ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 1210/2022 (i-Justice))

 

 16 Σεπτεμβρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. A.&G. ASSIOTIS ENTRERPISES LIMITED

2. Κ. Ε.

3. Α. Α.

                                                                             Αιτητές

                                                  ΚΑΙ

 

                              ΔΗΜΟΣ ΣΩΤΗΡΑΣ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Χρ. Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για αιτητές

Χ. Σιακαλλή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για καθ’ ων η αίτηση

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, οι αιτητές ζητούν-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή του Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 24/05/2022 (Παράρτημα Α. στην παρούσα) και με την οποία ο Καθ’ ου η αίτηση απέρριψε την Αίτηση που υπέβαλαν οι Αιτητές στις 05/06/2022 για χορήγηση Άδειας Λειτουργίας για το έτος 2022, του εστιατορίου με την ονομασία Νισσάκι Αγίας Θέκλας στην παραλία Αγίας Θέκλας στη Σωτήρα της επαρχίας Αμμοχώστου, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.».

 

Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Κατά τον Απρίλιο του έτους 2013, οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν στην προκήρυξη του διαγωνισμού αρ. 6/2013, με τίτλο «Προσφορά για Εκμετάλλευση Υπαίθριου Εστιατορίου τάξης Γ’ στην Παραλία Αγίας Θέκλας» («ο Διαγωνισμός»). Το εν λόγω εστιατόριο βρίσκεται εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Σωτήρας, της επαρχίας Αμμοχώστου.

 

Οι αιτητές υπέβαλαν προσφορά και εν τέλει ο Διαγωνισμός κατακυρώθηκε σε αυτούς. Ακολούθως, στις 12.7.2013, οι αιτητές υπέγραψαν με τους καθ’ ων η αίτηση συμφωνία εκμετάλλευσης του εστιατορίου, η έναρξη ισχύος της οποίας ορίστηκε αρχικά από 15.7.2013 μέχρι 31.12.2014, με δικαίωμα ανανέωσης και για δεύτερη χρονική περίοδο από 1.1.2015 μέχρι 31.12.2016. Κατά την 31.12.2014, οι αιτητές συμφώνησαν με τους καθ’ ων η αίτηση στην ανανέωση της συμφωνίας εκμετάλλευσης και για δεύτερη περίοδο, ήτοι για την περίοδο από 1.1.2015 μέχρι την 31.12.2016, σύμφωνα με τους όρους του Διαγωνισμού.

 

Στις 15.12.2017, οι αιτητές παρέλαβαν επιστολή από τους δικηγόρους των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 7.12.2017, με την οποία καλούνταν όπως παραδώσουν το υποστατικό και/ή εστιατόριο και όπως εγκαταλείψουν τις εγκαταστάσεις του εστιατορίου μέχρι τις 2.1.2018.

 

Οι αιτητές αρνήθηκαν να παραδώσουν την κατοχή και/ή εγκαταλείψουν τις εγκαταστάσεις του εστιατορίου, με αποτέλεσμα οι καθ’ ων η αίτηση να προβούν στην καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, η οποία και εκκρεμεί.

 

Ακολούθησε συνεδρία των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 30.9.2020, κατά την οποία αποφασίστηκε όσον αφορά τους αιτητές ότι, «από τη στιγμή που βρίσκονται στο δικαστήριο και είναι παράνομοι επεμβασίες δεν πρέπει να τους παραχωρηθεί άδεια λειτουργίας γιατί παράνομα έχουν την κατοχή του εστιατορίου» (βλ. πρακτικό συνεδρίας, παράρτημα 4 στο δικόγραφο της ένστασης).

 

Ακολούθως, οι αιτητές υπέβαλαν, στις 5.5.2022, αίτηση προς τους καθ’ ων η αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας του εστιατορίου (για ποτά και πώληση καπνού) για το έτος 2022. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, η δε επίδικη απόφαση γνωστοποιήθηκε στους αιτητές δι’ επιστολής των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 24.5.2022. Όπως αναφέρεται στην υπό αναφορά επιστολή, η αίτηση απορρίφθηκε, εξαιτίας της εκκρεμοδικίας, ήτοι της προαναφερθείσας εκκρεμούσας αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, καθώς και «ειδικότερα της θέσης σας [ενν. των αιτητών] ότι κατέχετε το υποστατικό ενώ θα έπρεπε να το είχατε παραδώσει την 31.12.2018».

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στις 14.6.2022.

 

Πριν από την εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί ο συνήγορος των αιτητών, προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που ήγειραν οι καθ’ ων η αίτηση, για πρώτη φορά δια της γραπτής τους αγόρευσης, ισχυριζόμενοι ότι στερούνται οι αιτητές του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της προσφυγής τους.

 

Κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Κουλέντη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/2014, ημερ. 2.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C411) και, ως εκ της θεμελιώδους σημασίας του, η ύπαρξη του και η κρίση για τον κατά πόσον υφίσταται η απαιτούμενη νομιμοποίηση, εξετάζεται και αποφασίζεται κατά προτεραιότητα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Θεοδότης Χατζηβασιλείου, ΕΔΔ 24/2018, ημερ. 25.1.2024, The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202A/2010, ημερ. 13.2.2017, Παπαδόπουλος κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1). Τονίζεται επίσης ότι το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την έγερση της προσφυγής, μέχρι την εκδίκασή της και την έκδοση της σχετικής απόφασης (The Onisi, ανωτέρω, Μαυρουδής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123, Δώρα Ανδρέα Κούππα ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 149, Λαμπρατσιώτη ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 202,  Τσιμεντοποιḯα Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 66/10 ημερ. 4.6.2015).

 

Εν προκειμένω, ισχυρίζονται οι καθ’ ων η αίτηση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προωθούν την υπό κρίση προσφυγή, καθότι, αφενός η αιτήτρια εταιρεία (αιτήτρια αρ. 1) δεν έχει νομικό έρεισμα, ήτοι αξίωση που να πηγάζει από το νόμο, προκειμένου να μπορεί παραδεκτώς να στρέφεται με την προσφυγή της κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, οι δε αιτητές 2 και 3 δεν έχουν υποβάλει οποιαδήποτε αίτηση για έκδοση διοικητικής πράξης που να τους αφορά προσωπικά και, συνεπώς, ελλείπει το άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον τους προς προώθηση της παρούσας.

Εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε επί των πιο πάνω η θέση του κ. Χριστάκη, ο οποίος επιχειρηματολογεί εν εκτάσει υπέρ της απαιτούμενης νομιμοποίησης των αιτητών.

 

Έχοντας εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία επί του ζητήματος, στη βάση και του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, κρίνω ότι η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση ευσταθεί μόνον όσον αφορά στην αιτήτρια αρ. 2. Πράγματι, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων, δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον της αιτήτριας αρ. 2 προς καταχώρηση και προώθηση της παρούσας προσφυγής. Ο ισχυρισμός του συνηγόρου των αιτητών ότι η αιτήτρια αρ. 2 είναι διευθύντρια ή/και μέτοχος της αιτήτριας αρ. 1 δεν στοιχειοθετείται, ούτε και προκύπτει οποιαδήποτε ανάμειξη της αιτήτριας αρ. 2 στην αιτήτρια αρ. 1. Συνεπώς, δεν εντοπίζεται οποιοσδήποτε ιδιαίτερος έννομος δεσμός ανάμεσα στην αιτήτρια και στην επίδικη απόφαση ούτε και αποδεικνύεται οποιαδήποτε ειδική έννομη σχέση αυτής με την προσβαλλόμενη πράξη, τέτοια που να εξατομικεύει προσβολή των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων της αιτήτριας αρ. 2, υπό συγκεκριμένη ιδιότητα (βλ. Χατζηιωάννου κ.α. ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Ακρωτηρίου κ.α., Α.Ε. 167/2010, ημερ. 3.6.2015 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Α.Σ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 117/2021, ημερ. 7.11.2023, ECLI:CY:AD:2023:B16).

Συναφώς, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι το έννομο συμφέρον ενός αιτητή θα πρέπει να είναι προσωπικό, άμεσο, ενεστώς και συγκεκριμένο (Wahad ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 622).

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή ως προς την αιτήτρια αρ. 2, αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

 

Τα ίδια, ωστόσο, δεν μπορούν να λεχθούν όσον αφορά στους αιτητές αρ. 1 και 3.

                    

Εν πρώτοις, όσον αφορά στον αιτητή αρ. 3, προκύπτει ότι πράγματι, στο όνομά του (και στο όνομα της αιτήτριας αρ. 1) υποβάλλονταν οι αιτήσεις και εκδίδονταν οι προηγούμενες χορηγηθείσες προς την αιτήτρια εταιρεία άδειες, ενώ παρατηρώ επίσης ότι στην τελευταία υποβληθείσα αίτηση, ημερομηνίας 22.5.2022, ο αιτητής αρ. 3 αναγράφεται ως το κατά νόμο υπεύθυνο πρόσωπο.

 

Επιπρόσθετα, όμως, παρατηρώ ότι και η ίδια η επίδικη απόφαση, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 24.5.2022, απευθύνεται ονομαστικά στον αιτητή αρ. 3: κατά τη νομολογία, πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και/ή αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, τεκμαίρεται ότι έχει έννομο συμφέρον (Σοφούλλα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73) και εν προκειμένω, τίποτε δεν προσκομίστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση που θα μπορούσε να ανατρέψει το εν λόγω τεκμήριο.

 

Όσον αφορά τώρα στο έννομο συμφέρον της αιτήτριας αρ. 1, θα πρέπει εν πρώτοις να λεχθεί ότι τα όσα προβάλλει δια της γραπτής της αγόρευσης η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, συνιστούν ανεπίτρεπτη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον είναι πρόδηλο ότι η αίτηση των αιτητών που απέληξε στην επίδικη απορριπτική απόφαση, δεν απορρίφθηκε για κανέναν από τους λόγους στους οποίους αναφέρεται η κα Σιακαλλή (ελλιπής συμπλήρωση της επίδικης αίτησης, έκνομη χρήση του υποστατικού από τους αιτητές), αλλά μόνον λόγω της ύπαρξης εκκρεμοδικίας επί του θέματος και της μη παράδοσης του υποστατικού από τους αιτητές. Έχει πολλάκις νομολογηθεί ότι η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση και γενικότερα ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους δικηγόρους, δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824).

 

Συνεπώς, δεν μπορούν οι εν λόγω ισχυρισμοί να τίθενται από τους καθ’ ων η αίτηση ως έρεισμα για την προώθηση του ισχυρισμού τους περί έλλειψης της απαιτούμενης νομιμοποίησης των αιτητών προς προώθηση της προσφυγής τους, όταν οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση, μέχρι και τη λήψη της επίδικης απόφασής τους, ουδέποτε ήγειραν τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς ως λόγο απόρριψης της επίδικης αίτησης.

 

Επιπρόσθετα όμως, είναι πρόδηλο ότι τα όσα προβάλλει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση περί των λόγων απόρριψης της αίτησης των αιτητών (όπως λ.χ. ότι η αίτηση δεν πληροί τους υπό του Νόμου προβλεπόμενους όρους και προϋποθέσεις), συνιστούν βασικό επίδικο ζήτημα της προσφυγής, με αποτέλεσμα η αιτήτρια αρ. 1 να διατηρεί το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς προώθησή της. Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ένας αιτητής νομιμοποιείται και δεν στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει μια διοικητική απόφαση, εφόσον η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα (εν προκειμένω, αναφορικά με την επάρκεια και/ή συμβατότητα της επίδικης αίτησης των αιτητών με τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα, προκειμένου να χορηγηθεί άδεια), αμφισβητείται κατά τρόπο που αυτή καθίσταται επίδικο θέμα της προσφυγής (Στέλλα Λυσάνδρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 39/2016, ημερ. 23.6.2022, Στάλα Κιούπη κ.α. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1534/2012, ημερ. 10.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:D148, Παντελή v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1020, Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, Χρυσοστόμου κ.α. v. Κωνσταντινίδου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13, ΕΤΕΚ ν. Ορφανίδου κ.α. (2000) 3 Α.Α.Δ 524). Συνεπώς, διατηρεί η αιτήτρια αρ. 1 το απαιτούμενο έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη, εγείροντας ισχυρισμούς που αφορούν και/ή συνδέονται με την κρίση περί της βασιμότητας της αίτησής της.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση όσον αφορά τους αιτητές αρ. 1 και 3, απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Συνακόλουθα, προχωρώ στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται.

 

Στην προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Σωτήρας. Αυτή η μη τήρηση πρακτικού και ανυπαρξία έγγραφης καταχώρησης της επίδικης απόφασης, υποβάλλει ο κ. Χριστάκη, οδηγεί άνευ ετέρου στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Επί των πιο πάνω, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ουδέν αντέταξε, αλλά αρκέστηκε να ισχυριστεί ότι, ελλείψει του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος των αιτητών, οι αιτητές κωλύονται από του να προβάλουν και προωθήσουν οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης.

 

Ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

 

Πράγματι, ούτε στα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, αλλ’ ούτε στον οικείο διοικητικό φάκελο, εντοπίζεται οποιοδήποτε πρακτικό της συνεδρίας των καθ’ ων η αίτηση κατά την οποία και λήφθηκε η επίδικη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 24.5.2022. Ούτε και έχω εντοπίσει επ’ αυτού οποιαδήποτε σχετική καταχώρηση στο διοικητικό φάκελο.

 

Στην υπόθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, τονίστηκε ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να τηρούν έγγραφες καταχωρήσεις (“written records”) των αποφάσεών τους. Αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Η πιο πάνω προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και στην FEREOS  LIMITED ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 647/2004, ημερ. 7.11.2008 και στην Ελένη Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 201/2012, ημερ. 28.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:D382, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα (βλ. επίσης τις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 308/2020, ημερ. 11.8.2022, GAZIOGLU ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1358/2017, ημερ. 9.12.2021 και Αγαθοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1154/2014, ημερ. 26.6.2017, καθώς και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αθανάσιος Αθανασιάδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 856/2012,  ημερ. 17.10.2014). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Κούτσιου, ανωτέρω, στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση έχει ληφθεί από το όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα, εν προκειμένω στο Δημοτικό Συμβούλιο Σωτήρας, το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεστούν για να θεωρείται ως έγκυρα ληφθείσα μια απόφαση. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης, οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων, το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα καθίστατο όχημα προς την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

 

Επιπρόσθετα, ελλείψει πρακτικού λήψης της επίδικης απόφασης, είναι άγνωστο αν έγινε συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου για το ζήτημα αυτό, ως ο Νόμος επιτάσσει, ποιοι ήσαν οι παρευρισκόμενοι ή/και αν υπήρχαν απόντες κατά τη συνεδρία, καθώς και το τι διημείφθη κατά τη διάρκεια αυτής. Συνεπώς, στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης αφορών στη μη τήρηση πρακτικού εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.». Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης (Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 741). Στην S. HADJICHRISTOFI CONSTRUCTION LIMITED ν. Δήμου Αγλαντζιάς, Υποθ. Αρ. 480/2011, ημερ. 26.2.2013, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά και στην Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, τόνισε ότι η τήρηση άρτιου πρακτικού συνιστά εχέγγυο χρηστής διοίκησης και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Προηγουμένως στην Κυπριανίδου Ανδρούλλα Ηλία ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (2009) 4 Α.Α.Δ. 721, με αναφορά και στην Medcon Construction a.ο. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535 και Χρυσάφη, ανωτέρω, αναφέρθηκε ότι «η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία, γιατί συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων» (βλ. και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 417).

Παρομοίως, και στην υπό κρίση περίπτωση, η απουσία των προεκτεθέντων, απαραίτητων, στοιχείων στοιχειοθετούν ζήτημα έλλειψης της απαιτούμενης έγγραφης καταχώρησης, αλλά και ζήτημα μη τήρησης πρακτικού, ζητήματα που ουδόλως ανταποκρίνονται στις εκ της αρχής της χρηστής διοίκησης απορρέουσες επιταγές, αλλ’ ούτε στις επιταγές του προαναφερθέντος άρθρου 24 του Νόμου 158(Ι)/1999 και στην ανάγκη να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού (Χρυσάφη, ανωτέρω).

 

Σε περίπτωση μη τήρησης άρτιου πρακτικού και μη καταγραφής των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης, κλονίζεται το τεκμήριο της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης και η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση (Θεανώ Χριστοδούλου-Μαυρομουστάκη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1515/2008, ημερ. 10.8.2012). Εν προκειμένω, κρίνω ότι οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες σαφώς και συνιστούν παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και, συνακόλουθα, το τεκμήριο της νομιμότητας έχει ανατραπεί.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ των αιτητών αρ. 1 και 3 και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο