ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 333/2020)

 

13 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης ΔΔ]

 

Μ. Σ.

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ

Καθ’ ης η Αίτηση.

…………………………

Μαρίτα Πανταζή (κα) για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Έλενα Συμεωνίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Ο αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:

         

«Α) Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 28.1.2020 (Παράρτημα Α) και με την οποία απέκοψαν φόρο εισοδήματος ποσό €10.000,00 από το εφάπαξ φιλοδώρημα ύψους 28.578,25 ευρώ για την υπηρεσία του από 1.1.2013 μέχρι 31.10.2019 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αυθαίρετη και/ή το ποσό το οποίο αποκόπηκε ως φόρος εισοδήματος πρέπει να επιστραφεί.

 

Β)      Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με την ίδια επιστολή ημερομηνίας 28.1.2020 και με την οποία υπολόγισε το ποσό του εφάπαξ φιλοδωρήματος και της σύνταξης με  βάση τις θέσεις που κατείχε ο Αιτητής είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή δεν υπολόγισε τα πιο πάνω ποσά λαμβάνοντας υπόψη τον αναδρομικό διορισμό του Αιτητή στη θέση του πληρεξούσιου υπουργού.»

 

          Ο αιτητής αφυπηρέτησε λόγω ορίου ηλικίας από τη θέση του πληρεξούσιου υπουργού την 1.11.2019. Με επιστολή ημερομηνίας 28.1.2020 ο καθ’ ου η αίτηση πληροφόρησε τον αιτητή για το ύψος της σύνταξης και του εφάπαξ φιλοδωρήματος και ότι από αυτό αποκόπηκε το ποσό των €10.000 ως φόρος εισοδήματος.

 

          Ο αιτητής εισηγείται ότι το Άρθρο 8 του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου, Ν. 216(Ι)/2012 (στο εξής ο «Νόμος»), στη βάση του οποίου φορολογήθηκε το εφάπαξ φιλοδώρημα που έλαβε ο αιτητής παραβιάζει τις πρόνοιες του Άρθρου 23(1), (2) και (3) του Συντάγματος. Εισηγείται, επίσης, ότι παραβιάζονται οι αρχές της χρηστής διοίκησης, της ισότητας και της φορολογικής ισότητας.

 

          Η καθ’ ης η αίτηση στη γραπτή της αγόρευση εισηγείται, εν πρώτοις, ότι ο ισχυρισμός για παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος δεν δικογραφείται από τον αιτητή κατά τον δέοντα τρόπο και επίσης ότι στη γραπτή του αγόρευση παραθέτει νομολογία χωρίς να αναπτύσσεται ο ισχυρισμός με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντικρουστεί επαρκώς από την καθ’ ης η αίτηση. Προς υποστήριξη της εισήγησής της περί μη ορθής δικογράφησης η καθ’ ης η αίτηση παραπέμπει στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Κωμοδρόμου Σολωμού ν. Δημοκρατίας, 6.9.2018 η οποία, όμως, δεν τυγχάνει εφαρμογής αφού σε εκείνη την υπόθεση στην προσφυγή δεν περιλαμβανόταν κανένας λόγος ακύρωσης σε σχέση με την ισχυριζόμενη αντισυνταγματικότητα.

 

Ωστόσο, η απόφαση στην οποία γίνεται αναφορά στη Σολωμού της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Latomia Estate Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672 είναι σχετική. Παραπομπή γίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα που υιοθετείται για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης:

 

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

"7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον."

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης.  (Ιδε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).

Μια προσεκτική εξέταση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίστηκε η προσφυγή δείχνει ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Υπάρχει μια αόριστη αναφορά ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα των αιτητών όπως αυτά διασφαλίζονται από το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι η απόφαση αντιβαίνει τους Νόμους 15/62, 25/83, 148/85, 84/88, 90/72 και 92(Ι)/92. Η εξειδίκευση που προσφέρεται ακολούθως στα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η προσφυγή, εκτός από μια αόριστη αναφορά ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης ήταν παράνομο, αναιτιολόγητο και αυθαίρετο αντιβαίνον προς το άρθρο 23 του Συντάγματος, περιορίζεται στο ότι οι εφεσείοντες υπέδειξαν στη Διοίκηση ότι υπήρχαν άλλες ολιγότερο οδυνηρές λύσεις.»

                   

Εξετάζοντας την προσφυγή του αιτητή κατ’ εφαρμογή των ως άνω αρχών, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία με τον αριθμό 1 και το ακόλουθο περιεχόμενο:

«1.  Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση παραβιάζει το νόμο και/ή το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας άρθρα 23, 24 και 28 και/ή το άρθρο 1 Πρωτόκολλο 1 της Ευρωπαϊκής σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή στα άρθρα 14, 15 της ΕΣΔΑ.»

 

          Στα γεγονότα η σχετική αναφορά εντοπίζεται ως μέρος της παραγράφου 4:

 

«Η αποκοπή φόρου εισοδήματος και/ή του ποσού των €10.000,00 από το εφάπαξ φιλοδώρημα είναι παράνομη και/ή αντισυνταγματική.»

 

          Με βάση τις νομολογιακές αρχές που αυστηρά απαιτούν ιδιαίτερα όπου γίνεται επίκληση αντισυνταγματικότητας σαφή και αιτιολογημένη παράθεση του νομικού επιχειρήματος στο κείμενο της ίδιας της προσφυγής και όχι γενική αναφορά, κρίνω ότι στην υπό κρίση υπόθεση η εισήγηση της καθ’ ης η αίτηση ότι ο λόγος ακύρωσης που αφορά σε παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος δεν μπορεί να εξεταστεί, ευσταθεί.

 

          Σε σχέση με την έτερη εισήγηση του αιτητή για παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ούτε αυτός ο λόγος μπορεί να εξεταστεί αφού και αυτός προβάλλεται με γενικότητα στα νομικά σημεία της προσφυγής και δεν αναφέρεται καθόλου στα γεγονότα. Ακόμα, όμως, και αν αιτιολογείτο επαρκώς, στη γραπτή αγόρευση του αιτητή προβάλλεται κατά τρόπο συγκεχυμένο προς υποστήριξη, μάλλον, της επιχειρηματολογίας για παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος παρά ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης. Συνεπώς, και σε σχέση με αυτό τον λόγο ακύρωσης ευσταθεί η εισήγηση της καθ’ ης η αίτηση και δεν μπορεί να εξεταστεί.

 

          Παραμένουν, επομένως, προς εξέταση οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που εισηγείται ο αιτητής δηλαδή η παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ισότητας ιδιαίτερα της φορολογικής ισότητας.

 

          Το επίμαχο Άρθρο 8 τυγχάνει εφαρμογής μόνο σε εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα που κερδίζεται με υπηρεσία από 1.1.2013 και μετά και προνοεί τα ακόλουθα:

 

«8.  Οποιοδήποτε εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα έχει κερδηθεί με υπηρεσία από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά και καταβάλλεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος νόμου, υπόκειται στην επιβολή φόρου εισοδήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Φορολογίας του εισοδήματος Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.»

 

          Στη βάση της ως άνω πρόνοιας μέρος του εφάπαξ ποσού που έλαβε ο αιτητής και αφορούσε την υπηρεσία του από 1.1.2013 μέχρι την ημερομηνία αφυπηρέτησής του, φορολογήθηκε. Για σκοπούς πληρότητας αναφέρεται ότι η εν λόγω πρόνοια καταργήθηκε αργότερα με τον Νόμο 209(Ι)/2022 με αναδρομική ισχύ από 1.1.2021.

 

Σε σχέση με την αρχή της χρηστής διοίκησης ο αιτητής εισηγείται ότι παραβιάζεται επειδή μεταβλήθηκε δυσμενώς το δικαίωμα και το έννομό του συμφέρον χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος και χωρίς τη μεσολάβηση μεταβατικών διατάξεων. Ο Νόμος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 28.12.2012 και τέθηκε σε ισχύ σύμφωνα με το Άρθρο 15 την 1.1.2013. Υπενθυμίζεται ότι πριν τη θέσπιση του Νόμου, το εφάπαξ ποσό δεν υπόκειτο σε φορολόγηση και άρχισε να υπόκειται μέσω του συγκεκριμένου Νόμου. Βεβαίως, νομοθέτης δεν είναι η διοίκηση αλλά η Βουλή και εφόσον θεσπίστηκε η εν λόγω νομοθεσία η διοίκηση ενήργησε πλέον με δέσμια αρμοδιότητα χωρίς να ενυπάρχει το στοιχείο της άσκησης διακριτικής ευχέρειας έτσι ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι ενήργησε με κατάχρηση εξουσίας.

 

Επίσης, Άρθρο 4(2) του περί Συντάξεων Νόμου, Ν. 97(Ι)/1997, προνοεί ότι:

 

«(2)  Σύνταξη, εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα χορηγούμενο δυνάμει του Νόμου αυτού υπολογίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες που ισχύουν την ημερομηνία αφυπηρέτησης του κρατικού υπαλλήλου.»

         

Η πιο πάνω πρόνοια σχολιάστηκε από το Εφετείο στο σκεπτικό του Δικαστή Λυσάνδρου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Λάμπρου κ.ά., Ε.Δ.Δ. 58/2019, 11.10.2023 στα πλαίσια εξέτασης του κατά πόσο αποτελούσε περιουσιακό δικαίωμα για να καταλήξει ότι η συγκεκριμένη πρόνοια λειτουργεί προειδοποιητικά προς τον διοικούμενο ότι οι νομικές πρόνοιες υπόκεινται σε τροποποίηση.

 

Τέλος, ο Νόμος δεν θεσπίστηκε εν κενώ αλλά σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) ο σκοπός είναι ο πιο κάτω:

 

«3.-(1) Με τον παρόντα Νόμο σκοπείται η συγκράτηση των δαπανών των επαγγελματικών συστημάτων συνταξιοδότησης της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.»

 

          Συνεπώς, αντίθετα με την εισήγηση του αιτητή ο σκοπός της θέσπισής του εμπεριέχει την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος μέσω της συγκράτησης των δαπανών.

 

          Σε ότι αφορά στην τελευταία εισήγηση του αιτητή ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας και ειδικότερα της φορολογικής ισότητας, ούτε αυτή η εισήγηση μπορεί να επιτύχει εφόσον το ίδιο μέτρο εφαρμόστηκε σε όλους όσοι ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου για τον χρόνο πριν την τροποποίησή του. Το γεγονός ότι πριν και μετά ίσχυε διαφορετική φορολογική μεταχείριση δεν καθιστά άνιση τη μεταχείριση του αιτητή επειδή ακριβώς το νομοθετικό πλαίσιο ήταν διαφορετικό.

 

          Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1700 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

   

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο