ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 694/2020)

 

10 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης ΔΔ]

 

 

K. L. D.

Αιτήτρια,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ’ ου η Αίτηση.

…………………………

Νίκος Χρ. Νικολαΐδης, για την αιτήτρια.

Ανδρέας Αντωνιάδης για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Η αιτήτρια με την υπό κρίση προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 21.5.2020 με την οποία απορρίφθηκε καταγγελία της αιτήτριας κατά της εργοδότριάς της και αίτημά της για αλλαγή εργοδότη και της δόθηκαν οδηγίες να αναχωρήσει από τη χώρα εντός τριάντα ημερών.

 

          Η αιτήτρια αφίχθηκε στη χώρα στις 5.4.2019 με άδεια εισόδου ως οικιακή βοηθός και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και απασχόλησης μέχρι τις 5.4.2020. Στις 23.12.2019 η αιτήτρια υπέβαλε καταγγελία κατά της εργοδότριάς της και με επιστολές μέσω της δικηγόρου της ημερομηνίας 7.2.2020 και 11.2.2020 αιτήθηκε όπως της επιτραπεί η αλλαγή εργοδότη. Η αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 21.5.2020 ότι η καταγγελία της απορρίφθηκε διότι κατά παράβαση του συμβολαίου εργοδότησής της εγκατέλειψε τον χώρο εργασίας της και συνεπώς απορρίφθηκε και το αίτημά της για αλλαγή εργοδότη. Ακολούθησε νέα επιστολή της αιτήτριας μέσω του δικηγόρου της με ημερομηνία 10.6.2020 η οποία απαντήθηκε στις 27.7.2020 επαναλαμβάνοντας την προηγούμενη απόφαση.

 

          Η αιτήτρια ουσιαστικά προβάλλει μόνο ένα λόγο ακύρωσης με τον οποίο εισηγείται ότι δεν διερευνήθηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί της στην καταγγελία που υπέβαλε.

 

          Η προσωρινή άδεια διαμονής που παραχωρήθηκε στην αιτήτρια ρητώς αναφέρεται σε εργοδότηση από κατονομαζόμενο πρόσωπο και υπόκειται στους εξής όρους:

 

«Η άδεια παραχωρείται για προσωρινή διαμονή για σκοπούς απασχόλησης του/της κατόχου στην Δημοκρατία και είναι δυνατό να ακυρωθεί, αφού ο/η κάτοχος τύχει προειδοποίησης δεκατεσσάρων ημερών.

Η ισχύς της άδειας τερματίζεται και αυτή θεωρείται άκυρη, εάν:

α. δεν πληρούνται, πλέον, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων αυτή παραχωρήθηκε

β. ο/η κάτοχος παύσει να απασχολείται όπως περιγράφεται σε αυτήν

γ. ο/η κάτοχος παραμείνει στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα πέραν των τριών μηνών.»

         

          Όπως προκύπτει από τα γεγονότα που δεν αμφισβητούνται από την αιτήτρια, αυτή εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση την εργασία της και ακολούθως υπέβαλε παράπονο προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς κατά της εργοδότριάς της.

Η εισήγηση της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας δεν ευσταθεί. Όπως αναφέρεται στην επιστολή του Τμήματος Εργασίας προς το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 11.3.2020:

 

«3.  Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων μας, έχουμε εξετάσει το υπό αναφορά παράπονο σε κοινή συνάντηση, όπου έχουν καταγραφεί και διερευνηθεί οι ισχυρισμοί και των δύο πλευρών.  Από τη διερεύνηση που έχει διενεργηθεί, διαπιστώνω ότι δεν προκύπτει παραβίαση του συμβολαίου από την εργοδότρια.  Τουναντίον, η αλλοδαπή εγκατέλειψε, χωρίς προειδοποίηση, τον χώρο διαμονής και εργασίας της, κατά παράβαση του συμβολαίου της.

 

4.  Η παραδοχή της αλλοδαπής για εργασία και σε άλλα υποστατικά αποτελεί εκ μέρους της, κατάφορη παραβίαση των όρων απασχόλησης της και αναιρεί ουσιαστικά και τον ισχυρισμό της περί πολλών ωρών εργασίας στο σπίτι της εργοδότριας της.

5.  Ως εκ τούτου και με γνώμονα το εργασιακό πλαίσιο, εισηγούμαι όπως μην επιτραπεί η απασχόληση της υπό αναφορά αλλοδαπής σε νέο εργοδότη.»

 

          Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, ούτε υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης εκεί όπου η απόφαση ήταν εύλογη και αιτιολογημένη. Στην υπό κρίση υπόθεση, η διοίκηση άκουσε και τις δύο πλευρές και στη βάση της μαρτυρίας που έλαβε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν εύλογο. Παρόλο που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου η ερμηνεία συμβατικών υποχρεώσεων, κρίνω ορθό όπως παρατηρήσω ότι το συμβόλαιο εργοδότησης που υπέγραψε η αιτήτρια περιλαμβάνει όρο που προνοεί για το δικαίωμά της να τερματίσει την εργασία της εάν αυτό αποφασίσει. Η μονομερής αυτόματη διακοπή δεν περιλαμβάνεται στους όρους που αποδέχτηκε και υπό τους συγκεκριμένους όρους έλαβε άδεια παραμονής και εργασίας σε αυτή τη χώρα.

 

Το δικαίωμα παραμονής και εργασίας που έλαβε η αιτήτρια το οποίο όπως εξηγήθηκε πιο πάνω υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους, δίδει το δικαίωμα στον καθ’ ου η αίτηση να της απαγορεύσει τη διαμονή στη χώρα στη βάση των προνοιών του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 που προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-

[…]

(κ)  οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται η διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών.»

 

          Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.     Επιδικάζονται €1700 έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο