ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                                Υπόθεση Αρ. 493/2024  

 

                                                  23 Αυγούστου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

CYFIELD CONSTRUCTION LIMITED

                                                                                                         Αιτήτρια,

                             v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ

                                                                              Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Γιώργος Χατζηγιώργης για Τάσσος Παπαδόπουλο και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρους Αιτήτριας

Αναστασία Παπαμιχαήλ(κα) με Πολίν Μιτσή(κα), για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης,  Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρους Καθ' ων η Αίτηση

Άννα Χρήστου(κα) με Δημήτρης Καϊλης για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ και Γιώργος Παπαδόπουλος για M. Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, Δικηγόρους για Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 (ΚΟΔΑΠ)

Γεώργιος Ματσάγγος μαζί με ασκ. δικηγόρο κα Παναγιώτα Παπαμιχαήλ (κα) για Τέκκης & Ματσάγκος ΔΕΠΕ, Δικηγόρους για Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 (Επιτυχόν Προσφοροδότη ARACO CONSTRUCTΙON CY LIMITED).

 

  ___________________

 

                                                

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 21.03.2024

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει τη νομιμότητα της απορριπτικής απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 14.03.2024, στην Ιεραρχική Προσφυγή αρ. 39/2023 που η Αιτήτρια είχε καταχωρήσει ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ' ων η αίτηση έτυχε επικύρωσης η απόφαση του Κυπριακού Οργανισμού  Διαχείρισης Αποθεμάτων Πετρελαιοειδών (ΚΟΔΑΠ) να αποκλείσει την προσφορά που υπέβαλε η Αιτήτρια στα πλαίσια του Διαγωνισμού αρ. 2/2021 που αυτός προκήρυξε. Η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληγε ως εξής, «εν όψει των πιο πάνω, είναι η κατάληξη μας ότι η προσφορά των Αιτητών δεν ήταν έγκυρη λογω αποκλίσης από τον όρο 3.3.8.1.(iv) του Μέρους Α του Διαγωνισμού, ουσιώδους όρου, με αποτέλεσμα ο αποκλεισμός των Αιτητών να κρίνεται ως νόμιμος. Η κρίση μας αυτή εμποδίζει τους Αιτητές να προσβάλουν την κατακύρωση της προσφοράς στον Επιτυχόντα Προσφοροδότη για τους υπόλοιπους λόγους που εισηγούνται, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Η προσφυγή απορρίπτεται.»

 

Στο πλαίσιο της υπό αναφορά προσφυγής, καταχωρήθηκε μονομερώς η υπό κρίση αίτηση για έκδοση προσωρινού δικαστικού διατάγματος, με το οποίο να αναστέλλεται η εφαρμογή και/ή εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης, μέχρι την τελική εκδίκαση και/ή την πλήρη αποπεράτωση της προσφυγής και/ή μέχρι εκδόσεως νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου. Με οδηγίες του Δικαστηρίου η ενδιάμεση αίτηση επιδόθηκε στους Καθ' ων η αίτηση  καθώς και την Αναθέτουσα Αρχή και τον Επιτυχόντα Προσφοροδότη, ως Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2 αντίστοιχα. 

Στην προσφυγή της η Αιτήτρια καταγράφει σε 23 σελίδες περί τους 30 λόγους ακύρωσης. Ωστόσο, μέσα στα πλαίσια της παρούσας μονομερούς αίτησης εστιάζεται στην απόφαση των Καθ' ων η αίτηση να μην εξετάσουν τους εγειρόμενους Λόγους Ακύρωσης της Αιτήτριας σε σχέση με την εγκυρότητα της προσφοράς του Επιτυχόντος Προσφοροδότη και, συνεπεία τούτου, ισχυρίζεται έκδηλη παρανομία στην προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 14.03.2024.

Το αιτητικό της ενδιάμεσης αίτησης περιλαμβάνει τις ακόλουθες θεραπείες:

«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς και/ή εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης της Καθ' ης η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με τηλεομοιότυπο στις 14/03/2024, με την οποία η Καθ' ης η Αίτηση αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή αρ. 39/2023 που η Αιτήτρια είχε καταχωρήσει ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και να επικυρώσει την προσβαλλόμενη στην εν λόγω Ιεραρχική Προσφυγή αρ. 39/2023 απόφαση του Κυπριακού Οργανισμο  Διαχείρισης Αποθεμάτων Πετρελαιοειδών (ΚΟΔΑΠ) να απορρίψει και/ή αποκλείσει την προσφορά που υπέβαλε η Αιτήτρια στα πλαίσια του Διαγωνισμού αρ. 2/202 που προκήρυξε ο Κυπριακός Οργανισμός Διαχείρισης Αποθεμάτων Πετρελαιοειδών (ΚΟΔΑΠ), καθώς επίσης, και να κατακυρώσει τον Διαγωνισμό ή/και να αναθέσει την Σύμβαση που αποτελεί το αντικείμενο του Διαγωνισμού, στον Οικονομικό Φορέα ARACO CONSTRUCTΙON CY LIMITED για το ποσό των €20.997.229,60.- (μη περιλαμβανομένου του Φ,Π.Α.) αντί και/ή στην θέση της προσφοράς της Αιτήτριας, και/ή Διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η περαιτέρω εφαρμογή και/ή εκτέλεση της εν λόγω απόφασης της διά της υπογραφής της Σύμβασης που αποτελεί αντικείμενο του εν λόγω Διαγωνισμού μεταξύ του Κυπριακού Οργανισμού Διαχείρισης Αποθεμάτων Πετρελαιοειδών (ΚΟΔΑΠ) ως Αναθέτουσας Αρχής και του Επιτυχόντος Προσφοροδότη, μέχρι πλήρους εκδίκασης και αποπεράτωσης της πιο πάνω Προσφυγής και/ή μέχρι νεότερης Διαταγής του Δικαστηρίου.

Β. Περαιτέρω ή διαζευκτικά, σύντομη εκδίκαση ή/και ακρόαση της (βασικής/κυρίως) Αίτησης Ακύρωσης (Προσφυγής).»

 

Ως προς το ιστορικό της υπόθεσης, σημειώνεται ότι, παρά τη σχετική προτροπή του Δικαστηρίου για δέσμευση των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 2 ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς τη μη υπογραφή της σχετικής Σύμβασης μεταξύ του Κυπριακού Οργανισμού Διαχείρισης Αποθεμάτων Πετρελαιοειδών (ΚΟΔΑΠ) ως Αναθέτουσας Αρχής και του Επιτυχόντος Προσφοροδότη μέχρι και την εκδίκαση της κυρίως αίτησης, η οποία να συμφωνηθεί να ολοκληρωθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα με ταυτόχρονη απόσυρση της ενδιάμεσης αίτησης, αυτό δεν κατέστη δυνατόν, με αποτέλεσμα να προωθηθεί η εκδίκαση της παρούσας.

Τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα αναφέρονται, τόσο στο δικόγραφο της Αίτησης Ακύρωσης και στην Ένορκη Δήλωση του Ανδριανού Τζιωνή, υπαλλήλου της Αιτητριας, η οποία υποστηρίζει την παρούσα αίτηση ημερομηνίας 21.03.2024, όσο και στις Ενστάσεις οι οποίες έχουν καταχωρηθεί από τους Καθ’ ων η Αίτηση και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

 

Στην ενδιάμεση αίτηση και την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος οι Καθ' ων η αίτηση έχουν καταχωρήσει Ένσταση, συνοδευόμενη από επισυνημμένη Ένορκο Δήλωση του Σωτήρη Παφίτη από την Λευκωσία, ημερ.5.4.2024 όπου προβάλουν τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

«1. Δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί την έκδοση του  αιτούμενου προσωρινού διατάγματος και ουδόλως πληρούνται οι  προυποθέσεις τις οποίες θέτει η νομολογία για έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος.

2. Καμία παρανομία, πόσω μάλλον έκδηλη ή/και οφθαλμοφανής και/ή αναντίλεκτη και/ή αντικειμενική έχει αποδείξει η Αιτήτρια και εν πάση περιπτώσει οι λόγοι τους οποίους επικαλείται η Αιτήτρια προς υποστήριξη της θέσης της περί ύπαρξης έκδηλης παρανομίας δεν είναι λόγοι οι οποίοι είναι πρόσφορο να εξεταστούν στο πλαίσιο ενδιάμεσης διαδικασίας.

3. Τίποτε το κατεπείγον έχει καταδειχθεί ότι υφίσταται το οποίο να συνδέεται ευθέως και αμέσως με την Καθ' ης η Αίτηση. Αντιθέτως, τα  όσα κατ' ισχυρισμό αναδεικνύουν κατεπείγουσα ανάγκη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος αφορά σε προθέσεις και ενδεχόμενες πράξεις της Αναθέτουσας Αρχής ή/και του επιτυχόντα προσφοροδότη, ήτοι πρόσωπα τα οποία σύμφωνα με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου  στερούνται εννόμου συμφέροντος.

4. Με δεδομένη την απόφαση της Καθ' ης η Αίτηση για νόμιμο αποκλεισμό,  κανένα επιχείρημα για ανεπανόρθωτη ζημία στο πρόσωπο της Αιτήτριας μπορεί εύλογα να προωθείται και συνεπώς παρόμοιοι ισχυρισμοί θα  πρέπει να απορριφθούν.

5. Η αίτηση είναι καταχρηστική και καταπιεστική για τα συμφέροντα της διαδικασίας και της Καθ' ης η Αίτηση εφόσον, παρά τη δεδηλωμένη ανάγκη και συναίνεση της Καθ'ης η Αίτηση για εξασφάλιση απόφασης επί της ουσίας σε σύντομο χρονικό διάστημα, η εκδίκαση της ουσίας καθυστερεί και παρεκτρέπεται με την εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως.»

 

Επιπρόσθετη Ένσταση στη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος έχουν υποβάλει και οι δικηγόροι του Ενδιαφερόμένου Μέρους 1, ενώ οι δικηγόροι του Ενδιαφερόμένου Μέρους 2 έχουν αρκεστεί να υιοθετήσουν την ένσταση και τις αγορεύσεις των συναδέλφων τους οι οποίοι εκπροσωπούν τους Καθ' ων η αίτηση.

Οι δικηγόροι του ΚΟΔΑΠ με την δική τους Ένσταση προβάλουν τα ακόλουθα:

«1. Εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η πράξη της οποίας ζητείται η αναστολή είναι αρνητική και η θεραπεία που αξιώνεται με την αίτηση ισοδυναμεί με αίτημα για αναστολή αρνητικής πράξης της Διοίκησης, η οποία δεν είναι δεκτική αναστολής, εφόσον δεν μπορεί να ανατραπεί με την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. H έκδοση του αιτούμενου διατάγματος από το Σεβαστό Δικαστήριο Θα ισοδυναμούσε με έκδοση διοικητικής απόφασης από το ίδιο το Δικαστήριο, κάτι βεβαίως που, κατά πάγια νομολογία, θεωρείται ανεπίτρεπτο.

Διαζευκτικά με την πιο πάνω προδικαστική ένσταση, εγείρονται οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης:

2. H παρούσα αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη και/ή καταχρηστική και/ή αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και/ή γίνεται για αλλότριους σκοπούς, όπως αναφέρεται και στην ένορκη δήλωση του κ. Γιώργου Καραγιώργη, Γενικού Διευθυντή του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

3. Δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις, ως καθορίστηκαν από τη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων και/ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, για την έγκριση της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της προσβαλλδμενης απόφασης, στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή.

4. Είναι θέση του Ενδιαφερόμενου Μέρους ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση της Καθ ης η Αίτηση είναι νόμιμη και συνεπώς ουδεμία έκδηλη παρανομία υπάρχει σε αυτή. Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση της Καθ' ης η Αίτηση έχει ληφθεί ορθά και σύμφωνα με τις διατάξεις του ευωσιακού δικαίου, του Συντάγματος και των Νόμων της Δημοκρατίας, τις αρχές του διοικητικού δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στην Καθ' ης η Αίτηση, προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος, και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

5. Ουδεμία παρανομία και/ή έκδηλη παρανομία στοιχειοθετείται και/ή καταδεικνύεται στη μονομερή αίτηση των Αιτητών και/ή στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, αναφορικά με την προσβαλλόμενη απόφαση της Καθ' ης η Αίτηση. Χωρίς επηρεασμό των προαναφερθέντων, τυχόν παρανομία, ως εισηγούνται οι Αιτητές δεν είναι έκδηλη, διότι δεν είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής, αλλά αντίθετα χρειάζεται διερεύνηση και στάθμιση γεγονότων και επιχειρημάτων καθώς και έκφραση κρίσης επί αυτων.

6. Το προσωρινό διάταγμα αποτελεί κατ εξαίρεση θεραπεία υπό την έωοια ότι εκδίδεται χωρίς την εξέταση τις ουσίας της υπόθεσης. O ισχυρισμός που προβάλλεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση των Αιτητών, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 11 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση τους, άπτονται άμεσα των επίδικων θεμάτων στην Προσφυγή τα οποία δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας της υπό κρίση αίτησης, και ως εκ τούτου, τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, θα αποτελούσε παράβαση της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου όπου αποκλεισθείς πρασφοροδότης δύναται να προσβάλει μόνο τον αποκλεισμό του καιΙή επέμβαση στην ομαλή πορεία της δίκης και στα επίδικα Θέματα, τα οποία άπτονται στης ουσίας της Προσφυγής και τα οποία θα εξεταστούν στη συνέχεια από το Δικαστήριο.

7. H υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, διότι οι Αιτητές δεν έχουν αποδείξει καιή δεν έχουν συγκεκριμενοποιήσει ότι η ζημιά που ενδέχεται να επέλθει δεν μπορεί να θεραπευτεί κάτω από τις πρόνοιες ταυ Άρθρου 146(6) του Συντάγματος καιή ότι δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα. Περαιτέρω, έχει πάγια νομολογηθεί ότι, κατά κανόνα η χρηματική ζημιά, δεν θεωρείται ως ανεπανόρθωτη ζημιά, για σκοπούς έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος στα πλαίσια Προσφυγής.

8. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος ισχυρίζεται ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος είναι ενάντια στο δημόσιο συμφέρον, καθότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την μη έκδοση του διατάγματος αυτού, για τους λόγους που εκτίθενται στην ένορκη δήλωση του κ. Γιώργου Καραγιώργη. Με την υπά εξέταση αίτηση παραβιάζεται κατάφωρα το δημόσιον συμφέρον.

9. Το αιτούμενο διάταγμα δεν μπορεϊ να εκδοθεί καθότι δεν πληρείται το στοιχείο του κατεπείγοντος.

10. Η αίτηση των Αιτητών είναι παντελώς παράτυπη και/ή αβάσιμη και νομικά αστήρικτη

11. Η υπό εξέταση Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, καθότι σι Αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης τους για έγκριση της αίτησης τους και κατά συνέπεια δεν έχουν καταδείξει μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, τις προϋποθέσεις έκδοσης του προσωρινού διατάγματος καιή του κατεπείγοντος ζητήματος.»

 

Η παρούσα αίτηση της Αιτήτριας εδράζεται και προωθείται ουσιαστικά μόνο επί τη βάσει της προϋπόθεσης της έκδηλης παρανομίας της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτή επεξηγείται και καθορίζεται στην Ένορκη Δήλωση που την υποστηρίζει. Η θέση της Αιτήτριας, ως έχει καταγραφεί στη γραπτή της αγόρευση και έχει επεξηγηθεί εκτενώς ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία, είναι ότι υφίσταται έκδηλη παρανομία στη προσβαλλόμενη πράξη η οποία εδράζεται σε παράβαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και συνακόλουθα της σχετικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ακριβώς, με την πολυσέλιδη αγόρευση των δικηγόρων της, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι η παρανομία είναι έκδηλη, δηλαδή αυταπόδεικτη και αναγνωρίζεται εκ πρώτοις όψεως, όπως ακριβώς καθορίζει η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια  υποστήριζει ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση της Α.Α.Π., να μην εξετάσει καθόλου (πλην ενός) τους Λόγους Ακύρωσης που άπτονταν της εγκυρότητας της προσφοράς του επιτυχόντος προσφοροδότη (Ε/Μ 2), είναι έκδηλα παράνομη, καθ' ότι αντιβαίνει στη ξεκάθαρη, όπως υποδεικνύει, και καθ' όλα δεσμευτική για την Α.Α.Π. νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ενωσης την οποία επικαλείται.  

Η Καθ' ης η Αίτηση όφειλε, κατά την Αιτήτρια, να είχε εξετάσει τους λόγους ακύρωσης όπως αναπτύσσονταν στις παραγράφους 3.1 , 3.2, 3.3., 3.4., 3.6. και 3.7. της Γραπτής Αγόρευσης της Αιτήτριας στην ενώπιον της Α.Α.Π. διαδικασία, και η άρνηση εξέτασης τους, καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση έκδηλα παράνομη, και ακυρωτέα, λόγω πρόδηλα αναγνωρήσιμης παραβίασης των υπέρτερης τυπικής ισχύος ενωσιακών κανόνων και της Νομολογίας του Δ.Ε.Ε. σε σχέση με το έννομο συμφέρον του αποκλεισθέντος προσφοροδότη να εγείρει πάσης φύσεως λόγους (ανεξαρτήτως της συνάφειας με τους λόγους για τους οποίους ο προσφεύγων αποκλείστηκε) που άπτονταν της εγκυρότητας της προσφοράς του επιτυχόντος προσφοροδότη. Όπως καταγραφει στην αγόρευση της :

«Το ζήτημα είναι αμιγώς νομικό και μόνον, και συναρτάται με την ορθή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και της δεσμευτικής Νομολογίας του Δ.Ε.Ε. σε ζήτημα που άπτεται της διαδικασίας προσφυγής ενώπιον του αρμοδίου οργάνου εξέτασης προσφυγών στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, στην χώρα μας της Α.Α.Π..

  Το ζήτημα δεν συνιστά απόφαση-τελική κρίση επί της ουσίας της Προσφυγής, που θα ήταν ενδεχομένως η απόφαση ως προς την νομιμότητα του αποκλεισμού της Αιτήτριας ή η απόφαση ως προς την εγκυρότητα της προσφοράς του Επιτυχόντος Προσφοροδότη.

  Η παρανομία είναι άμεσα προφανής ως άμεση αναγνωρίσιμη παράβαση Νόμου, και ειδικότερα της Νομολογίας του Δ.Ε.Ε. - η οποία αποτελεί προϊόν δικαστικής γνώσης, ως γνωστόν - σε σχέση με το έννομο συμφέρον του αποκλεισθέντος προσφοροδότη να εγείρει λόγους που άπτονται της εγκυρότητας της προσφοράς του Επιτυχόντος Προσφοροδότη, ανεξάρτητα από την συνάφεια των λόγων αυτών με τις πλημμέλειες για τις οποίες αποκλείστηκε η δική του προσφορά. ΤΟΣΟ ΑΠΛΑ!»

 

Από την πλευρά τους, οι δικηγόροι των Καθ' ων η αίτηση και των Ενδιαφερόμενων Μερών, επικαλούμενοι και αυτοί σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία αφορά ακριβώς τις αυστηρές προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από τη νομολογία και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής διοικητικής απόφασης, αντιτείνουν ότι, δεν συντρέχει εν προκειμένω οποιαδήποτε από αυτές, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει έκδηλη ή και οποιαδήποτε άλλης μορφής παρανομία.

Όπως τονίζουν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι, τόσο με τις αγορέυσεις όσο και κατά την ακρόαση της αίτησης,  ο λόγος στον οποίο η Αιτήτρια στηρίζει την αίτησή της για έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος αναστολής, πέραν του ότι δεν δικαιολογει την έκδοση τέτοιου διατάγματος, αποτελει λόγο ο οποίος άπτεται άμεσα της ουσίας της προσφυγής και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο, για τους λόγους τους οποόυς επεξηγούν εκτενώς στις αγορέυσεις τους, παραπέμπωντας σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Αφού έχω διεξέλθει τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα των διαδίκων, τα οποία καταγράφονται στις πολυσέλιδες τους αγορεύσεις, προχωρώ στην αξιολόγηση της ενώπιον μου αίτησης κρίνωντας την ύπαρξη ή όχι του αποκλειστικού λόγου τον οποίον προωθεί η Αιτήτρια για να επιτύχει στο εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς και/ή εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης της Α.Α.Π..

Καταρχήν, σημειώνω ότι η παρούσα αίτηση διέπεται από τον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος εφαρμόζεται στην παρούσα δυνάμει του κανονισμού 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η δικαιοδοσία έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής ασκείται με φειδώ και μόνον όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είτε πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή, από τη μη έκδοση του διατάγματος (βλ. MOHAMMED NAZRUZ ISLAM v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5917/2013, ημερ. 31.10.2013 και Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 875/2012, ημερ. 12.7.2012). Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ 32, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:

«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης».

 

Προηγουμένως, στην Moyo & Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, λέχθηκαν τα ακόλουθα (η έμφαση έχει προστεθεί):

«Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη.  Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή δηλαδή ζημιά η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.

 Η άσκηση δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.».

 

Όπως έχω επισημάνει ανωτέρω, μοναδικός άξονας της επιχειρηματολογίας της Αιτήτριας αποτελεί ο ισχυρισμός περί έκδηλης παρανομίας όσον αφορά στην έκδοση της εν λόγω αποριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών στην ιεραρχική προσφυγή την οποία είχε καταχωρήσει η Αιτήτρια. 

Ειδικότερα ως προς το ζήτημα της έκδηλης παρανομίας, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι αυτή, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έκδηλη», θα πρέπει να αναδύεται αυτόματα, να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη και αντικειμενικά αναντίλεκτη, χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 1857, Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837 και Frangos & Others v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 53). Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Ελπίδα Κροκίδου κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επάρχου Πάφου κ.α. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης «προφανής παρανομία». Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και Άλλοι v. Δημοκρατία (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στην σελ. 57 διευκρινίζει:

 «For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts».

Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου:

«Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law.».

 Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203:

 «For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable».

Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία».

Περαιτέρω, στην απόφαση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:

«Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 234. Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.»

Παρόλο δε που δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός της έκδηλης παρανομίας, αυτή φαίνεται να περιλαμβάνει και τη σαφή παραβίαση της νομικής διαδικασίας ή την αδιαμφισβήτητη παραγνώριση των θεμελιωδών κανόνων του Διοικητικού Δικαίου (βλ. Frangos & Othersανωτέρω).

 

Συνεπώς, με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι, προκειμένου να μπορεί η παρανομία να χαρακτηριστεί ως «έκδηλη», θα πρέπει να αναδύεται αυτόματα, να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη, αντικειμενικά αναντίλεκτη, χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων (Πολύβιος Νικολάου, ανωτέρω, και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανωτέρω) και να συνεπάγεται καθαρή παραβίαση της υπό του νόμου προβλεπόμενης διαδικασίας ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του Διοικητικού Δικαίου (Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης-Κύπρου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 71).

 

Δεν θα συμφωνήσω με τον ευπαίδευτο δικηγόρο των Καθ’ ων η Αίτηση ότι «η παρανομία είναι άμεσα προφανής ως άμεση αναγνωρίσιμη παράβαση Νόμου, και ειδικότερα της Νομολογίας του Δ.Ε.Ε.». Εν προκειμένω, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων και έχοντας εξετάσει προσεκτικά την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, περιλαμβανομένου βεβαίως του συνόλου των υπό της πλευράς της Αιτήτριας προβαλλόμενων ισχυρισμών, ως αυτοί περιέχονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και την γραπτή αγόρευση των δικηγόρων της, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται έκδηλη παρανομία, δεδομένου ότι μια τέτοια παρανομία σαφώς και δεν αναδύεται αυτόματα, αλλ' ούτε και αναντίλεκτη είναι, χρήζουν δε περαιτέρω διερεύνησης οι εκ διαμέτρου αντίθετοι ισχυρισμοί και νομικά επιχειρήματα που εκτίθενται στις μακροσκελείς και/ή λεπτομερείς ένορκες δηλώσεις και γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων και αφορούν κυρίως στην υπό των Καθ' ων η αίτηση εφαρμογή του ορθού νομικού πλαισίου και/ή στην ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης της Α.Α.Π. και, συνακόλουθα, στην ίδια την ουσία της υπόθεσης.  

 

Συνεπώς, θα συμφωνήσω με τη θέση την οποία προβάλουν οι Καθ’ ων η Αίτηση με τη γραπτή τους αγόρευση και την οποία έχει τονίσει στο ακροαματικό στάδιο της παρούσας αίτησης, ότι δηλαδή με τη νομολογία, οι αρχές που εφαρμόζονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής, καθορίζουν ότι τέτοιο διάταγμα δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων, χωρίς ωστόσο να διαγιγνώσκεται η ουσία της υπόθεσης. Όπως έχει εντοπίσει η ευπαίδευτη δικηγόρος των Καθ΄ων η Αίτηση, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι δεν είναι ορθό το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση για προσωρινό διάταγμα, να διαγιγνώσκει, στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο, και την ουσία της προσφυγής (βλ. Έλενα Χριστοφίδου Πετράκη ν. Δημοκρατίας (2008) 4 Α.Α.Δ. 961, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3056 και Πρόδρομος Α. Σέργη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 98/14, ημερ. 5.3.2014). Τα νομικά ζητήματα, που συνιστούν την ουσία μιας υπόθεσης, πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη αυτής. Επίλυσή τους στο στάδιο της διαδικασίας για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αποτελεί σοβαρή και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα, που θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837).

 

Σε κάθε περίπτωση, στο παρόν στάδιο, όπου εξετάζεται η παροχή προσωρινής και κατ' εξαίρεση θεραπείας, δεν διαπιστώνω να στοιχειοθετείται παρανομία, η οποία να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη και να αναδύεται αυτόματα, χωρίς την ανάγκη για έκφραση κρίσης και χωρίς να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα, ως η νομολογία επί του θέματος πάγια και διαχρονικά απαιτεί. Αναφέρω ενδεικτικά τις αποφάσεις στις Netvision Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α. (2004) 4 Α.Α.Δ. 918 και Hewlett Packard Hellas E.P.E. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1056/2004, ημερ. 4.4.2005, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, ακολουθώντας παρόμοια προσέγγιση, κατέληξε ότι δεν δικαιολογούνταν η έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος. 

Από τα πιο πάνω, καθίσταται εύκολα αντιληπτό ότι ο ισχυρισμός περί έκδηλης παρανομίας δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Το κατά πόσον εφαρμόστηκε το ορθό νομικό πλαίσιο ή/και το κατά πόσον η νομική βάση της επίδικης πράξης ήταν η ορθή ή εάν, αντίθετα, υπήρξε εσφαλμένη, θα εξεταστεί στο πλαίσιο εξέτασης της προσφυγής, δεδομένου ασφαλώς και του γεγονότος, ως ήδη ελέχθη, ότι το εν λόγω ζήτημα άπτεται ευθέως της ουσίας της υπόθεσης. 

Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί έκδηλης παρανομίας η οποία να είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής δεν στοιχειοθετείται και, συνακόλουθα, απορρίπτεται ως αβάσιμος. Σχετικά αναφέρω ότι στην απόφαση της Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857 η Πλήρης Ολομέλεια, αναφέρθηκε ότι σε διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος, απόφαση επί θεμάτων που επιζητούν τελική κρίση του Δικαστηρίου, θα πρέπει να αποφεύγεται και μόνο με περίσκεψη θα πρέττει να διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία. Όπως έχει τονισθεί, «Τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά την δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα» (Economides ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 937). Σημειώνεται ακόμα πως ένα προσωρινό διάταγμα δεν σκοπεί να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οογάνου (Frangos & Others)».

 

 

Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κώστας Τούμπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 387, «ακόμα όμως και όταν η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη, γιατί διαφορετικά η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς θα καταντούσε μάταιη προσπάθεια. [Βλέπε Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345, Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199]. Όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Miltiadous vRepublic (1972) 3 C.L.R. 341, ο Κανονισμός 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επίδικων θεμάτων εκκρεμούσας της διαδικασίας» (βλ. και Hellenic Petroleum Cyprus Ltd ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υποθ. Αρ. 518/2006, ημερ. 20.3.2006).

  

Εν προκειμένω, στη βάση της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας επί του θέματος και των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου, υπό το φως και των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί ο προβαλλόμενος λόγος επιτυχίας της υπό εξέταση αίτησης.

Δεδομένης της κατάληξης μου αυτής δεν θεωρώ χρήσιμο στο παρόν στάδιο να εξετάσω οποιονδήποτε άλλον ισχυρισμό έχει τεθεί εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση ή των Ενδιαφερόμενων Μερών.

Η ενδιάμεση αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Καθ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας, ως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, στο τέλος της διαδικασίας.

Η υπόθεση ορίζεται για Οδηγίες ενώπιον του Δικαστηρίου, στις 23 Σεπτεμβρίου 2024, η ώρα 09:00.                                                                         

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο