή δε αιτιολογία της επίδικης απόφασης δύναται να συμπληρωθεί και συμπληρώνεται, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο, από το διοικητικό φάκελο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).

 

Περαιτέρω, ούτε και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης των αιτητών, έχει έρεισμα. Εν πρώτοις, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι πράγματι, η διάταξη του άρθρου 32Α(1) και (2) του Νόμου, στην οποία αναφέρονται οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη επιστολή τους ημερομηνίας 21.1.2022, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση: με την εν λόγω διάταξη παρέχεται το δικαίωμα υποβολής ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, αλλά, σύμφωνα με το λεκτικό της διάταξης, όχι κατ’ οποιασδήποτε απόφασης της Διοίκησης, αλλά κατ’ απόφασης «της αρμόδιας αρχής η οποία λήφθηκε για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας» (άρθρο32Α(1)). Σαφώς και η περίπτωση των αιτητών δεν εμπίπτει στις κατηγορίες που αναφέρονται περιοριστικά στην εν λόγω διάταξη. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση ουδόλως δύναται να ασκήσει καταλυτική σημασία στην κρίση επί του ζητήματος, ούτε και προσθέτει στην σχετική επιχειρηματολογία των αιτητών, εφόσον εν τέλει, και παρά την υπό των καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένη αναφορά, παραμένει αναντίλεκτο γεγονός ότι παρασχέθηκε στους αιτητές με την εν λόγω επιστολή, η ευκαιρία να παρουσιάσουν τις θέσεις τους και να θέσουν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση, αλλά αυτοί δεν το έπραξαν.

 

Συναφώς, οι αιτητές επικαλούνται και παραβίαση του άρθρου 43 του Νόμου 158(Ι)/1999 και του εκεί κατοχυρωμένου δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.

 

Επ’ αυτού, θα πρέπει εξ’ αρχής να επισημανθεί ότι οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το θέμα (Reza Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3. Α.Α.Δ. 383). Οσάκις ένα θέμα ρυθμίζεται από νομοθετική διάταξη, οι γενικές αρχές υποχωρούν (Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμος Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345). Ειδικότερα ως προς το δικαίωμα ακρόασης, έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι ένα τέτοιο δικαίωμα υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Papouis Dairies Ltd ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 79/18, ημ. 15.3.2024, Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα στην ίδια διάταξη και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα (βλ. και Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95). Είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί αυτή ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις M. M. R. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1477/2021, ημερ. 20.2.2024, D.H. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 735/2020, ημερ. 15.2.2023 και THE VEGETABLES PRODUCERS AND EXPORTERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 34/2018, ημερ. 30.6.2020). Αιτήματα ως αυτό των αιτητών, εξετάζονται σύμφωνα με το σύνολο των στοιχείων που έχουν ενώπιον τους οι αρμόδιες αρχές και δεν υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως (Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027). Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το παρόν Δικαστήριο στην Tonu ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2019, ημερ. 16.2.2022, Aljaro Aysha ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1458/2019, ημερ. 18.3.2022 καθώς και στις E.R.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1603/2015, ημερ. 11.6.2018 και F.A. v. Δημοκρατίας της Κύπρου, Υποθ. Αρ. 332/2016, ημερ. 30.3.2018, όπου τέθηκε παρόμοιο ζήτημα προς εξέταση.

 

Συνεπώς, και αυτός ο λόγος ακύρωσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Τέλος, ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι στερείται ερείσματος και ο ισχυρισμός περί παραβίασης των αρχών της αναλογικότητας και της καλής πίστης. Οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα των αιτητών για χορήγηση Πιστοποιητικού Μόνιμης Διαμονής καθότι δεν στοιχειοθετήθηκε το αδιάλειπτο της διαμονής τους, σύμφωνα με τα όσα έχουν προεκτεθεί: δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε ασυμφωνία μεταξύ του διοικητικού μέσου/μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού. Περαιτέρω, και δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Έχει δε η εν λόγω αρχή συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, επισημάνθηκε ότι οι έννοιες της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης, ως γενικές από τη φύση τους αρχές, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους, ενώ στην Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19.12.2013, λέχθηκε περαιτέρω ότι θα πρέπει να υπάρχουν «συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημιά του πολίτη» (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην HERMES AIRPORTS LTD ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υποθ. Αρ. 1123/2015, ημερ. 14.10.2021).

 

Κρίνω, τέλος, χρήσιμο να επισημάνω, εν είδει παρατήρησης,  ότι, όπως αναφέρεται και στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 21.2.2022, που απεστάλη στην αιτήτρια 2, αυτή είναι ήδη κάτοχος Βεβαίωσης Εγγραφής, η οποία δεν έχει ημερομηνίας λήξης,

 

Ενόψει των πιο πάνω και λαμβανομένου υπόψη του προεκτεθέντος ιστορικού και του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο