ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                       

(Υπόθεση Αρ. 665/2021)

 

  27 Αυγούστου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             Α. Σ.                                                                                                                         Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ρ. Αντωνιάδου (κα), για Αργεντούλα Ιωάννου ΔΕΠΕ, για Αιτήτρια

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια βάλλει κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 19.4.2021 και σύμφωνα με την οποία εγκρίθηκε η παροχή σε αυτήν Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ) από 1.4.2021 και όχι από 8.8.2016, όταν και είχε υποβληθεί η σχετική αίτησή της στην Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας («η Υπηρεσία»).

 

Η επίδικη απόφαση είναι προϊόν επανεξέτασης, μετά την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 240/2017, ημερ. 10.11.2020.  Η αιτήτρια είχε καταχωρήσει την εν λόγω προσφυγή κατά της απόφασης της Υπουργού Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 7.12.2016, να απορρίψει την ένστασή της κατά της απόφασης της Υπηρεσίας για απόρριψη της προαναφερθείσας αίτησής της για παροχή ΕΕΕ. Όπως έχει λεχθεί ήδη πιο πάνω, η αίτηση της αιτήτριας υπεβλήθη στις 8.8.2016.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε την πιο πάνω διοικητική απόφαση, καθότι διαπίστωσε έλλειψη δέουσας έρευνας, αλλά και αιτιολογίας της, εφόσον, ως επεσήμανε, «δεν φαίνεται να εξετάστηκαν τα όσα η αιτήτρια ανέφερε σε σχέση με τους λόγους υγείας που καθιστούσαν επιβεβλημένη της απουσία της από την Δημοκρατία και δεν αιτιολογείται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση επί του σημείου αυτού, με αποτέλεσμα και ο δικαστικός έλεγχος να μην είναι εφικτός».

 

Κατά την επανεξέταση, και μετά την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων που ζητήθηκαν από την αιτήτρια στις 5.4.2021, η αίτησή της θεωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ως υποβληθείσα συμπληρωμένη τον Απρίλιο του έτους 2021 και εγκρίθηκε από 1.4.2021, ήτοι από το μήνα προσκόμισης από την αιτήτρια των απαιτούμενων ουσιωδών στοιχείων. Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της επανεξέτασης, έγινε αποδεκτό από τους καθ’ ων η αίτηση ότι η απουσία της αιτήτριας εκτός Κύπρου κατά τα πέντε έτη που είχαν προηγηθεί της υποβολής της αίτησης, ήσαν αιτιολογημένα στη βάση των διατάξεων του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Ν. 109(Ι)/2014), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης για έγκριση της αίτησής της από 1.4.2021, δι’ επιστολής της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας, ημερομηνίας 19.4.2021 και στις 29.6.2021, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.

 

Η πλευρά της αιτήτριας προωθεί ως πρώτο λόγο ακύρωσης τον ισχυρισμό περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου από τους καθ’ ων η αίτηση και συνακόλουθης εμφιλοχωρήσασας ουσιώδους νομικής πλάνης, η οποία απέληξε στην καταβολή του ΕΕΕ από 1.4.2021 και όχι από 8.8.2016.

 

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, εγείρονται ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθώς και ελλιπούς και/ή πάσχουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Τέλος, ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης προωθείται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και καλόπιστα, υπήρξε δε αυτή πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Τονίζει η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, τόσο δια του δικογράφου της ενστάσεως, όσο και δια της γραπτής της αγόρευσης, ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4(4)(γ) του Νόμου, «δεν δύναται να υποβάλει αίτηση και δεν καθίσταται δικαιούχο για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο έχει την ιδιότητα του φοιτητή, εξαιρουμένου του φοιτητή στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (δ) του εδαφίου (2) ή/και είναι άτομο με αναπηρία ή/και είναι ορφανός». Στο πλαίσιο δε των συνεχών επανελέγχων που διενεργεί η Υπηρεσία επί των αιτήσεων, αλλά και για να εξεταστεί η αίτηση με βάση το άρθρο 8(3) του Νόμου[1], απεστάλη στην αιτήτρια επιστολή ημερομηνίας 1.9.2021, με την οποία τής ζητήθηκε η προσκόμιση επιπρόσθετων εγγράφων. Από τα έγγραφα δε αυτά, διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια είχε την ιδιότητα της φοιτήτριας κατά τα έτη 2016-2021, γεγονός το οποίο, ως αναφέρεται, η αιτήτρια δεν είχε αποκαλύψει κατά την υποβολή της αίτησής της τον Αύγουστο 2016 και το οποίο της στερούσε τη δυνατότητα διεκδίκησης παροχής ΕΕΕ για οποιαδήποτε περίοδο προγενέστερη της εγκριθείσας (1.4.2021 και εντεύθεν). Μάλιστα, ως επίσης αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, μετά τα πιο πάνω, η παροχή του ΕΕΕ προς την αιτήτρια ανεστάλη και στις 5.10.2021 απεστάλη επιστολή προς αυτήν, με την οποία ζητούνταν ικανοποιητικές επεξηγήσεις αναφορικά με το γεγονός ότι κατά την υποβολή της αίτησής της για παροχή ΕΕΕ, τον Αύγουστο 2016, είχε παραλείψει να αναφέρει το γεγονός της ιδιότητάς της ως φοιτήτριας, καθώς και για το γεγονός ότι κατά την έναρξη καταβολής του ΕΕΕ, τον Απρίλιο 2021, αυτή παρέλειψε να ενημερώσει την Υπηρεσία ότι εξακολουθούσε να έχει την ιδιότητα της φοιτήτριας.

 

Ενόψει των πιο πάνω, εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση, η αιτήτρια δεν καθίσταται δικαιούχος σε καταβολή αναδρομικών δικαιωμάτων από το 2016, ως η απαίτησή της, «καθώς ούσα φοιτήτρια, δεν ήταν δικαιούχος ΕΕΕ κατά το εν λόγω διάστημα, όπως ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 4(4)(γ) και 8(3)».

 

Έχω εξετάσει την επίδικη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησής της.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Στην επιστολή της Υπηρεσίας προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 19.4.2021, στην οποία περιέχεται η επίδικη απόφαση, αναφέρεται ότι εγκρίθηκε η αίτησή της για παροχή ΕΕΕ από 1.4.2021, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού του ΕΕΕ (€624 μηνιαίως). Πουθενά όμως δεν αναφέρεται και από πουθενά δεν προκύπτει ο λόγος που οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν την παροχή ΕΕΕ στην αιτήτρια από 1.4.2021 και όχι από 8.8.2016, ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ως η αξίωση της αιτήτριας. Εφόσον οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν να προχωρήσουν στην παροχή ΕΕΕ σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης και βεβαίως διαφορετική από την αιτούμενη, όφειλαν να αιτιολογήσουν επαρκώς την απόφασή τους. Απουσιάζει, ωστόσο, οποιαδήποτε αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης και/ή ο λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε η καταβολή του ΕΕΕ από 1.4.2021 και όχι από 8.8.2016. Ως εκ τούτου, καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Επιπρόσθετα, ούτε και στα παραρτήματα της ένστασης εντοπίζεται οποιαδήποτε αναφορά επί του θέματος κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι κατά το χρόνο μέχρι και τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενώ ούτε και η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση με παρέπεμψε σε οποιοδήποτε εντός του οικείου διοικητικού φακέλου σχετικό έγγραφο, ούτως ώστε να μπορούσε να εξεταστεί ζήτημα συμπλήρωσης της δοθείσας αιτιολογίας της πράξης.

 

Βεβαίως, δεν παραγνωρίζω ότι η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση αναφέρεται τόσο στην ένστασή της, αλλά και στη γραπτή της αγόρευση, στους λόγους για τους οποίους οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι η αιτήτρια δεν δικαιούτο σε παροχή ΕΕΕ για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα πριν από την 1.4.2021. Επιχειρηματολογώντας εκτενώς επί του θέματος, η κα Δρυμιώτου εισηγείται ότι από τη στιγμή που η αιτήτρια, σύμφωνα με τα έγγραφα που προσκόμισε, είχε την ιδιότητα της φοιτήτριας κατά τα έτη 2016-2021, αυτή δεν δικαιούτο σε παροχή ΕΕΕ για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4(4)(γ) και του άρθρου 8(3) του Νόμου. Μάλιστα, συνεχίζει η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, από τα εν λόγω έγγραφα διαπιστώθηκε ότι η φοίτηση της αιτήτριας δεν ήταν μερική, αλλά πλήρης, παραπέμποντας συναφώς σε σχετική βεβαίωση του Πανεπιστημιακού ιδρύματος όπου φοιτούσε η αιτήτρια, ημερομηνίας 10.9.2021, στην οποία γίνεται αναφορά σε κανονική διάρκεια σπουδών έξι εξαμήνων. Επιπρόσθετα, προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της, η κα Δρυμιώτου παραπέμπει δια του δικογράφου της ενστάσεώς της σε έγγραφα μεταγενέστερα της ημερομηνίας λήψης της επίδικης απόφασης, από τα οποία, ως εισηγείται, διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια είχε την ιδιότητα της φοιτήτριας κατά τα έτη 2016-2021.

 

Ωστόσο, οι πιο πάνω αναφορές της δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση συνιστούν απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία βεβαίως και είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ των υστέρων από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565 και Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Ε.Τ. ν. Συμβούλιο Νοσηλευτικής και Μαιευτικής Κύπρου, Υποθ. Αρ. 864/2021, ημερ. 13.6.2024, C. LIASIDES EXHIBITIONWISE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 230/2018, ημερ. 9.9.2022 και MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/2018, ημερ. 10.5.2022).

 

Επιπρόσθετα, δεν μπορώ παρά να επισημάνω ότι τα όσα αναφέρει επί του υπό συζήτηση θέματος η κα Δρυμιώτου, πέραν του ότι συνιστούν ανεπίτρεπτη εκ των υστέρων αιτιολογία, εκφεύγουν του ουσιώδους χρόνου της υπόθεσης, δεδομένου ότι πρόκειται για έγγραφα και/ή γεγονότα που φέρουν ημερομηνία και/ή έλαβαν χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους, ήτοι μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης και από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτά είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά τον χρόνο διαμόρφωσης της επίδικης κρίσης της. Τόσο η επιστολή της Υπηρεσίας προς την αιτήτρια για προσκόμιση πρόσθετων εγγράφων και/ή στοιχείων αναφορικά με τη φοίτησή της (1.9.2021), όσο βεβαίως και η αποστολή των ζητούμενων εγγράφων από την αιτήτρια (30.9.2021), έγινε μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Παρομοίως, και η προαναφερθείσα βεβαίωση του Πανεπιστημιακού ιδρύματος όπου φοιτούσε η αιτήτρια, ημερομηνίας 10.9.2021, όσο και η σχετική επιστολή των καθ’ ων η αίτηση προς αυτήν, με την οποία την ενημέρωσαν για την αναστολή της καταβολής του ΕΕΕ, ημερομηνίας 5.10.2021 (παράρτημα 7 στην ένσταση), εκφεύγουν του ουσιώδους χρόνου της υπόθεσης. Από όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα, προκύπτει ευκρινώς ότι το ζήτημα της φοίτησης της αιτήτριας, ως παράγων σχετικός με την προς αυτήν παροχή ΕΕΕ, απασχόλησε τους καθ’ ων η αίτηση μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Διαφορετική ενδεχομένως να ήταν η προσέγγισή μου, εάν τα όσα σχετικά παρατίθενται στην ένσταση και στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, είχαν περιληφθεί με την στοιχειώδη επάρκεια, στην επίδικη απόφαση. Κάτι όμως που δεν έγινε. Με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό αιτιολογίας.

 

Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποίων νομοθετικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348). Ούτε και γίνεται στην επίδικη απόφαση οποιαδήποτε αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 4(4)(γ) ή/και 8(3) του Νόμου. Απαιτείτο, εν προκειμένω, σαφής αναφορά στη νομική βάση της απόφασης, αλλά και επαρκής παράθεση των λόγων, για τους οποίους κρίθηκε η 1.4.2021 ως σημείο έναρξης της καταβολής ΕΕΕ στην αιτήτρια, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθή υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης στις εν λόγω διατάξεις και να καταστεί αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης, επιτρέποντας ωσαύτως τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.

 

Τα όσα αναφέρονται στην επιστολή ημερομηνίας 19.4.2021, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, δεν ανταποκρίνονται στις πιο πάνω επιταγές περί δέουσας αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης, το οποίο δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά πάγια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο, επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να εντοπίσει τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ΕΔΔ αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020).

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι υφίσταται κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Αυτή δε η διαπίστωση αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..    

 

 

 

Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Σύμφωνα με το οποίο, για την καταβολή ΕΕΕ για προγενέστερες περιόδους, χρειάζεται να εξεταστεί και να διαπιστωθεί ότι ο αιτητής ήταν δικαιούχος για ολόκληρη την εν λόγω περίοδο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο