ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 744/2021)

 

                              7 Αυγούστου 2024

                             [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                        I. A.

 

                                                                                                Αιτήτρια,

                                       και

 

 Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών     

 

Καθ’ ου η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Κασσάνδρα Κουπαρή, δικηγόρος για την αιτήτρια.

Παύλος Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

                               Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Α) της Προσφυγής, η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε στις 1.2.2017 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 17.5.2021.

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, οφείλει να επισημανθεί ότι η πλευρά της αιτήτριας  απέσυρε – και καθόλα ορθά-κατά το στάδιο των διευκρινήσεων την αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Β) της Προσφυγής.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, η αιτήτρια, Παλαιστίνια σε καταγωγή και υπήκοος Ιράκ, αφίχθηκε για πρώτη φορά στις 22.11.2007 στο έδαφος της Δημοκρατίας μέσω των κατεχόμενων περιοχών και στις 26.11.2007 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Με απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 16.2.2011 τόσο ο σύζυγος της αιτήτριας όσο και η ίδια, ως κυρίως εξαρτώμενη του συζύγου της, αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Καθόλο αυτό το διάστημα παραχωρείτο στην αιτήτρια, τόσο επί της βάσης του αρχικώς καθεστώτος της ως αιτητή διεθνούς προστασίας όσο και του μετέπειτα καθεστώτος της ως αναγνωρισμένου πρόσφυγα, άδεια προσωρινής διαμονής στη Δημοκρατία, η ισχύς της οποίας τύγχανε ανανέωσης, με την τελευταία να έχει ισχύ μέχρι τις 9.9.2026.

 

Στις 1.2.2017 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Η πιο πάνω αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση της λειτουργού εξέτασης, η oποία περιλαμβάνετo σε σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε, μετά από προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας και αφού προηγουμένως, είχαν ληφθεί πληροφορίες από την ΚΥΠ και την Αστυνομία.

 

Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 17.5.2021 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 01/02/2017 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι δεν έχετε οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία καθώς τα παιδιά σας διαμένουν στο εξωτερικό. Επιπλέον, δεν έχετε επαρκείς πόρους συντήρησης και είστε λήπτης δημόσιου βοηθήματος (Ε.Ε.Ε). Επιπρόσθετα, το καθεστώς που κατέχετε είναι αρκούντως ικανοποιητικό.»

 

Κατά της νομιμότητας της απορριπτικής απόφασης του καθ΄ου η αίτηση η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά της αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας. Αποτελεί κύρια θέση της αιτήτριας επί της οποίας εδράζονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί ότι παραγνωρίστηκε και δεν εξετάστηκε ο λόγος για τον οποίο η αιτήτρια είναι λήπτης Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος καθώς και ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα από τη λειτουργό εξέτασης αναφορικά με τους οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς της αιτήτριας, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένα και αναιτιολόγητα συμπεράσματα. Περαιτέρω η πλευρά της αιτήτριας διατείνεται ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση πάσχει από κακοπιστία καθότι η αιτήτρια κατέχει όλα τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για πολιτογράφηση. Πρόσθετος ισχυρισμός προβάλλεται περί παραβίασης του δικαιώματος της δίκαιης δίκης της αιτήτριας καθώς και ότι ο καθ’ ου η αίτηση υπερέβηκε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν έδρασε με την προϋπόθεση της καλής πίστης.

 

Αντίθετα η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών. Περαιτέρω υποβάλλει η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση ότι η γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας και ως εκ τούτου οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου θα πρέπει να απορριφθούν. Τονίζεται δε με παραπομπή σε νομολογία ότι η πολιτογράφηση αποτελεί εξουσία η όποια ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους καθώς και ότι η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.   

 

Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των αιτημάτων, με μόνο περιορισμό να ενεργεί με καλή πίστη (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, ISSAE. EALYATIM v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496) Tulin  Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010)  Boulatnikova v. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007) Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ.20 ). Ακόμα δε και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων για πολιτογράφηση δεν συνεπάγεται δίχως άλλο ότι ο αιτητής δικαιούται αυτόματα πιστοποιητικό πολιτογράφησης (Reyes και Κυπριακής Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ.181/12, ημερομηνίας 24/10/18).

 

Σχετικά είναι τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτό αποτελούσε το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εδώ ενδιαφέρουν:

 

«Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011 3 Α.Α.Δ 66) λέχθηκαν τα εξής σχετικά και καθοδηγητικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης. Η παραχώρηση πολιτογράφησης  είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος. Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Επίσης, το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman vRepublic (1987) 3 C.L.R. 224)  και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, που μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic vGeorghiades (1972) 3 C.L.R. 594)».

 

Συνεπώς και στη βάση των ανωτέρω, εν πρώτοις διαπιστώνω, ότι η θέση της αιτήτριας ότι η ίδια κατέχει τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για πολιτογράφηση, ουδόλως δύναται να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης και ουδόλως δύναται αφ΄εαυτής να καταδείξει κακοπιστία του καθ΄ου η αίτηση, ως η αιτήτρια εσφαλμένα διατείνεται, αφού, ως είναι παγίως νομολογημένο η πλήρωση των τυπικών προσόντων παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα έγκρισης τέτοιας αίτησης και απόκτησης άνευ έτερου της κυπριακής ιθαγένειας (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307) VARSIK MKRTCHYAN v. Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/17, ημερομηνίας 27/9/23).

 

Περαιτέρω και έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακά δοσμένες αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή της αγόρευση, περί ελλιπούς έρευνας, πλάνης και  ανεπαρκούς αιτιολογίας ουδόλως ευσταθούν και απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Ειδικότερα όπως προκύπτει από το έντυπο που συμπληρώθηκε κατά την συνέντευξη της αιτήτριας, η αιτήτρια δήλωσε ότι έχει τέσσερα παιδιά τα οποία κατονόμασε αναφέροντας παράλληλα και τη χώρα στην οποία διαβιεί το καθένα ξεχωριστά. Αναφορικά με την οικονομική και επαγγελματική της κατάσταση στη Δημοκρατία η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν έχει ούτε ακίνητη ιδιοκτησία αλλά ούτε και καταθέσεις σε κυπριακές τράπεζες, καθώς και ότι το μόνο της μηνιαίο εισόδημα είναι το ποσό των €300-€400 το οποίο της αποστέλλουν τα τέκνα της καθώς και το ποσό των €720 που λαμβάνει ως λήπτης Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Στην ερώτηση εάν οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειας της ζει στη Δημοκρατία, η αιτήτρια, απάντησε αρνητικά ενώ σε ερώτηση πώς περνά τον ελεύθερο της χρόνο, η οποία σκοπούσε, ως καταγράφεται στο εν λόγω έντυπο, στο να καταδείξει την ενσωμάτωση της αιτήτριας στη κυπριακή κοινωνία, η αιτήτρια απάντησε ότι περνά το χρόνο της «σε καφετέριες » και «βοηθά όλους τους ανθρώπους ». Περαιτέρω και σε αντίστοιχη ερώτηση κατά πόσο διατηρεί φιλίες με κύπριους υπηκόους, η αιτήτρια κατονόμασε μονολεκτικά δυο εκ των εγγυητών της.

 

Εν προκειμένω όλες οι ανωτέρω καταγραφές και τα ενώπιον του καθ΄ου η αίτηση δεδομένα επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο ότι υπήρξε επαρκές έρεισμα για την απορριπτική κατάληξη της αίτησης της αιτήτριας, η οποία κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας. Συνεπώς καθόλα εύλογα η αρμόδια λειτουργός, στηριζόμενη στα ενώπιον της στοιχεία και στη προηγηθείσα προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας, καταγράφει μεταξύ άλλων, στην έκθεση της, ότι η αιτήτρια δεν έχει ενταχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό στην κυπριακή κοινωνία καθότι δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα, ζει στη δική της κουλτούρα και δεν έχει κανένα οικογενειακό δεσμό με τη Δημοκρατία λόγω του γεγονότος ότι τα παιδιά της διαβιούν σε τέσσερις διαφορετικές χώρες και είναι λήπτης ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Περαιτέρω από την εν λόγω έκθεση προκύπτει ότι δεν εντοπίστηκαν και δεν καταγράφηκαν οποιοιδήποτε εργασιακοί/οικονομικοί και κοινωνικοί δεσμοί της αιτήτριας με τη Δημοκρατία καθώς ρητώς σημειώνεται ότι η αιτήτρια είναι λήπτης ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και το καθεστώς που κατέχει η αιτήτρια ως αναγνωρισμένου πρόσφυγά, είναι αρκούντως ικανοποιητικό.

 

Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι δήθεν παραγνωρίστηκε και δεν διερευνήθηκε από τη λειτουργό εξέτασης ο λόγος για τον οποίο η αιτήτρια αναγκάζεται να λαμβάνει Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα και δη ότι η αιτήτρια πάσχει από πολλαπλά ιατρικά προβλήματα, τα οποία δεν της επέτρεπαν και παρά τις προσπάθειες της να εξεύρει εργασία και επομένως ότι η αιτήτρια «δεν εκμεταλλεύεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τη Δημοκρατία», επισημαίνεται ότι ουδόλως ευσταθεί. Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι η αιτήτρια ουδόλως αμφισβητεί την καίρια και καταλυτική για τις αιτιάσεις της διαπίστωση, η οποία συνιστά μάλιστα και αυτοτελή λόγο απόρριψης της επίδικης αίτησης, ότι η αιτήτρια δεν διαθέτει επαρκείς πόρους συντήρησης και ότι είναι λήπτης δημοσίου βοηθήματος, κάτι μάλιστα το οποίο προκύπτει από τα όσα η ίδια ευθέως δήλωσε κατά την προφορική της συνέντευξη. Περαιτέρω δεν εντοπίζω να υπήρξε οποιοδήποτε εύρημα ότι η αιτήτρια εκμεταλλεύεται τη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα τα όσα η αιτήτρια ισχυρίζεται να παρέμειναν εν τέλει ασύνδετα με τις διαπιστώσεις του καθ΄ου η αίτηση. Δεν διαβλέπω επομένως πως οι όποιες αναφορές της αιτήτριας περί παραγνώρισης και μη εξέτασης των λόγων για τον οποίο λαμβάνει ένα τέτοιο επίδομα, θα μπορούσαν να επηρεάσουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού τα όσα διατείνεται ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη συνιστούν εν ολίγοις στοιχεία αδιάφορα για τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης.

 

Ανυπόστατη βεβαίως και συνεπώς απορριπτέα είναι και η έτερη θέση της αιτήτριας ότι η μόνιμη εγκατάσταση των τεσσάρων παιδιών της αιτήτριας στο εξωτερικό δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι η ίδια δεν έχει οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία, αφ΄ης στιγμής μάλιστα οι ηλικιωμένοι γονείς της έχουν πρόθεση να διαμείνουν στη Δημοκρατία. Επί τούτου αρκεί να υπομνησθεί ότι είναι η ίδια η αιτήτρια που δήλωνε κατά την προφορική της συνέντευξη ότι δεν διατηρεί κανένα άλλο οικογενειακό δεσμό στη Δημοκρατία και επομένως η όποια πρόθεση των ηλικιωμένων γονέων της να διαμείνουν στη Δημοκρατία ουδόλως αναιρεί και ουδόλως μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση του καθ΄ου η αίτηση ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η αιτήτρια δεν διατηρούσε οικογενειακούς ή κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία. Άλλωστε, ως παρατηρώ, τα όσα διατείνεται η αιτήτρια περί τέτοιας προθέσεως των γονέων της για μετοίκιση στη Δημοκρατία προβάλλονται ανεπίτρεπτα για πρώτη φορά στα πλαίσια της γραπτής της αγόρευσης και ουδόλως υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Ούτε όμως οι γενικόλογες και ατεκμηρίωτες αναφορές της αιτήτριας περί μη διενέργειας από τη λειτουργό εξέτασης οποιασδήποτε έρευνας αναφορικά με τα πρόσωπα που είχαν «στενή γνωριμία» με την αιτήτρια καθώς και σε σχέση με το κατ΄ ισχυρισμό γεγονός ότι η αιτήτρια έχει αναπτύξει «πολύ γερούς δεσμούς με τους γείτονες της» ή ότι η αιτήτρια ενσωματώθηκε ικανοποιητικά στην κυπριακή κοινωνία αφού οργανώνει διάφορες εξόδους με κύπριους φίλους της, ευσταθούν.

 

Εν προκειμένω οι εν λόγω αναφορές της αιτήτριας περί ισχυρών δεσμών με τους γείτονες της ή περί προσώπων με τα οποία έχει στενή γνωριμία ή περί εξόδων της με κύπριους φίλους της -για τις οποίες μάλιστα παραπονείται ότι δεν διερευνήθηκαν-  καταρρίπτονται ευθέως από το ίδιο το περιεχόμενο της προφορικής της συνέντευξης, το οποίο φανερώνει με τρόπο αναντίλεκτο ότι η αιτήτρια τίποτα δεν ανέφερε που να καταδεικνύει την ύπαρξη τέτοιου είδους σχέσεων ή γεγονότων, τα οποία εμφανώς υποβάλλει για πρώτη φορά με τη γραπτή της αγόρευση και τα οποία δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, αφού ως είναι νομολογημένο, δεν είναι επιτρεπτή η προσκόμιση μαρτυρίας και η απόδειξη γεγονότων δια μέσω των γραπτών αγορεύσεων ( Χατζηγεωργίου v Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C40 ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22). Απορριπτέα δε κρίνεται και η έτερη αναφορά της αιτήτριας ότι η αρμόδια λειτουργός εσφαλμένα συμπέρανε ότι η αιτήτρια «δεν γνωρίζει κανένα κύπριο πολίτη» αφού ουδόλως τέτοια διαπίστωση εντοπίζεται στην εν λόγω έκθεση. Το μόνο δε που διαπιστώθηκε είναι ότι η αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ότι διατηρεί οποιοδήποτε κοινωνικό ή οικογενειακό ή άλλο δεσμό στη Δημοκρατία, συμπέρασμα το οποίο παρέμεινε στέρεο και ουδόλως κατόρθωσε να κλονίσει. Η δε απλή και μεμονωμένη παράθεση δυο ονομάτων, τα οποία η αιτήτρια ανέφερε ως κύπριους φίλους της καθώς και το γεγονός ότι η ίδια απάντησε σε βασικές ερωτήσεις αναφορικά με την Κυπριακή Ιστορία- στα οποία παραπέμπει η αιτήτρια- ουδόλως επαρκούν για να επηρεάσουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να αντικρούσουν όλες τις ανωτέρω διαπιστώσεις του καθ΄ου η αίτηση. Άλλωστε ουδόλως προκύπτει τα υπό αναφορά στοιχεία, τα οποία, ήταν ενώπιον του καθ΄ου η αίτηση, να παραγνωρίστηκαν. Εν προκειμένω, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και δη η έκθεση της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη, επιβεβαιώνει ότι  εξετάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση της αιτήτριας. Ουσιαστικότερο όμως όλων παραμένει ότι αφ΄ης στιγμής δεν έχει καταδειχθεί ότι η διοίκηση ενήργησε κακόπιστα, το ζήτημα απολήγει στο αποκλειστικό έργο συνεκτίμησης και στάθμισης στοιχείων, τα οποία ήταν ενώπιον του καθ’ ου η αίτηση ( KALATAI v. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1615/18, ημερομηνίας 17/12/21). Ως προς τούτο μάλιστα, δεν εντοπίζω η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση- η οποία στηρίχθηκε στην απορριπτική εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, στην οποία καταληκτικά καταγράφεται ότι δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος πολιτογράφησης της αιτήτριας καθότι κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον και τα συμφέροντα της πολιτείας- να κινήθηκε εκτός της διακριτικής του ευχέρειας, η οποία ως νομολογιακά επιτάσσεται, είναι ιδιαίτερα ευρεία σε περιπτώσεις αιτήσεων πολιτογράφησης (THIRRUCHEL VAN THANGARAJAH και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 103/14, ημερομηνίας 3/3/17).

 

Παντελώς αβάσιμη είναι και η θέση της αιτήτριας ότι εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη από τον καθ΄ου η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα, αφού κάτι τέτοιο ως διατείνεται δεν είναι προαπαιτούμενο. Αρκεί να υπομνήσω ότι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Reyes και Κυπριακής Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18) λέχθηκαν για τον παράγοντα της ελληνικής γλώσσας κατά την εξέταση αιτήσεων για πολιτογράφηση  τα ακόλουθα: «Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα […]Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα.» Άλλωστε προδήλως αβάσιμη είναι και η έτερη, αντιφατική, αναφορά της αιτήτριας ότι η ίδια προχώρησε σε μαθήματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, κάτι βεβαίως το οποίο ουδόλως υποβλήθηκε ενώπιον της αρμόδιας λειτουργού κατά την προφορική συνέντευξη της αιτήτριας και εν πάση περιπτώσει ουδόλως υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Ούτε βεβαίως μπορεί να επηρεάσει με οιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι εσφαλμένα η λειτουργός εξέτασης διαπίστωσε ότι η αιτήτρια γνωρίζει ελάχιστα αγγλικά, αφού καθοριστικό παραμένει ότι η καταγραφή αυτή, η οποία περιλαμβάνεται  στην έκθεση της λειτουργού, ουδόλως αποτέλεσε το υπόβαθρο ή περιλήφθηκε στους λόγους και τις διαπιστώσεις στις οποίες οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας.  Ούτε όμως και η διαζευκτική θέση της αιτήτριας ότι αν έτσι είχαν τα πράγματα, θα έπρεπε η όλη διαδικασία να είχε διεξαχθεί σε άλλη γλώσσα, μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως και η ίδια η αιτήτρια εισηγείται αλλά επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το περιεχόμενο της προφορικής συνέντευξης, η αιτήτρια κατανοούσε και αντιλαμβανόταν πλήρως τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, απαντώντας ανάλογα. Επομένως ουδέν μεμπτό διαπιστώνεται. Άλλωστε, ως παρατηρώ, η αιτήτρια ουδέν έθεσε ενώπιον της λειτουργού και ουδόλως εξέφρασε την επιθυμία η συνέντευξη να διενεργηθεί στη μητρική της γλώσσα.

Απορριπτέα κρίνεται και η παντελώς γενική και αόριστη αναφορά της πλευράς της αιτήτριας ότι παραβιάζεται το δικαίωμα της δίκαιης δίκης διότι η αιτήτρια «δεν έχει καν ακροαστεί» αναφορικά με τα ευρήματα του καθ΄ου η αίτηση ώστε να θέσει τους ισχυρισμούς της. Επί τούτου αρκεί να αναφέρω ότι πέραν του ότι δεν υφίσταται υποχρέωση στη διοίκηση να καλεί προς ακρόαση τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για πολιτογράφηση, η αιτήτρια είχε κάθε ευκαιρία να θέσει και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τις θέσεις της μέσω της αιτήσεως της και της προσωπικής της συνέντευξης (YULIA  KOCHETOVA  και  Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1444/14, ημερομηνίας 24/5/17) Tonu ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 415/2019, ημερομηνίας 16.2.2022) FAMIDE GUL  KASAPHOCA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1414/19, ημερομηνίας 17/11/22).

 

Έπεται και στη βάση των ανωτέρω, ότι τα όσα παραθέτει η αιτήτρια ουδόλως αντικρούουν τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στην έκθεση της λειτουργού, η οποία αποτέλεσε το έρεισμα για τη λήψη της απόφασης του Υπουργού και το περιεχόμενο της οποίας, σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένο με τη ληφθείσα απόφαση, συμπληρώνει την αιτιολογία αφού καταδεικνύει αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (Vassiliou vRepublic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185) Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). 

 

Ούτε βεβαίως -και παρά τις αντίθετες αιτιάσεις της αιτήτριας- δεν εντοπίζω οποιαδήποτε κατάχρηση ή κακοπιστία στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού. Τουναντίον, διαπιστώνω ότι ο καθ΄ου η αίτηση άσκησε την ευρύτατη διακριτική του εξουσία καλόπιστα και ότι η απόφαση απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας επί της βάσης ότι η ίδια δεν διατηρεί οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία, δεν διαθέτει επαρκείς πόρους συντήρησης και είναι λήπτης δημόσιου βοηθήματος καθώς και ότι το καθεστώς που κατέχει ως αναγνωρισμένος πρόσφυγας είναι αρκούντως ικανοποιητικό, ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων. Το Δικαστήριο και με δεδομένο ότι ουδεμία πλάνη ή κακοπιστία έχει καταδειχθεί δεν μπορεί να επέμβει και να αμφισβητήσει την απορριπτική κρίση της διοίκησης, η οποία κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (VARSIK MKRTCHYAN και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/2017, ημερομηνίας 27/9/23) Angela Siomina Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307) RANJEET KAUR v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 298/19, ημερομηνίας 27/6/22).

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.400 έξοδα εναντίον της αιτήτριας  και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση.

                   

         

                                     Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο