ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 868/2020)

 

7 Αυγούστου, 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης ΔΔ]

 

 

Β. Κ.

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση.

…………………………

Έλενα Αλεξάνδρου (κα) για Χρ. Λάρκου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Σοφοκλής Καρασαμάνης για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Ο αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α.  Διάταγμα και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία, η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτησης με την οποία επιβλήθηκε στον τελευταίον εκ των υστέρων βεβαίωση άλλης τελωνειακής οφειλής υπ’ αριθμό αναφοράς 2020604235257, καθίσταται άκυρη, καταχρηστική, παράνομη και εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β.  Διάταγμα και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να καθίσταται άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος η απόφαση τω Καθ’ ων η Αίτησης η οποία κοινοποιήθηκε δια επιστολής ημερομηνίας 24.07.2020 στον Αιτητή η πρόθεση για μη επιστροφή χρημάτων και/ή διασμοφορολογικών επιβαρύνσεων και/ή χρηματική επιβάρυνση ύψους €11,534.- και ανάλογους τόκους είναι άκυρη, παράνομη, καταχρηστική και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.»

         

          Ο αιτητής το 2019 αποπειράθηκε να εισαγάγει στη Δημοκρατία από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα συγκεκριμένο μεταχειρισμένο όχημα συνοδευόμενο με τιμολόγιο αγοράς έναντι 35.000AED δηλαδή, €9.615 όση ήταν και η αξία που δηλώθηκε για το όχημα σε ηλεκτρονική διασάφηση. Το Τελωνείο προχώρησε σε φυσικό έλεγχο του οχήματος με σκοπό την εκτίμησή του από τον οποίο διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για κλασσικό όχημα ειδικής κατασκευής με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εύλογες υποψίες ότι η δηλωθείσα τιμή είναι χαμηλότερη από την πραγματική τιμή αγοράς. Κατόπιν διερεύνησης διαπιστώθηκε ότι η πραγματική τιμή πώλησης παρόμοιου οχήματος είναι στα 145.000AED δηλαδή, €35.513,97. Ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 27.1.2020 ότι η αξία του οχήματος καθορίστηκε στο ποσό των €31.230 με δικαίωμα υποβολής αιτήματος αναθεώρησης εντός 60 ημερών. Ακολούθησε επιστολή εκπροσώπου του αιτητή στις 27.1.2020 με την οποία ζήτησε να ακυρωθεί η διασάφηση και να του επιτραπεί να προχωρήσει σε εξαγωγή του οχήματος στην Αγγλία.

 

Ακολούθησε στις 16.3.2020 νέα επιστολή του αιτητή μέσω των δικηγόρων του ζητώντας να ενημερωθεί για τους δασμούς που θα έπρεπε να καταβληθούν. Οι καθ’ ων η αίτηση απάντησαν με επιστολή ημερομηνίας 24.3.2020 καταγράφοντας τα ποσά που θα έπρεπε να καταβάλει ο αιτητής. Με νέα επιστολή στις 26.3.2020 ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του απέρριψε το περιεχόμενο της επιστολής των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 24.3.2020 και ζήτησε εκτελωνισμό του οχήματος ζητώντας παράλληλα να δοθεί άδεια στον αιτητή για επανεξαγωγή του. Στις 31.3.2020 προχώρησε σε κατάσχεση του οχήματος. Με επιστολή ημερομηνίας 9.4.2020 οι καθ’ ων η αίτηση πληροφόρησαν τον αιτητή μέσω των δικηγόρων του ότι το αίτημά του για επανεξαγωγή γίνεται αποδεκτό νοουμένου ότι καταβληθούν συγκεκριμένα ποσά που σχετίζονται με το αδίκημα της αναληθούς δήλωσης και της δόλιας αποφυγής καταβολής δασμών και φόρων εντός δέκα ημερών το οποίο παρατάθηκε κατόπιν αιτήματος του αιτητή μέχρι τις 11.5.2020.

 

Με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 8.5.2020 οι δικηγόροι του αιτητή πληροφόρησαν τους καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής επιθυμεί εξωδικαστικό συμβιβασμό. Στις 27.5.2020 εκδόθηκε εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής και άλλης οφειλής για το συνολικό ποσό των €7.346,86. Στις 28.5.2020 υποβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή νέα διασάφηση για να τεθεί το όχημα σε ελεύθερη κυκλοφορία με δηλωμένη τη νέα αξία που καθόρισαν οι καθ’ ων η αίτηση αναγράφοντας «πληρώνω υπό διαμαρτυρία». Την ίδια μέρα ο αιτητής κατέβαλε το ποσό που καθορίστηκε ως εξώδικος συμβιβασμός για τα αδικήματα της αναληθούς δήλωσης και της δόλιας αποφυγής καταβολής δασμών και φόρων και το ποσό της εκ των υστέρων βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής. Στις 29.5.2020 το όχημα παραδόθηκε στον αιτητή.

 

          Ο αιτητής με νέα επιστολή μέσω των δικηγόρων του ημερομηνίας 24.6.2020 πρόβαλε διάφορους ισχυρισμούς και ζήτησε μερική επιστροφή του ποσού που ήδη πληρώθηκε αίτημα που απορρίφθηκε στις 9.7.2020. Ακολούθησε πρόσθετη αλληλογραφία η οποία οδήγησε στην υπό κρίση προσφυγή.

 

          Οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν τέσσερεις προδικαστικές ενστάσεις με τις οποίες εισηγούνται ότι η αιτούμενη θεραπεία Α είναι εκπρόθεσμη,  η αιτούμενη θεραπεία Β δεν στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης, ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον και ότι συμπροσβάλλονται στο ίδιο δικόγραφο πέραν της μίας μη συναφών πράξεων. Οι συνήγοροι του αιτητή δεν προβάλλουν καμία επιχειρηματολογία στη γραπτή τους αγόρευση προς αντίκρουση των εν λόγω προδικαστικών ενστάσεων.

 

          Η αιτούμενη θεραπεία Α προσβάλλει την «εκ των υστέρων βεβαίωση άλλης τελωνειακής οφειλής» αλλά αναφέρεται σε αριθμό αναφοράς 2020604235257. Ο εν λόγω αριθμός δεν αφορά την εκ των υστέρων βεβαίωση αλλά τη διασάφηση που υπέβαλε ο ίδιος ο αιτητής με σκοπό να τεθεί το όχημά του σε ελεύθερη κυκλοφορία. Επομένως, αυτό που θεωρείται ότι είναι το αντικείμενο της αιτούμενης θεραπείας Α είναι η εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής.  Η εν λόγω βεβαίωση εκδόθηκε στις 27.5.2020 και όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 και συγκεκριμένα τα έγγραφα Κ19/2 – Κ19/4, παραδόθηκε ιδιοχείρως στον αιτητή ο οποίος φαίνεται να υπογράφει τις τρεις σελίδες της βεβαίωσης. Συνεπώς, η προσβολή της με την υπό κρίση προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 21.9.2020 ορθά εισηγείται ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι έγινε εκπρόθεσμα και συνεπώς, απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

 

Η αιτούμενη θεραπεία Β στρέφεται κατά της επιστολής των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 24.7.2020 με την οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή, ως αναφέρει η αιτούμενη θεραπεία, η πρόθεση για μη επιστροφή ποσού ύψους €11,534. Ωστόσο, της επιστολής αυτής προηγήθηκε η επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 9.7.2020 σε απάντηση αιτήματος που υπέβαλε ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του με επιστολή ημερομηνίας 24.6.2020 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

         

«Ο πελάτης μας έχει προβεί στη πληρωμή ολόκληρου του ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων και τετρακόσιων τριάντα δύο ευρώ (€15.432,00) ως δασμολογικές επιβαρύνσεις για το ως άνω αναφερόμενο όχημα δια τον λόγον ότι θέσατε στο πελάτη μας στενά χρονοδιαγράμματα για συμμόρφωση με τις οδηγίες σας χωρίς να του αφήνατε περιθώριο διαπραγμάτευσης καθότι εάν δεν προέβαινε στην ως άνω πληρωμή δεν θα μπορούσε να παραλάβει το όχημα του.

Είναι η θέση μας ότι το ποσό που έχει καταβάλει ο πελάτης μας είναι υπέρογκο και/ή δεν δικαιολογείται και/ή δεν ανταποκρίνεται στην αγοραία αξία του οχήματος και παρακαλούμε όπως εξετάσετε το ενδεχόμενο για μερική επιστροφή του εν λόγω ποσού.»

 

Με την επιστολή, λοιπόν, της 9.7.2020 οι καθ’ ων η αίτηση πληροφορούν τον αιτητή μέσω των δικηγόρων του ότι το αίτημα για μερική επιστροφή οποιουδήποτε ποσού δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Ακολουθεί νέα επιστολή του αιτητή μέσω των δικηγόρων του με ημερομηνία 10.7.2020 και το εξής περιεχόμενο:

 

«Απορρίπτουμε το καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί τους ισχυρισμούς σας που περιέχονται στην επιστολή σας ημερομηνίας 9 Ιουλίου 2020 και εμμένουμε στους ισχυρισμούς μας που αναφέρονται στην επιστολή μας ημερομηνίας 26 Ιουνίου 2020.

Είναι η θέση μας ότι ο πελάτης μας έχει πληρώσει το εν λόγω ποσό υπό διαμαρτυρία και σε καμία περίπτωση δεν το έχει αποδεχτεί.  Περαιτέρω δε, σας ενημερώνουμε ότι ο μοναδικός λόγος που ο πελάτης μας έχει προβεί στην εν λόγω πληρωμή είναι ότι δεν δόθηκε από πλευράς σας περιθώριο διαπραγμάτευσης καθότι εάν δεν πρόβαινε στην αναφερόμενη πληρωμή δε θα μπορούσε να παραλάβει το όχημα του.»

 

Στην επιστολή 24.7.2020 οι καθ’ ων η αίτηση επαναλαμβάνουν όσα προηγήθηκαν καταλήγοντας ότι για δικούς τους σκοπούς, το ζήτημα θεωρείται κλειστό.

 

Σε ότι αφορά στην υπό κρίση προσφυγή, η απόφαση της 24.7.2020 είναι βεβαιωτική της 9.7.2020 και συνεπώς μη εκτελεστή. Επιπρόσθετα, ο αιτητής απαράδεκτα εισάγει συγκεκριμένο ποσό ως αξίωση το οποίο δεν εμφανίζεται πουθενά στην αλληλογραφία που οδήγησε στην επιστολή της 24.7.2020.

Για τους πιο πάνω λόγους, απορρίπτεται και η αιτούμενη θεραπεία Β ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1700 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

 

 

 

 

 

 

 

         

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο