ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                Υπόθεση Αρ. 1823/2018

                                                   9 Σεπτεμβρίου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Φ. Σ.

Αιτήτριας

                             v.

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

 Καθ' ης η Αίτηση

                                                                                    

 

 

Αλ. Γαβριηλίδης για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία ΔΕΠΕ, δικηγόροι για την Αιτήτρια.

Ρ. Πασιουρτίδου (κα) με K. Αμβροσίου (κα), για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι της Καθ’ ης η αίτηση.

Α. Ιακώβου (κα) για Μ. Ιακώβου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δικηγόροι του ενδιαφερόμενου μέρους E. Κ..

 

 ___________________

 

                                                ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή προσέβαλε αρχικά την ακύρωση της προαγωγής δεκαέξι Ενδιαφερόμενων Μερών στη μόνιμη θέση του Λειτουργού Α’ στην Καθ’ ης η Αίτηση με ισχύ από την 12/11/2018, ως κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος της Προέδρου της Καθ’ ης η Αίτηση ημερομηνίας 9/11/2018. Η απόφαση στην παρούσα υπόθεση επιφυλάχθηκε στις 5/12/2023, ημέρα κατά την οποία κατατέθηκαν εννέα συνολικά διοικητικοί φάκελοί, οι οποίοι αφορούσαν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση και περιλάμβαναν τις ετήσιες αξιολογήσεις των επηρεαζόμενων λειτουργών και άλλα προσωπικά δεδομένα. Το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τα δεδομένα της υπόθεσης, έκρινε επιβεβλημένο να προχωρήσει σε επανάνοιγμα της υπόθεσης, καλώντας τους δικηγόρους να τοποθετηθούν επί συγκεκριμένου ζητήματος το οποίο αφορούσε την προώθηση της υπόθεσης έναντι συγκεκριμένων υποψηφίων.

 

Κατά το επανάνοιγμα της υπόθεσης στις 2/7/2024 και αφού εξετάστηκε το ζήτημα της αλυσιτέλειας της προώθησης της προσφυγής απέναντι σε συνολικά 12 εκ των επηρεαζόμενων προσώπων, ο δικηγόρος της Αιτήτριας απέσυρε αρχικά για 6 εκ των Ενδιαφερομένων Μερών και στη συνέχεια για ακόμα άλλα 6 πρόσωπά. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας ξεκαθαρίστηκε με σχετική δήλωση του δικηγόρου της Αιτήτριας ότι, η υπόθεση συνεχίζεται αποκλειστικά ως προς τις προαγωγές των Α. Α., E. Κ., Ρ. Ζ. και Χρ. Β..  

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση της Καθ’ ης η αίτηση και προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα σχετικά με την παρούσα υπόθεση γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

1.      Η Καθ’ ης η αίτηση αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ιδρύθηκε δυνάμει του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμος του 2001 (Ν.64(Ι)/2001) και λειτουργεί δυνάμει του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2009, (Ν.73(Ι)/2009).

3.      Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού αποφάσισε σε συνεδρία της ημερομηνίας 26/02/2018 την εξαίρεση της αναστολής πλήρωσης 10 θέσεων Λειτουργού Α’ (Κλίμακα Α11+2) στην Καθ’ ης η αίτηση και ακολούθως, στις 26/03/2018, την εξαίρεση της αναστολής πλήρωσης ακόμα 6 ίδιων θέσεων.

4.      Η Καθ’ ης η αίτηση κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 29.10.2018, στην οποία υποβλήθηκε σημείωμα από την Βοηθό Γραμματειακό Λειτουργό, τον Ανώτερο Λειτουργό του Τμήματος Οικονομικών Υπηρεσιών, Προσωπικού και Εκπαίδευσης και την Ανώτερη Λειτουργό του Νομικού Τμήματος της Καθ' ης η αίτηση, ημερομηνίας 26/10/2018 αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στις δεκαέξι μόνιμες θέσεις Λειτουργού Α’, σε 16 αντίστοιχους Λειτουργούς οι οποίοι προτάθηκαν μέσω του σημειώματος. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και τα 4 Ενδιαφερόμενα Μέρη ενάντια στα οποία προωθείται μέχρι τέλους η υπόθεση, ήτοι οι Α. Α., Ε. Κ., Ρ. Ζ. και Χρ. Β..

 6.      Η Αιτήτρια δεν περιλήφθηκε στους λειτουργούς στους οποίους προσφέρθηκε προαγωγή στη θέση του Λειτουργού Α', παρόλο που υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι των προαναφερθέντων τεσσάρων Ενδιαφερόμενων Προσώπων.

7.      Η προσβαλλόμενη απόφαση γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος της Προέδρου της Καθ’ ης η Αίτηση ημερομηνίας 09/11/2018 το οποίο απεστάλη προς όλο το προσωπικό της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης της Καθ’ ης η αίτηση να προάξει στη θέση Λειτουργού Α’ στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, αντί της Αιτήτριας.  Όπως προκύπτει από το κείμενο της γραπτής αγόρευσης του κ.Γαβριηλίδη, και έχει ξεκαθαριστεί στο στάδιο των Διευκρινήσεων, ο μοναδικός λόγος ακύρωσης ο οποίος προβάλλεται είναι ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση βασίστηκε σε ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις οι οποίες συντάχθηκαν παράνομα, δηλαδή κατά παράβαση του Κανονισμού 14 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 2002 έως 2017  (Κ.Δ.Π. 315/2002).

 

Το σχετικό κείμενο του Κανονισμού 14 έχεις ως εξής:

 «(1) Οι υπηρεσιακές εκθέσεις των μόνιμων υπαλλήλων συντάσσονται κάθε χρόνο πάνω σε ειδικό έντυπο το οποίο θα αποφασισθεί από την Επιτροπή από τριμελή ομάδα αξιολόγησης στην οποία μετέχουν ο άμεσα προϊστάμενος του υπαλλήλου κάτω από τον οποίο ο υπάλληλος υπηρέτησε για περίοδο όχι μικρότερη από έξι μήνες, από  υπάλληλο ιεραρχικά ανώτερο του   και τον Διευθυντή ή  τη ελλείψει ή τη απουσία αυτού τον Πρόεδρο ή τη απουσία αυτού τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής.

(2) Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να συσταθεί τριμελής ομάδα αξιολόγησης οι εκθέσεις συντάσσονται από τον άμεσα προϊστάμενο του υπαλλήλου κάτω από τον οποίο ο υπάλληλος υπηρέτησε για περίοδο όχι μικρότερη από έξι μήνες και από τον Διευθυντή ή τη ελλείψει ή απουσία αυτού τον Πρόεδρο ή τη απουσία αυτού τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής.

(3) Σε περιπτώσεις όπου είναι πρακτικά αδύνατη η εφαρμογή των παραγράφων (1) και (2) πιο πάνω η υπηρεσιακή έκθεση συντάσσεται από τον άμεσα προϊστάμενο του υπαλλήλου ή το Διευθυντή.

(4) Ο άμεσα προϊστάμενος του αξιολογούμενου υπαλλήλου ετοιμάζει προσχέδιο αξιολόγησης το οποίο συζητείται από την τριμελή ομάδα αξιολόγησης. Η ομάδα αξιολόγησης προεδρεύεται από το μέλος που είναι ιεραρχικά ανώτερο. (…)

(5) Σε περίπτωση που ο άμεσα προϊστάμενος του αξιολογούμενου υπαλλήλου αφυπηρετήσει ή μετατεθεί κατά το δεύτερο εξάμηνο του χρόνου, ετοιμάζει και υποβάλλει προσχέδιο αξιολόγησης σε ειδικό έντυπο προς το Διευθυντή για να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση του υπαλλήλου.

(6) Οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υπαλλήλων που τελούν επί δοκιμασία συντάσσονται κάθε έξι μήνες σε ειδικό έντυπο με τον ίδιο τρόπο όπως οι υπηρεσιακές εκθέσεις των μόνιμων υπαλλήλων.

(7) Αν υπάρχει πρόθεση να διατυπωθούν στην υπηρεσιακή έκθεση οποιαδήποτε δυσμενή σχόλια, παρέχεται η ευκαιρία στον υπάλληλο να ακουστεί και να υποβάλει παραστάσεις προτού ληφθεί η τελική απόφαση.

(8) Η υπηρεσιακή έκθεση κοινοποιείται προς τον υπάλληλο τον οποίο αφορά μετά τη σύνταξή της από τον άμεσα προϊστάμενό του και ακολούθως υποβάλλεται προς το Συμβούλιο.

(9) Η υπηρεσιακή έκθεση του Διευθυντή συντάσσεται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο και επικυρώνεται από το Συμβούλιο της Επιτροπής.

(11)  Δεν μετέχει στην αξιολόγηση ενός υπαλλήλου πρόσωπο που του είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού:

Νοείται ότι αν λόγω του κωλύματος της συγγένειας δεν καθίσταται δυνατή η σύνταξη υπηρεσιακής έκθεσης για ένα υπάλληλο οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζεται. Σε μια τέτοια περίπτωση σημειώνεται η ύπαρξη της συγγένειας στην υπηρεσιακή έκθεση.

(11) Η Επιτροπή με απόφαση της μπορεί να καθορίζει οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με υπηρεσιακές εκθέσεις και την αξιολόγηση των υπαλλήλων που  δεν προβλέπεται στους παρόντες Κανονισμούς.»

 

Η Αιτήτρια, επικαλούμενη το κείμενο του Κανονισμού 14 υποστηρίζει ότι,  αποκλείεται κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις να συμμετέχει σε Ομάδα ή Επιτροπή Αξιολόγησης τόσο η Πρόεδρος όσο και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ταυτόχρονα. Όπως αναλύει στη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος της, δεδομένης της διατύπωσης του Κανονισμού, η απουσία της Προέδρου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να μπορεί να συμμετέχει ο Αντιπρόεδρος, ενώ ο Αντιπρόεδρος μόνο όταν λείπει η Πρόεδρος νομιμοποιείται να συμμετέχει.  Σχετικά υποδεικνύει ότι, οι ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις τόσο της Αιτήτριας, όσο και των Ενδιαφερόμενων Μερών για τα επίδικα έτη 2013-2017, συντάχθηκαν από Ομάδα Αξιολόγησης τις οποίες συμμετείχε τόσο η Πρόεδρος όσο και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 

Επί των πιο πάνω, η πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση αμφισβητεί την ερμηνεία που δίδει η Αιτήτρια στον Κανονισμό 14, δίδοντας τη δική της. Κυρίως όμως, τονίζει  με την αγόρευση της ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προωθεί αυτόν τον λόγο ακύρωσης. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται έλλειψη εννόμου συμφέροντος από μέρους της Αιτήτριας λόγω παράβασης της αρχής της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει η κα. Πασιουρτίδου, βάσει των ίδιων αξιολογήσεων και/ή αξιολογήσεων που καταρτίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, η Αιτήτρια διεκδίκησε, έλαβε και αποδέχθηκε προαγωγή στη θέση Λειτουργού Α’ της Καθ’ ης η αίτηση από τις 13/12/2019. Όπως προβάλλεται και παραμένει αναντίλεκτο, η μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης πράξης προαγωγή της Αιτήτριας στην ίδια θέση, στηρίχθηκε στις υπηρεσιακές της εκθέσεις και ειδικότερα του έτους 2017, για τις οποίες στη παρούσα υπόθεση η ίδια ισχυρίζεται ότι ήταν άκυρες ως συνταχθείσες με πάσχουσα σύνθεση. Η αντιφατική αυτή στάση της αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας η οποία είναι κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ανεπίτρεπτη.

 

Επίσης προβάλει ότι, η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να εγείρει για πρώτη φορά ενώπιον του αναθεωρητικού Δικαστηρίου τον συγκεκριμένο ισχυρισμό περί πάσχουσων ετήσιων αξιολογήσεων λόγω της σύνθεσης της τριμελούς ομάδας αξιολόγησης από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση ταυτόχρονα, ισχυρισμό τον οποίο η ίδια ουδέποτε έθεσε ενώπιον της Καθ’ ης η αίτηση κατά τη διάρκεια των αξιολογήσεων τις οποίες ετύγχανε κάθε χρόνο.  Τονίζει ότι,  σύμφωνα με τον Κανονισμό 14 της Κ.Δ.Π. 315/2002 τον οποίο επικαλείται η Αιτήτρια, προνοούνται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

« 14 (8) Η υπηρεσιακή έκθεση κοινοποιείται προς τον υπάλληλο τον οποίο αφορά μετά τη σύνταξη της από τον άμεσα προϊστάμενο του και ακολούθως υποβάλλεται προς το Συμβούλιο.

(11) Η Επιτροπή με απόφαση της μπορεί να καθορίζει οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με υπηρεσιακές εκθέσεις και την αξιολόγηση των υπαλλήλων που δεν προβλέπεται στους παρόντες Κανονισμούς. »

Δυνάμει της πιο πάνω κανονιστικής διάταξης εκδόθηκε η Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Αναφορικά με τη Διαδικασία Υποβολής Ενστάσεων σε σχέση με Υπηρεσιακές Εκθέσεις, (Κ.Δ.Π. 441/2005) όπου στην Παράγραφο 1, προβλέπεται ότι:

 «1. Μόνιμος υπάλληλος που έχει παράπονο ως προς την αξιολόγηση που του έγινε σε Υπηρεσιακή Έκθεση, δικαιούται να υποβάλει, μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την προς αυτόν κοινοποίηση της Υπηρεσιακής Έκθεσης, γραπτή ένσταση με πλήρη δικαιολογητικά. ».

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Καθ’ ης η Αίτηση τονίζει εμφαντικά ότι παρά το γεγονός ότι διαχρονικά κοινοποιούνταν στην Αιτήτρια οι ετήσιες αξιολογήσεις της όπου καταγράφεται και η σύνθεση της ομάδας αξιολόγησης της, αυτή παραλάμβανε την αξιολόγηση της αλλά ουδέποτε υπέβαλε οποιαδήποτε ένσταση ή παράπονο αναφορικά με την σύνθεση της ομάδας αξιολόγησης της και ουδέποτε ισχυρίστηκε, εν αντιθέσει με τα όσα προωθεί στη παρούσα ότι, δεν θα έπρεπε να μετέχει στην ομάδα αξιολόγησης ο Αντιπρόεδρος της Καθ’ ης η αίτηση, του οποίου σήμερα ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή, μολύνει τη νομιμότητα των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων. Επικαλούμενη και σχετικές αποφάσεις, είναι η θέση της ότι, αφ’ ης στιγμής η Αιτήτρια ουδέποτε ήγειρε τέτοιο ζήτημα ενώπιον της Καθ’ ης η αίτηση με την προβλεπόμενη από τους Κανονισμούς διαδικασία, δεν δύναται να εγείρει για πρώτη φορά το ζήτημα αυτό στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.

 

Αξιολογώντας τα επιχειρήματα εκατέρωθεν, αναφορικά με τον μοναδικό λόγο ακύρωσης ο οποίο προωθείται, διαπιστώνω ότι η θέση της Αιτήτριας ότι, στην ομάδα αξιολόγησης συμμετείχε ταυτόχρονα τόσο η Πρόεδρος όσο και ο Αντιπρόεδρος και ότι το θέμα που εγείρεται αφορά τις εκθέσεις που έγιναν για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν αμφισβητείται από την δικηγόρο της Καθ’ ης η Αίτηση. Σε κάθε περίπτωση, μετά από μελέτη των προσωπικών φακέλων της Αιτήτριας και των τεσσάρων ενδιαφερόμενων μερών ενάντια στα οποία συνεχίζεται η υπόθεση, διαπιστώνεται από το Δικαστήριο ότι:

1.   Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις του Ε.Μ. 1 (Α. Α.) για τα έτη 2013 - 2015 συντάχθηκαν από διμελή ομάδα αξιολόγησης απαρτιζόμενη από την Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση ενώ οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις για τα έτη 2016 και 2017 συντάχθηκαν από τριμελή ομάδα αξιολόγησης απαρτιζόμενη από τον άμεσα προϊστάμενο του Ε.Μ.1, την Πρόεδρο της Καθ'ης η Αίτηση και τον Αντιπρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση.

2.   Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις του Ε.Μ. 7 (Έ. Κ.) για τα έτη 2013 - 2017 συντάχθηκαν από τριμελή ομάδα αξιολόγησης απαρτιζόμενη από την άμεσα προϊστάμενη του Ε.Μ.7, την Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση και τον Αντιπρόεδρο της Καθ'ης η Αίτηση.

3.   Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις του Ε.Μ. 13 (Ρ. Ζ.) για τα έτη 2013 - 2017 συντάχθηκαν από τριμελή ομάδα αξιολόγησης απαρτιζόμενη από την άμεσα προϊστάμενη του Ε.Μ. 13, την Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση και τον Αντιπρόεδρο της Καθ'ης η Αίτηση.

4.   Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις του Ε.Μ. 16 (Χρ. Β.) για τα έτη 2013 - 2017 συντάχθηκαν από τριμελή ομάδα αξιολόγησης απαρτιζόμενη από την άμεσα προϊστάμενη του Ε.Μ. 16, την Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση.

Αναφορικά με την Αιτήτρια, οι Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις για τα έτη 2013 - 2017 συντάχθηκαν ομοίως από την ίδια τριμελή ομάδα αξιολόγησης, απαρτιζόμενη από την άμεσα προϊστάμενη της Αιτήτριας, την Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της της Καθ’ ης η Αίτηση. Αντίστοιχες αξιολογήσεις από τον Πρόεδρο και την Αντιπρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως ήταν τότε, μαζί με την άμεσα προϊστάμενη της, διαπιστώνεται από το Δικαστήριο ότι είχε η Αιτήτρια και στα χρόνια τα οποία είχαν προηγηθεί της επίδικης περιόδου.

 

Εντοπίζω ότι, κατά τη διάρκεια των ετών που αφορούν την παρούσα, η Αιτήτρια έχει υποβάλει Ενστάσεις για τις αξιολογήσεις τις οποίες είχε, ως προς τη βαθμολογία την οποία έλαβε. Συγκεκριμένα ανατρέχοντας τον προσωπικό της φάκελο, διαπιστώνω ότι κατά τα πρόσφατα έτη υπέβαλε Ενστάσεις για τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις τα έτη 2016, 2017 και 2018, προβάλλοντας πρωτίστως ισχυρισμό περί ανισότητας στον τρόπο αξιολόγησης του προσωπικού. Ως διαπιστώνεται από το Δικαστήριο, η Αιτήτρια ουδέποτε προηγουμένως έθεσε το ζήτημα ότι οιαδήποτε ετήσια Έκθεση Αξιολόγησης συντάχθηκε παράνομα ή κατά παράβαση των διατάξεων του Κανονισμού 14 των Κανονισμών, λόγω της σύνθεσης της τριμελούς ομάδας αξιολόγησης από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση ταυτόχρονα

 

Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου, επιβεβαιώνει τη θέση της της Καθ’ ης η Αίτηση ότι η Αιτήτρια ουδέποτε ήγειρε τέτοιο ζήτημα ενώπιον της Καθ'ης η αίτηση με την προβλεπόμενη από τους Κανονισμούς διαδικασία. Μάλιστα, σε τρεις διαδοχικές Ενστάσεις τις οποίες αυτή υπέβαλε, απέφυγε να προβάλει οποιοδήποτε παράπονο αναφορικά με τη ταυτόχρονη συμμετοχή Προέδρου και Αντιπροέδρου στην Επιτροπή Αξιολόγησης της.

 

 Όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει η κα.Πασιουρτίδου, το ζήτημα έχει εξεταστεί από τα Δικαστήρια μας σε αριθμό άλλων περιπτώσεων. Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 241/09, ημερομηνίας 2/2/2010 όπου τονίστηκαν τα ακόλουθα:

«Αναφορικά με τον (α) λόγο ότι δηλαδή είναι χωρίς αιτιολογία η ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης, κατά παράβαση του Καν. 7(2)(5) των προναφερθέντων Κανονισμών, θα δεχθώ τα όσα ισχυρίζεται η πλευρά των καθ' ων η αίτηση ότι δηλαδή ο αιτητής εμποδίζεται από τη γνωστή αρχή ότι ένας δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει μια κατάσταση πραγμάτων. (βλ. μεταξύ άλλων Ηλία κα ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884 και Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406).

Σύμφωνα με τον Καν. 7(2) η Επιτροπή Αξιολόγησης αξιολογεί τους υποψηφίους μεταξύ άλλων με βάση τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των 4 τελευταίων ετών, με ανώτατη βαθμολογία για την κάθε ομαδοποίηση μέχρι 4 μονάδες. Εδώ, ενώ στον αιτητή είχε κοινοποιηθεί η αξιολόγηση που του έγινε από την Επιτροπή Αξιολόγησης αυτός υπέβαλε ένσταση για τη βαθμολογία του (που έγινε δεκτή ως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω) για άλλους λόγους και όχι διότι στο στοιχείο «διεκπεραίωση καθηκόντων» του έδωσαν 3 μονάδες και όχι 4 γιατί τον χαρακτήρισαν πολύ καλό και όχι εξαίρετο. Εφόσον λοιπόν ο αιτητής όταν υπέβαλε την ένσταση δεν επέκτεινε αυτή και για το σημείο που τώρα εγείρει, κρίνω ότι εμποδίζεται από την προαναφερθείσα αρχή να προωθεί αυτή τη θέση

 

Ομοίως σχετική είναι και η απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 891/20, Χαραλαμπίδης Κρίστης Λτδ v. Kυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 5/10/2023, που επίσης κρίθηκε ότι, δεν υπάρχει έννομο συμφέρον προώθησης ισχυρισμού ο οποίος δεν είχε τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου στα πλαίσια ιεραρχικής προσφυγής η οποία προηγήθηκε. Από την εν λόγω απόφαση, το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσας, παραθέτω το ακόλουθο εκτενές απόσπασμα:

«Όπως έχει προαναφερθεί, στην προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας της Τριμελούς Επιτροπής, η οποία συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 17Α του Νόμου και η οποία επέβαλε στην αιτήτρια διοικητικό πρόστιμο ανερχόμενο στο ποσό των €30.000.

Ωστόσο, τίθεται εξ' αρχής ζήτημα νομιμοποίησης της αιτήτριας να εγείρει τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης. Και τούτο, καθότι, όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο της Ιεραρχικής Προσφυγής που καταχώρησε η πλευρά της αιτήτριας στις 29.7.2019, δυνάμει του άρθρου 17Α(5) του Νόμου (παράρτημα 14 στο δικόγραφο της ένστασης), όσο και από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 26.11.2019, κατά την οποία οι δικηγόροι της αιτήτριας προέβαλαν και πρόσθετους λόγους προς ακύρωση και/ή αναθεώρηση της απόφασης της Τριμελούς Επιτροπής (παράρτημα 15 στην ένσταση), ουδείς ισχυρισμός προβλήθηκε και/ή καμία αναφορά δεν έγινε περί αναρμοδιότητας της εν λόγω Επιτροπής. Με αποτέλεσμα να εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον μπορεί στο στάδιο αυτό να εγερθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός δεδομένης της ύπαρξης του δόγματος της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, το οποίο εν προκειμένω θέτει εν αμφιβόλω το έννομο συμφέρον της αιτήτριας να εγείρει τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης. Προκύπτει, στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων και δη των προαναφερθέντων παραρτημάτων 14 και 15 της ένστασης, ότι η πλευρά της αιτήτριας είχε πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών και ζητημάτων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, ενώ, περαιτέρω, προκύπτει ότι υπέβαλε την Ιεραρχική της Προσφυγή ενώπιον του Υπουργού χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη και/ή χωρίς οποιαδήποτε αίρεση ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας. Συνάγεται, επομένως, ότι η αιτήτρια, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, αποδέχθηκε το σύννομο της προβλεπόμενης διαδικασίας, στην οποία βεβαίως συμμετείχε και η Τριμελής Επιτροπή, με αποτέλεσμα την εξάλειψη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντός της (βλ. Οικονόμου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 256/2012, ημερ. 31.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:C471, Kαπακιώτης και Παπαέλληνας Λτδ, Αναθ. Έφεση Αρ. 91/2011, ημερ. 21.12.2016, Παπαδόπουλος κ.α. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, Κωνσταντίνου κ.α. v. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 282 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 260-261). Οι προεκτάσεις της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους, έχουν εξεταστεί σε πληθώρα αποφάσεων, στις οποίες επισημάνθηκε, ότι η παράλληλη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία μιας κατάστασης, παρεμβάλλει εμπόδιο στις διεκδικήσεις (βλ. Σαββίδης κ.α. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249, Κάππας v. Oργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36,  Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ v. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345, Δημοκρατία v. China Wanbao Engin.Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406 και UBITATUM ENTERPRISES LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1599/2011, ημερ. 24.4.2015, ECLI:CY:AD:2015:D284).

Συνεπώς, προκύπτει ζήτημα απουσίας της απαιτούμενης νομιμοποίησης της αιτήτριας προς έγερση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης και του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας της Τριμελούς Επιτροπής να επιληφθεί της περίπτωσής της και να επιβάλει το επίδικο διοικητικό πρόστιμο, ενός ισχυρισμού που, επαναλαμβάνω, ουδέποτε προηγουμένως ηγέρθη, παρόλο που είχε η αιτήτρια τη δυνατότητα να το πράξει δια της Ιεραρχικής της Προσφυγής, ακόμα δε και εν συνεχεία, κατά την ακρόαση και/ή εξέταση της εν λόγω Προσφυγής της, στη συνεδρία της 26.11.2019. Σαφώς και η αιτήτρια θα πρέπει να εγείρει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, όπως βεβαίως και κάθε εγειρόμενο λόγο ακύρωσης, μετ' εννόμου συμφέροντος (China Wanbao, ανωτέρω, Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 108), το οποίο εν προκειμένω απουσιάζει.

 

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Κουλέντη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/2014, ημερ. 2.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C411Χατζησωτηρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524). Ως εκ της θεμελιώδους σημασίας του, το συγκεκριμένο ζήτημα, ήτοι αυτό της ύπαρξης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος και η κρίση για την ύπαρξη ή έλλειψη νομιμοποίησης, εξετάζεται και αποφασίζεται κατά προτεραιότητα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202A/2010, ημερ. 13.2.2017, Παπαδόπουλος κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ.1). Θα πρέπει δε το έννομο συμφέρον να υπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την έγερση της προσφυγής, μέχρι την εκδίκασή της και την έκδοση της σχετικής απόφασης (Μαυρουδής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123, Δώρα Ανδρέα Κούππα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 149, Λαμπρατσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 202, Τσιμεντοποιḯα Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 66/10 ημερ. 4.6.2015).

Επαναλαμβάνω ότι οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να προβάλλονται μετ' εννόμου συμφέροντος (Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389). Και βεβαίως, το έννομο συμφέρον αποτελεί το εφαλτήριο πάνω στο οποίο η αιτήτρια θα πρέπει να τοποθετήσει τον εαυτό της για να δικαιούται να θέσει ζήτημα αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση (Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 108). Συνεπώς, από τη στιγμή που απουσιάζει εν προκειμένω το έννομο συμφέρον ως εφαλτήριο και/ή ως απαιτούμενη προϋπόθεση conditio sine qua non, δεν μπορεί να εγείρεται ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου, έστω και αν ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, μπορούν να εξεταστούν και αυτεπαγγέλτως, εφόσον ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση και/ή πρόκριμα προς εξέταση ενός τέτοιου ζητήματος, είναι η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος αυτού που το εγείρει, που εδώ, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, ελλείπει. Με κάθε εκτίμηση προς την πλευρά της αιτήτρια, δεδομένης της άνευ επιφύλαξης υποβολής της Ιεραρχικής Προσφυγής της κατά της απόφασης της Τριμελούς Επιτροπής, αλλά και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής ένστασης ή/και αναφοράς έστω και αργότερα, κατά την εξέταση της εν λόγω Ιεραρχικής Προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, δεν μπορεί να προβάλλεται στο στάδιο αυτό, με έννομο συμφέρον, ζήτημα αναρμοδιότητας της εν λόγω Επιτροπής, επειδή το αίτημά της δεν πραγματώθηκε (Γρουτίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.220/2012, ημερ 18.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:C379). Πρόκειται για κλασσική περίπτωση ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, την οποία η ημεδαπή νομολογία, πάγια και διαχρονικά αποδοκιμάζει.

Ως εκ των πιο πάνω, ο πρώτος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.»

 

Δεδομένου ότι, η σύνθεση της ομάδας αξιολόγησης όπως και ο τρόπος που αυτή κατήρτισε τις υπηρεσιακές εκθέσεις που την αφορούσαν ήταν γνωστά, αλλά η Αιτήτρια ουδέποτε υπέβαλε ένσταση επί του συγκεκριμένου ζητήματος της παράνομης σύνθεσης της, με βάση τη σχετική νομολογία, εμποδίζεται να εγείρει για πρώτη φορά το ζήτημα αυτό στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Συνεπώς καταλήγω ότι, η Αιτήτρια, δεδομένης της προηγούμενης συμπεριφοράς της, εμποδίζεται στην προώθηση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης ενώπιον του Δικαστηρίου. Είναι κατά την άποψη μου μια περίπτωση ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Οι προεκτάσεις του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας έχουν εξεταστεί σε σειρά υποθέσεων. (Βλ. Dometakis ν. The Republic (1988) 3 C.L.R  1673, Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 839/91 της 14/5/99, Goody's Evagorou Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση 638/97 της 30/6/98, Καντούνας και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση 682/96 κ.ά. της 18/9/98, Κουππαρής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 500, Α. and G. Electrical Services Ltd ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Αίτηση 769/93 της 23/4/96).

 

Προς τούτο, ολοκληρώνοντας, επαναλαμβάνω την αρχή η οποία τέθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 116 (η έμφαση προστίθεται από το παρόν Δικαστήριο):

«Επιπλέον, και επί του προκειμένου, θα πρέπει να επισημάνουμε πως απαραίτητη προϋπόθεση για να εξεταστεί τέτοιος ισχυρισμός θα πρέπει ο ενδιαφέρομενος που τον προβάλλει να τον θέσει με την πρώτη ευκαιρία ενώπιον του διοικητικού οργάνου για να τον εξετάσει, ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα η διαδικασία. Δεν νοείται ο ενδιαφερόμενος να μένει σιωπηλός και ανάλογα με την τελική απόφαση του διοικητικού οργάνου, όταν π.χ. δεν τον ευνοεί, να επιλέγει σε μεταγενέστερο στάδιο, και ειδικότερα ενώπιον του Δικαστηρίου να την προβάλει. Σε τέτοια περίπτωση ο ισχυρισμός δεν θα εξεταστεί.

O σχετικός επομένως λόγος ακυρώσεως του εφεσίβλητου, που πρόβαλε πρωτοδίκως, και η οποία αφορούσε τη νομιμότητα της σύνθεσης του διοικητικού οργάνου, για τους λόγους που εξηγούμε πιο πάνω, απορρίπτεται.»

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι, η Αιτήτρια έχει απωλέσει το έννομο της συμφέρον στην προώθηση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, ο οποίος είναι και ο μοναδικός τον οποίο προωθεί. Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή της Αιτήτριας αποτυγχάνει.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα ύψους 1700 Ευρώ πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο