ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 449/2020)

5 Αυγούστου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΑ AΡΘΡΑ 12, 23, 30, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Μ. Π. Χ.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Θέλμα Λουκά, για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Μαρία Κοτσώνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια καταχώρησε στις 27.5.2020 την υπό εκδίκαση προσφυγή και αξιώνει από το Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:-

«Α. Διακήρυξη και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη της Καθ’ ης η Αίτηση, για την οποία η Αιτήτρια έλαβε γνώση στις 17/3/2020, δια της οποίας, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε να παρατείνει τη διαθεσιμότητα της Αιτήτριας για περίοδο δύο μηνών, η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α΄, είναι άκυρη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Διακήρυξη και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη της Καθ’ ης η Αίτηση, για την οποία η Αιτήτρια έλαβε γνώση στις 17/3/2020 με την οποία αποφασίστηκε ότι διαρκούσης της διαθεσιμότητας της Αιτήτριας θα της αποκόπτεται το ¼ των απολαβών της, είναι άκυρη και στερούμενη οποιουδήποτε αποτελέσματος».

 

  Κατά τον ουσιώδη χρόνο, η αιτήτρια κατείχε τη θέση Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, τέθηκε σε διαθεσιμότητα από 28.11.2019 για περίοδο τριών μηνών, ενόψει πειθαρχικής έρευνας που είχε διαταχθεί εναντίον της, λόγω του τραγικού θανάτου ανηλίκου, ο οποίος βρισκόταν υπό την παρακολούθηση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, όπως κι η οικογένειά του. Για την διεξαγωγή έρευνας για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων εναντίον της αιτήτριας κι άλλων δύο συναδέλφων της, είχε διοριστεί αρχικά ερευνώσα λειτουργός.

 

  Στις 15.1.2020, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως η αρμόδια αρχή, υπέβαλε προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας πρόταση όπως η αιτήτρια (μαζί με άλλα δύο πρόσωπα), τεθεί σε διαθεσιμότητα για περίοδο δύο μηνών, βάσει των διατάξεων του άρθρου 85(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90. Όπως αναφέρθηκε, ο λόγος υποβολής της προαναφερόμενης πρότασης αφορούσε την έναρξη ποινικής έρευνας κατά παντός υπευθύνου, με τον διορισμό ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών κι η αρμόδια αρχή έκρινε πως, υπό τις περιστάσεις, επιβαλλόταν η συνέχιση της απομάκρυνσης της υπαλλήλου από τα καθήκοντα της θέσης της. Συνεπεία της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης, ο διορισμός της ερευνώσας λειτουργού ανακλήθηκε.

 

  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 17.1.2020, αποφάσισε τον τερματισμό της διαθεσιμότητας της αιτήτριας σε σχέση με την πειθαρχική έρευνα που εκκρεμούσε εναντίον της. Αποφάσισε, όμως, πως συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να τεθεί η αιτήτρια σε διαθεσιμότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 85(1Β)(α) του Ν. 1/90 για περίοδο δύο μηνών, ήτοι μέχρι την 16.3.2020 συμπεριλαμβανομένης, ενώ έδωσε και το δικαίωμα στην αιτήτρια να υποβάλει γραπτή ένσταση μέχρι τις 22.1.2020, έτσι ώστε η απόφαση αυτή να επανεξεταστεί. Αποφασίστηκε επίσης όπως η αιτήτρια λαμβάνει το ήμισυ των απολαβών της, κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας της. Η αιτήτρια υπέβαλε γραπτώς τις παραστάσεις της, οι οποίες κατά τη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 27.1.2020, απορρίφθηκαν.

 

  Η αιτήτρια καταχώρησε (μαζί με δύο άλλες συναδέλφους της) τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις με αρ. 148/2020 κ.ά., αξιώνοντας την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 17.1.2020, με την οποία είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα για περίοδο δύο μηνών, όπως επίσης και την απόφαση της Επιτροπής για αποκοπή του ήμισυ των απολαβών της, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαθεσιμότητας της.

 

  Με την απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδ. υποθ. 148/2020 κ.ά. Πάντζιαρου Χριστοφόρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 9.3.2020, επικυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής να θέσει την αιτήτρια σε διαθεσιμότητα για περίοδο δύο μηνών, μέχρι την 16.3.2020, ενώ ακυρώθηκε το μέρος της απόφασης της Επιτροπής να αποκόπτει το ήμισυ των απολαβών της, καθότι, όπως κρίθηκε, η απόφαση αυτή ήταν αναιτιολόγητη.

 

  Στις 12.3.2020, η αρμόδια αρχή υπέβαλε προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας εκ νέου πρόταση για παράταση της διαθεσιμότητας της αιτήτριας για δύο μήνες, λόγω της συνέχισης της διερεύνησης της υπόθεσης από ποινικούς ανακριτές, εκκρεμούσης της αστυνομικής έρευνας που είχε διαταχθεί εναντίον τους. Η Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 12.3.2020, αποφάσισε όπως η αιτήτρια ενημερωθεί ότι θα εξεταστεί ζήτημα παράτασης της διαθεσιμότητας της και κληθεί όπως σε περίπτωση που επιθυμεί, να υποβάλει γραπτώς ένσταση, μέχρι τις 16.3.2020. Αποφασίστηκε επίσης η επανεξέταση της αποκοπής των απολαβών της, για την χρονική περίοδο που αφορούσε η εν μέρει ακυρωτική απόφαση, ζητώντας από την ίδια την υποβολή στοιχείων σε σχέση με τα οικονομικά της δεδομένα και τις προσωπικές της συνθήκες. Η αιτήτρια υπέβαλε, δια των δικηγόρων της, γραπτή ένσταση ημερομηνίας 16.3.2020.

 

  Κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 16.3.2020, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε πως συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για να παραταθεί η διαθεσιμότητά της, ενόψει του γεγονότος ότι η ποινική διερεύνηση βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη. Εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 85(1), (1Α) και (1Β), αποφάσισε την παράταση της διαθεσιμότητας της αιτήτριας για περίοδο δύο μηνών, ήτοι μέχρι την 16.5.2020 συμπεριλαμβανομένης, εκτός εάν η έρευνα ολοκληρωθεί νωρίτερα. Αποφάσισε, παράλληλα, όπως η αιτήτρια λαμβάνει τα ¾ των απολαβών της κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας της.

 

  Για τα πιο πάνω, γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 17.3.2020, η εδώ προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ημερομηνίας 16.3.2020, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτω αυτούσιο:-

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο θέμα της αστυνομικής έρευνας που διετάχθη εναντίον σας και να σας πληροφορήσω τα εξής:

2. Η Επιτροπή, στη σημερινή της συνεδρία, εξέτασε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 85 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ. 3) του 2017, τους λόγους που τέθηκαν ενώπιόν της από την αρμόδια αρχή για παράταση της διαθεσιμότητάς σας.

3. Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία καθώς και τις παραστάσεις που υπέβαλε ο Δικηγόρος σας, αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 85(1), (1Α) και (2Α) να παρατείνει τη διαθεσιμότητά σας για δύο μήνες, ήτοι μέχρι 16.5.2020 συμπεριλαμβανομένης.    

4. Περαιτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε, όπως σας επιτραπεί να λαμβάνετε τα ¾ των απολαβών της θέσης σας κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας σας».  

 

  Δια της ευπαιδεύτου συνηγόρου της, η αιτήτρια διατείνεται πως έχουν παραβιαστεί οι πρόνοιες του άρθρου 85(1Α), αφού με την επιστολή ημερομηνίας 12.3.2020 με την οποία της γνωστοποιήθηκε η πρόθεση της Επιτροπής να παρατείνει τη διαθεσιμότητα της, της έδωσε χρόνο μόνον δύο ημερών. Κατά δεύτερον, υποστηρίζει πως η απόφαση της Επιτροπής, τόσο η αρχική ημερομηνίας 17.1.2020, με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα η αιτήτρια, όσο κι η επίδικη απόφαση, ημερομηνίας 16.3.2020, με την οποία παρατάθηκε η διαθεσιμότητα, αναφέρονται στο ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, ενώ κάτι τέτοιο δεν αναφέρθηκε από την ίδια την αρμόδια αρχή κατά την υποβολή της αντίστοιχης πρότασης (για αρχική διαθεσιμότητα και παράταση αυτής). Κατά τις εισηγήσεις, το γεγονός αυτό, καθιστά τρωτή, τόσο την αρχική απόφαση, όσο και την παράταση της διαθεσιμότητας που αποτελεί το αντικείμενο της υπό εκδίκαση υπόθεσης.

 

  Τρίτος λόγος ακύρωσης, περιστρέφεται γύρω από τη θέση πως η εξουσία της Επιτροπής, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85(1) του Νόμου, να θέτει σε διαθεσιμότητα μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας, προϋποθέτει πως η (εδώ) ποινική έρευνα στρέφεται ειδικά εναντίον της αιτήτριας και πως σκοπός της είναι η ποινική της δίωξη. Κατά τις εισηγήσεις, στην παρούσα περίπτωση, δεν διατάχθηκε ποινική διερεύνηση ειδικά εναντίον της αιτήτριας, αλλά κατά παντός υπευθύνου. Σύμφωνα με την αιτήτρια, η Επιτροπή τελούσε υπό έκδηλη πλάνη ως προς τα γεγονότα, ενώ δεν υπάρχει συγκεκριμένο αδίκημα υπό διερεύνηση, έτσι ώστε να τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ του μέτρου που λαμβάνεται και του επιδιωκόμενου σκοπού, αλλά μόνον αόριστη αναφορά στη διεξαγωγή αστυνομικής έρευνας.

 

  Πρόσθετα, υποστηρίζει πως ακόμα κι εάν η ποινική έρευνα αφορούσε ειδικά την αιτήτρια, δεν υπήρξε προσδιορισμός των αδικημάτων που διερευνώνονται, τα οποία είναι άγνωστα, το δημόσιο συμφέρον δεν εξειδικεύεται, ούτε κι αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση του διοικητικού οργάνου, ενώ κατά τις εισηγήσεις, το δικαίωμα ακρόασης δεν έχει ασκηθεί ουσιαστικά. Τούτο, αφού τα όσα έθεσε η αιτήτρια στην ένστασή της, δεν εξετάστηκαν ούτε κι απαντήθηκαν τα ερωτήματα που έθεσαν οι δικηγόροι της.

 

  Τέλος, προβάλλεται η θέση πως η απόφαση περί αποκοπής του ¼ του μισθού της, είναι πλήρως αναιτιολόγητη, ενώ συνιστά και ουσιαστική παρέμβαση σε περιουσιακό της δικαίωμα.

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, ήγειρε δια της Ενστάσεώς της προδικαστική ένσταση περί απώλειας του αντικειμένου της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης και πως η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Κατά τις εισηγήσεις, η προσβαλλόμενη διαθεσιμότητα έληξε στις 16.5.2020, κι η αιτήτρια δεν έχει αποδείξει ότι έχει υποστεί εκ πρώτης όψεως οποιαδήποτε ζημία, έτσι ώστε να της προσδοθεί και έννομο συμφέρον προς συνέχιση της προσφυγής της.

  Άνευ βλάβης, υποστήριξε πως όσα ζητήματα εγείρονται, τα οποία σχετίζονται με την αρχική απόφαση διαθεσιμότητας της αιτήτριας, μετά την έναρξη της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης, δεν θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο κρίσης της υπό εκδίκαση προσφυγής, καθότι αυτά έχουν κριθεί και απορριφθεί στα πλαίσια εκδίκασης των συνεκδ. υποθ. 148/20 κ.ά. Απορρίπτοντας τις θέσεις που προώθησε η αιτήτρια, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα λήψης της επίδικης απόφασης, απορρίπτοντας όλους τους αντίθετους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν.

 

  Δεν καταχωρήθηκε απαντητική γραπτή αγόρευση εκ μέρους της αιτήτριας, αλλά κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας πρόσθεσε προφορικά, πως έχει παραμείνει ζημία προς την αιτήτρια, από την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι η κατακράτηση του ποσοστού από τις απολαβές της κατά το χρόνο που αυτή βρισκόταν σε διαθεσιμότητα, ενώ υπάρχει και το ζήτημα των προσαυξήσεων με την αποκοπή του 13ου και του 14ου μισθού.

  Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν εκτεθεί πιο πάνω με λεπτομέρεια. Αντικείμενο, όπως λέχθηκε, της υπό εκδίκαση προσφυγής, συνιστά η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 16.3.2020, με την οποία αποφασίστηκε η παράταση της διαθεσιμότητας της αιτήτριας, για περίοδο δύο μηνών, ήτοι μέχρι τις 16.5.2020 συμπεριλαμβανομένης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85(1)(2Α) του Ν. 1/90 ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

  Αποτελεί γεγονός πως, κατά τον χρόνο καταχώρησης της προσφυγής, ήτοι κατά την 27.5.2020, η διαθεσιμότητα στην οποία είχε τεθεί η αιτήτρια, είχε ήδη λήξει κι η αμφισβήτηση της νομιμότητας της πράξης, ξεκίνησε μετά την λήξη της. Κατά τον χρόνο καταχώρησης, επομένως, της προσφυγής, δεν υπήρχε σε ισχύ διαθεσιμότητα.

 

  Κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον πρέπει να ενυπάρχει σε τρία διαφορετικά στάδια της διαδικασίας, ήτοι, κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, όπως και κατά τη συζήτησή της.

 

  Ο Δ. Θ. Πυργάκης στο σύγγραμμά του «Το έννομο συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» Νομική Βιβλιοθήκη (2017) στη σελ. 269 αναφέρει τα ακόλουθα:-

 

«Έχει κριθεί ότι το ενεστώς έννομο συμφέρον πρέπει να στηρίζεται σε έννομο κατάσταση του αιτούντος, η οποία να υπάρχει κατά τον χρόνο που ασκείται η αίτηση ακυρώσεως και αυτός να υφίσταται βλάβη λόγω της ειδικής σχέσης που έχει με την προσβαλλόμενη πράξη [ΣτΕ 2310/2009, 2700/1987, 696/1982].»

 

  Στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, 14η έκδοση σελ. 85 του Καθηγητή Ε. Σπηλιωτόπουλου, γίνεται αναφορά στους αντικειμενικούς λόγους που μπορεί να οδηγήσουν στην εξαφάνιση του εννόμου συμφέροντος, ως ακολούθως:-

 

« … όταν το αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης εξέλιπε για διάφορους λόγους ή η προσβαλλόμενη πράξη εξαφανίστηκε εξαρχής … ή για οποιονδήποτε λόγο (ανάκληση, ακύρωση, κατάργηση, λήξη του χρόνου ισχύος) έπαψε η ισχύς της πριν από τον χρόνο της πρώτης συζήτησης (ΣΕ 130/2002) ή έληξε η προθεσμία μέσα στην οποία έπρεπε να προβεί σε ορισμένη ενέργεια ο διοικούμενος (ΣΕ1636/1973).

 

Εάν το έννομο συμφέρον εξέλιπε πριν από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΣΕ2033/1991, 2157/1998). Εάν εξέλιπε μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και πριν από την πρώτη συζήτηση, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου …»[1]

 

  Στην παρούσα περίπτωση, η μεταβολή στα αντικειμενικά δεδομένα έχει επέλθει προ της κατάθεσης της προσφυγής, οπότε, τίθεται ζήτημα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να προωθήσει την, μετά τη λήξη της διαθεσιμότητας, καταχωρηθείσα προσφυγή της, η οποία στην φυσική πορεία των πραγμάτων, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

  Παρά ταύτα, κατ’ εξαίρεση, η δίκη μπορεί να συνεχιστεί, εάν ο προσφεύγων προβάλει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης.

 

  Στο σύγγραμμα του Δ. Θ. Πυργάκη (ανωτέρω) σελ. 354 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:-

 

«Φαίνεται από τα παραπάνω ότι η κατάργηση της δίκης συνδέεται με την έλλειψη του αντικειμένου της δίκης, δηλαδή την λήξη της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, όμως αυτό δεν αρκεί για τον νομοθέτη για να επιβάλει στον ακυρωτικό δικαστή την κατάργηση της δίκης. Αντιθέτως, ο νομοθέτης εξαρτά τη συνέχιση της δίκης από μια υποκειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης, την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος: Συνεχίζεται η δίκη εάν εξακολουθεί η βλάβη που πηγάζει από την προσβαλλόμενη πράξη, και συνακολούθως αν προκύπτει ωφέλεια για τον αιτούντα από την ακύρωσή της.»

 

  Ομοίως, στο σύγγραμμα του Χ. Χρυσανθάκη «Συμβούλιο της Επικρατείας – Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου» Νομική Βιβλιοθήκη (2012) σελ. 814 και επ.:-      

«Κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, η δίκη με αντικείμενο πράξη της οποίας η ισχύς έχει παύσει καθ' οιονδήποτε τρόπο δύναται να συνεχισθεί, εάν ο αιτών επικαλεσθεί (είτε με το κύριο δικόγραφο είτε με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων είτε με υπόμνημα που κατατίθεται πριν από την πρώτη συζήτηση είτε με έγγραφη δήλωση προς το δικαστήριο, κατατιθέμενη έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο) [ΣτΕ Ολ 1660/2009,1339/2010] ιδιαίτερο προς τούτο έννομο συμφέρον, το οποίο συνίσταται στην άρση των δυσμενών συνεπειών που ενδεχομένως δημιουργήθηκαν κατά τον χρόνο ισχύος της προσβαλλόμενης  πράξεως και εφόσον οι δυσμενείς αυτές συνέπειες διατηρούνται στο μέλλον και δεν μπορούν να αρθούν παρά μόνον με την ακύρωσή της.»

 

  Σύμφωνα, επομένως, με όσα αναφέρονται πιο πάνω, η αιτήτρια έχει στους ώμους της το βάρος να προβάλει, αλλά και να αποδείξει – έστω εκ πρώτης όψεως - την συνδρομή τέτοιου ιδιαίτερου εννόμου συμφέροντος, στη βάση της δημιουργίας ζημιογόνων για την ίδια συνεπειών, κατά το χρόνο που ήταν σε ισχύ η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση, συνέπειες που έχουν άμεση συνάφεια με την απόφαση αυτή, προκειμένου να συνεχιστεί η δίκη.

  Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 57/2013, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.5.2019, επανέλαβε την αναγκαιότητα δικογράφησης του ζημιογόνου καταλοίπου, το οποίο θα πρέπει να εξειδικεύεται, έστω εκ πρώτης όψεως. Μεταφέρω το ακόλουθο απόσπασμα από την Οικονόμου (ανωτέρω):-

«Στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι κατά το χρόνο καταχώρισης της επίδικης προσφυγής όσο και κατά τη συζήτηση αυτής το αντικείμενο της διαφοράς εξέλιπε λόγω του τερματισμού της σύμβασης υπηρεσιών που αφορούσε το Διαγωνισμό και της πλήρωσης της θέσης με μόνιμο διορισμό, εναπόκειτο στον εφεσείοντα να αποδείξει ότι είχαν ήδη προκύψει ζημιογόνες γι’ αυτόν συνέπειες κατά το χρόνο της ισχύος της απόφασης του ΣΠ έχουσες άμεση συνάφεια με την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν υπήρξε ξεκάθαρη τοποθέτηση του εφεσείοντα επί του θέματος, ούτε και στοιχειοθέτησε, έστω εκ πρώτης όψεως, ζήτημα ζημιογόνου καταλοίπου είτε στο δικόγραφο είτε στα πλαίσια της συζήτησης της προσφυγής του. Το βάρος απόδειξης τέτοιας ζημίας είναι στους ώμους του αιτητή και δεν αρκεί αόριστη επίκλησή της. Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά υπό μορφή εκ πρώτης όψεως διαπίστωσης αν παραμένει ζημιά ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται. Η διαπίστωση αυτή πρέπει να είναι πραγματική και να δικογραφείται από τον εκάστοτε αιτητή (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 973, Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Σάββα (2006) 3 Α.Α.Δ. 435). Στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδοση , Τόμος 1, σελ. 85 αναφέρεται ότι διαφοροποιήσεις που επέρχονται στην εξέλιξη των γεγονότων δυνατό να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του εννόμου συμφέροντος είτε για υποκειμενικούς είτε για αντικειμενικούς λόγους.

 

Κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω, ο εφεσείων εμποδίζεται να εγείρει ζήτημα κατάλοιπου ζημίας εφόσον το ζήτημα αυτό δεν το είχε δικογραφήσει και ούτε το είχε θέσει προς εξέταση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά συνέπεια ο Λόγος Έφεσης 2 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.»

 

  Στην υπό κρίση υπόθεση, επίδικη είναι η νομιμότητα της διοικητικής απόφασης παράτασης της διαθεσιμότητας της αιτήτριας, δια περίοδο δύο μηνών, ήτοι από 17.3.2020 μέχρι και την 16.5.2020. Ισχυρισμοί που προβάλλονται από την αιτήτρια και αφορούν την αρχική απόφαση διαθεσιμότητας της αιτήτριας, ήτοι την απόφαση της Επιτροπής, ληφθείσα κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 17.1.2020, μετά την απόφαση για αστυνομική πλέον έρευνα από ποινικούς ανακριτές, δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα και κρίνονται απορριπτέοι, καθότι η νομιμότητα της αυτοτελούς αυτής διοικητικής πράξης, εξετάστηκε κι επικυρώθηκε από το Δικαστήριο, στα πλαίσια εκδίκασης των συνεκδ. υποθ. Αρ. 148/2020 κ.ά. Πάντζιαρου κ.ά. (ανωτέρω).

 

  Εν πάση περιπτώσει, η εδώ προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση της δίμηνης παράτασης της διαθεσιμότητας της αιτήτριας, συνιστά ξεχωριστή κι αυτοτελή διοικητική πράξη, η οποία έχει ληφθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 85(1), (1Α) και (2Α) του Ν. 1/90. Στις 27.5.2020 που η προσφυγή καταχωρήθηκε, η παράταση της διαθεσιμότητας της αιτήτριας είχε ήδη λήξει στις 16.3.2020.  

 

  Οι όποιες ενδεχόμενες ζημιογόνες συνέπειες που είχαν προκύψει γι’ αυτήν, κατά το χρόνο ισχύος της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για παράταση της διαθεσιμότητας της, ήταν ήδη γνωστές σε αυτήν και αποκρυσταλλωμένες. Θα έπρεπε να προσδιοριστούν ειδικά στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως. Παρόλα ταύτα, δεν εντοπίζω στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως οποιαδήποτε επίκληση ζημίας προς την ίδια την αιτήτρια, ζημία η οποία να συναρτάται άμεσα με την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής να παραταθεί η διαθεσιμότητά της.

 

  Τα όσα προβλήθηκαν προφορικά εκ των υστέρων, στα πλαίσια των προφορικών διευκρινίσεων, πως από την προσβαλλόμενη απόφαση που έχει λήξει, παρέμεινε ζημία, λόγω κατακράτησης του ποσού των απολαβών που της αποκόπτετο, όπως επίσης και το ζήτημα των προσαυξήσεων με την αποκοπή του 13ου και 14ου μισθού, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αποτελούν γενικόλογες θέσεις που δεν αρκούν προς στοιχειοθέτηση αλλά και θεμελίωση του ζημιογόνου καταλοίπου. Ανατρέχοντας στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, δεν εντοπίζω οποιαδήποτε αναφορά για ζημιογόνες συνέπειες στην ίδια την αιτήτρια, παρόλο που κατά τον χρόνο κατάθεσης της προσφυγής, αυτές εάν υπήρχαν, θα ήταν αποκρυσταλλωμένες και επομένως επιβαλλόταν η καταγραφή τους.

 

  Καταλήγω πως οι όποιες ζημιογόνες συνέπειες, ήταν ήδη γνωστές στην αιτήτρια κατά το χρόνο καταχώρησης της προσφυγής, χρόνο κατά τον οποίο η πράξη είχε ήδη λήξει, γεγονός που καθιστούσε ακόμη περισσότερο αναγκαίο τον προσδιορισμό τους στην αίτηση ακυρώσεως, κατά τρόπο υπαρκτό πλέον και δεδομένο, κάτι το οποίο όμως ελλείπει, εν προκειμένω, εντελώς.

 

  Ενόψει τούτων, καταλήγω πως η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας.

 

  Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται €1.600 εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

                       

 

          Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 



[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο