ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1003/2024 (K) iJustice

                                             

   19 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ Τ0 ΑΡΘΡ0 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

K. F.

Αιτητής

Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης                                                      

Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Παναγιώτης Πιερίδης για Αιτητή

Μαρία Καρπούζη, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής είναι υπήκοος Σιέρρα Λεόνε. Στις 25.05.2021 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 27.01.2022 και την προσέβαλε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή υπ' αριθμόν 3526/2022, η οποία απορρίφθηκε στις 30.10.2023.

 

Ακολούθως, ο Αιτητής υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία κρίθηκε απαράδεκτη στις 27.03.2024. Η εν λόγω απόφαση επί της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης επιδόθηκε στον Αιτητή στις 06.06.2024. Την ίδια ημέρα, 06.06.2024 ο Αιτητής συνελήφθη από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λευκωσίας.

 

Στις 07.06.2024 ο Αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης και εναντίον του εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, πράξεις τις οποίες προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή  την οποία καταχώρισε στις 24.07.2024.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, εγείρει διάφορους ισχυρισμούς, οι οποίοι κατά την εισήγηση, πρέπει να οδηγήσουν σε ακύρωση των προσβαλλόμενων.  Συγκεκριμένα, ότι αυτές εκδόθηκαν σε λανθασμένη νομική βάση και/ή λανθασμένη ερμηνεία του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής ο «Νόμος»), κατόπιν ελλιπούς έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης περί τα πράγματα και τον νόμο καθώς και ότι παραβιάζουν την αρχής της αναλογικότητας και μη επαναπροώθησης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση από τη πλευρά της, με παραπομπή στην νομολογία του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου, αντιπαραβάλει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι νόμιμες και πλήρως αιτιολογημένες.

 

Έχοντας μελετήσει τους εγειρόμενους ισχυρισμούς, σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Το άρθρο 16Δ του Νόμου αναφέρει, μεταξύ άλλων:

 

«(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(…)

 

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

 

(4)(α) Με την επιφύλαξη  της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, το εδάφιο (1) του άρθρου 8  εφαρμόζεται επί αιτητή που ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).

 

(β) Ο Προϊστάμενος δύναται με απόφασή του να τερματίζει το δικαίωμα παραμονής, στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, προσώπου που ενήργησε κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), όταν το εν λόγω πρόσωπο –

 

(i) Καταθέτει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται περαιτέρω βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία, ή

 

(ii)(…).

 

(γ) Το εδάφιο (1Β) του άρθρου 8 δεν εφαρμόζεται αναφορικά με πρόσωπο επί του οποίου εφαρμόζεται η παράγραφος (β) του παρόντος εδαφίου».

 

Το άρθρο 8 του Νόμου προνοεί:

 

«(1Β) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 16Δ, ο αιτητής του οποίου το δικαίωμα παραμονής εξετάζεται από το Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του εδαφίου (1Α), έχει το δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρι την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1Α) αίτησής του».

 

Σύμφωνα με συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 8(1Β) και 16Δ εδάφια (β) και (γ) του Νόμου, σε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής «Προϊστάμενος») δύναται να τερματίσει την παραμονή του αιτητή εάν κρίνει ότι η εν λόγω αίτηση έγινε για σκοπούς καθυστέρησης ή παρεμπόδισης της εκτέλεσης απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία. Της κρίσης του αυτής, προηγείται η απόφαση του ότι η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση είναι, δυνάμει του άρθρου 12Βτετράκις(2)(δ), απαράδεκτη καθότι δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 16Δ(4)(β) και (γ) σε συνδυασμό με το άρθρο 8(1Β) του Νόμου, ο αιτητής δεν έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Από την ένσταση και τον διοικητικό φάκελο που κατέθεσαν οι Καθ’ ων η αίτηση απουσιάζει η ίδια η απόφαση του Προϊσταμένου παρά μόνο προκύπτει ότι η απόφαση ήταν απορριπτική κρίνοντας την αίτηση ως  απαράδεκτη. Δεν προκύπτει από οπουδήποτε ούτε άλλωστε υπάρχει ισχυρισμός στα δικόγραφα ή αγορεύσεις ή κατέστη επίδικο ότι με την κρίση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης, ο Προϊστάμενος τερμάτισε παράλληλα και το δικαίωμα παραμονής του Αιτητή.

 

Ελλείψει τέτοιου στοιχείου ή ισχυρισμού θεωρώ ότι η κήρυξή του Αιτητή ως παρανόμου κατ’ επίκληση της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία και η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων καθίσταται αναιτιολόγητη, δεν μπορεί δε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πλάνης περί τα πράγματα αλλά και τις ως άνω νομοθετικές πρόνοιες.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει με 1.700 ευρώ έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση. Οι προσβαλλόμενες πράξεις ακυρώνονται.

 

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο