ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 941/2024(Κ) (i-Justice))

 

3 Σεπτεμβρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

  A. U

                                                                             Αιτητής

                                                         ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής ζητεί-

 

«Α. Δήλωση ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 04/07/2024 με την οποίαν ο Αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 14 και βάσει του Άρθρου 6(1)(Κ) του ΚΕΦ. 105 είναι παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ. 105, ή/και τον περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(Ι)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμο 158(Ι)/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς  ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και είναι αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας και εκδομένη σε λανθασμένη και πεπλανημένη βάση και/ή στην βάση λανθασμένων γεγονότων και στοιχείων και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Β. Δήλωση και/ή διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του Αιτητή ημερομηνίας 04/07/2024, είναι εξ υπαρχής παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ. 105 ή/και τον περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(Ι)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμο 158(Ι)/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.».

 

Ο αιτητής είναι υπήκοος Πακιστάν, ο οποίος συνελήφθηκε στις 3.7.2024 για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, όταν εντοπίστηκε στη Λάρνακα από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (ΥΑΜ) Λάρνακας.

Στις 13.3.2019, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για παροχή διεθνούς προστασίας, το οποίο απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 8.3.2021. Κατά της εν λόγω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), το οποίο την απέρριψε, με απόφασή του ημερομηνίας 7.10.2021. 

 

Ακολούθως, στις 2.6.2021, κρίθηκε απαράδεκτη η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, στις 13.5.2022 κρίθηκε απαράδεκτη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, ενώ στις 30.5.2023, απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ και δεύτερη προσφυγή του αιτητή λόγω μη προώθησής της.

 

Στις 4.7.2024, εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, λόγω παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία.

 

Στις 8.7.2024, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή και στις 9.7.2024, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («η Διευθύντρια») ανέστειλε το επίδικο διάταγμα απέλασης του αιτητή, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.

 

Με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που προωθεί, η συνήγορος του αιτητή προβάλλει ότι-

(i) τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης και τις αρχές της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας·

 

(ii) τα προσβαλλόμενα διατάγματα διακυβεύουν τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της αίτησης του αιτητή για διεθνή προστασία·

 

(iii) η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων είναι ανεπαρκώς και/ή πλημμελώς αιτιολογημένη, καθώς και το προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο·

 

(iv) τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν το άρθρο 18Θ(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105), καθότι δεν δόθηκε στον αιτητή κανένα χρονικό περιθώριο και/ή κατάλληλο χρονικό διάστημα για να προετοιμάσει ο ίδιος την οικειοθελή αναχώρησή του από τη Δημοκρατία·

 

(v) τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν το άρθρο 18ΠΣΤ(1), (6) και (7) του Κεφ. 105 καθώς και το άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, καθότι, από τη στιγμή που ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, δεν υπήρχε «λογικά προοπτική απομάκρυνσής του για νομικούς λόγους» και ο αιτητής δεν υπόκειτο σε διαδικασία επιστροφής·

(vi) πάσχει η απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος ως παράνομη, αναιτιολόγητη, πεπλανημένη, καταχρηστική και ως προϊόν μη δέουσας έρευνας, καθότι με την υποβολή της, τρίτης, μεταγενέστερης αίτησής του, ο αιτητής ανέκτησε το καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας και η απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος για διατήρηση σε ισχύ των επίδικων διαταγμάτων, μετά την υποβολή της εν λόγω αίτησης, είναι εσφαλμένη. Κατά τη σχετική εισήγηση, ο αιτητής διατηρεί το καθεστώς αιτητή ασύλου από τη στιγμή της υποβολής της μεταγενέστερης αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, παράνομα δε αυτός κρατείται, δυνάμει εσφαλμένης νομικής βάσης. Όφειλε δε η Διευθύντρια του Τμήματος, σύμφωνα πάντα με την κα Χαραλαμπίδου, να εκδώσει νέα αιτιολογημένη απόφαση ως προς το κατά πόσον η κράτηση του αιτητή θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ και μετά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, κάτι ωστόσο που παρέλειψε να πράξει.

 

Από την πλευρά της, η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της.

Με αναφορά σε σχετική νομολογία υποστηρικτική των δικών της θέσεων, η κα Αναστασιάδη επιχειρηματολογεί υπέρ της νομιμότητας των επίδικων διαταγμάτων, ενώ επισημαίνει ότι η υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης εκ μέρους του αιτητή, δε νομιμοποιεί άνευ ετέρου την παραμονή του στη Δημοκρατία και δεν αναιρεί το καθεστώς του ως παράνομου μετανάστη. Τονίζει επίσης η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να ελέγχει τα πρόσωπα που διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της.

 

Απαντητική αγόρευση εκ μέρους του αιτητή, δεν καταχωρήθηκε.

 

Ας σημειωθεί επίσης, όπως ανέφερε και η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση κατά τις διευκρινίσεις, ότι και η τρίτη μεταγενέστερη αίτηση που καταχώρησε ο αιτητής στις 5.7.2024, ήτοι μια μέρα μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, και της οποίας την ύπαρξη επικαλείται η κα Χαραλαμπίδου προς υποστήριξη των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί, και δη της ύπαρξης νομιμοποιητικού ερείσματος της παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, απορρίφθηκε από  την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου του Κεφ. 105, αλλά και των αρχών της μη επαναπροώθησης, αναλογικότητας, καλής πίστης και χρηστής διοίκησης, πεπλανημένα, αναιτιολόγητα και χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, εξέδωσαν τα επίδικα διατάγματα.

 

Οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων γεγονότων και στοιχείων, κρίνω ότι καθόλα νόμιμα εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή, εφόσον, κατά το χρόνο έκδοσής τους, στις 4.7.2024, ο αιτητής ήταν, σε κάθε περίπτωση, παράνομος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα και/ή χωρίς οποιοδήποτε νομιμοποιητικό έρεισμα. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι στις 13.3.2019, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για παροχή διεθνούς προστασίας, το οποίο απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 8.3.2021. Κατά της εν λόγω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο ΔΔΔΠ, το οποίο την απέρριψε, με απόφασή του ημερομηνίας 7.10.2021, ενώ στις 2.6.2021, κρίθηκε απαράδεκτη η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, στις 13.5.2022 κρίθηκε απαράδεκτη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, ενώ στις 30.5.2023, απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ νέα προσφυγή του αιτητή λόγω μη προώθησής της.

 

Ας σημειωθεί δε ότι μετά τις 4.7.2024, ημερομηνία έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για νομιμοποίηση της παραμονής του στη Δημοκρατία, παρά μόνον προχώρησε στην καταχώρηση τρίτης μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας μια μέρα μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ήτοι στις 5.7.2024. Επ’ αυτού, όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, κύριος ισχυρισμός του αιτητή, είναι ότι παράνομα και κατά παράβαση των πιο πάνω αρχών, εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, καθότι, έχοντας υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση ασύλου η οποία εκκρεμούσε, διέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία και δεν ήταν παράνομος μετανάστης. Οι καθ’ ων η αίτηση διαφωνούν ότι αιτών που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, είναι αιτητής ασύλου, πριν η αίτησή του κριθεί παραδεκτή και, προς επίρρωση της θέσης αυτής, επικαλούνται την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Madber ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 8/2022, ημερ. 17.11.2022.

 

Πράγματι, στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων και/ή δεδομένων της παρούσας, αυτό που προκύπτει από τα λεχθέντα στην Madber, ανωτέρω, είναι πως ο αιτητής, από τη στιγμή που υπήρχε τελεσιδικία στην απόρριψη της αρχικής (και κύριας) αίτησής του για διεθνή προστασία, δεν μπορεί να θεωρείται αιτητής ασύλου. Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του ακόλουθου αποσπάσματος από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Madber, ανωτέρω (η έμφαση και η υπογράμμιση έχουν προστεθεί):

 

«To πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, υιοθετώντας σκεπτικό παλαιότερης απόφασης του επί παρόμοιων θεμάτων, πως δεν στοιχειοθετήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πεπλανημένης έκδοσης του διατάγματος απέλασης, ενώ έκρινε πως το μέτρο της κράτησης του αιτητή, εύλογα θεωρήθηκε αναγκαίο και ανάλογο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

 

Μια αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης, κρίνεται αναγκαία.

 

Ο αιτητής ο οποίος είναι υπήκοος Mπαγκλαντές, αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων περιοχών και εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές σε άγνωστο χρόνο και χώρο.

 

Στις 22/1/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε στις 22/2/2021 από την Υπηρεσία Ασύλου. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση τού γνωστοποιήθηκε στις 3/3/2021. Σημειώνεται πως κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο.

 

Στις 9/2/2022 υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, την οποίαν η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε στις 12/4/2022, ως απαράδεκτη, αφού κρίθηκε πως δεν είχε προσκομίσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία ή πορίσματα από τα οποία να θεμελιώνεται η αναγκαιότητα χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Κατά της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως, ο αιτητής άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας την προσφυγή με αρ. 2580/2022, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.

 

Στις 17/5/2022 ο αιτητής συνελήφθη λόγω παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία και την ίδια μέρα εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει των άρθρων 14 και 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής.  Τη νομιμότητα των ανωτέρω διαταγμάτων προσέβαλε με την προσφυγή 1125/22, η απόφαση επί της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με την κυρίαρχη, θα χαρακτηρίζαμε θέση, του εφεσείοντα, όπως αναπτύχθηκε με την επιχειρηματολογία της συνηγόρου του, πως ο εφεσείων, υποβάλλοντας τη μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, προ της έκδοσης των επιδίκων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, έχει δικαίωμα να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι και την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου σε σχέση με την μεταγενέστερη αίτηση, θεωρώντας ότι το γεγονός της κατοχύρωσης τέτοιας αίτησης, παρέχει δικαίωμα αναστολής στην έκδοση νέας απόφασης απέλασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρατήρησε πως δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα η νομιμότητα της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 22/2/2021 επί της αρχικής αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας, αφήνοντας να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για ακύρωση της, ορθά εκδόθηκαν στις 17/5/22 τα επίδικα διατάγματα.

Έκρινε πως με βάση τα ανωτέρω γεγονότα, οι εισηγήσεις του εφεσείοντα, περί ύπαρξης εκ μέρους του δικαιώματος να παραμείνει στη Δημοκρατία, μόνο και μόνο επειδή υπέβαλε προσφυγή κατά της απόφασης του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του ως απαράδεκτο, είναι αβάσιμες και αστήρικτες.

 

Αποφάσισε, αντλώντας καθοδήγηση από τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε σχέση με τις μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, πως αυτές αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου.  Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας.  Ξεκινά, δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «.. ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου ξεκινά με δεδομένο πως ο εφεσείων δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και άρα η κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη όσο και τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι νόμιμα.»

 

Η επιχειρηματολογία που προέταξε η συνήγορος του εφεσείοντα είναι ως και στο πρωτόδικο, η οποία έχει ήδη καταγραφεί.

 

Η συνήγορος των εφεσιβλήτων, υιοθετώντας το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, υποδεικνύει πως αφ' ης στιγμής η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσείοντα απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ο εφεσείων δεν διατηρεί δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία ως Αιτητής Διεθνούς Προστασίας.

 

Είπε σχετικά επί τούτου του θέματος το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραθέτοντας εκτενή αναφορά στη νομοθεσία του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000:

 

«Το ερώτημα που ανακύπτει, εν προκειμένω, αφορά το κατά πόσον, πρόσωπο που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση/αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, θεωρείται αιτητής για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά συνέπεια απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν αιτητές ασύλου, ως αυτά προδιαγράφονται στις διατάξεις του άρθρου 8 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Απάντηση στο ερώτημα δίδεται από τις διατάξεις του ίδιου του άρθρου 16Δ του προαναφερθέντος Νόμου, στις οποίες προνοείται πως, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν μεταχειρίζεται την μεταγενέστερη αίτηση ή τα νέα στοιχεία που υποβάλλονται μετά την αρχική αίτηση του αιτητή, ως νέα αίτηση, αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Εξ' ου και το γεγονός πως τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες της επιφύλαξης του εδαφίου (3)(α) του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει πως ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα και σε τέτοια περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ως αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 16Δ(3)(δ), τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 12Β τετράκις(2)(δ).

Η δυνατότητα παραμονής αιτητή διεθνούς προστασίας στη Δημοκρατία, καθ΄ όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η εξέταση της αρχικής αιτήσεως του από την Υπηρεσία Ασύλου, είναι δεδομένη, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 8(1)(α) του Νόμου. Σε περίπτωση που η αρχική αυτή αίτηση απορριφθεί, ως προδιαγράφεται στις διατάξεις της παραγράφου (1Α) του ίδιου άρθρου, είτε ως αβάσιμη, είτε ως απαράδεκτη, η δυνατότητα παραμονής του στη Δημοκρατία, εξετάζεται και αποφασίζεται από το Δικαστήριο, εφόσον προηγηθεί σχετική ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια καταχώρησης προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου επί της ενδιάμεσης αυτής αιτήσεως, ο αιτητής έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Εξαίρεση από τα πιο πάνω, εισάγεται στην παράγραφο (1Β) του άρθρου 8, ήτοι στις περιπτώσεις που υποβάλλεται από το πρόσωπο αυτό, μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ή/και νέα στοιχεία μετά την αρχική απόρριψη της αιτήσεως για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 16Δ(1).

 

Στις περιπτώσεις αυτές, μέχρι την εξέταση της υποβαλλόμενης αιτήσεως, ο εκάστοτε αιτητής, δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, αλλά αυτό ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και εξετάζεται ad hoc σε περίπτωση υποβολής πρώτης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, απλώς για καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της απόφασης για άμεση απομάκρυνση του, η οποία καθίσταται εκτελεστή με την απόρριψη της αρχικής του αιτήσεως ή σε περίπτωση δεύτερης ή επόμενης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, εφόσον προηγήθηκε η εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης η οποία απερρίφθη ως απαράδεκτη ή αβάσιμη.

 

Η διακριτική, λοιπόν, ευχέρεια για εξέταση του δικαιώματος του αιτητή για παραμονή του στη Δημοκρατία, μέχρι τη διοικητική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, ανήκει στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος σε περίπτωση που κρίνει πως δεν παρέχεται τέτοιο δικαίωμα παραμονής, θα πρέπει, στη βάση της επιφύλαξης του εδαφίου (4)(β) του άρθρου 16Δ να ικανοποιηθεί πως τυχόν εκτέλεση απόφασης επιστροφής ή απομάκρυνσης, δεν θα συνεπάγεται στην άμεση ή έμμεση επαναπροώθησή του.

 

Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το δικαίωμα παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ενόσω εκκρεμεί δικαστική αμφισβήτηση της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την μεταγενέστερη αίτηση που υπεβλήθη, ενώπιον του ΔΔΔΠ, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής.

 

Η απόφαση του Προϊσταμένου για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, εξ' ου κι ο αιτητής δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, τουλάχιστον μετά την άπρακτη πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 12Α(2) του Ν. 73(Ι)/2018. Σε περίπτωση που ασκηθεί τέτοια προσφυγή, το δικαίωμα παραμονής του αιτητή, εξετάζεται από το ΔΔΔΠ, ενώπιον του οποίου και εκκρεμεί η κυρίως προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας ο αιτητής θα πρέπει να υποβάλει τέτοια αίτηση.

 

Υποβολή, όμως, τέτοιας ενδιάμεσης αιτήσεως και μόνον, δεν αναστέλλει την απόφαση για επιστροφή ή απομάκρυνση. Χρειάζεται διάταγμα και/ή άδεια του Δικαστηρίου. Συνεπώς, αφ' ης στιγμής η απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, τέτοια ενδιάμεση αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται πάραυτα, με την καταχώρηση της προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ, εφόσον οι ενέργειες της διοίκησης για επιστροφή, δεν αναστέλλονται και τέτοια ενδιάμεση αίτηση, δεν θα έχει πλέον στόχο και σκοπό την ουσιαστική αποκατάσταση και ικανοποίηση της κυρίως θεραπείας που ζητείται με την προσφυγή που εκκρεμεί.  

 

Εν κατακλείδι, σε σχέση με το ερώτημα που τίθεται πιο πάνω, αντλώντας καθοδήγηση και από τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε σχέση με τις μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, καταλήγω πως οι μεταγενέστερες αιτήσεις, αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου. Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.»

 

Κρίνουμε ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θεωρούμε πως εφαρμογής τυγχάνουν τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015 και ειδικότερα στην παρ. 46 αυτής:

 

«46. Πρέπει εξάλλου, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2005/85, όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση ασύλου χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία και, στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτών.»

 

Αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα των Π. Νάσκου-Περράκη, Γ. Παπαγεωργίου, Χρ. Μπαξεβάνη «Πρόσφυγες και Αιτούντες Άσυλο» 2017, όπου στις σελ. 195-196 σημειώνεται πως μια αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί να γίνει δεκτή οπότε και χορηγείται καθεστώς διεθνούς προστασίας ή να απορριφθεί ως αβάσιμη.  Μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως απαράδεκτη για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων και όταν η αίτηση αποτελεί μεταγενέστερη αίτηση του αιτούντος και η προκαταρκτική εξέταση δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων. Όπως και στην κρινόμενη περίπτωση, όπου η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσείοντα εκρίθη απαράδεκτη λόγω μη προσκόμισης νέων ουσιωδών στοιχείων και η κρίση αυτή, οριοθέτησε το καθεστώς και την ιδιότητα του. Άλλως πως, σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν.

 

Συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.».

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Όπως αναφέρεται και στα επίδικα διατάγματα, ο αιτητής ήδη από 7.10.2021, όταν και εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ επί της προσφυγής του, παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, μέχρι τον εντοπισμό και σύλληψή του από μέλη της ΥΑΜ και την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, στις 4.7.2024. Και βεβαίως, η καταχώρηση και μόνον μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, υπό το φως της απόφασης στην Madber, ανωτέρω, δεν αποτελεί αυτόματη νομιμοποίηση της παραμονής του αιτητή. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο αιτητής στην μεταγενέστερη αίτηση έχει δικαίωμα παραμονής, αλλά διευκρινίζεται πως αυτό το δικαίωμα δεν αποτελεί δικαίωμα για άδεια διαμονής, ούτε αποκτάται με την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησης, αλλά εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενόσω εκκρεμεί προς εξέταση η μεταγενέστερη αίτηση, κατά πόσον αυτή είναι παραδεκτή. Μόνο στην περίπτωση που κριθεί ως παραδεκτή η μεταγενέστερη αίτηση, ο αιτητής αποκτά την ιδιότητα του αιτητή ασύλου και έχει, ως εκ της ιδιότητάς του και μέχρι την εξέταση της αίτησης επί της ουσίας της, δικαίωμα παραμονής. Αυτή ήταν η προσέγγιση του Διοικητικού Δικαστηρίου και στην S.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1281/2023 (Κ) (i-Justice), ημερ. 19.9.2023, αλλά και στην  Α.Η. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2239/2022 (Κ) (i-Justice), ημερ. 25.1.2023, οι οποίες επίσης αφορούσαν σε αιτητή που είχε υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας η εξέταση εκκρεμούσε κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του (βλ. και ΤHI HONG ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2090/22 (Κ) (i-Justice), ημερ. 30.12.2022, ALI ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) (i-Justice), ημερ. 10/1/2023, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις SAID MOHAMED ABOUDAHAB YEHIA  ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 238/2024 (Κ) (i-Justice), ημερ. 11.4.2024,  S.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1281/2023 (i-Justice), ημερ. 19.9.2023 και D.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 578/2023 (Κ) (i-Justice), ημερ. 1.6.2023). Εδώ βεβαίως, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ουδεμία αίτηση εκκρεμούσε, αλλά είχαν ήδη απορριφθεί δυο μεταγενέστερες αιτήσεις του αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον αιτητή ισχυρίζεται ότι πάσχει η αιτιολογία των επίδικων διαταγμάτων ως αόριστη, εσφαλμένη και ανεπαρκής, καθότι από πουθενά δεν προκύπτει και/ή δεν εξηγείται στη βάση ποιων στοιχείων οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν ότι ο αιτητής είναι παράνομος μετανάστης από 7.10.2021. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αβάσιμος: όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων, στις 7.10.2021 εκδόθηκε η προαναφερθείσα απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ, οπότε και ο αιτητής, ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, κατέστη απαγορευμένος μετανάστης. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα ελλιπούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, της οποίας, εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί, και όντως συμπληρώνεται, από τα παραρτήματα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(1)/1999). Επιπρόσθετα δε, τόσο από τα ίδια τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, όσο και από την προαναφερθείσα επιστολή της Διευθύντριας του Τμήματος προς τον αιτητή, ημερομηνίας 4.7.2024, προκύπτει με σαφήνεια η νομική βάση, αλλά και ο λόγος έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ήτοι το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία.

 

Περαιτέρω, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί ότι, εν προκειμένω, από πουθενά δεν προκύπτει να έχουν προσκομιστεί και/ή τεθεί ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών οποιαδήποτε νέα στοιχεία που δεν υπήρχαν είτε κατά το χρόνο υποβολής της πρώτης αίτησης του αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, είτε κατά το χρόνο υποβολής της δεύτερης αίτησης, οι οποίες και απορρίφθηκαν, τόσο σε πρώτο βαθμό, από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και σε δεύτερο βαθμό, από το ΔΔΔΠ.

 

Με δεδομένο λοιπόν ότι ο αιτητής, βάσει της προεκτεθείσας νομολογίας και δη της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Madber, ανωτέρω, δεν θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας με την υποβολή και μόνο μεταγενέστερης αίτησής του, δεν τίθεται ζήτημα πλάνης περί το νόμο όσον αφορά στην απόφαση κράτησής του για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτός είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένος και/ή παράνομος μετανάστης βάσει του Κεφ. 105, οι δε μεταγενέστερες αιτήσεις του, που απορρίφθηκαν και από το ΔΔΔΠ, δεν είχαν οτιδήποτε καινούριο να προσθέσουν, ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω (βλ. D.S., ανωτέρω, SAID MOHAMED ABOUDAHAB YEHIA, ανωτέρω, Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023, αλλά και την απόφαση στο προδικαστικό ερώτημα στην C-181/2016 Grandi, ημερ. 19.6.2018). 

 

Ως εκ των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί του αιτητή περί εμφιλοχωρήσασας πραγματικής και νομικής πλάνης, ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, ως και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της μη επαναπροώθησης, καλής πίστης και χρηστής διοίκησης, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Παρομοίως, στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός περί πάσχουσας, ως αναιτιολόγητης, πεπλανημένης και ως προϊόν μη δέουσας έρευνας, απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος, αλλά και περί παράλειψης της Διευθύντριας να εκδώσει νέα αιτιολογημένη απόφαση, μετά την υποβολή μεταγενέστερης αίτησης από τον αιτητή. Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση εξαντλείται στα δεδομένα που είχαν ενώπιον τους οι καθ’ ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων και δε χωρεί ενασχόληση με γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης των διαταγμάτων, τα οποία, ούτως ή άλλως, δεν ήσαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση με την υποβολή εκ μέρους του αιτητή νέας μεταγενέστερης αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, στις 5.7.2024, ήτοι μετά την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 4.7.2024 (M.S.A. Limon v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 126/2021, ημερ. 20.4.2022, SAID MOHAMED ABOUDAHAB YEHIA, ανωτέρω).

 

Περαιτέρω, κρίνω ότι στερείται ερείσματος ο ισχυρισμός ότι δεν παρασχέθηκε στον αιτητή χρόνος και/ή ο αναγκαίος χρόνος για οικειοθελή αποχώρησή του από τη Δημοκρατία. Επ’ αυτού, η κα Χαραλαμπίδου υποβάλλει ότι, κατά παράβαση του άρθρου 18ΟΘ(4) του Κεφ. 105, δεν δόθηκε στον αιτητή κανένα χρονικό περιθώριο για να προετοιμάσει ο ίδιος την οικειοθελή αναχώρησή του από τη Δημοκρατία. Σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 18ΟΘ του Κεφ. 105 (η έμφαση προστέθηκε)-

 

«Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δόλια ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ο Διευθυντής δύναται είτε να μη χορηγεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης είτε να χορηγεί χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.».

 

Δυνάμει λοιπόν ρητής νομοθετικής διάταξης και κατ’ εφαρμογή του αμέσως πιο πάνω εδαφίου, οι καθ’ ων η αίτηση δύνανται, εφόσον συντρέχουν οι πιο πάνω περιπτώσεις, να μη χορηγήσουν οποιοδήποτε χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, ή να χορηγήσουν χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών. Είναι δηλαδή σαφές, ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να αποφασίσει, στη βάση του συνόλου των γεγονότων που έχει κάθε φορά ενώπιον της, εάν θα χορηγήσει χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτητής ήδη από τις 7.10.2021, διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία και παρόλο που από την εν λόγω ημερομηνία γνώριζε ότι είναι παράνομος μετανάστης και όφειλε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, εφόσον δεν είχε πλέον δικαίωμα παραμονής, σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(1)/2000), αυτός δεν το έπραξε και δεν αναχώρησε οικειοθελώς. Επανειλημμένως o αιτητής δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής, οι οποίες του είχαν γνωστοποιηθεί, αλλ’ αντ’ αυτού, υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε, καταχώρησε προσφυγή εναντίον της εν λόγω απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ, καταχώρησε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία επίσης απορρίφθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ενώ στη συνέχεια, επιμένοντας, υπέβαλε και τρίτη μεταγενέστερη αίτηση. Επιπρόσθετα, όπως ρητά αναφέρεται στην επιστολή της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 4.7.2024 (παράρτημα 1 στο δικόγραφο της ένστασης), ο αιτητής ουδέποτε διευθέτησε τη διαμονή του στη Δημοκρατία, αλλά συνέχισε να παραμένει παράνομα στη χώρα, δεν διαμένει σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις, αρνήθηκε να δηλώσει τον τόπο διαμονής του και αρνείται να συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές για τον επαναπατρισμό του. Είναι, συνεπώς, πρόδηλο, ότι, δεδομένης της προεκτεθείσας συμπεριφοράς του, ορθώς κρίθηκε ότι υπήρχε βάσιμος κίνδυνος διαφυγής του αιτητή. Συνακόλουθα, η κρίση της Διοίκησης για μη παραχώρηση χρονικού διαστήματος στον αιτητή για οικειοθελή αναχώρηση, κρίνεται ορθή και νόμιμη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή (βλ. και ΜΑΝΑΚ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 740/2016, ημερ. 22.4.2020). Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της συνηγόρου του αιτητή, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Εν κατακλείδι, κρίνω ότι καθόλα ορθά και σύννομα εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα. Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση έως ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της άρνησής του για συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας για επαναπατρισμό του, αλλά και της μη συμμόρφωσής του σε προηγούμενη απόφαση επιστροφής, δεν υπήρχαν περιθώρια για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 4.7.2024, όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων εναντίον του αιτητή, για τους αμέσως πιο πάνω λόγους.

 

Δεν εντοπίζεται παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 18ΠΣΤ, ως οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή, αλλ’ ούτε οποιασδήποτε άλλης διάταξης νόμου. Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 4.7.2024, απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

[…]

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια της Διευθύντριας του Τμήματος ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Η Διευθύντρια έκρινε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, καθότι, όπως άλλωστε αναφέρεται και στο επίδικο διάταγμα κράτησης, υπήρχε κίνδυνος διαφυγής του αιτητή, ο οποίος, επιπρόσθετα, ήταν αρνητικός στον επαναπατρισμό του και δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και στην G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023).

 

Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, ο Διευθυντής/η Διευθύντρια) έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, ιδιαίτερα δε του γεγονότος ότι ο αιτητής διέμενε παράνομα στη χώρα καθώς και της προαναφερθείσας συμπεριφοράς, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι ο αιτητής δεν επιθυμούσε τον επαναπατρισμό του, αλλ’ ούτε και συμμορφώθηκε σε προηγούμενη απόφαση επιστροφής, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν συμφωνώ με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της συνηγόρου του αιτητή.

 

Συναφώς, και παρόλο που στις 5.7.2024, ήτοι μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ανεστάλη η απέλαση του αιτητή μέχρι την εκδίκαση της παρούσας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αναστολή του διατάγματος απέλασης, δεν ισοδυναμεί αυτόματα με αναστολή και του διατάγματος κράτησης. H αναστολή του διατάγματος κράτησης είναι άρρηκτα συνυφασμένη και συμβαδίζει με το διάταγμα απέλασης. Στην υπό κρίση υπόθεση, είναι σαφής και ρητή η πρόθεση της προσωρινής διοικητικής αναστολής του διατάγματος απέλασης μέχρι την εκδίκαση της υπό εξέταση προσφυγής, ενώ δεδομένα, ως έχει εξηγηθεί πιο πάνω, υφίσταται το αναγκαίο νομιμοποιητικό έρεισμα για τη συνέχιση της κράτησης του αιτητή.

 

Επιπρόσθετα, πέραν του ότι η κράτηση για σκοπούς απέλασης προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 14(1) του Κεφ. 105, ο αιτητής δεν έχει υποδείξει ποια άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή από την κράτηση, θα μπορούσαν, υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, να έχουν ληφθεί, τα οποία θα ήταν εξίσου ικανά με την κράτηση, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της απέλασής του (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022 (iJustice), ημερ. 19.5.2022, SAID MOHAMED ABOUDAHAB YEHIA, ανωτέρω, G.S.D.M., ανωτέρω).

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή, ημερομηνίας 4.7.2024, κρίνεται νόμιμη και ορθή, εφόσον κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία ο αιτητής, πράγματι παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Κεφ. 105, απαγορευμένος μετανάστης.

 

Τέλος, θεωρώ χρήσιμο, στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσω και το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που παράνομα διαμένουν στο έδαφός της, ως συμβαίνει εν προκειμένω με τον αιτητή.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο