ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 87/2020)

 

                              13 Σεπτεμβρίου 2024

[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                      N. M.

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                        και

 

          ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

                  1.Υπουργού Εσωτερικών

2.Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού

και Μετανάστευσης 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

  Χρίστος Π. Χριστοδουλίδης, δικηγόρος για τον αιτητή.

Παντελής Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Α) της Προσφυγής, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε στις 2.1.2018 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 8.11.2019.

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, οφείλει να επισημανθεί ότι κατά τη δικάσιμο στις 11.3.2024, η πλευρά του αιτητή και μετά από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, προέβηκε σε απόσυρση των αιτούμενων θεραπειών της Προσφυγής υπό παραγράφους (Β) (Γ) (Δ) και (Ε) της Προσφυγής.

 

To ιστορικό της παρούσας υπόθεσης είναι μακρύ και προκύπτει από την ένσταση και τα παραρτήματα αυτής καθώς και από το περιεχόμενο των τεσσάρων διοικητικών φακέλων και του απόρρητου φακέλου της ΚΥΠ που τέθηκαν ενώπιον μου και έχει ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής, υπήκοος Συρίας, αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία το 1991 και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής διαμονής, με σκοπό την εργοδότηση του ως εργάτη σε γεωργική επιχείρηση, η οποία τύγχανε ανανέωσης και η οποία είχε ισχύ μέχρι τις 30.9.1995. Νέο μεταγενέστερο αίτημα της εργοδότριας εταιρείας του αιτητή για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής στον αιτητή απορρίφθηκε στις 24.11.1995. Στις 19.12.1995 ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με την κύπρια υπήκοο Θ. Μ., στην εταιρεία της οποίας και εργοδοτήθηκε. Στη βάση αυτού του καθεστώτος παραχωρείτο, πλέον, στον αιτητή άδεια παραμονής στη Δημοκρατία, με σκοπό να διαμένει με τη σύζυγο του και να εργάζεται.

 

Ακολούθως στις 27.3.1998, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, αίτηση η οποία εγκρίθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών και στις 26.9.2000 παραχωρήθηκε στον αιτητή η κυπριακή υπηκοότητα. Περί το 2002 ο αιτητής προχώρησε σε λύση του γάμου του με την κύπρια υπήκοο και κατά το Νοέμβριο του 2002 τέλεσε νέο γάμο με γυναίκα Συριακής καταγωγής.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 9.2.2004 η Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) ενημέρωνε τον Υπουργό Εσωτερικών ότι σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν συλλεχθεί, πάνω από το κρεοπωλείο που διατηρούσε ο αιτητής, ο ίδιος διαχειριζόταν και ένα internet café στο οποίο η πρόσβαση ήταν δύσκολη και στο οποίο μετέβαιναν μόνο Άραβες, συριακής καταγωγής. Στην εν λόγω έκθεση αναφερόταν ότι στο συγκεκριμένο υποστατικό, διενεργείτο μεγάλη εμπορία λαθραίων τσιγάρων, τα οποία προέρχονταν από τα κατεχόμενα και ο αιτητής εισέπραττε μεγάλη προμήθεια. Παράλληλα η ΚΥΠ πληροφορούσε τον αρμόδιο Υπουργό, για διάφορες ενέργειες του αιτητή που καταδεικνύαν ότι παρά τη βάπτιση του ως χριστιανού το 1992, ο ίδιος εμπλέκετο ενεργά με τον μουσαλμανισμό και δη με την εκπροσώπηση αυτού. Η εν λόγω επιστολή της ΚΥΠ, κατέληγε ότι όλες οι ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένου της βάπτισης και του γάμου του με ελληνοκύπρια, διενεργήθηκαν με σκοπό να εξασφαλίσει την κυπριακή υπηκοότητα, ξεγελώντας τις αρχές.

 

Ακολούθησε νέα επιστολή της ΚΥΠ ημερομηνίας 21.7.2005 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, στην οποία καταγράφετο, ότι σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ο αιτητής εμπλέκετο σε μεγάλο κύκλωμα παράνομης διακίνησης προσώπων από τη Συρία μέσω των κατεχομένων, αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη. Σύμφωνα δε με τις συλλεχθείσες πληροφορίες η ΚΥΠ εκτιμούσε ότι η εμπλοκή του αιτητή στη λαθρομετανάστευση ήταν ουσιώδης, χαρακτηρίζοντας τον αιτητή ως τον εγκέφαλο του κυκλώματος.

 

Οι πιο πάνω πληροφορίες της ΚΥΠ, όπως και σωρεία άλλων στοιχείων και πληροφοριών που υποβλήθηκαν από την Αστυνομία και την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης αναφορικά με τις δραστηριότητες του αιτητή, συμπεριλαμβανομένου και πληροφορίες για εμπλοκή του αιτητή σε πλαστογραφία διαβατηρίων, πιστοποιητικών γεννήσεως και άλλων κυβερνητικών εγγράφων έναντι αμοιβής, διασύνδεσης του με ισλαμιστικές οργανώσεις  καθώς και στοιχείων που επέτειναν την υποψία ότι ο γάμος του με την ελληνοκύπρια υπήκοο διενεργήθηκε αποκλειστικά με σκοπό να παρατείνει τη διαμονή του στη Δημοκρατία και να πολιτογραφηθεί, τέθηκαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο στη βάση αυτών και δη των πληροφοριών για τη δράση του αιτητή στο τομέα της λαθρομετανάστευσης, αποφάσισε στις 1.2.2006, την έκδοση διατάγματος για αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή. Ενόψει τούτου, ο αιτητής άσκησε το παρεχόμενο εκ του Νόμου δικαίωμα του για διεξαγωγή έρευνας και το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε Επιτροπή Έρευνας. Η πολυσέλιδη έκθεση της Επιτροπής τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο στη βάση του περιεχομένου της, βεβαίωσε την αρχική του απόφαση για την έκδοση του διατάγματος και εξουσιοδότησε ως προς τούτο τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος στις 23.7.2007 εξέδωσε διάταγμα με το οποίο αφαιρείτο από τον αιτητή η ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας ένεκα της έλλειψης νομιμοφροσύνης και της δυσμένειας που αυτός επέδειξε προς τη Δημοκρατία με ενέργειες δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του κράτους.

 

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή αρ.1226/07 και στις 7.5.2008 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική απόφαση. Την πιο πάνω δικαστική κρίση αμφισβήτησε ο αιτητής με την Αναθεωρητική Έφεση αρ. 82/08. 

 

Εν τω μεταξύ, στις  3.8.2007, οι καθ’ ων η αίτηση ζήτησαν από τον αιτητή όπως παραδώσει το πιστοποιητικό πολιτογράφησης, το κυπριακό διαβατήριο και την κυπριακή ταυτότητα που του είχαν παραχωρηθεί, ενώ και παρά τις υποδείξεις των αρχών για αναχώρηση του, ο αιτητής συνέχισε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία. Ακολούθως, στις 25.8.2010, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης. Στα πλαίσια εντοπισμού και σύλληψης του αιτητή διαπιστώθηκε από τις αρχές ότι ο αιτητής είχε τελέσει γάμο στη Συρία στις 8.7.2007 με την κύπρια υπήκοο Μ. Π., γεγονός το οποίο κρίθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι δεν επηρέαζε την απόφαση για απομάκρυνση του από τη Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, στις 29.1.2011 ο αιτητής απελάθηκε στη Συρία και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list).Παρεμβάλλεται ότι αιτητής καταχώρησε δυο Προσφυγές ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ισχυριζόμενος ότι η κράτηση του, που έλαβε χώρα, για σκοπούς απέλασης από τις κυπριακές αρχές, παραβίαζε το άρθρο 5(1) και 5(4) της ΕΣΔΑ. [1]

 

Στις 12.5.2011 το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση Mefalani v. Δημοκρατίας κ.α. (2011) 3Α ΑΑΔ 3  απέρριψε την  Αναθ. Έφεση αρ. 82/08 που καταχώρησε ο αιτητής και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, αναφέροντας τα ακολούθα:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του παραθέτει τα γεγονότα, όπως αυτά πηγάζουν από την έκθεση της Επιτροπής Έρευνας, και ιδιαιτέρως έγινε αναφορά στις δραστηριότητες του εφεσείοντα που άπτονται του λαθρεμπορίου τσιγάρων και του κυκλώματος προώθησης λαθρομεταναστών από τη Συρία, μέσω των κατεχομένων από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχών, επ’ αμοιβή, συνδυαζόμενων με ναύλωση σκάφους για την εν λόγω μεταφορά, και τις συχνές μεταβάσεις του στα κατεχόμενα και στη Συρία. Τούτων συναρτωμένων προς τη φιλική του σχέση με τον Ιμάμη του Τεμένους Ομιριέ, που είχε εμπλοκή με τη διαμονή, στο συγκεκριμένο χώρο, λαθρομεταναστών. Περαιτέρω, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή βασίστηκε στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα και τις μη ικανοποιητικές εξηγήσεις του εφεσείοντα, τη διασύνδεση του με μουσουλμανικά στοιχεία, ενώ ισχυρίστηκε ότι ασπάστηκε το χριστιανισμό, τον εντοπισμό λαθρομεταναστών που ερχόμενοι από τα κατεχόμενα έδιδαν ως τόπο διαμονής τη διεύθυνση ενός internet cafe που διατηρούσε ο εφεσείων. Είχε εντοπισθεί ένας πακιστανός πλαστογράφος διαβατηρίων που χρησιμοποιούσε το τηλεομοιότυπο που ανήκε στον εφεσείοντα.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα οδήγησαν στην καταληκτική προσέγγιση της Επιτροπής, που διαβιβάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, ότι οι πληροφορίες εναντίον του εφεσείοντα ήταν βάσιμες και το Υπουργικό πήρε την τελική απόφαση για στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον εφεσείοντα.

 

 Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε πιο χαρακτηριστική περίπτωση έλλειψης νομιμοφροσύνης από ένα πολιτογραφημένο πρόσωπο, που ζει στην Κύπρο, χώρα ημικατεχόμενη, που με τις ενέργειες του επιτείνει το υφιστάμενο πρόβλημα τη λαθρομετανάστευσης, ιδιαιτέρως μέσω της κατεχόμενης από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχής. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν με βάση τα πιο πάνω μπορεί να τεκμηριωθεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έχει ευλόγως «ικανοποιηθεί» για τη στάση του εφεσείοντα πριν καταλήξει στην απόφαση του. (Άρθρο 113(3) του Νόμου). Η απάντηση είναι καταφατική. Οι ενδείξεις και πληροφορίες που υπήρχαν ενισχύθηκαν και επιβεβαιώθηκαν από το πόρισμα της Επιτροπής Έρευνας.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Ωστόσο, ο αιτητής και παρά την απαγόρευση εισόδου, εισήλθε εκ νέου παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας και στις 6.4.2012 τέλεσε και στη Δημοκρατία πολιτικό γάμο με την κύπρια υπήκοο Μ. Π., παρουσιάζοντας το συριακό του διαβατήριο και την (ακυρωθείσα) κυπριακή πολιτική του ταυτότητα. Ένεκα του γάμου του, ο αιτητής κατά τον ίδιο μήνα αιτήθηκε όπως του παραχωρηθεί άδεια για προσωρινή παραμονή στη Δημοκρατία, αίτημα το οποίο στις 11.6.2012 έτυχε απόρριψης και ο αιτητής κλήθηκε όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή αρ. 1034/12 και στις 3.2.2015 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική απόφαση.

 

Ο αιτητής επανήλθε και με αίτημα του ημερομηνίας 1.8.2017 αιτήθηκε παρά τη διακοπή της συμβίωσης του, ως ο ίδιος ανέφερε, με την κυπρία υπήκοο από το 2014, όπως του παραχωρηθεί σχετική έγκριση λόγω της συμπλήρωσης πέραν των τριών ετών γάμου, ώστε να δύναται να υποβάλει αίτηση για άδεια παραμονή, έγκριση την οποία εξασφάλισε στις 8.7.2017. Ακολούθως υπέβαλε αίτηση για άδεια διαμονής και εργασίας ως υπήκοος τρίτης χώρας που διατηρεί δικαίωμα διαμονής από κύπριο πολίτη, η οποία και του παραχωρήθηκε και η οποία διαδοχικά ανανεώθηκε, σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, μέχρι τις 20.11.2020.

 

Στις 2.1.2018 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Η πιο πάνω αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση της λειτουργού εξέτασης, η oποία περιλαμβάνετo σε σχετικό σημείωμα που ετοιμάστηκε, μετά από προσωπική συνέντευξη του αιτητή και αφού προηγουμένως, ως προκύπτει από τα ερυθρά 202-198 του διοικητικού φακέλου (Τεκμηρίου 1Δ) είχαν ληφθεί πληροφορίες από τις αρμόδιες Υπηρεσίες ήτοι την ΚΥΠ και την Αστυνομία.

Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 8.11.2019, με το ακόλουθο  περιεχόμενο:

 

« Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 2/01/2018 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή, αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι δεν πληροίτε την προϋπόθεση 1(γ) του Τρίτου Πίνακα άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002, δηλαδή δεν έχει διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είστε άτομο καλού χαρακτήρα, επειδή στο παρελθόν έχετε απασχολήσει την Αστυνομία με διάφορα ποινικά αδικήματα. Συνεπώς, αποφάσισε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος για την  πολιτογράφηση σας ως Κύπριου πολίτη.»

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας, ελλιπούς αιτιολογίας, ότι λήφθηκε με πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ων η αίτηση, υπό κακή πίστη και αφού λήφθηκαν υπόψη εξωγενείς παράγοντες καθώς και ότι παραβιάζει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης. Αποτελεί κύρια θέση του αιτητή επί της οποίας εδράζονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί, ότι ο αιτητής πληρεί τη νομοθετική προϋπόθεση του καλού χαρακτήρα και ότι οι καθ΄ων η αίτηση εσφαλμένα απέρριψαν την αίτηση του για πολιτογράφηση, αφήνοντας «να νοηθεί  ότι ο αιτητής απασχόλησε την ΚΥΠ χωρίς να διευκρινίζει πότε και με ποιο αδίκημα και γιατί δεν σχηματίστηκε ποινική υπόθεση εναντίον του.» Ουσιαστικά, διατείνεται ο συνήγορος του αιτητή, οι καθ΄ων η αίτηση στηρίχθηκαν σε παλαιές πληροφορίες της ΚΥΠ που λήφθηκαν κατά τα έτη 2004 και 2005 και όχι στη μεταγενέστερη διαγωγή του αιτητή, ήτοι μετά το 2012 όταν και επανήλθε στη Δημοκρατία, στη βάση των οποίων το Υπουργικό Συμβούλιο στέρησε την κυπριακή υπηκοότητα από τον αιτητή. Για τις πληροφορίες, όμως αυτές ήτοι του λαθρεμπόριου τσιγάρων, της εμπλοκής σε κύκλωμα λαθρομετανάστευσης και της πλαστογραφίας, ουδέποτε, συνεχίζει η εισήγηση, σχηματίστηκε ποινικός φάκελος εναντίον του αιτητή, ο οποίος κατέχει πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου. Υποβάλλεται ότι εάν πράγματι η συμπεριφορά του αιτητή ήταν τέτοια που έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια του κράτους, αυτός θα έπρεπε να είχε απελαθεί και όχι να του παραχωρηθεί άδεια διαμονής. Τα δε εντάλματα που εκκρεμούν για τροχαία αδικήματα του αιτητή και για τα οποία έγινε συμφωνία αποπληρωμής τους με το Γενικό Εισαγγελέα δεν αποτελούν, ως σημειώνει ο αιτητής, αδικήματα που καταγράφονται στο ποινικό μητρώο και τα οποία μπορούν να καταστήσουν τον αιτητή ως άτομο κακού χαρακτήρα. Εξωγενώς, λοιπόν και κακόπιστα, διατείνεται ο αιτητής, λήφθηκαν υπόψη «γεγονότα που ανάγονται 15 χρόνια (πληροφορίες της ΚΥΠ)»  προηγουμένως καθώς και τα όσα περιλαμβάνονται στην κατάθεση της εν διαστάσει ελληνοκύπριας συζύγου του αιτητή που δόθηκε στην αστυνομία. Επί τούτου δε η πλευρά του αιτητή τονίζει ότι οι καθ΄ων η αίτηση εσφαλμένα δεν παρείχαν στον αιτητή το δικαίωμα να ακροαστεί και να απαντήσει «στις όποιες κατηγορίες του προσάπτουν εν σχέση με δήθεν παράνομες δραστηριότητες του και την υποκείμενη μαρτυρία της εν διάσταση συζύγου του, η οποία ανάγεται 3 χρόνια πριν την εξέταση για έκδοση απόφασης στο αίτημα του». Διερωτάται δε η πλευρά του αιτητή πώς δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με την πολιτογράφηση του αιτητή όταν αυτός διαθέτει ακίνητη ιδιοκτησία αξίας περίπου €640,000 και δική του εργοληπτική εταιρεία, στοιχεία τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση ενώ, ως σημειώνει, είχε υπηρετήσει και ως έφεδρος στο στρατό.

 

Αντίθετα η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών και κυρίως καλόπιστα. Επισημαίνει δε, ότι ο αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε βάσιμο ισχυρισμό από τον οποίο να προκύπτει πράγματι ότι έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή περί κακοπιστίας της διοίκησης προβάλλονται με γενικό και αόριστο τρόπο. Τονίζει δε,  η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση με παραπομπή σε νομολογία ότι η πολιτογράφηση αποτελεί εξουσία η οποία ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους και ασκείται με μόνο περιορισμό την καλή πίστη. Επί της ουσίας αποτελεί θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι η διοίκηση συνέλεξε και έλαβε υπόψη κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή όλα τα σχετικά και ουσιώδη στοιχεία, τα οποία παρείχαν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Ειδικότερα υποβάλλεται ότι από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου καθώς και την έκθεση της αρμόδιας λειτουργού στην οποία καταγράφεται όλο το ιστορικό της παρουσίας του αιτητή στη Δημοκρατία, προκύπτει ότι η πολιτογράφηση του αιτητή δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον και ότι ο Υπουργός άσκησε καθόλα σύννομα τη διακριτική του ευχέρεια και απέρριψε την αίτηση του αιτητή στη βάση των ενώπιον του συλλεχθέντων πληροφοριών και δη στο γεγονός ότι ο αιτητής απασχόλησε την ΚΥΠ για θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της καθώς και την αστυνομία.  Με συναφή παραπομπή σε νομολογία η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση τονίζει ότι η εγκυρότητα αυτών των πηγών και πληροφοριών, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αποτελώντας επαρκές έρεισμα για την απορριπτική απόφαση, το δε Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην εξέταση των πληροφοριών ως προς τα θέματα ασφάλειας του κράτους. Καταλήγει δε ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι ούτε και το δικαίωμα ακρόασης έχει παραβιαστεί, αφού ένα τέτοιο δικαίωμα δεν προβλέπεται στις διατάξεις του Ν.141(Ι)/2002 και  το αίτημα πολιτογράφησης εξετάζεται στη βάση της γραπτής αίτησης του αιτητή, στα στοιχεία που συλλέχθηκαν από τις αρμόδιες αρχές καθώς και στα όσα δήλωσε ο αιτητής  στην προσωπική του συνέντευξη.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.   

 

Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των αιτημάτων, με μόνο περιορισμό να ενεργεί με καλή πίστη (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18), ISSA E.E ALYATIM v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496)  Tulin  Sabahatin  Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας (Υποθ.Αρ.184/2008, ημερομηνίας 6.7.2010) Boulatnikova v. Δημοκρατίας(Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007) Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20). Ακόμα δε και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων για πολιτογράφηση παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφησης και δεν συνεπάγεται υποχρέωση έγκρισης της και απόκτησης άνευ έτερου της κυπριακής ιθαγένειας, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν ασύμβατο με την έννοια της κυριαρχίας του κράτους  (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307) Reyes και Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18).

 

 

Σχετικά είναι τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτό αποτελούσε το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εδώ ενδιαφέρουν:

 

«Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.»

 

Στο δε Τρίτο Πίνακα, καταγράφονται τα προσόντα για πολιτογράφηση, ως εξής:

 

ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗ

 

«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:

(α) Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και

(β) κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών: Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενά τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους η διαμονή του να είναι συνεχής,

(γ) είναι καλού χαρακτήρα, και

(δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ' αυτόν πιστοποιητικού

(i) να διαμένει στη Δημοκρατία,

(ii) να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσμο, εταιρεία ή σώμα που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία[..]»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011 3 Α.Α.Δ 66) λέχθηκαν τα εξής σχετικά και καθοδηγητικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης. Η παραχώρηση πολιτογράφησης είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος. Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Επίσης, το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman vRepublic (1987) 3 C.L.R. 224)  και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, που μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic vGeorghiades (1972) 3 C.L.R. 594)».

Εν προκειμένω και έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακά δοσμένες αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή του αγόρευση, ουδόλως ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται σωρευτικώς και στην ολότητα τους.

 

Το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης και δη το αναλυτικό και εκτεταμένο σημείωμα της λειτουργού εξέτασης ημερομηνίας 16.7.2019 το οποίο τέθηκε ενώπιον του Υπουργού προς λήψη απόφασης, επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο ότι  λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν – και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του αιτητή- όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση του αιτητή και ότι ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε. Τα όσα δε επεξηγούνται με επάρκεια στην έκθεση της αρμόδιας λειτουργού υποστηρίζονται πλήρως από τα επί μέρους έγγραφα τα οποία περιλαμβάνονται στους τέσσερις συνολικά διοικητικούς φακέλους και στα οποία ρητώς παραπέμπει και η ίδια η λειτουργός εξέτασης.

 

Εν προκειμένω, στο εν λόγω Σημείωμα της λειτουργού και αφού πρώτα σημειώνεται ότι ο αιτητής υποβλήθηκε σε προφορική συνέντευξη, διενεργείται ενδελεχής ανασκόπηση του ιστορικού της περίπτωσης του αιτητή και παράθεσης των συναφών προσωπικών, οικογενειακών παραμέτρων και άλλων δεδομένων αναφορικά με την απασχόληση του αιτητή, τις περιόδους και τις παρασχεθείσες άδειες παραμονής του στη Δημοκρατία, την οικονομική του κατάσταση καθώς και των ρητών προνοιών του Ν.141(Ι)/2002 αναφορικά με τα απαιτούμενα προσόντα για πολιτογράφηση. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, η αρμόδια λειτουργός αναφέρεται στην άφιξη του αιτητή στη Δημοκρατία και στην αρχική άδεια παραμονής που εξασφάλισε, στη βάπτιση αυτού ως χριστιανού και στον πρώτο γάμο που τέλεσε στη Δημοκρατία με κύπρια υπήκοο, από την οποία και εργοδοτήθηκε καθώς και στην παραχώρηση σε αυτόν της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας κατόπιν αίτησης του για πολιτογράφηση. Ρητή μνεία και αναλυτική αναφορά διενεργείται σε όλα τα γεγονότα που ακολούθησαν την πολιτογράφηση του αιτητή, περιλαμβανομένου των πληροφοριών που απέστειλε η ΚΥΠ για εμπλοκή του σε παράνομες δραστηριότητες και του διαζυγίου του με την ελληνοκύπρια Θ. Μ. και τη διεξαχθείσα έρευνα από την Επιτροπή Έρευνας που διόρισε το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από ένσταση του αιτητή, τα οποία οδήγησαν στη στέρηση της κυπριακής υπηκοότητας του αιτητή από το Υπουργικό Συμβούλιο για λόγους που ως ρητώς καταγράφεται άπτονται της ασφάλειας του κράτους. Επιπρόσθετα καταγράφονται όλες οι δικαστικές διαδικασίες που προωθήθηκαν από τον αιτητή περιλαμβανομένης και της Αναθεωρητικής Έφεσης αρ. 82/08, στα πλαίσια της οποίας επικυρώθηκε κατ’ έφεση η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας. Στο εν λόγω Σημείωμα γίνονται, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένες αναφορές στην έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή, στην απέλαση του από τη Δημοκρατία και στην επάνοδο του μέσω των κατεχομένων, στη τέλεση του γάμου του αιτητή με την κύπρια υπήκοο Μ. Π., με την οποία κατά τον επίδικο χρόνο, βρισκόταν σε διάσταση καθώς και στην εν τέλει έγκριση του αιτήματος για παραχώρηση άδειας παραμονής ως μέλος οικογένειας κύπριου πολίτη. Ρητή μνεία διενεργείται στην πληροφόρηση που λήφθηκε από το Διοικητή της ΚΥΠ και συγκεκριμένα ότι ο αιτητής απασχόλησε την Υπηρεσία σε θέματα που εμπίπτουν στην αποστολή και στην αρμοδιότητα της. Επίσης καταγράφεται από τη λειτουργό ότι ο αιτητής απασχόλησε την αστυνομία και ότι επίσης εκκρεμούν εναντίον του εντάλματα που αφορούν τροχαία αδικήματα για τα οποία έγινε διευθέτηση για αποπληρωμή τους καθώς και ότι σύμφωνα με πληροφόρηση της αστυνομίας ο έλεγχος στις βάσεις δεδομένων της Interpol είχε αρνητικό αποτέλεσμα. Το Σημείωμα καταλήγει με την ακόλουθη απορριπτική εισήγηση της λειτουργού, την οποία παραθέτω αυτούσια: «Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, όπως αυτά παρατίθενται πιο πάνω, γίνεται εισήγηση όπως το αίτημα του Nawaf MEFAALANI για χορήγηση σ' αυτόν πιστοποιητικού πολιτογράφησης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, απορριφθεί, εν όψει της αναφοράς της ΚΥΠ ότι ο αιτητής απασχόλησε την υπηρεσία τους χωρίς να αναφέρει περεταίρω πληροφορίες στο Ερ. 198. Όμως υπάρχουν οι παλαιότερες πληροφορίες που του στέρησαν και την Κυπριακή υπηκοότητα που αναφέρονται σε Θέματα που είναι δυνατό να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του Κράτους».

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή όλα τα ενώπιον μου έγγραφα τα οποία περιέχονται στους διοικητικούς φακέλους της υπόθεσης και διαπιστώνω ότι τα όσα καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού επιβεβαιώνονται με τρόπο αναντίλεκτο από το περιεχόμενο των τεσσάρων διοικητικών φακέλων της υπόθεσης, στα ερυθρά των οποίων επισταμένα παραπέμπει και η ίδια η λειτουργός καθώς και από τον απόρρητο φάκελο της ΚΥΠ. Σημειώνεται δε ότι στους εν λόγω διοικητικούς φακέλους περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, τόσο η επιστολή του Διοικητή της ΚΥΠ ημερομηνίας 4.2.2019 προς τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στην οποία καταγράφεται ρητώς ότι ο αιτητής απασχόλησε την Υπηρεσία σε θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της και την αποστολή της όπως και οι παλαιότερες επιστολές της ΚΥΠ προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερομηνίας 9.2.2004 και ημερομηνίας 21.7.2005 το περιεχόμενο των οποίων ενδελεχώς εκτέθηκε ανωτέρω και στο οποίο διενεργείται, μεταξύ άλλων, αναλυτική αναφορά στην εμπλοκή του αιτητή σε δραστηριότητες που άπτοντο του λαθρεμπορίου τσιγάρων και του παράνομου κυκλώματος προώθησης λαθρομεταναστών από τη Συρία, μέσω των κατεχομένων, επ’ αμοιβή, οι οποίες αποτέλεσαν και το έρεισμα για την αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας του αιτητή από το Υπουργικό Συμβούλιο.

 

Καθίσταται φανερό ότι οι αιτιάσεις του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε επί πεπλανημένων και εξωγενών στοιχείων, χωρίς δέουσα έρευνα και καθ΄ υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ων η αίτηση και της καλής πίστης είναι ολωσδιόλου αβάσιμες. Όχι μόνο δεν εντοπίζω οτιδήποτε μεμπτό στην επίδικη κρίση, τουναντίον διαπιστώνω ότι η απόφαση της διοίκησης στηρίχθηκε σε επαρκές πραγματικό και αιτιολογικό έρεισμα, το οποίο αποτέλεσε απότοκο συλλογής πληροφορίων από κατάλληλη και αξιόπιστη πηγή, όπως την ΚΥΠ και οι οποίες προκαλούσαν, αν μη τι άλλο, βάσιμη αμφιβολία αναφορικά με το χαρακτήρα του εν λόγω αιτητή. Άλλωστε ως είναι παγίως νομολογημένο στα πλαίσια εξέτασης αίτησης πολιτογράφησης η απλή ύπαρξη γενικών και μόνο ενδείξεων περί ενδεχόμενου προβλήματος και η λογική αμφιβολία του αρμοδίου οργάνου είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την αρνητική απόφαση της διοίκησης, η οποία λαμβάνεται στα πλαίσια του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της (Eddine v Δημοκρατίας  2008 (3 AAΔ.95) Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005)3 Α.Α.Δ. 307) VARSIK MKRTCHYAN και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/2017,ημερομηνίας 27/9/23). Πόσο δε μάλλον, στην προκειμένη περίπτωση, όπου οι εν λόγω πληροφορίες, οι οποίες επαληθεύθηκαν ως βάσιμες από την Επιτροπή Έρευνας, αποτέλεσαν, ως καταγράφει και η ίδια η λειτουργός εξέτασης, το υπόβαθρο για την στέρηση της υπηκοότητας του αιτητή, λόγω έλλειψης νομιμοφροσύνης και επίδειξη δυσμένειας στη Δημοκρατία με ενέργειες που είναι δυνατό να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του Κράτους, απόφαση η νομιμότητα της οποίας επικυρώθηκε τελεσίδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Εν προκειμένω ουδεμία αμφιβολία αφήνεται για το ποιες ήταν εκείνες οι συλλεχθείσες πληροφορίες που λήφθηκαν υπόψη και οδηγήσαν στην απορριπτική κρίση, ώστε να μην υπέχει οποιουδήποτε ερείσματος ούτε η αποσπασματική αναφορά του αιτητή ότι τα εντάλματα που εκκρεμούσαν για προστίματα τροχαίων παραβάσεων του αιτητή και για τα οποία έγινε διευθέτηση αποπληρωμής τους, δεν ήταν ικανά για να καταστήσουν τον αιτητή ως άτομο κακού χαρακτήρα. Άλλωστε παραβλέπει ο αιτητής ότι στην επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 10.6.2019 προς τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης του για πολιτογράφηση και η οποία ομοίως περιλαμβάνεται στα ενώπιον μου έγγραφα, δεν αναφέρονται μόνο πληροφορίες για υποθέσεις τροχαίων παραβάσεων του αιτητή αλλά και παλαιότερες πληροφορίες που λήφθηκαν κατά καιρούς από την αστυνομία αναφορικά με το πρόσωπο του αιτητή και αφορούσαν στη διασύνδεση του με μουσουλμανικά στοιχεία, την πλαστογραφία και τη λαθρομετανάστευση και οι οποίες απασχόλησαν το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη διαδικασία αποστέρησης της κυπριακής υπηκοότητας του αιτητή.

 

Η δε θέση, την οποία επανειλημμένως προβάλλει ο αιτητής, ότι οι συλλεχθείσες πληροφορίες για εμπλοκή του σε λαθρεμπόριο τσιγάρων, λαθρομετανάστευση, πλαστογράφηση διαβατήριων -στις οποίες ως και ο ίδιος άλλωστε παραδέχεται στη γραπτή του αγόρευση στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση-αφορούν σε μακρινό και παρελθόντα χρόνο και επομένως εξωγενώς συνεκτιμήθηκαν στα πλαίσια της αίτησης του αιτητή για πολιτογράφηση, ουδόλως ευσταθεί και απορρίπτεται ως αβάσιμη. Οι  πληροφορίες αυτές, οι οποίες άπτονται της εμπλοκής του αιτητή σε παράνομες δραστηριότητες, αποτελούν ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου στο οποίο ανάγονται,  καθόλα επιτρεπτό κριτήριο κρίσης αφού συναρτώνται ευθέως με τη συμπεριφορά και τη διαγωγή του αιτητή, συνιστώντας γνώμονα αποτίμησης του χαρακτήρα του, στοιχείου που περιλαμβάνεται μεταξύ των εκ του Νόμου απαιτούμενων προϋποθέσεων για πολιτογράφηση. Ούτε βεβαίως δύναται να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι δεν έχει σχηματισθεί ποινικός φάκελος για τις πληροφορίες αυτές και ότι ο αιτητής κατέχει πιστοποιητικό λευκό ποινικού μητρώου, το οποίο ως παρατηρώ περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο και ήταν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση. Τούτο διότι στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για πολιτογράφηση ουδόλως αποτελεί κριτήριο για την αξιοπιστία των παρεχόμενων από τις αστυνομικές αρχές πληροφοριών, η άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του αιτητή ή η απόδειξη τους ενώπιον Δικαστηρίου, εφόσον μοναδικό ζητούμενο παραμένει το κατά πόσο ο αιτητής πληρεί το νομοθετικά τασσόμενο προσόν του καλού χαρακτήρα (AFKHAMI  και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 328/15, ημερομηνίας 19/2/20). Στην προκειμένη περίπτωση, στη βάση των πληροφοριών που εξασφαλίστηκαν και συλλέχθηκαν από το καθόλα αρμόδιο όργανο, ευλόγως κρίθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν πληρεί την νομοθετική απαίτηση του ατόμου με καλού χαρακτήρα.

 

Αντίστοιχοι ισχυρισμοί εξετάστηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου INAD M. AL. HAMDAN v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 141/2018, ημερομηνίας 6/3/24) τα κριθέντα της οποίας, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση:

 

«Όσα προέταξε ο Εφεσείων περί των απελάσεων του από τη Δημοκρατία, υπό την έννοια ότι τούτες προέκυψαν ως πραγματικό γεγονός πολλά έτη πριν και έτσι κακώς συνυπολογίστηκαν από τους Εφεσίβλητους, απαντήθηκαν εύστοχα και με επάρκεια από το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, με υπόψη πάντοτε και το Άρθρο 111, Ν.141(Ι)/02, η όλη συμπεριφορά του Εφεσείοντα αναφορικώς προς αμφότερες τις απελάσεις, ασχέτως του χρόνου που τούτες συνέβησαν, ήταν τέτοια που ορθώς αποτέλεσε γνώμονα αποτίμησης του χαρακτήρα του, όπως εξάλλου και οι συναρτώμενες προς τη συμπεριφορά αυτή, παραβιάσεις των όρων προσωρινής άδειας παραμονής του στην Κύπρο[..]

Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε και τα αφορώντα στη διερεύνηση των περί εμπλοκής του Εφεσείοντα σε παράνομες δραστηριότητες στη βάση πληροφοριών που εξασφαλίσθηκαν από την ΚΥΠ.[..]

 

Διόλου δεν παραβλέπουμε, ότι ο Εφεσείων πρότεινε πως αν όντως υπήρχαν τέτοιες πληροφορίες οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να του είχαν προσάψει ανάλογες κατηγορίες, κάτι που δεν έγινε.

 

Τούτο, όμως, δεν ήταν αναγκαίο.

 

Δεν αποτελεί απαρεγκλίτως κριτήριο αξιοπιστίας και αποφασιστικότητας των αρμοδίων αρχών, η απόφαση τους να διώξουν, ή όχι, ποινικά έναν αιτητή ή μια αιτήτρια, σε παρόμοιες ή όμοιες περιστάσεις, ενώ εξετάζουν αίτημα απόκτησης της Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση. 

 

Αυτό, γιατί, ζητούμενο είναι, σε κάθε περίπτωση, αν ο αιτητής ή η αιτήτρια -και στην προκειμένη ο Εφεσείων - πληρούν τα νομοθετικώς προαπαιτούμενα τα οποία, συνυπολογιζόμενα, υπό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης, μπορεί να οδηγήσουν προς τη μια ή την άλλη απάντηση.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Εφεσείων θεωρήθηκε, αιτιολογημένα και εμπεριστατωμένα από τους Εφεσίβλητους, ότι δεν πληρούσε τα σχετικά κριτήρια. Δόθηκε μάλιστα προς τούτο και επαρκές πραγματικό έρεισμα εφόσον, κατά νομολογιακή ευχέρεια, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες από κατάλληλες πηγές - όπως η ΚΥΠ - που ευλόγως θεωρήθηκαν από τους Εφεσίβλητους ότι προκαλούν ανησυχία εν σχέσει προς την παρουσία τού εν λόγω ατόμου στην Κύπρο (Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, 98).»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Ούτε όμως ευσταθεί η ατεκμηρίωτη θέση του αιτητή, ότι δήθεν εξωγενώς  λήφθηκε υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης τα όσα κατέθεσε στην αστυνομία αναφορικά με τον αιτητή η εν διαστάσει ελληνοκύπρια σύζυγος του Μ. Π. Αρκεί να υπομνησθεί ότι ουδεμία μνεία ή αναφορά διενεργείται στο σημείωμα της λειτουργού  αναφορικά με τα όσα περιλαμβάνονται στην εν λόγω κατάθεση, τα οποία ως άλλωστε ρητώς παραδέχεται και ο ίδιος ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση, ουδόλως αποτέλεσαν μέρος της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Επομένως τα όσα επικαλείται επί τούτου ο συνήγορος του αιτητή δεν δύνανται να κλονίσουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού ουδόλως και σε καμία περίπτωση δεν αποτιμήθηκαν, δεν συνεκτιμήθηκαν και δεν αποτέλεσαν λόγο για την έκδοση της.

 

Προδήλως αβάσιμη και συνεπώς απορριπτέα κρίνεται και η γενική και αόριστη θέση της πλευράς του αιτητή περί δήθεν αποστέρησης του δικαιώματος ακρόασης από τον αιτητή. Αρκεί να αναφέρω ότι πέραν του ότι δεν υφίσταται -και βεβαίως ούτε ο αιτητής υποδεικνύει -οποιαδήποτε νομική υποχρέωση της διοίκησης να καλεί προς ακρόαση τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για πολιτογράφηση, ο αιτητής, είχε κάθε ευκαιρία να θέσει και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τις θέσεις του μέσω της προσωπικής του συνέντευξης (YULIA KOCHETOVA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1444/14, ημερομηνίας 24/5/17) Tonu ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ.415/2019, ημερομηνίας 16.2.2022) FAMIDE GUL KASAPHOCA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1414/19, ημερομηνίας 17/11/22). Άλλωστε το επιχείρημα του αιτητή ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του να εκφράσει τις θέσεις του σε σχέση με «κατηγορίες που του προσάπτουν» για δήθεν παράνομες δραστηριότητες του, είναι ολωσδιόλου αίωλο αφού οι εξασφαλισθείσες πληροφορίες που λήφθηκαν υπόψη ήταν αυτές που απασχόλησαν και την Επιτροπή Έρευνας ενώπιον της οποίας δόθηκε επαρκώς η δυνατότητα στον αιτητή να θέσει τις απόψεις του. Το δε παράπονο του αιτητή ότι δεν ακροάστηκε σε σχέση με τα όσα κατέθεσε η εν διαστάσει σύζυγος του απολήγει  αλυσιτελές, αφού ως υποδείχθηκε ανωτέρω το περιεχόμενο της κατάθεσης της ουδόλως αποτέλεσε έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Περαιτέρω υποβάλλεται με σκοπό να καταδειχθεί ότι ο αιτητής πληρεί την προϋπόθεση του καλού χαρακτήρα, ότι εάν πράγματι η συμπεριφορά του έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια του κράτους, αυτός θα έπρεπε να είχε απελαθεί και όχι να του παραχωρηθεί άδεια διαμονής. Διερωτάται δε ο συνήγορος του αιτητή πώς είναι δυνατό να μην εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με την πολιτογράφηση του αιτητή όταν αυτός διαθέτει ακίνητη ιδιοκτησία μεγάλης αξίας και δική του εργοληπτική εταιρεία, στοιχεία τα οποία, ως σημειώνει, δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση.

 

Καταρχάς παρατηρώ ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής περί ακίνητης ιδιοκτησίας εγγεγραμμένης στο όνομα του και δικής του εργοληπτικής εταιρείας, περιλαμβανομένου και του γεγονότος ότι στο παρελθόν υπηρέτησε στο στρατό ως έφεδρος, ήταν στοιχεία τα οποία ως επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (Τεκμήριο 4)  ήταν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση. Πλην όμως αυτό που εμφανώς παραβλέπει ο αιτητής,  είναι ότι ο λόγος για τον οποίο το αίτημα του απορρίφθηκε έγκειται στο ότι υπήρχε τέτοια συλλεχθείσα πληροφόρηση από κατάλληλη πηγή, η οποία μάλιστα οδήγησε και στην αποστέρηση της δοθείσας αρχικά κυπριακής υπηκοότητας στον αιτητή, που εύλογα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε την εκ του Νόμου απαιτούμενη προϋπόθεση του καλού χαρακτήρα. Συνεπώς η εισήγηση ότι στον αιτητή παραχωρήθηκε άδεια παραμονής -η οποία ειρήσθω εν παρόδω εξασφαλίστηκε ένεκα της συμπλήρωσης 3 ετών γάμου με κύπρια υπήκοο- και δεν απελάθηκε ως επικίνδυνο πρόσωπο, ουδόλως μπορεί να τεκμηριώσει από μόνη της ότι ο αιτητής είναι άτομο καλού χαρακτήρα, δεδομένου μάλιστα ότι οι προϋποθέσεις  άσκησης εξουσίας για παραχώρηση άδειας διαμονής διαφέρει κατά πολύ από αυτήν της πολιτογράφησης, η οποία ανάγεται σαφώς στην κυρίαρχη φύση του κράτους και ασκείται με μόνο περιορισμό την επίδειξη καλής πίστης (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010)3 Α.Α.Δ. 18) Tonu ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 415/2019, ημερομηνίας 16.2.2022).

 

Ολωσδιόλου αβάσιμη κρίνεται και η έτερη αποσπασματική και γενική αναφορά του αιτητή ότι έχει αποκτήσει δεσμούς στη Δημοκρατία καθότι ως ισχυρίζεται σε αυτή διαμένουν μόνιμα τα μέλη της οικογένειας του, αναφορά η οποία καταρρίπτεται ευθέως από τα όσα ο ίδιος δήλωσε ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση. Αρκεί μόνο να επισημανθεί ότι από το περιεχόμενο του εντύπου της προσωπικής συνέντευξης του αιτητή αποκαλύπτεται ότι ήταν ο ίδιος ο αιτητής που σε ερώτηση της αρμόδιας λειτουργού κατά πόσο άλλα μέλη της οικογένειας του ζουν στη Δημοκρατία, δεν ανέφερε οτιδήποτε.

 

Σε συνάρτηση με τα όσα έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι τα όσα ο αιτητής αναφέρει ουδόλως αντικρούουν τα όσα καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού, τα οποία αποτέλεσαν το έρεισμα για τη λήψη της απόφασης του Υπουργού και τα οποία υποστηρίζονται και συμπληρώνονται πλήρως από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, καθιστώντας  την προσβαλλόμενη απόφαση πλήρως αιτιολογημένη (Vassiliou v. Republic (1982)3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185) Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).

 

Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις ατεκμηρίωτες αιτιάσεις του αιτητή, περί πλημμελούς άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, καταλήγω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών άσκησε, ως η υποχρέωση του, την ευρύτατη διακριτική του εξουσία με καλή πίστη και η απόφαση του για απόρριψη της αίτησης του αιτητή ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων. Το Δικαστήριο και με δεδομένο ότι ουδεμία πλάνη ή κακοπιστία έχει καταδειχθεί δεν μπορεί να επέμβει και να αμφισβητήσει την απορριπτική κρίση της διοίκησης, η οποία κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (Alyatim ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496).

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.900 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

                              

                                Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1]To EΔΑΔ με την απόφαση MEFAALANI v. CYPRUS (Applications nos. 3473/11 and 75381/11, ημερομηνίας 23.5.2016) αποφάνθηκε ότι η κράτηση του αιτητή δεν ήταν παράνομη  και ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5(1) της ΕΣΔΑ, ωστόσο έκρινε ότι ο αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος πρόσβασης σε αποτελεσματική θεραπεία κατά παράβαση του άρθρου 5 (4), επιδικάζοντας στον αιτητή αποζημίωση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο