ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 377/2020     

                                             

       5 Αυγούστου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΟΡΥΚΤΑΚΟ ΛΙΜΙΤΕΔ

Αιτήτρια

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω (α) Υπουργικού Συμβουλίου     

Καθ' ων η αίτηση

 

......... 

 

Ανδρέας Χ. Ευτυχίου, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Πηνελόπη Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Η Αιτήτρια ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αρ. 1275, Φ/Σχ. 29/55, τοποθεσία «Ρότσους» το οποίο βρίσκεται στην κοινότητα Μαλούντας, υπέβαλε στις 06.05.2009 αίτηση προς τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (εφεξής «Πολεοδομική Αρχή») για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για προθήκες/μετατροπές σε υφιστάμενη αδειούχα βιομηχανική οικοδομή επεξεργασίας φαιοχώματος και για νομιμοποίηση υφιστάμενης αυθαίρετης μονάδας επεξεργασίας μπεντονίτη, κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/1999- εφεξής οι «Κανονισμοί»).

 

Ως αναφέρεται στο σχετικό Σημείωμα της Πολεοδομικής Αρχής προς το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων (εφεξής το ΣΥΜΕΠΑ) ημερ. 19.04.2011, η παρέκκλιση αφορά τις ακόλουθες πρόνοιες της ισχύουσας κατά τους επίδικους χρόνους, Δήλωσης Πολιτικής:

 

α) Τις πρόνοιες της παραγράφου 3.7(γ) του Κεφαλαίου 3, γιατί οι προτεινόμενες επεκτάσεις υπερβαίνουν το 10% της κυβικής χωρητικότητας της αδειούχας οικοδομής (βιομηχανική οικοδομή επεξεργασίας φαιοχώματος),

 

β) Τις πρόνοιες της παραγράφου 3.6.2 του Κεφαλαίου 3, γιατί η υφιστάμενη (κυριαρχούσα) μη εγκεκριμένη χρήση της ανάπτυξης (μονάδα επεξεργασίας μπεντονίτη) δεν είναι περισσότερο επιθυμητή από την αδειούχα βιομηχανική οικοδομή επεξεργασίας φαιοχώματος,

(γ) Τις πρόνοιες της παραγράφου 3 της Πολιτικής 9(Δ), γιατί το τεμάχιο εντός του οποίου προτείνεται η ανάπτυξη εμπίπτει σε Κτηνοτροφική Ζώνη Δ.1 στην οποία κατά κανόνα καμία άλλη ανάπτυξη, εκτός της κτηνοτροφικής θα επιτρέπεται,

 

(δ) Τις πρόνοιες της παραγράφου 9.9.2.1, γιατί η υφιστάμενη μη αδειούχα μονάδα επεξεργασίας μπεντονίτη, η οποία αποτελεί Βιομηχανική Ανάπτυξη Κατηγορίας Α, χωροθετείται εκτός Βιομηχανικής Ζώνης ή Περιοχής Κατηγορίας Α, σε Κτηνοτροφική Ζώνη Δ.1,

 

(ε) Τις πρόνοιες της παραγράφου 3.1(η) του Κεφαλαίου 3, γιατί στο υπό ανάπτυξη τεμάχιο υπάρχουν άλλες αναπτύξεις (μονάδα επεξεργασίας μπεντονίτη) μη εξουσιοδοτημένες με αναγκαία άδεια που επηρεάζουν αρνητικά τις ανέσεις της περιοχής και συγκρούονται με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής.

 

Στο εν λόγω σημείωμα της η Πολεοδομική Αρχή εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

 

(α) ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη συνιστά εντατικοποίηση της αδειούχας βιομηχανικής ανάπτυξης αυξημένου βαθμού οχληρίας (Κατηγορίας Α) σε Κτηνοτροφική Ζώνη, όπου η χρήση της δεν είναι επιτρεπόμενη, με αποτέλεσμα να επηρεάζει ουσιωδώς τις ανέσεις τόσο της παρακείμενης οικιστικής ζώνης όσο και το περιβάλλον και την παρακείμενη κρατική γη,

 

(β) τις αρνητικές απόψεις του Επάρχου Λευκωσίας και των Κοινοτικών Συμβουλίων Μαλούντας και Αγροκηπιάς και τις ενστάσεις τους (οι οποίες κρίθηκαν δικαιολογημένες) ως προς την αιτούμενη ανάπτυξη,

 

γ) τυχόν έγκριση της αίτησης ουσιαστικά θα μονιμοποιήσει μια μη επιθυμητή ανάπτυξη/χρήση στην περιοχή, η οποία ενδείκνυται να μετακινηθεί εκτός κτηνοτροφικής ζώνης,

 

δ) η περίπτωση δεν εμπίπτει στα κριτήρια του Κανονισμού 19(1) των σχετικών Κανονισμών,

 

(ε) η ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης, [Κανονισμός 19(2) των σχετικών Κανονισμών], γιατί με την εντατικοποίηση που προτείνεται ουσιαστικά μεγεθύνεται το πρόβλημα μιας ανάπτυξης η οποία ενδείκνυται να μετακινηθεί ή να ενθαρρυνθεί προς το σκοπό αυτό και τυχόν έγκρισή της βασικά καταστρατηγεί τη γεωργοκτηνοτροφική πολιτική του Σχεδίου Ανάπτυξης.

 

Κατά τη μελέτη της αίτησης από την Πολεοδομική Αρχή έγιναν διαβουλεύσεις με τον Πρόεδρο Κοινοτικού Συμβουλίου Μαλούντας (ο οποίος στην Ένσταση αναφέρεται χωρίς να αμφισβητείται, ως η αρμόδια «Τοπική Αρχή»), με τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγροκηπιάς, με τον Έπαρχο Λευκωσίας, με τον Διευθυντή Τμήματος Περιβάλλοντος και με τον Επαρχιακό Κτηνιατρικό Λειτουργό Λευκωσίας.

 

Ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Μαλούντας, με επιστολή του ημερομηνίας 13.12.2009, ανέφερε ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο δε συνιστά την παραχώρηση της άδειας, γιατί η ανάπτυξη έχει ήδη δημιουργήσει σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα στην περιοχή και αναφέρθηκαν σφοδρές διαμαρτυρίες από κατοίκους της περιοχής. Επίσης, με την κοινότητα της Αγροκηπιάς υπάρχει σοβαρή διένεξη διότι το εργοτάξιο συνορεύει με σπίτια που εμπίπτουν στα διοικητικά της όρια. Εν όψει των πιο πάνω, το Κοινοτικό Συμβούλιο Μαλούντας ανέφερε ότι δεν συμφωνεί με την περαιτέρω ανάπτυξη της Αιτήτριας-εταιρείας.

 

Ο Πρόεδρος του Κοινοτικού συμβουλίου Αγροκηπιάς, με επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ημερ.01.07.2010, παραπονέθηκε για τις συνέπειες από τη λειτουργία των λατομείων και για επηρεασμό της υγείας των κατοίκων από σκόνη αλλά και για στέρηση του δικαιώματός για ανάπτυξη της γης τους.

 

Ο Έπαρχος Λευκωσίας με επιστολή του ημερ. 27.05.2010, εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης επικαλούμενος τον δυσμενή επηρεασμό των κοινοτήτων Μαλούντας και Αγροκηπιάς από την οχληρία και τη σκόνη και τα παράπονα των κατοίκων της περιοχής.

 

Ο Διευθυντής Τμήματος Περιβάλλοντος, με επιστολή του ημερομηνίας 13.01.2010, ανάφερε ότι επειδή το έργο είναι υφιστάμενο, σύμφωνα με τον περί Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμο, Ν.140(Ι)/2005, δεν το εξετάζει, όπως δεν εξετάζει και έργα τα οποία είναι υπό κατασκευή ή έχουν ήδη ολοκληρωθεί και τα οποία δεν έχουν εξασφαλίσει εκ των προτέρων τις σχετικές άδειες.

 

Ο Επαρχιακός Κτηνιατρικός Λειτουργός Λευκωσίας, με επιστολή του ημερομηνίας 09.12.2009, ανέφερε ότι δεν φέρει ένσταση στην χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Το ΣΥΜΕΠΑ στη συνεδρία του ημερ.08.09.2011, και αφού είχε προηγηθεί δημόσια ακρόαση, αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπως απορρίψει την αίτηση, θεωρώντας ότι δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1 )(α)-(ιβ) των Κανονισμών και ότι η ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Κανονισμός 19(2) των Κανονισμών). Το Υπουργικό Συμβούλιο, αποφάσισε συναφώς όπως απορρίψει την αίτηση. Εκδόθηκε ακολούθως σχετική Γνωστοποίηση απόρριψης πολεοδομικής αίτησης από την Πολεοδομική Αρχή.

 

Η Αιτήτρια προσέβαλε τις πιο πάνω αποφάσεις με τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 43/2012 και 380/2012 και το Ανώτατο Δικαστήριο τις ακύρωσε λόγω πλημμελούς σύνθεσης του ΣΥΜΕΠΑ.

 

Προς συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, το ΣΥΜΕΠΑ στη συνεδρία του ημερ. 11.09.2014, επανεξέτασε την αίτηση της Αιτήτριας. Αφού προηγήθηκε δημόσια ακρόαση, στη συνεδρία του ημερ. 15.01.2015 αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπως απορρίψει την αίτηση. Το Υπουργικό Συμβούλιο, αποφάσισε συναφώς όπως απορρίψει την αίτηση, απόφαση την οποία η Αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή αρ. 1019/2015. Η εν λόγω απόφαση επίσης ακυρώθηκε με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου και πάλι για λόγους πλημμελούς σύνθεσης του ΣΥΜΕΠΑ.

 

Προς συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, το ΣΥΜΕΠΑ στην συνεδρία του ημερ. 29.06.2018, επανεξέτασε την αίτηση της Αιτήτριας. Διεξήχθη δημόσια ακρόαση στις 05.04.2019 με τη συμμετοχή μεταξύ άλλων, των εκπροσώπων της Αιτήτριας, των Κοινοταρχών Μαλούντας και Αγροκηπιάς, Λειτουργών εκ μέρους της Πολεοδομικής Αρχής και του Επάρχου καθώς και κατοίκου οικίας ευρισκόμενης σε απόσταση περί των 500 μέτρων από την επίδικη ανάπτυξη.

 

Περαιτέρω, κατατέθηκαν επιστολές από διάφορα τμήματα και τους συμβούλους της Αιτήτριας. Ακολούθως, στη συνεδρία του ημερ. 24.05.2019, το ΣΥΜΕΠΑ αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπως απορρίψει την αίτηση. Στη σχετική του εισήγηση αναφέρθηκε:

 

4.2      Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε την αίτηση και από τις απόψεις που το κάθε μέλος εξέφρασε, κατέληξε ότι στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα:

 

(α) Η προτεινόμενη ανάπτυξη αφορά εντατικοποίηση αδειούχας βιομηχανικής ανάπτυξης αυξημένου βαθμού οχληρίας η οποία βρίσκεται σε Κτηνοτροφική Ζώνη που δεν επιτρέπονται αναπτύξεις του τύπου αυτού, με αποτέλεσμα να επηρεάζει τις ανέσεις των κατοίκων των παρακείμενων Κοινοτήτων καθώς και την ποιότητα του περιβάλλοντος. Τυχόν έγκριση της αίτησης θα μονιμοποιήσει μια μη επιθυμητή χρήση στην περιοχή, η οποία ως διαφαίνεται δεν λαμβάνει ιδιαίτερα μέτρα βελτίωσης των συνθηκών λειτουργίας της και η οποία ενδείκνυται να μετακινηθεί εκτός Κτηνοτροφικής Ζώνης σε καταλληλότερο Χώρο.

 

Η Πολεοδομική Αρχή (Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως), ο Έπαρχος Λευκωσίας, ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, ο Πρόεδρος του Πολεοδομικού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος του ΕΤΕΚ, τα Κοινοτικά Συμβούλια Μαλούντας και Αγροκηπιάς έχουν τοποθετηθεί αρνητικά ως προς την ανάπτυξη και έχουν επαρκώς τεκμηριώσει τη θέση τους. Ο Επαρχιακός Κτηνιατρικός Λειτουργός Λευκωσίας εξέφρασε τις επιφυλάξεις του.

 

(γ) Επανατοποθέτηση του Διευθυντή Τμήματος Περιβάλλοντος όπου, πέραν της επισήμανσης ότι, δεν μπορεί να αξιολογηθεί οποιαδήποτε περιβαλλοντική μελέτη για την κατασκευή του έργου, καθ’ ότι πρόκειται για υφιστάμενη ανάπτυξη, συστήνει την απόρριψη της αίτησης για λόγους αρχής, καθώς η χωροθέτηση της δεν είναι σύμφωνη με την Πολεοδομική Ζώνη.

 

(δ) Κατά τη Δημόσια Ακρόαση που διεξήχθη για τρίτη φορά με πλήρη πλέον απαρτία του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ, απαντήθηκαν / αντικρούστηκαν διάφοροι ισχυρισμοί των Συμβούλων της αιτήτριας εταιρείας.

 

(ε) Κατά την επιτόπια επίσκεψη, που προηγήθηκε της διεξαγωγής της Δημόσιας Ακρόασης, διαπιστώθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης που αφορά την επεξεργασία μπεντονίτη βρίσκεται σε υπαίθριο χώρο (εναπόθεση υλικών, εγκαταστάσεις, εργασίες με παραγωγή σκόνης), και μέρος της διεξάγεται σε κρατικά τεμάχια που δεν εκμισθώθηκαν στην Εταιρεία, με όλες τις συνεπαγόμενες αρνητικές επιπτώσεις στην εγγύς περιοχή.

 

(στ) Οι πεπαλαιωμένες κτιριακές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις της επιχείρησης, οι εκτεταμένες υπαίθριες εργασίες της και η απουσία ικανοποιητικής υποδομής, δεν αιτιολογούν τον εκσυγχρονισμό ή και επέκταση της επιχείρησης, με στόχο τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων στην περιοχή όπως υποστήριξε ο αιτητής, αλλά συνηγορούν στη μετακίνησή της σε άλλο καταλληλότερο χώρο.

 

4.3      Με βάση τα πιο πάνω αναφερόμενα, το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπως αυτό, με βάση τις εξουσίες που διαθέτει από το Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, απορρίψει την αίτηση για χορήγηση της πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, θεωρώντας ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Κανονισμός 19(2) των σχετικών Κανονισμών) και δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/99).

 

Ως προκύπτει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 17.01.2020 με αναφορά στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 18.12.2019, το Υπουργικό Συμβούλιο, αποφάσισε:

 

 «να απορρίψει, σύμφωνα με τις εισηγήσεις του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, την αίτηση της εταιρείας Oryktaco Ltd (…)  χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσής Πολιτικής, για προσθήκες/μετατροπές σε υφιστάμενη αδειούχα βιομηχανική οικοδομή επεξεργασίας φαιοχώματος και νομιμοποίηση υφιστάμενης αυθαίρετης μονάδας επεξεργασίας μπεντονίτη, στο τεμάχιο με αρ. 1275, φ/σχ. 29/55, Τμήμα 0, στην Κοινότητα Επαρχία Λευκωσίας, θεωρώντας ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης και δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών.

 

2. Η αιτιολογημένη εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων και το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών συνεδρίας του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων με αρ 8/2019 και ημερ. 24.5.2019, καθώς και τα σχετικά σημειώματα που υπεβλήθηκαν στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου».

 

Με επιστολή ημερομηνία 05.03.2024 από το Υπουργείο Εσωτερικών, η Αιτήτρια ενημερώθηκε ως ακολούθως:

 

Αναφέρομαι στην αίτηση σας με αρ. φακ. ΛΕΥ/0967/2009 και ημερομηνία 06/05/2009, για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, για προσθήκες / μετατροπές σε υφιστάμενη αδειούχα βιομηχανική οικοδομή επεξεργασίας φαιοχώματος και νομιμοποίηση υφιστάμενης αυθαίρετης μονάδας επεξεργασίας μπεντονίτη, στη Μαλούντα, στην Επαρχία Λευκωσίας. (Επανεξέταση (Δεύτερη) κατόπιν επιτυχίας της Προσφυγής με αρ. 1019/2015).

 

2. Με την παρούσα σας πληροφορώ ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, στη συνεδρία του ημερομηνίας 18/12/2019, αποφάσισε να απορρίψει την πιο πάνω αίτηση σας, θεωρώντας ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Κανονισμός 19(2) των σχετικών Κανονισμών) και δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/99)».

 

Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 18.12.2019, να απορρίψει την αίτηση της Αιτήτριας για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής.

 

Η Αιτήτρια, διά του ευπαίδευτου συνηγόρου  της, εγείρει καταρχάς ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τους Κανονισμούς και δη τους Κανονισμούς 7-18 και 19 αυτών και συναφώς ότι είναι πεπλανημένη ως προς όσα η Αιτήτρια είχε τεκμηριώσει με την αίτησή της. Περαιτέρω θέτει ότι η σύνθεση του ΣΥΜΕΠΑ ήταν πλημμελής λόγω παράβασης της αρχής της αμεροληψίας καθώς και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν κακής πίστης και μη χρηστής διοίκησης. Τέλος ότι δεν υπεβλήθησαν στον Διευθυντή Περιβάλλοντος από την Πολεοδομική Αρχή, οι πληροφορίες που υπέβαλε η Αιτήτρια σύμφωνα με το άρθρο 18 του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2018 (Ν. 127(I)/2018).

 

Προδικαστικές ενστάσεις δεν εγείρονται με την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, η ευπαίδευτη συνήγορός της όμως τάσσεται υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης απορρίπτοντας τους ακυρωτικούς ισχυρισμούς της Αιτητριας.

 

Ξεκινώ από τον προτασσόμενο ως 3ο λόγο ακύρωσης, ο οποίος αφορά τη σύνθεση/συγκρότηση του ΣΥΜΕΠΑ. Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας αφορά τη συμμετοχή στη δημόσια ακρόαση ημερ 05.04.2019 των Κοινοταρχών Μαλούντας και Αγροκηπιάς λόγω της αρνητικής τοποθέτησης τους στην αίτησή της. Θεωρεί ότι, η συμμετοχή των προσώπων αυτών, τα οποία είναι μέλη της Ένωσης Κοινοτήτων Κύπρου (εφεξής η «Ένωση Κοινοτήτων») εγείρει ζήτημα αμεροληψίας του Προέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων, ο οποίος εκ της εν λόγω θέσης του είναι ex officio μέλος του ΣΥΜΕΠΑ. Παραπέμπει συναφώς στον Κανονισμό 7 των Κανονισμών και στο άρθρο 42 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου.

 

Περαιτέρω η Αιτήτρια αναφέρει ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει την τοποθέτηση των εν λόγω προσώπων κατά τη δημόσια ακρόαση για να πληροφορηθεί έγκαιρα ότι προέκυπτε ζήτημα ιδιάζουσας σχέσης αλλά αυτή την πληροφορήθηκε αργότερα όταν δεν μπορούσε να εγείρει θέμα αμεροληψίας ενώπιον του ΣΥΜΕΠΑ για τη συμμετοχή του Προέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων.

 

Από τη πλευρά τους οι Καθ΄ων η αίτηση θεωρούν ότι η σύνθεση του ΣΥΜΕΠΑ δεν πάσχει λόγω της συμμετοχής του Προέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων, τουναντίον θα έπασχε αν δεν συμμετείχε δεδομένου ότι αυτή προβλέπεται από τον Κανονισμό 4 των Κανονισμών.  Περαιτέρω ότι η σχέση των Κοινοταρχών με τον Πρόεδρο της Ένωσης Κοινοτήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιάζουσα.

 

Επί του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης σημειώνω:

 

Καταρχάς, όπως προκύπτει από το σύνολο του διοικητικού φακέλου αλλά και τα παραρτήματα στην Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, η Αιτήτρια γνώριζε από την πρώτη κιόλας δημόσια ακρόαση αλλά και τις σχετικές επιστολές έτους 2009-2010 των εν λόγω κοινοτήτων, στις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω στα γεγονότα, ότι αντιτίθενται στην αίτησή της. Το ίδιο γνώριζε και μεταγενέστερα, στα στάδια που προηγήθηκαν της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ίδιο έγινε και στη δημόσια ακρόαση ημερομηνίας 05.04.2019, στα πρακτικά της οποίας καταγράφεται η (σε κάποιες περιπτώσεις έντονα) αρνητική τοποθέτηση των εν λόγω Κοινοταρχών στην αίτηση της. Και ακολούθως οι εκπρόσωποί της Αιτήτριας έλαβαν μάλιστα τον λόγο για να απαντήσουν στις τοποθετήσεις των Κοινοταρχών. Συνεπώς είχαν την απαραίτητη πληροφόρηση για την τοποθέτηση των προσώπων αυτών και άρα θα μπορούσαν και όφειλαν να εγείρουν το ζήτημα έγκαιρα ενώπιον του ΣΥΜΕΠΑ. Κάτι που δεν έπραξαν. Ως αναφέρθηκε και πρόσφατα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/14 Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης κ.α. v. Παναγή κ.α.,  ημερ. 25.02.2021 :

 

«Όπως όμως υποδείχθηκε στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2007) 3 ΑΑΔ 116, ένας αιτητής θα πρέπει, εφόσον επιθυμεί να προβάλει ισχυρισμό για προκατάληψη, να τον θέσει ενώπιον του διοικητικού οργάνου με την πρώτη ευκαιρία ώστε αυτό να τον εξετάσει.  Δεν είναι νοητό να εγείρεται τέτοιο ζήτημα μετά την έκβαση της όλης διαδικασίας και την τελική απόφαση του διοικητικού οργάνου και ιδιαίτερα ενώπιον του αναθεωρητικού Δικαστηρίου.  Βλ. επίσης Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αντωνίου, ΑΕ 124/14 και 134/14, ημερ. 6.12.2017».

 

Συνεπώς ο εν λόγω ισχυρισμός είναι φυσιολογικά απορριπτέος από το στάδιο τούτο και χωρίς περαιτέρω ενασχόληση, καθότι η Αιτήτρια δεν τον έθεσε ενώπιον του ΣΥΜΕΠΑ έγκαιρα παρά το ότι γνώριζε έκτοτε όλα τα δεδομένα, τα οποία θα της επέτρεπαν να τον εγείρει. Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμα κι αν είχε τεθεί δεόντως το ζήτημα της αμεροληψίας, από όσα αναφέρει η Αιτήτρια στην αγόρευσή της, δεν μπορώ να οδηγηθώ στο συμπέρασμα ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η συμμετοχή των προέδρων των εν λόγω κοινοτικών συμβουλίων στην Ένωση Κοινοτήτων συνεπιφέρει παράβαση της αρχής αμεροληψίας της προσβαλλόμενης εκ της συμμετοχής του Προέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων στο ΣΥΜΕΠΑ.

 

Το άρθρο 42, εδάφια (1) και (2), του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου, στο οποίο η Αιτήτρια παραπέμπει, προβλέπει:

 

«42.—(1) Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.

 

(2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.»

 

Επιπλέον, ο Κανονισμός 7 των Κανονισμών προβλέπει ότι:

 

«Μέλος του Συμβουλίου που έχει προσωπικό συμφέρον που σχετίζεται με οποιοδήποτε θέμα που εγείρεται στο Συμβούλιο οφείλει να γνωστοποιήσει κάθε τέτοιο συμφέρον στο Συμβούλιο και να μη λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε συνεδρία του Συμβουλίου στην οποία θα συζητηθεί το εν λόγω θέμα».

 

Η λακωνική/γενική αναφορά της Αιτήτριας [παράγραφος 10(4) της Αγόρευσης της] ότι σκοπός της Ένωσης Κοινοτήτων είναι η προώθηση και προστασία των συμφερόντων των Κοινοτήτων χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω ανάπτυξη ή τεκμηρίωση, δε θεωρώ ότι είναι ικανοποιητική προκειμένου να οδηγήσει σε συμπέρασμα είτε «προσωπικού συμφέροντος» του Προέδρου της Ένωσης σε σχέση με την επίδικη αίτηση της Αιτήτριας είτε «ιδιάζουσας σχέσης» με τους υπόλοιπους κοινοτάρχες-μέλη της Ένωσης (στη συγκεκριμένη περίπτωση της Μαλούντας και της Αγροκηπιάς). 

 

Τα ανωτέρω αφορούν και τις δύο εκφάνσεις της αρχής αμεροληψίας, του άρθρου 42(1) του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Εφ. ΔΔ Αρ. 146/2021, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ κ.α., ημερ. 15.03.2024), αντικειμενική όσο και υποκειμενική, η οποία (υποκειμενική) άλλωστε πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στους διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων (Αναθ. Εφ. Αρ. 22/2013 & 23/2013 Κλεάνθους v. Χ"Κυριάκου, ημερ. 08.05.2020). Κάτι τέτοιο, στην παρούσα περίπτωση, δεν αποδεικνύεται.

 

Περαιτέρω, ως η Αιτήτρια υποβάλλει, η συμμετοχή των προσώπων αυτών στην Ένωση Κοινοτήτων του δε Προέδρου της Ένωσης στο ΣΥΜΕΠΑ προβλέπονται από σαφείς νομοθετικές (άρθρο 2 και 9Α του περί Κοινοτήτων Νόμου) και κανονιστικές (Κανονισμός 4 των Κανονισμών) αντίστοιχα πρόνοιες. Αν πράγματι γινόταν δεκτή η ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης ή κωλύματος συμμετοχής του Προέδρου της Ένωσης στο ΣΥΜΕΠΑ λόγω συμμετοχής στη δημόσια ακρόαση άλλων κοινοταρχών-επίσης μελών της Ένωσης Κοινοτήτων, θα αναμένετο (ιδίως δεδομένης της συνήθους συμμετοχής στις δημόσιες ακροάσεις των ενδεχόμενα επηρεαζόμενων κοινοτήτων[1]), ένα τέτοιο κώλυμα να προβλεπόταν ρητά στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Αυτό προκύπτει και από τις αποφάσεις στις Έφ. Δ. Δ. Αρ. 139/2019  Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ιωσηφίδου  ημερομηνίας 20.01.2022  και Έφ.Δ.Δ. Αρ. 137/2021 Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου v. Νίκου Ταντελέ, ημερ. 18.07.2024.  Στην Ιωσηφίδου αναφέρθηκε ότι (η υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Η όλη δομή των σχετικών αναλυτικών ρυθμίσεων για το θέμα στο Νόμο και στους Κανονισμούς, ενώ περιέχουν ειδικές προδιαγραφές για τους συμμετέχοντες σε ειδικές επιτροπές, - ουδόλως και πουθενά - δεν αναφέρονται σε υποχρέωση αλλαγής της σύστασης της Επιτροπής της Β΄ Κρίσης από άλλα μέλη.  Ενώ εξαντλητικά δίδονται οι λεπτομέρειες των ιδιοτήτων των μελών και της διαδικασίας - ουδόλως και πουθενά - δεν τίθεται τέτοιος περιορισμός.  Θα ήταν λογικά αναμενόμενο να αναγράφετο τέτοια απαγόρευση, εάν όντως υπήρχε τέτοια ανάγκη για διασφάλιση της αρχής της αμεροληψίας. (…) κάτι τέτοιο δεν απαγορεύεται ούτε από το Νόμο ούτε από τον Κανονισμό ούτε από τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης για αντικειμενική αμεροληψία».

 

Στους επίδικους Κανονισμούς όχι απλά δεν προβλέπεται τέτοια απαγόρευση αλλά ο Κανονισμός 4(5) των Κανονισμών αναφέρει ρητώς:

 

«Τα μέλη του Συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενεργούν ως ανεξάρτητα άτομα και δεν εκπροσωπούν με οποιοδήποτε τρόπο τους φορείς τους ούτε είναι υπόλογοι σε αυτούς».

 

Συνεπώς στην παρούσα περίπτωση όπου τίθενται αναλυτικά οι προδιαγραφές για τη συμμετοχή των μελών στο ΣΥΜΕΠΑ, κατά δε τη δημόσια ακρόαση προβλέπεται επίσης η κλήση όλων των ενδιαφερομένων μερών (ρητώς μάλιστα των τοπικών αρχών) και οι Κανονισμοί καταγράφουν την ανεξαρτησία των προσώπων αυτών από τους φορείς τους, κρίνω, λαμβάνοντας και καθοδήγηση από τις πιο πάνω αποφάσεις (Ιωσηφίδου και Ταντελέ), ότι μια τέτοια απαγόρευση θα έπρεπε να προβλεπόνταν αν πράγματι ήταν απαραίτητη για διασφάλιση της αρχής της αμεροληψίας. Άρα και από αυτή τη σκοπιά, δε θεωρώ ότι εκ της συμμετοχής των εν λόγω δύο κοινοταρχών στη δημόσια ακρόαση τίθεται ζήτημα παράβασης της αρχής της αμεροληψίας της τελικής προσβαλλόμενης λόγω ιδιάζουσας σχέσης τους με το μέλος του ΣΥΜΕΠΑ-Πρόεδρο της Ένωσης Κοινοτήτων.

 

Ως εκ των ανωτέρω ο λόγος ακύρωσης περί παράβασης της αρχής της αμεροληψίας και πλημμελούς σύνθεσης εκ της παράβασης αυτής, απορρίπτεται.

 

Με τους υπό 1-2 λόγους ακύρωσης, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τους Κανονισμούς 7-18 και 19 των Κανονισμών, με τον δε υπό 4 λόγο ακύρωσης θέτει ότι είναι πεπλανημένη ως προς όσα η Αιτήτρια είχε, κατά τον ισχυρισμό της, τεκμηριώσει με την αίτησή της.

 

Πιο συγκεκριμένα, στα πλαίσια των λόγων ακύρωσης 1-2, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι με την έκθεση των συμβούλων της ημερ. 14.02.2019 που είχε υποβάλει στο ΣΥΜΕΠΑ, είχαν αναφερθεί συγκεκριμένοι στόχοι για τους οποίους ζητήθηκε η προσθήκη οικοδομών τόσο για την αδειούχα (φαιόχρωμα) όσο και για τη νομιμοποίηση της μη αδειούχας χρήσης (μπεντονίτης). Οι στόχοι αυτοί ήταν η παραγωγή νέων προϊόντων (μπεντονίτης) προηγμένης τεχνολογίας για εξαγωγή σε ανταγωνιστικές τιμές, η αύξηση των εξαγωγών-εισροή περισσότερου συναλλάγματος προς βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης του τόπου, η ανακύκλωση της σκόνης και των στερεών αποβλήτων για προστασία του περιβάλλοντος και η δημιουργία πρόσθετων θέσεων εργασίας.

 

Αυτά συνάδουν, λέγει η Αιτήτρια, με τις νομοθετικές πρόνοιες χωρίς να επηρεάζεται ουσιωδώς η Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου περιοχής, παρ’ όλα αυτά, το Υπουργικό Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση με την δικαιολογία ότι η «προτεινόμενη ανάπτυξη αντιβαίνει τον Καν. 19(1)(α)-(ιβ)2 της Κ.Δ.Π. 309/99 και του άρθρου 26 του Νόμου 90/72[2]».

 

Τα πιο πάνω συνιστούν, σύμφωνα με τον λόγο ακύρωσης υπό 4, και πλάνη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς τα στοιχεία της αίτησης της Αιτήτριας, εφόσον καμία αναφορά λέγει ότι έγινε ως προς αυτά (τα θετικά) που οι σύμβουλοί της ανέφεραν για την αίτηση της αλλά το ΣΥΜΕΠΑ (και ακολούθως και οι Καθ’ ων η αίτηση με την πιο πάνω όμως αιτιολογία) αναφέρθηκε μόνον στα δικά του συμπεράσματα ότι:

 

«(α) Η προηγούμενη ανάπτυξη αφορά εντατικοποίηση αδειούχας βιομηχανίας αυξημένου βαθμού οχληρίας που επηρεάζει την ποιότητα του περιβάλλοντος και τις ανέσεις των κατοίκων της περιοχής.

 

(β) Αναφέρει ότι ο Επαρχιακός Γενικός διευθυντής Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, ο Πρόεδρος του Πολεοδομικού Συμβουλίου , ο Πρόεδρος του Ε.Τ.Ε.Κ. οι Πρόεδροι των Κοινοτικών Συμβουλίων Μαλούντας και Αγροκηπιάς έχουν τοποθετηθεί αρνητικά.

 

(γ) Αναφέρεται ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Περιβάλλοντος δεν μπορεί να αξιολογήσει οποιαδήποτε περιβαλλοντική επίπτωση για την προτεινόμενη ανάπτυξη λόγω του ότι πρόκειται για προτεινόμενη ανάπτυξη υφιστάμενης βιομηχανικής μονάδας και συστήνει της απόρριψη της για λόγους αρχής.

 

(δ Παράγεται σκόνη και επιπτώσεις στο περιβάλλον[3]».

 

Παράλληλα, η Αιτήτρια υποβάλει ότι όλες οι πιο πάνω αιτιολογίες αντικρούονται από την «προκαταρκτική εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον που ετοίμασε το Τμήμα Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος[4]». Με παραπομπή δε στους λόγους απόρριψης που κατεγράφησαν στην  εισήγηση του ΣΥΜΕΠΑ και σε αυτούς που ανέφερε το Υπουργικό Συμβούλιο στην προσβαλλόμενη απόφασή του, η Αιτήτρια θεωρεί, ότι υπήρχε μεταξύ τους διαφωνία και άρα όφειλε, βάσει του Κανονισμού 17 των Κανονισμών, το Υπουργικό Συμβούλιο να είχε αναπέμψει το θέμα για επανεξέταση από το ΣΥΜΕΠΑ κάτι που δεν έγινε με αποτέλεσμα να μην ξεκαθαρίσει η αιτιολογία που απερρίφθη η αίτηση της Αιτήτριας.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί της Αιτήτριας δε με βρίσκουν σύμφωνο.

 

Ξεκινώντας από τον τελευταίο ισχυρισμό της Αιτήτριας περί διαφωνίας μεταξύ των δύο αιτιολογιών, δηλαδή του Υπουργικού Συμβουλίου και του ΣΥΜΕΠΑ σημειώνω ότι ουδεμία τέτοια διαφωνία εντοπίζω. Έχω παραπέμψει κατά την έκθεση των γεγονότων στο ακριβές κείμενό της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου όσο και της εισήγησης του ΣΥΜΕΠΑ. Ξεκάθαρο είναι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε την εισήγηση του ΣΥΜΕΠΑ ημερ. 24.05.2019 και αυτό δεν αναφέρεται μεν ευθέως εντός της επιστολής 05.03.2020 αλλά αναφέρεται ρητώς στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ως αυτή δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.01.2020 με τη σαφή διατύπωση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε «να απορρίψει, σύμφωνα με τις εισηγήσεις του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, την αίτηση της εταιρείας Oryktaco Ltd (…)».

 

Η πιο πάνω αναφορά περί λήψης απόφασης «σύμφωνα με τις εισηγήσεις» ακριβώς μεταδίδει την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπως υιοθετήσει την εισήγηση του ΣΥΜΕΠΑ. Από εκεί και πέρα, το γεγονός ότι το Υπουργικό Συμβούλιο στην απόφασή του δεν μετέφερε αυτούσιο το σύνολο της αιτιολογίας του ΣΥΜΕΠΑ αλλά περιορίστηκε μόνο στην καταληκτική του διατύπωση ως αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 4.3 της εισήγησής του [ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης βάσει του Κανονισμού 19(2) των σχετικών Κανονισμών και δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των Κανονισμών] δεν είναι αιτιολογία αντιφατική με τα όσα το ΣΥΜΕΠΑ ανέφερε αλλά μεταφέρει κατ’ ουσία την νομική βάση της απόρριψης της αίτησης της Αιτήτριας για τους σαφείς όμως ουσιαστικούς λόγους που αναφέρονται στην εισήγηση του ΣΥΜΕΠΑ, την οποία και ρητώς υιοθέτησε (περί αιτιολογίας λόγω υιοθέτησης πρότασης γνωμοδοτούντος οργάνου βλ. Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Θ.  Τσάτσου, σελ 236-237 και Αναθ. Έφεση Αρ.42/2015 Κοινοπραξία ADT - ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. κ.α. v. Δημοκρατίας ημερ. 12.01.2022).

 

Περαιτέρω δε θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ή η εισήγηση του ΣΥΜΕΠΑ είναι προϊόν πλάνης ως προς τα στοιχεία της αίτησης της Αιτήτριας ούτε ως προς το περιεχόμενο της έκθεσης των συμβούλων της Αιτήτριας. Από την εισήγηση του ΣΥΜΕΠΑ αλλά και από τα όσα αναφέρθηκαν στην δημόσια ακρόαση, τα ζητήματα αυτά έτυχαν αναλυτικής συζήτησης όμως το ΣΥΜΕΠΑ, κατά την τεχνική επί τα πλείστα κρίση του, η οποία είναι ανέλεγκτη από το παρόν [Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 828,  Α.Ε. 34/2012 FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας ημερ. 15.12.2017], θεώρησε, καταγράφοντας μάλιστα σαφή προς τούτο αιτιολογία με αναφορά όχι μόνο στη νομική βάση αλλά και στους εξατομικευμένους λόγους που αφορούσαν την συγκεκριμένη επίδικη ανάπτυξη, ότι αυτή επηρεάζει ουσιωδώς τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης βάσει του Κανονισμού 19(2) των Κανονισμών και δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των Κανονισμών.

 

Δε με βρίσκουν σύμφωνο ούτε οι αναφορές της Αιτήτριας ότι τον Απρίλιο 2009 το Τμήμα Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος είχε εκδώσει προκαταρκτική εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον με την οποία, ως ο ισχυρισμός, «αντικρούονται οι αιτιολογίες» των Καθ’ ων η αίτηση. Εμφανώς το Τμήμα Περιβάλλοντος δεν εξέδωσε οποιαδήποτε προκαταρκτική εκτίμηση επιπτώσεων τον Απρίλιο 2009 αλλά αυτό έπραξε ο μελετητής της Αιτήτριας για σκοπούς υποστήριξης της αίτησής της και αυτό προκύπτει όχι μόνο από το κείμενο του ίδιου του εν λόγω εγγράφου (σελ. 17 υπογράφει ο σύμβουλος της Εταιρείας σε περιβαλλοντικά θέματα) και τη σχετική νομοθεσία (περί Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμος) αλλά και από τις υποβολές της ίδιας της Αιτήτριας (βλ. δημόσια ακρόαση ημερομηνίας 27.07.2011 σελ 4 μέρος του Παραρτήματος 6 σε ένσταση και αναφορά στη σελ. 8 της σημείο 2 της έκθεσης των τεχνικών συμβούλων της Αιτήτριας ημερομηνίας 14.02.2019).

 

Δε θεωρώ δε ότι όφειλαν οι Καθ’ ων η αίτηση (ΣΥΜΕΠΑ ή Υπουργικό Συμβούλιο) να είχαν απορρίψει έναν προς έναν τους λόγους (ισχυριζόμενη αύξηση εισροής συναλλάγματος, προσλήψεως νέου προσωπικού, περιορισμός σκόνης με νέο μηχάνημα) που, κατά την εισήγηση των συμβούλων της Αιτήτριας συνηγορούσαν υπέρ της αίτησης της.  Υπενθυμίζεται ότι, η επίδικη ανάπτυξη αφορά κατά παρέκκλιση αδειοδότηση για την οποία ειδική αιτιολογία απαιτείται σε περίπτωση έγκρισης της και όχι το αντίθετο. Σχετική είναι η Getian General Services Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 107, όπου γίνεται εκτενής αναφορά ως προς την κατά παρέκκλιση αδειοδότηση και ιδίως αναφορικά με το εύρος αιτιολόγησης της απόρριψης ανάλογων αιτήσεων. Σχετική και η Ioannis Georgiou Piggeri Ltd. v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 316.

 

Σε κάθε δε περίπτωση οι Καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν σαφώς, δεδομένου ότι η Αιτήτρια επικαλέστηκε κάποιους λόγους με τους οποίους εισηγήθηκε ότι η περίπτωση της εμπίπτει στον Κανονισμό 19(1) και δη στην περίπτωση (δ)[5], τους λόγους που θεώρησαν ότι η ανάπτυξη δεν εμπίπτει στον εν λόγω Κανονισμό αλλά αντιθέτως ότι επηρεάζει ουσιωδώς τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης. Και μάλιστα δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Πολεοδομική Αρχή, ο Έπαρχος Λευκωσίας, ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, ο Πρόεδρος του Πολεοδομικού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος του ΕΤΕΚ και τα Κοινοτικά Συμβούλια Μαλούντας και Αγροκηπιάς τοποθετήθηκαν αρνητικά ως προς την ανάπτυξη και ακόμα και ο Επαρχιακός Κτηνιατρικός Λειτουργός Λευκωσίας εξέφρασε τις επιφυλάξεις του. Αυτές οι τοποθετήσεις, οι οποίες έγιναν τόσο γραπτώς όσο και (κάποιες) προφορικώς κατά την δημόσια ακρόαση, επίσης λήφθηκαν υπόψη στην αιτιολογία απόρριψης.  

 

Εδώ σημειώνω ότι, στις παραγράφους 7(2) και  7(8) της Αγόρευσης της Αιτήτριας, αναφέρεται ότι η επίδικη ανάπτυξη εντάσσεται στον Κανονισμό 19(1) εδάφια (δ), (ζ) και (θ). Η ένταξη σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις του Κανονισμού 19(1) αναμενόταν να είχε περιληφθεί με σαφήνεια και σε συνάρτηση με τα κριτήρια και αρχές στην αίτησή της Αιτήτριας, ως άλλωστε ρητώς θέτει και η παράγραφος 6 του σχετικού εντύπου για κατά παρέκκλιση αδειοδότηση-μέρος του Παραρτήματος 3 σε ένσταση, ή έστω στην επιστολή των τεχνικών της συμβούλων ημερομηνίας 19.02.2019 και όχι στην αγόρευση της (σχετική κατ’ αναλογία η απόφαση στην Πολυξένη Σταύρου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (2013) 3 ΑΑΔ 231[6]).

 

Εν πάση περιπτώσει, αναφέρω ότι τα όσα ισχυρίστηκε η Αιτήτρια περί πρόσληψης νέου προσωπικού ή εισροής νέου συναλλάγματος δεν ήταν καν τεκμηριωμένα με οποιαδήποτε μελέτη ή με αριθμούς (πέραν των αριθμών του υφιστάμενου προσωπικού και των υφιστάμενων εξαγωγών από τη αδειοδοτημένη και μη αδειοδοτημένη χρήση) αλλά αποτελούσαν γενικές αναφορές, μάλιστα ως προς το νέο προσωπικό στην δημόσια ακρόαση αναφέρθηκε ότι επρόκειτο να προσληφθεί μόλις ένα πρόσωπο[7], ο δε ισχυρισμός περί προστασίας του περιβάλλοντος (περιορισμός σκόνης) με την λειτουργία νέου μηχανήματος θεωρώ ότι αποτελεί αντισταθμιστικό μέτρο μετριασμού του δυσμενή επηρεασμού του τοπικού περιβάλλοντος [Κανονισμός  20(1)(α) των Κανονισμών] από τη μη αδειοδοτημένη χρήση παραγωγής μπεντονίτη, αντισταθμιστικό μέτρο που μπορεί να εγκριθεί εφόσον ήθελε αδειοδοτηθεί η κατά παρέκκλιση ανάπτυξη για μία από τις περιπτώσεις του Κανονισμού 19(1). Δεν αποτελεί δηλαδή το ίδιο μία από  τις περιπτώσεις του Κανονισμού 19(1).  

 

Υπό τα ως άνω δεδομένα και δη δεδομένης της σαφούς αιτιολογίας των Καθ’ ων η αίτηση (εισήγηση ΣΥΜΕΠΑ που ακολούθως υιοθετήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο), δε θεωρώ ότι οι υποβολές της Αιτήτριας έχρηζαν οποιασδήποτε ειδικότερης αιτιολογίας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση ούτε ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν προϊόν οποιασδήποτε πλάνης.  Επίσης δε θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη πράξη και γενικώς η διαδικασία που προηγήθηκε παραβιάζει οποιονδήποτε από τους Κανονισμούς, τους οποίους η Αιτήτρια επικαλέσθηκε και ανέφερα πιο πάνω. Ως εκ των ανωτέρω, οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης 1,2 και 4 απορρίπτονται.

 

Με τους λόγους ακύρωσης υπό 5-6 η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε κακόπιστα και κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας και αρμοδιότητας. Επικαλείται προς τούτο την αδειοδότηση της από το 1979 εντός της κτηνοτροφικής ζώνης, το ότι ο επαρχιακός κτηνοτροφικός λειτουργός δεν τοποθετήθηκε αρνητικά αλλά είχε μόνο επιφυλάξεις και τον ισχυριζόμενο εκ μέρους της ως «ήπιο» επηρεασμό του περιβάλλοντος με παραπομπή στην έκθεση των τεχνικών της συμβούλων και της «προκαταρκτικής εκτίμησης του Τμήματος Περιβάλλοντος Απριλίου 2009».

 

Απορριπτέους κρίνω και τους λόγους αυτούς. 

 

Ως κατέγραψα ήδη, προκαταρκτική εκτίμηση του τμήματος Περιβάλλοντος δεν υπάρχει αλλά η εν λόγω έκθεση υπεβλήθη από την Αιτήτρια για σκοπούς υποστήριξης της αίτησής της. Περαιτέρω το γεγονός της αδειοδότησης για συγκεκριμένη χρήση το 1979 δεν αποτελεί και λόγο έγκρισης κατά παρέκκλιση αδειοδότησης είτε για προσθήκες σε αυτήν είτε για τη μη αδειοδοτημένη χρήση.

 

Δε θεωρώ εξάλλου ότι από την όλη διαδικασία που προηγήθηκε και τους λόγους απόρριψης της αίτησης, τίθεται με οποιοδήποτε τρόπο παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης ή καλής πίστης. Η επίδικη αδειοδότηση είναι εξαιρετικής φύσεως και στηρίζεται σε συγκεκριμένη νομοθετική διαδικασία, η οποία ως ανέφερα, τηρήθηκε. Παγίως δε έχει νομολογηθεί ότι η καλή πίστη δεν συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης, αλλά σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, η οποία (αυθαιρεσία) ουδόλως τεκμηριώνεται από τα ενώπιόν μου δεδομένα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Παπαφώτη, (1997) 3 Α.Α.Δ. 191 και Υπόθεση Αρ. 699/2006 Π. Γ. Χατζηδημητρίου ΛΤΔ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 21.08.2007.

 

Σχετική ως προς την εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης σε αιτήσεις ως η επίδικη επίσης και η Getian στην οποία ήδη αναφέρθηκα πιο πάνω.

 

Με τον λόγο ακύρωσης υπό αρ. 7, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν υπεβλήθησαν στον Διευθυντή του Τμήματος Περιβάλλοντος οι πληροφορίες που η Αιτήτρια με την επιστολή της 14.02.2019 υπέβαλε για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις σύμφωνα με το άρθρο 18 του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2018 (Ν. 127(I)/2018).

 

Δε συμφωνώ ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον εν λόγω νόμο και δη το άρθρο 18 αυτού.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, η επιστολή των τεχνικών συμβούλων της Αιτήτριας ημερομηνίας 14.02.2019[8] δεν αποτελεί «πληροφορίες» στα πλαίσια του άρθρου 18 του Ν. 127(I)/2018 ούτε άλλωστε στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται ότι αποτελούν τέτοιες «πληροφορίες». Η εν λόγω επιστολή εστάλη βάσει της ΚΔΠ 228/2000 (Εντολή 1/2000) στα πλαίσια της δημόσιας ακρόασης προς απάντηση στην επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 08.01.2019 για σκοπούς προώθησης των θέσεων της Αιτήτριας για κατά παρέκκλιση αδειοδότηση. 

 

Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι η Προκαταρκτική Έκθεση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον Απριλίου 2009 [την οποία, επαναλαμβάνεται, υπέβαλε η Αιτήτρια και όχι το Τμήμα Περιβάλλοντος ως η θέση της Αιτήτριας στην παράγραφο 9(9) της αγόρευσης της], σαφώς και είχε σταλεί στο (και είχε ληφθεί από το) Τμήμα Περιβάλλοντος σε προηγούμενο στάδιο, από την πρώτη κιόλας δημόσια ακρόαση (υπενθυμίζεται έγιναν τρεις δημόσιες ακροάσεις λόγω των δύο ακυρωτικών αποφάσεων που μεσολάβησαν) και είχε έκτοτε τοποθετηθεί[9], θέση την οποία επανέλαβε και στις επόμενες δημόσιες ακροάσεις, ότι δεν εξετάζονται οι πιθανές επιπτώσεις για υφιστάμενες αναπτύξεις αλλά για έργα πριν αυτά υλοποιηθούν. Το ότι είχε λάβει την εν λόγω Προκαταρκτική Εκτίμηση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον προκύπτει ευθέως μεταξύ άλλων και από τα ερ. 181-179 (επιστολές του Τμήματος Περιβάλλοντος προς την Πολεοδομική Αρχή) στον διοικητικό φάκελο αρ. 33.7.2.197/3, ο οποίος κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις της υπόθεσης όπου το Τμήμα αναφέρει (ερ. 179): «μετά την εξέταση των στοιχείων της αίτησης και της Προκαταρκτική Εκτίμηση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον, διαπιστώθηκε (…)».

 

Σημειώνεται μάλιστα ότι στην ίδια την επιστολή ημερομηνίας 14.02.2019, σελ 8-10, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί των επιπτώσεων στο περιβάλλον παραπέμπουν βασικά στην εν λόγω Προκαταρκτική Εκτίμηση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον Απριλίου 2009 και δεν προσφέρει με την επιστολή της ημερ. 14.02.2019 οποιαδήποτε νέα ή ουσιαστικά διάφορη της Προκαταρκτικής Εκτίμησης πληροφόρηση.

 

Συνεπώς, από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου, δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράβαση του Ν. 127(I)/2018 και δη του άρθρου 18 αυτού, συμπέρασμα που οδηγεί σε απόρριψη και του 7ου και τελευταίου λόγου ακυρώσεως.

 

Ως εκ των ανωτέρω δεν προσφέρεται έδαφος ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με 2.100 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1]Δυνάμει μάλιστα του Κανονισμού 16(3)(γ) και της συνδυαστικής εφαρμογής του άρθρου 2 (ορισμός «τοπική αρχή) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και του άρθρου 3(2)(β) (δεύτερη επιφύλαξη) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ.96), πιθανόν κάποια Κοινοτική Αρχή να συμμετέχει στη δημόσια ακρόαση και ως «τοπική αρχή». Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση η Κοινότητα Μαλούντας, ως ανέφερα στα γεγονότα, αναγνωρίζεται και ως «τοπική αρχή».

[2] Η καταγραφή εντός των εισαγωγικών είναι μεταφορά από την αναφορά της Αιτήτριας στην παράγραφο 7(7) σελ 3 της αγόρευσή της, όχι του κειμένου της διοικητικής πράξης.

[3] Οι καταγραφές εντός των εισαγωγικών είναι μεταφορά από την αναφορά της Αιτήτριας στην παράγραφο 8(13)(α)-(δ) της αγόρευσής της.

[4] Η καταγραφή εντός των εισαγωγικών είναι μεταφορά από την αναφορά της Αιτήτριας στην παράγραφο 8(14) της αγόρευσής της. Παρόμοια αναφορά περί «Έκθεσης που ετοιμάστηκε από την Υπηρεσία Περιβάλλοντος για προκαταρκτική εκτίμηση επιπτώσεων στο περιβάλλον του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος» βρίσκεται και την παράγραφο 8(10) της αγόρευσης της Αιτήτριας.

[5] Βλ. αναφορά στην πρώτη παράγραφο της σελ. 12 της έκθεσης των τεχνικών συμβούλων της Αιτήτριας ημερομηνίας 14.02.2019 όπου γίνεται ισχυρισμός ότι η επίδικη αδειοδότηση ικανοποιεί τα κριτήρια και αρχές του Κανονισμού 19(1) και ιδίως του εδαφίου (δ) και ότι δεν επηρεάζεται η γενική στρατηγική του Σχεδίου Ανάπτυξης

[6] Εκεί αναφέρθηκε:

«Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επίσης ορθή τη θέση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων επί της ουσίας, όπως και ρητά το ανέφερε στη σχετική πρόταση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο, επισυνάπτοντας προς τούτο και την αιτιολογημένη εισήγηση του, (Παράρτημα VIII στην ένσταση πρωτοδίκως), ότι η επιδιωκόμενη πολεοδομική άδεια δεν ενέπιπτε σε κανένα από τα κριτήρια που απαριθμούνται στις παρ. (α)-(ιβ) του εδαφίου (1), του Καν. 19. Πρωτοδίκως σημειώθηκε εύστοχα ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να εξηγήσει ποια από τα κριτήρια του Καν. 19(1), έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη. Η αναφορά των δικηγόρων της εφεσείουσας στον έκτο λόγο έφεσης ότι στην απαντητική αγόρευση είχε λεχθεί εκ μέρους της ότι το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων αγνόησε πλήρως όλα τα κριτήρια του Καν. 19(1), δεν καλύπτει το κενό που επισημάνθηκε».

 

[7] Μόλις στη Δημόσια Ακρόαση (σελ. 24 της Δημόσιας Ακρόασης) αναφέρθηκε αριθμός νέου προσωπικού και συγκεκριμένα ότι πρόθεση της Αιτήτριας ήταν η πρόσληψη ενός προσώπου, ειδικού μεταλλειολόγου.

[8] Προφανώς εκ γραφικού ολισθήματος στην παράγραφο 9(9) της αγόρευσης αναφέρεται ως ημερομηνίας «12/4/19» αντί 14.02.2019, η οποία είναι η ορθή.

[9] Υπενθυμίζεται και η επιστολή ημερομηνίας 13.01.2010 με την οποία το Τμήμα τοποθετήθηκε επί της εν λόγω Προκαταρκτικής Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο