ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 883/2020)

 

7 Αυγούστου, 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης ΔΔ]

 

 

Χ. Γ.

Αιτήτρια,

v.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ου η Αίτηση.

…………………………

Νικολέττα Θεοδώρου (κα) για Ηρακλής Ν. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Χριστίνα Γεωργίου (κα) για Γιάννης Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον καθ’ ου η αίτηση.

Γιώργος Γεωργίου για Πανίκος Α. Λεωνίδου & Σία, για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Η αιτήτρια με την υπό κρίση προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση της οποίας έλαβε γνώση με επιστολή ημερομηνίας 14.8.2020 να προσλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Χ. στη θέση ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού στην ειδικότητα «διδασκαλία της Αγγλικής γλώσσας» αντί της αιτήτριας.

 

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια συνοψίζονται σε έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, παράνομη και εσφαλμένη σύσταση της ειδικής επιτροπής και κατ’ επέκταση της απόφασης της συγκλήτου να την υιοθετήσει, πάσχουσα σύνθεση της ειδικής επιτροπής και του οργάνου που έλαβε την απόφαση και απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση.

 

Προτεραιότητα εξέτασης έχει ο λόγος ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια με τον οποίο εισηγείται ότι πάσχει η σύνθεση της τριμελούς ειδικής επιτροπής επειδή δύο από τα μέλη της δεν έχουν γνωστικό αντικείμενο σχετικό με το αντικείμενο της θέσης κατά παράβαση του Κανονισμού 9(1) της Κ.Δ.Π. 126/1992 και 260/2011 και επειδή το τρίτο μέλος σχετίζεται επαγγελματικά με μία εκ των υποψηφίων και συνεπώς είχε σύγκρουση συμφερόντων.

 

Αρχικά, όπως ορθά υποδεικνύει το καθ’ ου η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, οι εν λόγω αναφερόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις αφορούν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και όχι στο καθ’ ου η αίτηση συνεπώς, δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Επειδή, όμως, ζητήματα πάσχουσας σύνθεσης εξετάζονται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ως ζήτημα δημόσιας τάξης, προχωρώ στην εξέταση του λόγου ακύρωσης διευκρινίζοντας ότι το ορθό νομοθετικό πλαίσιο για τη σύνθεση της ειδικής επιτροπής εντοπίζεται σε κανόνες οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 39 του περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, Ν. 198(Ι)/2003, με τίτλο «Κανόνες Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού» (στο εξής οι «Κανόνες»).

 

Το σκέλος της εισήγησης της αιτήτριας που αφορά σε σύγκρουση συμφερόντων του μέλους Μούσκου, προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον. Αυτό επειδή η υποψήφια που αναφέρει η αιτήτρια ότι σχετίζεται με το εν λόγω μέλος δεν είναι αυτή που επιλέγηκε τελικά. Συνεπώς, ακόμα και εάν επιτύγχανε ο ισχυρισμός της αιτήτριας δεν θα αποκόμιζε η ίδια κάποιο όφελος. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το μέλος και πρόεδρο της επιτροπής Ζωπιάτη. Η αιτήτρια προσκλήθηκε σε προφορική συνέντευξη με επιστολή ημερομηνίας 11.5.2020 την οποία υπογράφει το εν λόγω πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως πρόεδρος. Επομένως, εφόσον η αιτήτρια αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα να συμμετέχει γνωρίζοντας ότι το πρόσωπο αυτό το οποίο εισηγείται τώρα ότι δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Κανόνα ενεργούσε ως πρόεδρος, έχει απωλέσει το έννομό της συμφέρον.

 

Τα πιο πάνω δεν ισχύουν, όμως, σε σχέση με την εισήγησή της αιτήτριας για το εναπομείναν μέλος της ειδικής επιτροπής Ιωάννου η οποία, ως εισηγείται η αιτήτρια, κατέχει θέση επίκουρης καθηγήτριας στο τμήμα πολυμέσων και γραφικών τεχνών. Όπως αποφασίστηκε στη Δημοκρατία ν. Θεοδώρου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 149 «δεν αναμένεται από ένα υποψήφιο να προσέρχεται σε διαδικασίες προαγωγών επιφυλάσσοντας ταυτόχρονα τα δικαιώματά του».

 

Ο Κανόνας 4 προνοεί τα εξής σε σχέση με τον διορισμό της ειδικής επιτροπής:

         

«Διορίζεται τριμελής Ειδική Επιτροπή από το Συμβούλιο του Τμήματος, αποτελούμενη από μέλη του Τμήματος, των οποίων το γνωστικό αντικείμενο είναι σχετικό με το αντικείμενο της κρινόμενης θέσης, ένα τουλάχιστον από τα μέλη της οποίας είναι σε βαθμίδα Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή.

Νοείται ότι στις περιπτώσεις του Κέντρου Γλωσσών και του Σχολείου Ελληνικής Γλώσσας δύναται να συμμετέχει, ως ένα από τα τρία μέλη της Ειδικής Επιτροπής, ο Διευθυντής του Κέντρου ή του Σχολείου Ελληνικής Γλώσσας, αντίστοιχα.»

 

          Όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνεδρίας της συγκλήτου ημερομηνίας 29.1.2020, η επίδικη θέση εμπίπτει στο κέντρο γλωσσών και φέρει την ειδικότητα «Διδασκαλία της Αγγλικής Γλώσσας». Έτσι έγινε και η προκήρυξη της επίδικης θέσης. Όπως επίσης προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό, το μέλος Ιωάννου πράγματι ανήκει στο τμήμα πολυμέσων και γραφικών τεχνών.

 

          Το καθ’ ου η αίτηση εισηγείται ότι το τί απαιτεί ο Κανόνας 4 είναι συνάφεια του αντικειμένου σε ευρύτερο επίπεδο και όχι ταύτιση του γνωστικού αντικειμένου της κρινόμενης θέσης και των μελών της επιτροπής. Εισηγείται, επίσης, ότι η επίδικη θέση δεν υπάγεται σε κάποιο τμήμα σχολής επομένως πρόσωπα συναφούς γνωστικού αντικειμένου ικανοποιούν τον Κανόνα. Το καθ’ ου η αίτηση δεν παρέπεμψε το Δικαστήριο σε κάποιο οργανόγραμμα έτσι ώστε να τεκμηριωθεί η εισήγηση που προβάλλει.

         

Εν πάση περιπτώσει, η επιφύλαξη του Κανόνα 4 κάνει ειδική μνεία στην περίπτωση του κέντρου γλωσσών αναφέροντας ότι υπάρχει η δυνατότητα – όχι υποχρέωση – να συμμετέχει ως ένα από τα τρία μέλη της επιτροπής ο διευθυντής του κέντρου. Η επιφύλαξη αυτή αφήνει να νοηθεί ότι δεν είναι απαιτούμενο τα μέλη της επιτροπής να προέρχονται αποκλειστικά από το κέντρο γλωσσών. Ο Κανόνας, όμως, θέτει ακόμα μία παράμετρο την οποία πρέπει να ικανοποιούν τα μέλη που συνθέτουν την ειδική επιτροπή, την κατοχή γνωστικού αντικειμένου σχετικού με το αντικείμενο της κρινόμενης θέσης. Ούτε αιτιολογείται, ούτε προκύπτει από πουθενά στην απόφαση της συγκλήτου γιατί το μέλος Ιωάννου προερχόμενη από το τμήμα πολυμέσων και γραφικών τεχνών θεωρείται ότι κατέχει γνωστικό αντικείμενο σχετικό με το αντικείμενο της κρινόμενης θέσης.

 

          Η πιο πάνω διαπίστωση αναπόφευκτα οδηγεί σε ακύρωση την προσβαλλόμενη πράξη. Η ειδική επιτροπή παρά το ότι δεν είναι το όργανο που λαμβάνει την τελική απόφαση είναι, εντούτοις, εκείνο το όργανο που είναι επιφορτισμένο με την αξιολόγηση της καταλληλότητας των υποψηφίων και το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τη διεξαγωγή των προφορικών συνεντεύξεων. Είναι στη βάση και επί των ευρημάτων αυτής της επιτροπής που στηρίζονται τα σώματα που έπονται για να λάβουν απόφαση. Συνεπώς, ο ρόλος της ειδικής επιτροπής στην όλη διαδικασία είναι σημαντικός και κομβικός. 

 

          Η πιο πάνω κατάληξη, καθιστά την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης αλυσιτελή εφόσον δεν μπορεί κάποιος να προβλέψει ποια θα ήταν η κρίση της ειδικής επιτροπής εάν είχε νόμιμη σύνθεση. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο