ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

 

(Υπόθεση Αρ. 1556/2019)

 

 9 Σεπτεμβρίου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Προέδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                         Α. Κ.                                                                                                     Αιτητής

ΚΑΙ

                            

                                   ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

                            ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

                                                                           Καθ’ ης  η Αίτηση

 

Α. Σ. Αποστολίδης, για Αιτητή

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ης η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος (α) η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 26.8.2019 και με την οποία διατάχθηκε η διαθεσιμότητα του αιτητή από 2.9.2019 για περίοδο μέχρι τις 18.10.2019, με αποκοπή ½ των απολαβών του, λόγω πειθαρχικής έρευνας που είχε διαταχθεί εναντίον του για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος και (β) η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 17.10.2019, με την οποία διατάχθηκε η παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή από 19.10.2019 και για περίοδο μέχρι τις 18.11.2019 με αποκοπή ½ των απολαβών του, λόγω της προαναφερθείσας πειθαρχικής έρευνας.

 

Εκκρεμούσης της προσφυγής, και πριν από την καταχώρηση οποιασδήποτε γραπτής αγόρευσης, η πλευρά του αιτητή καταχώρησε αίτηση τροποποίησης της προσφυγής. Και τούτο, καθότι η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε δια του δικογράφου της ενστάσεώς της, προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενη ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ο αιτητής έχει απωλέσει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς προώθησή της, εφόσον, εκκρεμούσης της διοικητικής δίκης, έληξε η ισχύς των προσβαλλόμενων πράξεων.

 

Με την εν λόγω αίτηση τροποποίησης, ο αιτητής ζητούσε την προσθήκη του ακόλουθου νομικού σημείου: «17. Οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν επιφέρει σοβαρή οικονομική συνέπεια/ζημιά στον Αιτητή, υφιστάμενη και μελλοντική ειδικά στο ύψος της σύνταξης που πλέον λαμβάνει.». Ζητούσε επίσης την προσθήκη της ακόλουθης νέας παραγράφου στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως: «ιβ. Ως άμεση συνέπεια και/ή ως αποτέλεσμα των προσβαλλόμενων πράξεων, ο Αιτητής υπέστηκε οικονομική ζημία, αφού έχει απωλέσει τόκους, αναγκάστηκε να καταβάλει στην Τράπεζά του τόκο υπερημερίας σε λογαριασμό παρατραβήγματος (overdraft) που κατείχε και το κυριότερο έχει επηρεαστεί η σύνταξη που λαμβάνει, αφού αυτή είναι μειωμένη μηνιαίως κατά 48 ευρώ περίπου. Η δε ζημιά του αυτή στη σύνταξη θα συνεχίσει να υφίσταται για κάθε μήνα απ’ εδώ και πέρα.».

 

Το παρόν Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης της αίτησης, με ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 8.3.2022, ενέκρινε αυτήν και εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα τροποποίησης της προσφυγής.

 

Ακολούθως, στις 10.5.2022, η πλευρά του αιτητή καταχώρησε νέα ενδιάμεση αίτηση, αυτή τη φορά για προσαγωγή μαρτυρίας, με την οποία ζητούσε-

 

«Α. Άδεια και/ή Διαταγή του Δικαστηρίου, που να επιτρέπει την προσαγωγή μαρτυρίας δια Ενόρκου Δηλώσεως του κ. Α. Κ. σε σχέση αποκλειστικά με το ζήτημα της σοβαρής οικονομικής συνέπειας/ζημιάς που του έχουν επιφέρει οι προσβαλλόμενες πράξεις και επομένως της ύπαρξης λόγων για τη συνέχιση της προσφυγής του (ενεστώς έννομο συμφέρον).

 

Β. Οδηγίες και/ή άδεια του Δικαστηρίου όπως δεόντως υπογεγραμμένη Ένορκη Δήλωση του κ. Α. Κ., Αιτητή στην πιο πάνω προσφυγή (η προτεινόμενη Ένορκη Δήλωση επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Δ στην παρούσα Αίτηση), καταχωρισθεί και επιδοθεί στους Καθ' ων η Αίτηση μέσα σε επτά (7) μέρες από την ημερομηνία παράδοσης στους Αιτητές του συντεταγμένου από το Πρωτοκολλητείο διατάγματος, με το οποίο θα δίδεται η αιτούμενη άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του.».

 

Με ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 7.10.2022, το παρόν Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και εξέδωσε διάταγμα ως ακολούθως:

 

«Η σκοπούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία να γίνει υπό τη μορφή ένορκης δήλωσης του αιτητή εντός επτά ημερών από την ημερομηνία σύνταξης του σχετικού διατάγματος και στην περίπτωση που η καθ' ης η αίτηση επιθυμεί να απαντήσει, παραχωρείται και σε αυτήν η δυνατότητα να το πράξει με ένορκο δήλωση εντός περαιτέρω χρόνου δέκα ημερών. Διευκρινίζεται ότι αν η οποιαδήποτε πλευρά επιθυμεί να αντεξετάσει τον ενόρκως δηλούντα της άλλης, θα πρέπει να υποβάλει στο κατάλληλο στάδιο, προφορικό αίτημα προς εξέταση.».

 

Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω, καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση του αιτητή, στην οποία, προς υποστήριξη των ισχυρισμών του περί ζημίας που του προκλήθηκε συνεπεία της διαθεσιμότητάς του, επισυνάφθηκε έκθεση συγκεκριμένης λογίστριας προς τον αιτητή, ημερομηνίας 3.5.2021, με θέμα «Οικονομική αποτύπωση της ζημιάς ως συνέπεια της απόφασης διαθεσιμότητας σας και αποκοπής του ήμισυ των απολαβών σας». Στην εν λόγω έκθεση, αναφέρεται ότι, από 2.9.2019, όταν και τέθηκε σε διαθεσιμότητα ο αιτητής, μέχρι και 27.11.2020, όταν και τελικά επιστράφηκε στον αιτητή το καθ’ όλη την χρονική περίοδο διαθεσιμότητας αποκοπέν ποσόν, ο αιτητής απώλεσε τόκους εκ €272, ποσό που υπολογίστηκε από τη λογίστρια κατά τον τρόπο που εμφαίνεται σε σχετικό πίνακα που περιέχεται στην έκθεσή της. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, ο αιτητής υπέστη οικονομική επιβάρυνση εκ €180,21 συνεπεία τόκου υπερημερίας σε τραπεζικό ίδρυμα, λόγω παρατραβήγματος ύψους €9000, στο οποίο προέβη ο αιτητής, για να αντεπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις κατά το διάστημα που αυτός ελάμβανε το 50% του μισθού του λόγω της διαθεσιμότητας. Τέλος, στην εν λόγω έκθεση εκφράζεται η θέση ότι οι, συνεπεία της διαθεσιμότητας, αποκοπές στο μισθό του αιτητή, επηρεάζουν το ύψος της σύνταξής του, η οποία είναι μειωμένη κατά €48 «κι αν μάλιστα δεν διορθωθεί αυτό, τότε, θα συνεχίσετε να λαμβάνετε μειωμένη σύνταξη εφ’ όρου ζωής με πολλαπλάσια οικονομική ζημία σας».

 

Εις απάντηση στα πιο πάνω, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση καταχώρησε ένορκη δήλωση της κας Χ. Χ., Ανώτερης Επιθεωρητού Λογαριασμών στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας και Προϊσταμένης του Τομέα Συντάξεων. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση, εκφράζεται ρητά η διαφωνία του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας με την πιο πάνω έκθεση και αναφέρεται ότι το ποσό που κατακρατήθηκε για την περίοδο της εξάμηνης διαθεσιμότητας του αιτητή, από 2.9.2019 μέχρι 28.2.2020, όταν και αυτός ελάμβανε το 50% των απολαβών του, επιστράφηκε στον αιτητή περί τα τέλη Νοεμβρίου 2020. Όσον δε αφορά στον ισχυρισμό περί απώλειας τόκων, η κα Χ. αναφέρει ότι το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας καταβάλλει τόκους μόνον στις περιπτώσεις αναδρομικής καταβολής μισθών και ωφελημάτων μετά από δικαστική απόφαση, εν πάση δε περιπτώσει με την υπό κρίση προσφυγή προσβάλλεται η περίοδος διαθεσιμότητας 2 ½ μηνών μόνο. Ως προς τον ισχυρισμό περί οικονομικής επιβάρυνσης του αιτητή συνεπεία τόκων υπερημερίας, η κα Χ. δηλώνει άγνοια και τον απορρίπτει, όπως απορρίπτει και τα περί μειωμένης σύνταξης του αιτητή, δηλώνοντας ότι η περίοδος της διαθεσιμότητας θεωρείται συντάξιμη υπηρεσία και η εξαγωγή του μισθού καριέρας βασίζεται στο σύνολο των ακαθάριστων απολαβών και όχι των μειωμένων και, συνεπώς, καμία ζημία δεν προέκυψε στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του αιτητή. Ο δε υπολογισμός των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή για την υπηρεσία του από 1.1.2013 μέχρι 31.8.2020 στη βάση του μέσου όρου μισθού, αντί των τελευταίων απολαβών του, δεν έχει σχέση με το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγή, αλλά βασίζεται στις αλλαγές που επήλθαν στο συνταξιοδοτικό σχέδιο των κρατικών υπαλλήλων δυνάμει της οικείας νομοθεσίας (Ν. 216(Ι)/2012).

Η πλευρά του αιτητή, κατόπιν έγκρισης σχετικού υποβληθέντος αιτήματος προς το Δικαστήριο, προέβη, στις 25.1.2023, σε αντεξέταση της κας Χ., η δε πλευρά των καθ’ ων η αίτηση δεν προέβη σε οποιαδήποτε αντεξέταση.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι το αποκοπέν ποσό καθ’ όλη την χρονική περίοδο διαθεσιμότητας του αιτητή, περίοδος κατά την οποία αυτός ελάμβανε το 50% των απολαβών του, επιστράφηκε τελικά σε αυτόν περί τα τέλη Νοεμβρίου 2020. Το ουσιώδες ερώτημα που προέκυπτε, ήταν κατά πόσον η διοικητική δίκη είχε εν προκειμένω καταργηθεί ή εάν εξακολουθούσε να υφίσταται η απαιτούμενη νομιμοποίηση του αιτητή προς συνέχιση προώθησης της υπόθεσής του. Το Δικαστήριο τούτο, με απόφασή του ημερομηνίας 15.5.2023, έκρινε ότι ο αιτητής εξακολουθεί να έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς προώθηση της προσφυγής του και έδωσε οδηγίες για την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης.

 

Μετά τη συμπλήρωση των γραπτών αγορεύσεων, η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις και στις 27.6.2024, επιφυλάχθηκε απόφαση.

 

Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Ο αιτητής διορίστηκε στη μόνιμη θέση Δασκάλου από 1.9.1994. Προήχθη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης από 1.9.2011 και στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης από 29.9.2014.

 

Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), στη συνεδρία της ημερομηνίας 9.8.2019 έλαβε γνώση της επιστολής της αρμόδιας αρχής (Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας), ημερομηνίας 9.8.2019 προς τον κ. Α. Θ., Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης, με την οποία τον πληροφορούσε για τον διορισμό του ως ερευνώντα λειτουργού για τη διεξαγωγή έρευνας για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από μέρους του αιτητή, ύστερα από καταγγελίες για αμέλεια, αδιαφορία ή αδράνεια ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του καθώς και απρεπή συμπεριφορά προς τους συναδέλφους του και μαθητές. Περαιτέρω, στην ίδια συνεδρία, η ΕΕΥ, αφού έλαβε υπόψη της σχετική εισήγηση της αρμόδιας αρχής, λόγω της πειθαρχικής έρευνας που διατάχθηκε εναντίον του αιτητή, αποφάσισε να εξετάσει θέμα διαθεσιμότητάς του, σύμφωνα με το άρθρο 74(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (Αρ. 2) του 2019 («ο Νόμος») και τον κάλεσε με βάση το άρθρο 74(1Α) του Νόμου, εάν επιθυμούσε, να υποβάλει γραπτώς, εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών, οποιεσδήποτε παραστάσεις του σε σχέση με την εισήγηση της αρμόδιας αρχής όπως αυτός τεθεί σε διαθεσιμότητα.

 

H ΕΕΥ, στη συνεδρία της ημερομηνίας 26.8.2019, αφού έλαβε υπόψη τη σχετική εισήγηση της αρμόδιας αρχής, καθώς και όλα τα ενώπιον της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και των παραστάσεων που υπέβαλε o αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 14.8.2019, αποφάσισε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να τον θέσει σε διαθεσιμότητα, από 2.9.2019 μέχρι 18.10.2019, με βάση το άρθρο 74(1) και 74(1Α) του Νόμου. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με την ίδια απόφαση, κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του αιτητή, οι εξουσίες, τα προνόμια και ωφελήματά του ως εκπαιδευτικού λειτουργού, ανεστάλησαν. Επιπρόσθετα, η ΕΕΥ αποφάσισε, με βάση το άρθρο 74(3) του Νόμου, όπως, κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του, ο αιτητής λαμβάνει το ½ των απολαβών της θέσης του.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης υπέβαλε ένσταση, δι’ επιστολής του δικηγόρου του, ημερομηνίας 6.9.2019. H ΕΕΥ, στη συνεδρία της ημερομηνίας 9.9.2019, αφού μελέτησε την εν λόγω ένσταση, αποφάσισε ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε αναθεώρηση της απόφασης διαθεσιμότητας του αιτητή και δι’ επιστολής της, ημερομηνίας 26.8.2019, γνωστοποίησε σε αυτόν την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα από 2.9.2019 μέχρι 18.10.2019.

 

Ακολούθως, στη συνεδρία της, ημερομηνίας 9.10.2019, η ΕΕΥ, αφού έλαβε υπόψη σχετική εισήγηση της αρμόδιας αρχής, αποφάσισε να εξετάσει θέμα παράτασης της διαθεσιμότητάς του αιτητή, σύμφωνα με το άρθρο 74(1) του Νόμου. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να καλέσει τον αιτητή όπως υποβάλει γραπτώς οποιεσδήποτε παραστάσεις του, σε σχέση με την εισήγηση της αρμόδιας αρχής. Ο αιτητής, με επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 15.10.2019, υπέβαλε τις παραστάσεις του σχετικά με την πιο πάνω εισήγηση της αρμόδιας αρχής.

 

Τελικά, η ΕΕΥ, στη συνεδρία της ημερομηνίας 17.10.2019, αποφάσισε να παρατείνει τη διαθεσιμότητά του, από 19.10.2019 μέχρι 18.11.2019, σύμφωνα με τα άρθρα 74(1) και 74(1Α) του Νόμου. Επίσης, αποφασίστηκε όπως κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του, ο αιτητής λαμβάνει το ½  των απολαβών της θέσης του.

 

Με επιστολή της προς τον αιτητή, ημερομηνίας 10.10.2019, η ΕΕΥ γνωστοποίησε σε αυτόν την πιο πάνω απόφασή της.

 

Στις 24.10.2019, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Τονίζεται εξ’ αρχής ότι αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τις αιτούμενες θεραπείες της αίτησης ακυρώσεως, αποτελεί η νομιμότητα και εγκυρότητα των δυο, άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους, αποφάσεων της καθ’ ης η αίτηση, ημερομηνίας 26.8.2019 και 17.10.2019, με τις οποίες διατάχθηκε και παρατάθηκε, αντίστοιχα, η διαθεσιμότητα του αιτητή για συνολική περίοδο δυόμιση μηνών, ήτοι από 2.9.2019 μέχρι 18.11.2019. Οποιαδήποτε χρονική περίοδος μετά την πιο πάνω περίοδο και οποιοσδήποτε ισχυρισμός και/ή λόγος ακύρωσης αφορών χρονικό διάστημα πέραν της πιο πάνω χρονικής περιόδου, εκφεύγει της εμβέλειας και του πεδίου ελέγχου της υπό κρίση προσφυγής και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

 

Συναφώς, οι δυο αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 354/2021, ημερ. 13.7.2021 και Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 401/2019, ημερ. 6.6.2022), που επικαλείται ο συνήγορος του αιτητή προς υποστήριξη της περί του αντιθέτου θέσης του, ότι δηλαδή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο συνολικός χρόνος διαθεσιμότητας του αιτητή, διαφοροποιούνται από την παρούσα και δεν τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω.

 

Πράγματι, έχει νομολογηθεί ότι, ανεξαρτήτως του εάν η κάθε παράταση διαθεσιμότητας συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη, εφόσον ακυρωθεί η αρχική απόφαση για θέση σε διαθεσιμότητα, η ακύρωση αυτή αναπόφευκτα συμπαρασύρει σε ακύρωση και οποιεσδήποτε παρατάσεις της διαθεσιμότητας (Υποθ. αρ. 1080/16 Παναγή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 23.9.2008, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1983/06 κ.α. Παναγή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 4.6.2008, Υποθ. αρ. 1212/07 Παναγή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 22.10.2008, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 823/05 κ.α. Παναγή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 22.1.2009, Υποθ. αρ. 637/07 Παναγή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6.4.2009). Όπως επισημάνθηκε και στην Αντωνίου, ανωτέρω, αλλά και στην Αριστείδου, ανωτέρω, παρόλο που η αρχική διαθεσιμότητα και κάθε παράταση αυτής αποτελούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, δυνάμενες να προσβληθούν ξεχωριστά, η απόφαση για παράταση της διαθεσιμότητας δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά προϋποθέτει την προηγούμενη έκδοση της αρχικής απόφασης διαθεσιμότητας. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το πεδίο ελέγχου και/ή την εμβέλεια της κάθε προσφυγής, της οποίας τη βασιμότητα καλείται να κρίνει το Διοικητικό Δικαστήριο: παρά την αυτοτέλεια της κάθε απόφασης (είτε αρχικής είτε παράτασης) για διαθεσιμότητα, αυτό που ελέγχεται κάθε φορά από το Δικαστήριο είναι η νομιμότητα και εγκυρότητα της, δια της προσφυγής, προσβαλλόμενης πράξης που βρίσκεται ενώπιον του, η οποία βεβαίως θα πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς. Και εν προκειμένω, δια της προσφυγής του, ο αιτητής βάλλει συγκεκριμένα και/ή αποκλειστικά κατά της αρχικής απόφασης διαθεσιμότητάς του και κατά της απόφασης πρώτης παράτασης διαθεσιμότητας με ισχύ μέχρι 18.11.2019. Συνεπώς, αυτές οι δυο αποφάσεις και μόνον αποτελούν αντικείμενο ελέγχου, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής. Το ενδεχόμενο επηρεασμού άλλων, ενδεχομένως συναφών, πράξεων από την κρίση του Δικαστηρίου επί των εδώ προσβαλλόμενων, είναι ζήτημα ανεξάρτητο. Εξάλλου στην Αντωνίου, ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση διαθεσιμότητας δεν είχε συγκεκριμένη χρονική ισχύ, ως οι εδώ προσβαλλόμενες πράξεις, αλλά προσβαλλόταν «η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 19.3.2021 με την οποία επιδόθηκε στον αιτητή η «Ειδοποίηση Παράτασης Διαθεσιμότητας», μέχρι την εκδίκαση της εναντίον του αιτητή ασκηθείσας ποινικής, αλλά και πειθαρχικής υπόθεσης». Συνεπώς, τα όσα εκεί λέχθηκαν από το Δικαστήριο, δεδομένου του λεκτικού της αιτούμενης θεραπείας, αφορούσαν το σύνολο της περιόδου διαθεσιμότητας του αιτητή και όχι συγκεκριμένη πράξη, αφού τέτοιος προσδιορισμός πράξης δεν υπήρχε. Παρομοίως, και η Αριστείδου, ανωτέρω, διαφοροποιείται από την παρούσα, δεδομένου ότι σε εκείνη την περίπτωση, αντικείμενο εξέτασης αποτελούσε η εγκυρότητα και νομιμότητα της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας να παρατείνει τη διαθεσιμότητα του αιτητή για περίοδο ακόμη τριών μηνών, μέχρι την ολοκλήρωση της εναντίον του πειθαρχικής υπόθεσης. Οπότε, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση δήλωσε στο Δικαστήριο τούτο ότι, ενόψει της ακύρωσης της αρχικής απόφασης διαθεσιμότητας του αιτητή από το Δικαστήριο, δεν θα υποστήριζε την συγκεκριμένη απόφαση παράτασης της διαθεσιμότητας, αλλά θα δεχόταν ακύρωση της επίδικη πράξης. Και αυτό, υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, σύμφωνα με την οποία, εφόσον ακυρωθεί η αρχική απόφαση για θέση σε διαθεσιμότητα, η ακύρωση αυτή αναπόφευκτα συμπαρασύρει σε ακύρωση και οποιεσδήποτε παρατάσεις της διαθεσιμότητας.

 

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω και αφού πλέον έχει οριοθετηθεί το πεδίο και/ή αντικείμενο ελέγχου της υπό κρίση προσφυγής, προχωρώ στην εξέταση της νομιμότητας και εγκυρότητας των προσβαλλόμενων πράξεων, ως αυτές έχουν περιγραφεί στην αρχή της παρούσας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή, δια των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί, ισχυρίζεται ότι πάσχει πολλαπλώς η σύνθεση της ΕΕΥ, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι αναιτιολόγητες και υπέρμετρα επαχθείς, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, ενώ έλλειψη αιτιολόγησης παρατηρείται και όσον αφορά στο ύψος αποκοπής του μισθού του αιτητή. Τέλος, ο κ. Αποστολίδης προβάλλει ότι πάσχουν οι επίδικες αποφάσεις και για το λόγο ότι δεν εξειδικεύονται επαρκώς, ως απαιτείται, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, για τους οποίους αποφασίστηκε η διαθεσιμότητα του αιτητή.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας όλους τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης που προωθούνται, αντιτείνουν, αρχικώς δια της ενστάσεώς τους και ακολούθως δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, είναι δε αυτές επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένες, εύλογα επιτρεπτές και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης. Με αναφορά δε στο άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και σε νομολογία υποστηρικτική των θέσεών της, η κα Κοτσώνη, αντικρούει τους ισχυρισμούς περί πάσχουσας σύνθεσης της ΕΕΥ.

 

Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρηματολογία, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

 

Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού περί πάσχουσας σύνθεσης και λειτουργίας της ΕΕΥ, ως αφορώντος ευθέως σε ζήτημα δημοσίας τάξεως, του οποίου η εξέταση μπορεί να γίνει και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (THERMPHASE LIMITED ν. Δημοκρατίας, (1996) 4 Α.Α.Δ. 2714). Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι η σύνθεση του συλλογικού διοικητικού οργάνου που λαμβάνει την επίδικη απόφαση, ανατρέχει στη ρίζα της νομιμότητας της ίδιας της τελικής, προσβαλλόμενης απόφασης. Τυχόν δε διαπίστωση προβλήματος, καθιστά, άνευ ετέρου, την απόφαση άκυρη (Στυλιανός Αγαθοκλέους ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. 29/2011, ημερ. 21.7.2016, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130).

 

Εν προκειμένω, ο υπό του αιτητή προβαλλόμενος ισχυρισμός περί πάσχουσας σύνθεσης της ΕΕΥ, είναι τρισκελής: κατά τη σχετική εισήγηση (α) υπάρχει παντελής έλλειψη των προσκλήσεων των απουσιαζόντων μελών της ΕΕΥ κατά τις συνεδρίες ημερομηνίας 9.8.2019 και 26.8.2019, (β) υφίσταται παντελής έλλειψη αναφοράς στο πρακτικό της συνεδρίας 9.9.2019, ότι τα μέλη της ΕΕΥ που επανήλθαν και/ή συμμετείχαν στη συνεδρία, ήσαν πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που ήσαν αναγκαία για τη λήψη της απόφασης διαθεσιμότητας και αποκοπής στο μισθό του αιτητή και (γ) κακώς τα μέλη που απουσίαζαν από την ουσιαστική συνεδρία της ΕΕΥ, ημερομηνίας 26.8.2019, συνέχισαν να μετέχουν στις επόμενες συνεδρίες του συλλογικού οργάνου κανονικά, με μόνο προαπαιτούμενο την υιοθέτηση της απόφασης διαθεσιμότητας και αποκοπής στο μισθό του αιτητή. Κατά τον κ. Αποστολίδη, η συζήτηση μεταξύ των μελών της ΕΕΥ για την περίπτωση του αιτητή, θα έπρεπε να επαναληφθεί από την αρχή, ούτως ώστε κάθε μέλος να έχει γνώση των επιμέρους στοιχείων και γεγονότων, προκειμένου να καταλήξουν σε έγκυρη απόφαση.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός, προκύπτει άλλωστε ευκρινώς από τα ενώπιον μου στοιχεία, ότι η διαδικασία λήψης της πρώτης επίδικης απόφασης για τη διαθεσιμότητα του αιτητή, έλαβε χώρα σε δυο διαφορετικές συνεδρίες της ΕΕΥ: κατά την πρώτη συνεδρία, ημερομηνίας 9.8.2019, η Επιτροπή ενημερώθηκε για την έναρξη πειθαρχικής έρευνας εναντίον του αιτητή, για τη σχετική εισήγηση της αρμόδιας αρχής και για τον υπό της αρμόδιας αρχής διορισμό ερευνώντος λειτουργού για τη διεξαγωγή έρευνας για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος εκ μέρους του αιτητή, ύστερα από καταγγελίες για αμέλεια, αδιαφορία ή αδράνεια ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του καθώς και για απρεπή συμπεριφορά προς τους συναδέλφους του και μαθητές. Στη συνεδρία ημερομηνίας 26.8.2019, η ΕΕΥ αποφάσισε την διαθεσιμότητα του αιτητή για την περίοδο από 2.9.2019 μέχρι 18.10.2019. Ένσταση του αιτητή που υποβλήθηκε κατά της εν λόγω απόφασης, απορρίφθηκε από την ΕΕΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 9.9.2019. Πράγματι, τόσο στη συνεδρία ημερομηνίας 9.8.2019, όσο και στη συνεδρία ημερομηνίας 26.8.2019, υπήρχαν απουσίες μελών της ΕΕΥ: σύμφωνα με το πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 9.8.2019, απουσίαζαν δυο μέλη της Επιτροπής (Κ. και Γ.) με άδεια ανάπαυσης, ενώ στη συνεδρία της 26.8.2019, σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό, απουσίαζαν τα μέλη Κ. και Κ., επίσης με άδεια ανάπαυσης.

 

Εν πρώτοις, η απουσία των εν λόγω μελών από τις δυο συνεδρίες αιτιολογείται, συνεπώς δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα αναιτιολόγητης απουσίας. Περαιτέρω, ούτε θέμα μη πρόσκλησης των μελών της ΕΕΥ στις πιο πάνω συνεδρίες υφίσταται, εφόσον προκύπτει από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (5.22.7.02.Ι) ότι όλα τα μέλη της Επιτροπής προσκλήθηκαν από τον Πρόεδρο δι’ επιστολών του, ημερομηνίας 9.8.2019 και 26.8.2019, αντίστοιχα, για να παραστούν στις προαναφερθείσες δυο συνεδρίες, ενώ στις εν λόγω επιστολές επισυναπτόταν και η σχετική ημερήσια διάταξη.

 

Συνεπώς, ο ισχυρισμός του αιτητή περί ανυπαρξίας προσκλήσεων των μελών, απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Παρομοίως, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι υφίσταται παντελής έλλειψη αναφοράς στο πρακτικό της συνεδρίας 9.9.2019, όταν και εξετάστηκε η ένσταση του αιτητή, ότι τα μέλη της ΕΕΥ που επανήλθαν και/ή συμμετείχαν στη συνεδρία, ήσαν πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που ήσαν αναγκαία για τη λήψη της απόφασης διαθεσιμότητας και αποκοπής στο μισθό του αιτητή. Ρητά καταγράφεται στο εν λόγω πρακτικό ότι τα μέλη της Επιτροπής Α. Κ. και Π. Κ. που απουσίαζαν από τη συνεδρία της Επιτροπής ημρομηνίας 26.8.2019, «ενημερώθηκαν για την απόφαση που λήφθηκε στην εν λόγω συνεδρία και την υιοθέτησαν». Το ίδιο παρατηρώ ότι συνέβη και στη συνεδρία ημερομηνίας 26.8.2019, όπου, όπως καταγράφεται στο πρακτικό, τα δυο μέλη της Επιτροπής που απουσίαζαν από την προηγηθείσα συνεδρία, ημερομηνίας 9.8.2019, ενημερώθηκαν για την απόφαση που λήφθηκε στην εν λόγω συνεδρία και την υιοθέτησαν.  Συνεπώς, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι τα εν λόγω δυο μέλη ήσαν πλήρως ενημερωμένα «σχετικά µε όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης», ήτοι της απόφασης ημερομηνίας 26.8.2019, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Νόμου 158(Ι)/1999. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο-

 

«Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.».

 

Όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα, πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου Το εν λόγω άρθρο έτυχε ενδελεχούς εξέτασης και ερμηνείας στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 Α.Α.Δ., 242, στην οποία λέχθηκαν και τα εξής σχετικά (προστέθηκε η υπογράμμιση):

 

«Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου στις συνεδρίες του συλλογικού οργάνου πρέπει κατ' αρχή να μετέχουν όλα τα μέλη που το συγκροτούν. Βλ. Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο Α.Ι. Τάχος, 4η έκδ., σελ. 284. Η υποχρέωση αυτή εκπηγάζει από το οφειλόμενο καθήκον άσκησης της εκ του Νόμου καθορισμένης αρμοδιότητας του οργάνου. Το δικαίωμα του πολίτη ικανοποιείται μόνο, όταν η απόφαση για το θέμα που τον αφορά λήφθηκε κατόπιν συζήτησης από αρμόδιο όργανο που συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση. Η απουσία μέλους από δεόντως συγκληθείσα συνεδρίαση του οργάνου επιτρέπεται μόνο όταν η απουσία κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη. Εν ολίγοις, η κατ' αρχήν υποχρέωση του διοικητικού οργάνου είναι να επιλαμβάνεται της εξέτασης θέματος όπως αυτό (το όργανο) είναι συγκροτημένο. Η μη συμμετοχή μέλους κατά πλάνη ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής, επάγεται παράνομη σύνθεση. Το ίδιο και η καταχρηστική μη συμμετοχή προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού. Βλ. Kyprianou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 210, Mitides v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 737, Paschalis v. Republic (1988) 3(C) C.L.R. 1897, Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων, (2004) 4(Β) Α.Α.Δ. 956, Κόρτας ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 67, Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 74.

 

Το Άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(1)/1999 για την αλλαγή στη σύνθεση του διοικητικού οργάνου προνοεί ότι:

 

[.]

 

Το πιο πάνω άρθρο κωδικοποιεί τη βασική αρχή ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Η αναφορά «από την αρχή μέχρι το τέλος» ερμηνεύεται ότι αφορά στο διάστημα από την αρχή μέχρι το τέλος μιας συνεδρίας του οργάνου και όχι στο διάστημα από την αρχή μέχρι το τέλος της διοικητικής διαδικασίας συζήτησης κλπ του συγκεκριμένου θέματος όταν η διάρκεια της παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες.

 

Η ρύθμιση που ακολουθεί με βάση την πάρα πάνω νομοθετική διάταξη, αφορά ακριβώς στην περίπτωση  που η διαδικασία για το ίδιο θέμα παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου, μετά την πρώτη συνεδρία, έχει αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες. Ο νόμος κατ' αρχήν προβλέπει ότι το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση εκτός αν κατά τη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε οπότε σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι η συζήτηση της υπόθεσης άρχισε και τέλειωσε έγκυρα στην τελευταία συνεδρία. Η ρύθμιση αυτή συνάδει με την αρχή ότι τα μέλη του συλλογικού οργάνου πρέπει να έχουν, το καθένα ξεχωριστά, γνώση επί όλων των στοιχείων και γεγονότων ώστε να μπορούν να σταθμίσουν αυτά τα στοιχεία κλπ για να αποφασίσουν εγκύρως επί του συγκεκριμένου θέματος.

 

Σύμφωνα με το νόμο, η επανάληψη της διαδικασίας από την αρχή δεν απαιτείται όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη που λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση είναι φανερό πως δεν έτυχε εφαρμογής καμιά από τις προβλεπόμενες από το νόμο ρυθμίσεις. Η απουσία του κ. Ευθυβούλου από την κρίσιμη συνεδρία της 27.9.2004 δεν αποτελούσε κώλυμα για τη συμμετοχή του στη συνεδρία της 10.10.2005 νοουμένου ότι το θέμα της συμμετοχής του θα ρυθμιζόταν με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 22 του Νόμου ανωτέρω. Η υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες αποχώρησή του, κατέστησε τη σύνθεση του οργάνου παράνομη. Το γεγονός ότι στις 10.10.2005 διαπιστώθηκε η ύπαρξη παραβάσεων του Νόμου και των κανονισμών και ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε από μέλη του οργάνου τα οποία σκοπίμως ή τυχαία βρίσκονταν εν απαρτία δεν θεραπεύει την πλημμέλεια. Η αρχή δικαίου παραμένει αναλλοίωτη ότι τα μέλη που συγκροτούν το συλλογικό όργανο υπέχουν υποχρέωση συμμετοχής στη σύνθεση του οργάνου εκτός όπου η απουσία τους εξ αντικειμένου κρίνεται δικαιολογημένη. Σε κάθε άλλη περίπτωση η αδικαιολόγητη απουσία μέλους συνεπάγεται παρανομία στη σύνθεση η οποία στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και συνεπώς δεν δικαιολογείται η εξέταση άλλου θέματος.».

 

Εν προκειμένω, και αντλώντας καθοδήγηση από την απόφαση στην ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, ανωτέρω, κρίνω ότι καθόλα σύννομα και ορθά η ΕΕΥ συνεδρίασε υπό πλήρη σύνθεση και στη συνεδρία ημερομηνίας 9.9.2019, κατά την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του αιτητή, αλλά βεβαίως και στις συνεδρίες ημερομηνίας 9.10.2019 και 17.10.2019, όταν και εξετάστηκε και αποφασίστηκε η παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Σατράκης ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και/ή Πειθαρχικό Συμβούλιο ΑΗΚ, Υποθ. Αρ. 2/2019, ημερ. 22.1.2021 και Μούχλης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1889/2018, ημερ. 26.8.2021). Η παρουσία όλων των μελών της Επιτροπής στις εν λόγω συνεδρίες ήταν επιβεβλημένη. Αντίθετα, παράνομη και πάσχουσα θα ήταν η σύνθεση της ΕΕΥ, σε περίπτωση αδικαιολόγητης μη συμμετοχής οποιουδήποτε εκ των μελών της Επιτροπής.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται και ο περιεχόμενος στο (γ) πιο πάνω, του πρώτου λόγου ακύρωσης, ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο κακώς τα μέλη που απουσίαζαν από την ουσιαστική συνεδρία της ΕΕΥ, ημερομηνίας 26.8.2019, συνέχισαν να μετέχουν στις επόμενες συνεδρίες του συλλογικού οργάνου κανονικά.

 

Προχωρώ στην εξέταση του ισχυρισμού περί μη τήρησης άρτιου πρακτικού κατά τις συνεδρίες της ΕΕΥ, ειδικότερα κατά τις συνεδρίες λήψης των επίδικων αποφάσεων. Ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης συνδέεται εν πολλοίς με τον έτερο ισχυρισμό του αιτητή περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης των επίδικων αποφάσεων

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Στο άρθρο 8(4) του Νόμου, προβλέπονται τα εξής αναφορικά με τις συνεδριάσεις της ΕΕΥ-

 

«(4) Τηρoύvται πρακτικά τωv εργασιώv εκάστης συvεδριάσεως εις τα oπoία καταχωρίζovται εv περιλήψει τα της συvεδριάσεως. Παv μέλoς παρόv κατά τηv συvεδρίασιv δύvαται vα ζητήση όπως αι απόψεις τoυ, αι oπoίαι είvαι oυσιώδεις ως πρoς απόφασιv τιvα, καταχωρηθώσιv εις τα πρακτικά.».

 

Συνεπώς, ο ίδιος ο Νόμος ορίζει ότι δε χρειάζεται στα πρακτικά να καταγράφονται όλες οι λεπτομέρειες έκαστης συνεδρίας. Εν προκειμένω, και ειδικότερα όσον αφορά στις συνεδρίες λήψης των επίδικων αποφάσεων, καταγράφεται ότι η κάθε απόφαση ήταν ομόφωνη, το σκεπτικό της Επιτροπής και/ή οι σαφείς και συγκεκριμένοι λόγοι που αποφασίστηκε η διαθεσιμότητα του αιτητή και η παράταση αυτής, καθώς και η νομική βάση της κάθε απόφασης. Συνεπώς, τα πρακτικά των συνεδριών της ΕΕΥ κρίνονται άρτια και δύνανται να υπαχθούν στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, που είναι και το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις (Παντελής Χασάπη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1346/2012, ημερ. 12.6.2015), εφόσον καταγράφεται με την απαιτούμενη επάρκεια η συλλογιστική της Επιτροπής, αλλά και το σκεπτικό λήψης των επίδικων αποφάσεων (βλ. και Σάββας Λοϊζ?δης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 616/2009 κ.α., ημερ. 12.4.2011).

 

Συνεπώς, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται οι ισχυρισμοί περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών.

 

Επιπρόσθετα, όμως, οι αιτιάσεις του αιτητή για ελλιπή και/ή ανεπαρκή αιτιολογία, έγκεινται και στους ισχυρισμούς περί μη αιτιολόγησης του ύψους της αποκοπής του μισθού και της επιβολής του μέγιστου των προβλεπόμενων πειθαρχικών κυρώσεων, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά και περί μη εξειδίκευσης των λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνηγορούσαν υπέρ της διαθεσιμότητάς του.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί αποτελούν τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του αιτητή.

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο, προβάλλει ο συνήγορος του αιτητή ότι καμία συγκεκριμενοποίηση των λόγων δημοσίου συμφέροντος δεν έγινε από τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι όφειλαν, σύμφωνα με τη νομοθεσία αλλά και τη νομολογία, να εξηγήσουν για ποιούς λόγους κρίθηκε ότι ήταν αναγκαία και ανάλογη, ως μέτρο, η διαθεσιμότητα του αιτητή και πώς το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται με την εν λόγω απόφαση. Αντίθετα, κατά το συνήγορο του αιτητή, η επίδικη απόφαση χαρακτηρίζεται από αοριστία και γενικότητες, οι οποίες δεν μπορούν επουδενί να αποτελέσουν επαρκή αιτιολογία για τη λήψη μίας τέτοιας απόφασης και οι οποίες δεν αποτελούν συγκεκριμενοποίηση δημοσίου συμφέροντος και δεν προκύπτει με ποιό τρόπο ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια της ΕΕΥ στην παρούσα περίπτωση. Επιπρόσθετα, από πουθενά δεν προκύπτει η εκ μέρους της Διοίκησης διενέργεια της δέουσας έρευνας και ούτε διαπιστώνεται να υπήρξε ή/και να λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή οποιοδήποτε πόρισμα ερευνώντος λειτουργού αναφορικά με την περίπτωση του αιτητή.

 

Θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι αντικείμενο της παρούσας, αποτελεί η νομιμότητα και εγκυρότητα των δυο προεκτεθεισών αποφάσεων της καθ’ ης η αίτηση να θέσει σε διαθεσιμότητα τον αιτητή και να παρατείνει τη διαθεσιμότητά του μέχρι 18.11.2019 και εντός αυτού του πλαισίου θα εξεταστεί και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης. Οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι τελικά, ουδεμία πειθαρχική δίωξη ασκήθηκε κατ’ αυτού, αλλά αυτό που ουσιαστικά συνέβη, «ήταν να μείνει στον Αιτητή η ρετσινιά στο καλό του όνομα πρόσθετα στην οικονομική του ζημιά», δεν μπορούν να  αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο δεν υποκαθιστά τη Διοίκηση και δεν ασκεί πρωτογενή έλεγχο. Ούτε βεβαίως και εξετάζεται στο στάδιο αυτό το βάσιμο των πειθαρχικών παραπτωμάτων, για τα οποία διετάχθη έρευνα εναντίον του αιτητή, για ενδεχόμενη διάπραξή τους (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Μ.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1744/2022 (i-Justice), ημερ. 26.1.2023).

 

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι κατά τη νομολογία, η διαθεσιμότητα δεν συνιστά μέρος της πειθαρχικής διαδικασίας ούτε και αποτελεί τιμωρητική ενέργεια. Είναι ένα ανεξάρτητο διοικητικό μέτρο, το οποίο λαμβάνεται για το συμφέρον της υπηρεσίας, έστω και αν σχετίζεται με πειθαρχική διαδικασία (P.I.K. v. Κέττηρος (2007) 3 Α.Α.Δ. 555, Veis & Others ν. Republic (1979) 3 C.L.R. 390. Ρayiatas ν. Republic (1984) 3 C.L.R.  1239). Απόφαση δε της Διοίκησης, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πειθαρχικής φύσεως απλώς και μόνον επειδή είναι δυσμενής για τον επηρεαζόμενο (Lyssiotou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 460). Εν προκειμένω, οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης δεν τυγχάνουν εφαρμογής, εφόσον η απόφαση για διαθεσιμότητα δε σχετίζεται με την αθωώτητα ή την ενοχή του αιτητή, αλλά λαμβάνεται για να διευκολυνθεί η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της διαταχθείσας έρευνας. Η διαθεσιμότητα αναστέλλει προσωρινά τις εξουσίες, προνόμια και άλλα ωφελήματα, τα οποία ο υπάλληλος ανακτά, εάν απαλλαγεί ή εάν από την έρευνα δεν αποδειχθεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του. Όπως δε ορθώς παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, το γεγονός ότι ο αιτητής δεν διώχθηκε, δεν συνδέεται με το μέτρο της διαθεσιμότητας και/ή με τους λόγους για τους οποίους αυτός τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Η ΕΕΥ είχε να αποφασίσει μετά από αίτημα της αρμόδιας αρχής, εάν ο αιτητής θα ετίθετο σε διαθεσιμότητα ή όχι. Η διαθεσιμότητα αποτελεί μέτρο διευκόλυνσης της έρευνας και είναι ανεξάρτητο από το αποτέλεσμα της έρευνας.

 

Εν προκειμένω, όπως αναφέρεται στις δυο αποφάσεις, ημερ. 26.8.2019 και 17.10.2019 αντίστοιχα, η ΕΕΥ αποφάσισε τη διαθεσιμότητα του αιτητή και την παράταση της διαθεσιμότητάς του αντίστοιχα (συνολικό διάστημα 2,5 μηνών), για λόγους δημοσίου συμφέροντος, προς διασφάλιση της ομαλότητας λειτουργίας του σχολείου και της αντικειμενικότητας στη διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας. Το ότι η διαθεσιμότητα δεν συνδέεται με το εάν τελικά έγινε δίωξη ή όχι, αλλά μόνο με την έρευνα μιας πειθαρχικής υπόθεσης, προκύπτει και από το άρθρο 74 του Νόμου, που εδώ ενδιαφέρει. Πράγματι, στην υπό κρίση περίπτωση, η καθ’ ης η αίτηση έκρινε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 74(1) του Νόμου, ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα. Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 74 (η έμφαση έχει προστεθεί),-

 

«Εάv έρευvα πειθαρχικoύ αδικήματoς διαταχθή δυvάμει τωv διατάξεωv της παραγράφoυ (β) τoυ άρθρoυ 70, κατά τιvoς εκπαιδευτικoύ λειτoυργoύ ή επί τη εvάρξει αστυvoμικής ερεύvης και σε τέτοια περίπτωση ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1Α) εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1Β) επί σκoπώ πoιvικής διώξεως κατ' αυτoύ η Επιτρoπή δύvαται, εάv τo δημόσιov συμφέρov απαιτή τoύτo, vα θέση εις διαθεσιμότητα τov εκπαιδευτικόv λειτoυργόv διαρκoύσης της ερεύvης:

 

Νοείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία τίθεται ο εκπαιδευτικός λειτουργός κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις μήνες….»».

 

Κατά πάγια νομολογία, και σε συμβατότητα με την πιο πάνω διάταξη, το δημόσιο συμφέρον είναι ο μόνος λόγος, για τον οποίο ένας υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα κατά τη διερεύνηση πειθαρχικών αδικημάτων εναντίον του, προς αποφυγή του ενδεχόμενου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας. Η δε επίκληση του δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά, κατά τρόπο που να αποκτά τα απαραίτητο περιεχόμενο, να αποκαλύπτεται ο συλλογισμός του αποφασίζοντος οργάνου και να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος (Κυριάκος Αρσιώτης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5687/2013, ημερ. 26.4.2016, Πέτρος Μάτσας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1059/2015, ημερ. 19.11.2015, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221, Seco Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 553, Κυνηγού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2111/18.6.98, Ζίττης κ.α. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 198). Όπως συναφώς λέχθηκε στην Βαρβάρα Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579,-

 

«Για τον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος, ώστε να τεθεί ένας υπάλληλος σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας και μέχρι την τελική εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του, είναι απαραίτητη η αποκάλυψη της αληθούς φύσης των παραπτωμάτων και των στοιχείων που τα συνθέτουν, ώστε το δημόσιο συμφέρον να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά και να προσδιορίζεται με τρόπο που να καθιστά εφικτό το δικαστικό ταυ έλεγχο (βλ. σχετικά. P. Adamides v. R. (1982) 3 CLR 343. Kazamias ν. R. (1982) 3 CLR 239, Σκαρπάρης ν. Ε.Α.Υ., Υπ. Αρ. 263/92, ημερ. 5.3.93, Π. Νικολάου ν. E.Δ.Y. (ανωτέρω) και Θεόδουλος Χαραλαμπίδης ν. Ε.Δ.Υ., Υπ. Αρ. 61/93, ημερ. 17.11.93).».

 

Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, κατά τον έλεγχο των γεγονότων και της κρίσης της Διοίκησης ως προς το τί συνιστά δημόσιο συμφέρον, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης με την δική του άποψη (βλ. ενδεικτικά Μάτσας, ανωτέρω). Όπως λέχθηκε στην Λευκή Βρυωνίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1114/2013, ημερ. 3.9.2015, υπόθεση που επίσης αφορούσε σε διαθεσιμότητα, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του αρμοδίου οργάνου και στην εκτίμηση των γεγονότων που βρίσκονται ενώπιον του. 

 

Λαμβανομένων υπόψη των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων και υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω εν πρώτοις ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η υπό της ΕΕΥ επίκληση του δημοσίου συμφέροντος συγκεκριμενοποιείται, με αναφορά στα ιδιαίτερα και/ή εξειδικευμένα περιστατικά της υπόθεσης, ώστε η απόφαση να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και τη συλλογιστική της καθ’ ης η αίτηση, επιτρέποντας ωσαύτως και τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Λευκή Βρυωνίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1114/2013, ημερ. 3.9.2015, Adamides ν. The Republic (1982) 3 C.L.R. 343).

 

Όπως αναφέρεται στις δυο αποφάσεις, ημερ. 26.8.2019 και 17.10.2019 αντίστοιχα, η ΕΕΥ αποφάσισε τη διαθεσιμότητα του αιτητή και την παράταση της διαθεσιμότητάς του αντίστοιχα (συνολικό διάστημα 2,5 μηνών), για λόγους δημοσίου συμφέροντος, προς διασφάλιση της ομαλότητας λειτουργίας του σχολείου και της αντικειμενικότητας στη διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας. Επιπρόσθετα, και στις δυο αποφάσεις αναφέρεται ότι «τα υπό διερεύνηση πειθαρχικά αδικήματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά και θίγουν το κύρος και την εικόνα της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας».

 

Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, ημερομηνίας 26.8.2019, η ΕΕΥ, για τη διαμόρφωση της απόφασής της, έλαβε υπόψη της και την εισήγηση της αρμόδιας αρχής ημερομηνίας 9.8.2019, «λόγω της πειθαρχικής έρευνας που έχει διασφαλισθεί εναντίον του Κ. για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος που αφορά αμέλεια, αδιαφορία ή αδράνεια ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του καθώς και απρεπή συμπεριφορά προς τους συναδέλφους του και μαθητές, την επιστολή του Κ. ημερομηνίας 14.8.2019 καθώς και όλα τα ενώπιον της στοιχεία». Η δε εισήγηση της αρμόδιας αρχής προσδιορίζεται επαρκώς στο πρακτικό της προηγηθείσας συνεδρίας της ΕΕΥ, ημερομηνίας 9.8.2019, με αναφορά στον φάκελο Π.6973/Ε. Πρόκειται για διοικητικό φάκελο που προσκομίστηκε και κατατέθηκε ως «Τεκμήριο 2» στο πλαίσιο των διευκρινίσεων της παρούσας και εντός του οποίου (Κυανά 46-28), περιέχεται η, υπό τη μορφή κατεπείγοντος, επιστολή της αρμόδιας αρχής προς τον Πρόεδρο της ΕΕΥ, ημερομηνίας 9.8.2019, συνοδευόμενη από σειρά εγγράφων και με την εισήγηση όπως ο αιτητής τεθεί άμεσα σε διαθεσιμότητα από 1.9.2019. Παρομοίως, και για την απόφαση παράτασης της διαθεσιμότητας του αιτητή, αναφέρεται στο πρακτικό συνεδρίας της ΕΕΥ ημερομηνίας 17.10.2019, ότι λήφθηκε υπόψη η σχετική εισήγηση της αρμόδιας αρχής προς τον Πρόεδρο της ΕΕΥ, ημερομηνίας 9.10.2019 (Κυανούν 73 στον προαναφερθέντα διοικητικό φάκελο), σύμφωνα με την οποία «εξακολουθεί να είναι ύψιστης σημασίας η διασφάλιση της αντικειμενικότητας της πειθαρχικής έρευνας, η οποία είναι σε εξέλιξη και η ομαλότητα της λειτουργίας του σχολείου».

 

Στη βάση λοιπόν των προεκτεθέντων στοιχείων και/ή καταγγελιών που είχε ενώπιον της η ΕΕΥ, περιλαμβανομένης βεβαίως και της σχετικής εισήγησης της αρμόδιας αρχής ημερομηνίας 9.8.2019, και των όσων εγγράφων συνόδευαν αυτήν (βλ. Κυανά 46-28 ανωτέρω), η ΕΕΥ αποφάσισε να θέσει σε διαθεσιμότητα τον αιτητή για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

 

Κρίνω ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε εξ’ υπαρχής μέχρι τέλους, δεν παρουσιάζει τρωτά σημεία από απόψεως εφαρμογής των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, ενώ δεδομένης της φύσης των καταγγελιών και της σοβαρότητας των υπό διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων, σε συνάρτηση με την υπηρεσιακή θέση που κατείχε ο αιτητής, την ανάγκη διασφάλισης της αντικειμενικότητας και αποτελεσματικότητας των ερευνών και διαφύλαξης του κύρους και της εικόνας της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας, εύλογα η ΕΕΥ έκρινε ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούσαν τη διαθεσιμότητά του, καθώς και την παράταση αυτής. Το αιτιολογικό, το οποίο παρατίθεται από την ΕΕΥ στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας της, ημερομηνίας 26.8.2019, αλλά και στη συνέχεια, ημερομηνίας 17.10.2019, συνιστούν επαρκή συγκεκριμενοποίηση του δημοσίου συμφέροντος.

Δεν μπορεί παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη, όπως εξάλλου σαφώς προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη και από την ΕΕΥ, η ανάγκη διασφάλισης της αντικειμενικότητας στη διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας, στοιχείο που, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Λευκή Βρυωνίδου, ανωτέρω, συνιστά τον πυρήνα κατά τη διάγνωση του κατά πόσον ένας υπάλληλος θα πρέπει να παραμείνει εκτός του χώρου εργασίας και της άσκησης των καθηκόντων του, εκκρεμούσης της έρευνας.

 

Εξάλλου είναι επίσης σταθερά νομολογημένο ότι και η προστασία του κύρους της υπηρεσίας αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος και, συνεπώς, ικανό λόγο για να τεθεί υπάλληλος σε διαθεσιμότητα (βλ. Δεσμοφύλακας Χρίστος Μούσκος ν. Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 1186/2014, ημερ. 30.10.2014, Χαράλαμπος Καψός ν. Δημοκρατίας (Αρ.1), Υποθ. Αρ. 315/2000, ημερ. 28.1.2002, Μιχάλης Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 622/2009, ημερ. 31.8.2010, Μιχάλης Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1168/2009, ημερ. 6.9.2010 και Ανδρέας Ζαχαρίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 576/2011, ημερ. 6.12.2013).

 

Ως εκ των πιο πάνω, η κρίση της ΕΕΥ ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για την απόφαση διαθεσιμότητας του αιτητή και για την παράταση αυτής, δικαιολογείται τόσο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, όσο και από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής, εκτίθενται δε με επαρκή σαφήνεια στην επίδικη απόφαση, τόσο το σκεπτικό της καθ’ ης η αίτηση, όσο και οι λόγοι που την οδήγησαν στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης κατάληξής της.

 

Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάφεια με τα πιο πάνω, κρίνω ότι στερείται ερείσματος ο ισχυρισμός του αιτητή περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Επ’ αυτού, συναφείς είναι οι διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 74 του Νόμου, σύμφωνα με τα οποία-

 

«(3) Ειδoπoίησις ότι ετέθη oύτω εις διαθεσιμότητα δίδεται εγγράφως εις τov εκπαιδευτικόv λειτoυργόv τo ταχύτερov, επί τoύτω δε αι εξoυσίαι, τα πρovόμια και τα ωφελήματα τoυ εκπαιδευτικoύ λειτoυργoύ αvαστέλλovται διαρκoύσης της περιόδoυ της διαθεσιμότητoς:

 

Νoείται ότι η Επιτρoπή επιτρέπει εις τov εκπαιδευτικόv λειτoυργόv vα λαμβάvη μέρoς τωv απoλαβώv της θέσεως αυτoύ, oυχί oλιγώτερov τoυ ημίσεως, ως η Επιτρoπή ήθελε κρίvει.

 

(4) Αν ο εκπαιδευτικός λειτουργός απαλλαγεί ή αν από την έρευνα δεν αποδειχθεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, η διαθεσιμότητα τερματίζεται και ο εκπαιδευτικός λειτουργός δικαιούται ολόκληρο το ποσό των απολαβών τις οποίες θα έπαιρνε αν δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα. Αν βρεθεί ένοχος, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα επιστραφεί στον εκπαιδευτικό λειτουργό  οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του.».

 

Αυτό που προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις, είναι ότι, διαρκούσης της διαθεσιμότητάς του, ο μισθός του υπό διαθεσιμότητα υπαλλήλου αναστέλλεται και η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να επιτρέψει στον υπάλληλο να λάβει μέρος του μισθού του, όπως ο Νόμος ορίζει. Επί της ουσίας, ο υπό διαθεσιμότητα υπάλληλος δεν δικαιούται να λαμβάνει μισθό ενόσω διαρκεί η διαθεσιμότητά του, εφόσον δε ασκεί τα καθήκοντά του, αλλά ο Νόμος προστατεύει μέρος του μισθού του, αιτητή με την προεκτεθείσα επιφύλαξη του εδαφίου (3), σύμφωνα με την οποία, μπορεί η Επιτροπή να αποφασίσει όπως ο υπό διαθεσιμότητα υπάλληλος λάβει μέρος του μισθού του.

 

Ως εκ των πιο πάνω, ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάφεια με τα πιο πάνω, κρίνω ότι ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός του αιτητή περί παντελούς έλλειψης αιτιολογίας αναφορικά το ύψος αποκοπής του μισθού του κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του. Σύμφωνα με το άρθρο 74(3) του Νόμου-

 

«(3) Ειδoπoίησις ότι ετέθη oύτω εις διαθεσιμότητα δίδεται εγγράφως εις τov εκπαιδευτικόv λειτoυργόv τo ταχύτερov, επί τoύτω δε αι εξoυσίαι, τα πρovόμια και τα ωφελήματα τoυ εκπαιδευτικoύ λειτoυργoύ αvαστέλλovται διαρκoύσης της περιόδoυ της διαθεσιμότητoς:

Νoείται ότι η Επιτρoπή επιτρέπει εις τov εκπαιδευτικόv λειτoυργόv vα λαμβάvη μέρoς τωv απoλαβώv της θέσεως αυτoύ, oυχί oλιγώτερov τoυ ημίσεως, ως η Επιτρoπή ήθελε κρίvει.».

 

Εν πρώτοις, στην πιο πάνω διάταξη δεν γίνεται αναφορά σε «αποκοπή», ως ο συνήγορος του αιτητή διατείνεται, αλλά ρυθμίζεται το ζήτημα των απολαβών του υπό διαθεσιμότητα υπαλλήλου. Είναι σαφής η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην ΕΕΥ από την πιο πάνω διάταξη. Δεδομένης της ύπαρξης της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης, έχω την άποψη ότι δεν απαιτείτο οποιαδήποτε περαιτέρω αιτιολογία από την Επιτροπή, πέραν της ήδη δοθείσας στις επίδικες αποφάσεις της ημερομηνίας 26.8.2019 και 17.10.2019. Εξάλλου, υφίσταται και η δυνατότητα επιστροφής των κατακρατηθέντων ποσών στον υπό διαθεσιμότητα υπάλληλο, σύμφωνα με το άρθρο 74(4) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι, εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί ή αν δεν αποδειχτεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, τότε του επιστρέφεται το μέρος των απολαβών του που τυχόν έχουν αποκοπεί: εν προκειμένω, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι το αποκοπέν ποσό, επεστράφη στον αιτητή. Άμεσα συναφής με το υπό συζήτηση ζήτημα είναι η απόφαση στην Μαρία Α. Τσιντά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 716/2001, ημερ. 22.5.2002, όπου, σε αντίστοιχη περίπτωση υπό διαθεσιμότητα υπαλλήλου, δυνάμει των διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/1990), τονίστηκε ότι εφόσον η αποκοπή των απολαβών δεν υπερβαίνει το μισό, η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται μέσα στα πλαίσια που έχει θέσει ο Νόμος. Το μέτρο της διαθεσιμότητας είναι επείγουσας φύσεως και η εμπλοκή της Διοίκησης στην εξέταση προσωπικών και οικονομικών δεδομένων, «θα αποτελούσε πορεία αντίθετη προς τη φύση του μέτρου της διαθεσιμότητας» (Τσιντά, ανωτέρω). Υπομνήσθηκε επίσης ότι, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, αν ο υπάλληλος απαλλαγεί ή αν δεν αποδειχτεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, τότε του επιστρέφεται το αποκοπέν μέρος των απολαβών του.

 

Συνεπώς, ενόψει των όσων έχουν προεκτεθεί και στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, δεν διαπιστώνεται ούτε κενό αιτιολόγησης, αλλ’ ούτε κενό έρευνας. Εξάλλου, όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η επάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας μιας διοικητικής πράξης εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που να καλύπτει κάθε περίπτωση. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η έρευνα της Διοίκησης κρίνεται επαρκής. Εφόσον δε η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως επέλεξε η Διοίκηση να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υφ’ αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 CLR 189, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 447, Δημοκρατία v. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3 (Ε) AAΔ 3835).

 

Παρομοίως, επαρκής κρίνεται και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον αποκαλύπτεται με την απαιτούμενη σαφήνεια και/ή επάρκεια το σκεπτικό της καθ’ ης η αίτηση και οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε η διαθεσιμότητα του αιτητή, καθιστώντας ωσαύτως ευχερή τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται, συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο