ECLI:CY:DDDP:2021:99
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.311/20
27 Απριλίου, 2021
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
H. R.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων
Καθ’ ων η αίτηση
Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για τον αιτητή
Κα Αλεξία Καλησπέρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημ.03/03/20, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 04/03/20, και δια της οποίας απορρίφθηκε η διοικητική του προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για διεθνή προστασία ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, αυτός κατάγεται από την Μπαγκλαντές και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές παράνομα, μέσω κατεχομένων, στις 04/09/18. Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 18/09/2018 (ερ.1-3, 7).
Στις 31/01/2019 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του. Στον αιτητή παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα (ερ.11-21).
Μετά το πέρας της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε τη σχετική Έκθεση και Εισήγηση (ερ.22-24) και την 01/02/19 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στην αιτήτρια καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Ακολούθως, στις 13/02/2019, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής η «ΥΑ»), η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 21/03/2019 μαζί με την αιτιολογία αυτής και κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.25-26).
Από τα πρακτικά της σχετικής συνέντευξης στην Υπηρεσία Ασύλου, παρατηρώ ότι το μόνο που λέχθηκε από τον αιτητή είναι ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να εργαστεί για ένα καλύτερο μέλλον και για να βοηθήσει την οικογένειά του.
Σε σχετική ερώτηση, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετωπίζει οικονομικής φύσεως προβλήματα. Σε ακόλουθη ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού, για ποιο λόγο υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, ο αιτητής απάντησε ότι επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία νόμιμα. Σε επόμενη ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με το ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του απάντησε ότι θα έχει οικονομικά προβλήματα.
Σημειώνεται ότι στην αίτηση διεθνούς προστασίας ο αιτητής, προς στήριξη του αιτήματος του, αναφέρει ότι προέρχεται από φτωχή οικογένεια και θέλει να τους στηρίξει.
Αυθημερόν της λήψης της απόφασης από την ΥΑ συμπλήρωσε και υπέβαλε σχετική ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (στο εξής η «ΑΑΠ») (ερ.44-45, μετάφραση ερ.54-55). Επί της ιεραρχικής προσφυγής του αναφέρει τους πανομοιότυπους ισχυρισμούς με αυτούς που προέβαλε στην ΥΑ, ζητώντας βοήθεια για να βοηθήσει την οικογένεια του.
Στις 03/03/20 η αρμόδια λειτουργός των καθ' ων η αίτηση ετοίμασε έκθεση (ερ.61-69) σχετικά με την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή και αυθημερόν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω διοικητική προσφυγή και δια τούτο η απόφαση της ΥΑ επικυρώθηκε (ερ.70-77).
Αυθημερόν ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία του δόθηκε δια χειρός στην αγγλική και στη μητρική του γλώσσα (ερ.78-79) στις 04/03/20.
Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει γενικώς και αορίστους εν πολλοίς νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι περισσότεροι εκ των οποίων εντούτοις δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση και Απαντητική Αγόρευση που επακολούθησαν.
Στα πλαίσια λοιπόν της γραπτής του αγόρευσης προώθησε ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως οι πλείστοι εκ των οποίων περιστρέφονται κατ’ ουσία γύρο από τον ισχυρισμό του ότι ελλείπει η δέουσα έρευνα των γεγονότων και ισχυρισμών του αιτητή καθότι η εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού των καθ’ ων η αίτηση συνίσταται σε άνευ ετέρου ανάπλαση της έκθεσης της ΥΑ . Εκ της μη δέουσας έρευνας σε σχέση με τους προβαλλόμενους από τον αιτητή ισχυρισμούς προκύπτει, ως ισχυρίζεται, ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης και ότι λανθασμένα δεν απέδωσαν στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Περαιτέρω ισχυρίζεται ο αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος του σε προηγούμενη ακρόαση καθ’ ότι δεν κλήθηκε για συνέντευξη. Στα πλαίσια της απαντητικής του αγόρευσης ο αιτητής εγείρει ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την απόφαση της ΥΑ.
Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη και ορθή και απορρίπτουν τους προωθούμενους από τον αιτητή ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους. Ανάφεραν δε κατά τις διευκρινήσεις ότι ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του εκδίδοντος την απόφαση της ΥΑ σαφώς δεν δικογραφείται επί της παρούσης αιτήσεως.
Προέχει λοιπόν να εξεταστεί η δυνατότητα εξέτασης νομικών ισχυρισμών που στρέφονται κατά της νομιμότητας της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στα πλαίσια της παρούσης προσφυγής.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του εκδίδοντος την απόφασης της ΥΑ σημειώνεται ότι τούτος, παρότι, ως ισχυρισμός που άπτεται της δημόσιας τάξης, μπορεί σε κάθε περίπτωση να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο παρά τη μη δικογράφηση του, εντούτοις δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια αιτήσεως που, ως η παρούσα, στρέφεται κατά της αποφάσεως επί της ιεραρχικής προσφυγής αφ’ ης στιγμής δεν είχε προβληθεί κατά την ιεραρχική προσφυγή.
Σχετικά με την δυνατότητα προβολής ενώπιον Δικαστηρίου – για πρώτη φορά – νομικού ισχυρισμού που στρέφεται κατά της απόφασης εναντίον της οποίας ασκήθηκε σχετική διοικητική προσφυγή είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2009) 3 ΑΑΔ 342, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επιλέξει να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, μεταξύ άλλων, έχει νομική υποχρέωση, να προσδιορίσει ειδικά τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, που πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη αποδεικτικά στοιχεία. Μετά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, με βάση τα υποβληθέντα σ΄ αυτή στοιχεία, δύναται να αποφασίσει, όπως ο νόμος κατά τα ανωτέρω ορίζει. Αν ο ενδιαφερόμενος θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση, δικαιούται να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών φέρει το τεκμήριο της νομιμότητας και τυγχάνει εφαρμογής εκτός αν ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρούμε ότι ορθά δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως οι λόγοι ακύρωσης που οι εφεσείοντες δεν έθεσαν προς εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Η νομιμότητα της απόφασης κρίνεται με αναφορά στα στοιχεία που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών είχε ενώπιόν της, σε συνάρτηση προς τους λόγους ακύρωσης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που ο παραπονούμενος (ενδιαφερόμενο πρόσωπο) έθεσε ενώπιόν της. Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Υπογράμμιση από τον γράφοντα
Ο λόγος δε της ως άνω απόφασης βρίσκει βεβαίως εφαρμογή και επί προσφυγών κατά αποφάσεων της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) υπ. αρ.1458/2009 Postolachi ν. Δημοκρατίας, ημ.25/02/11, όπου, προς επιβεβαίωση της κατ’ αναλογία εφαρμογής της ως άνω απόφασης της Ολομέλειας, αναφέρθηκε ότι:
«Ζητήματα που δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και που αφορούσαν τη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου δεν μπορούν βέβαια να τίθενται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου εφόσον εκείνο το οποίο στην ουσία εξετάζεται με την προσφυγή είναι η νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, που εδώ είναι η Αναθεωρητική Αρχή. (δέστε κατ΄ αναλογίαν την απόφαση της Ολομέλειας στην Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342, σε σχέση με ζητήματα που δεν τίθενται κατά την ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών).»
Τα όσα ανωτέρω αναφέρονται στη σχετική με τον ισχυρισμό του αιτητή, ο οποίος δεν προβλήθηκε κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, η απόφαση στην οποία είναι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκετά για να σφραγίσουν την τύχη του περί αναρμοδιότητας ισχυρισμού που προβάλλει ο αιτητής.
Αναφορικά τώρα με τους ισχυρισμούς του αιτητή που άπτονται της μη δέουσας έρευνας, χρήσιμη καθοδήγηση σχετικά με την έκταση της απαιτούμενης υπό τις περιστάσεις έρευνας των ισχυρισμών του αιτητή και της αιτιολογίας που πρέπει να περιβάλλει την προσβαλλόμενη στην παρούσα πράξη παρέχει η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Galina Bindiouk v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, υπ. αρ.685/2012, ημ.23/04/13, όπου λέχθηκε ότι: «Στη συνέντευξη της τα όσα εκεί δήλωσε και που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Δεν υπήρχε επομένως οποιοσδήποτε λόγος για ιδιαίτερη αιτιολογία ή για περαιτέρω εξέταση ή έρευνα των δεδομένων της αιτήτριας.».
Στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στη Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, ημ.14/03/13, Ολομέλεια, λέχθηκε ότι «Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.» .
Στην Pissas ν. The Republic (1974) 3 CLR 476, ημ.29/11/74, αναφέρθηκε ότι η δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης.
Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, θεωρώ ότι, τόσο ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας προέβηκε δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας. Εδώ ο τίποτε από τα όσα ανέφερε ο αιτητής, τόσο επί της αιτήσεως ασύλου, όσο και στη συνέντευξη του από την ΥΑ αλλά και της διοικητικής προσφυγής που οδήγησε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσας απόφαση, τα οποία περιστρέφονται γύρω από την κακή οικονομική κατάσταση του ιδίου αλλά και της οικογένειας του, ως ανωτέρω καταγράφονται, θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να αποτελέσει λόγο για παροχή διεθνούς προστασίας. Δια τούτο καμία περαιτέρω έρευνα απαιτούνταν υπό τις περιστάσεις.
Σχετικά ειδικά με τον ισχυρισμό περί πλάνης περί τα πράγματα και τον νόμο διαφωτιστικά θεωρώ τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011) σελ.136, παράγραφος 510, αναφέρεται ότι «συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική (δηλαδή χωρίς ουσιαστική κρίση) ανυπαρξία των πραγματικών ή νομικών καταστάσεων που έλαβε υπόψη του το διοικητικό όργανο για την εφαρμογή του κανόνα, ο οποίο προβλέπει την έκδοση της πράξης, δηλαδή, όταν υποδεικνύεται ότι το διοικητικό όργανο από πλάνη θεώρησε ότι υφίστανται οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΣΕ 143/1954, 3821/1990, 2392/2007).» (βλ. επίσης και Κυρμίτσης v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 ΑΑΔ 1900 και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100). Αντίστοιχα, όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει συνεπεία πλάνης περί τον νόμου η οποία και οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.
Στην βάση των όσων πιο πάνω αναφέρονται, δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην όλη διαδικασία πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης δια της παρούσης πράξης στο οποίο να εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και συνεπεία της οποίας η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα συνεπεία τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων που περιέβαλλαν την απορριφθείσα δια αυτής αίτηση ασύλου του αιτητή, αλλά ούτε και νομική πλάνη, καθότι δεν διαπιστώνω σφάλμα στην υπαγωγή των στοιχείων που δόθηκαν από τον αιτητή στις διατάξεις της νομοθεσίας.
Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό παράβαση του δικαιώματος του αιτητή να ακουστεί κατά την εξέταση της επίδικης διοικητικής προσφυγής σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 28Ζ του Νόμου, ως ίσχυε πριν την διαγραφή του δυνάμει σχετικού τροποποιητικού νόμου του 2016, η προσωπική συνέντευξη κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, δηλαδή, κατά τη διοικητική προσφυγή είναι δυνητική και συνεπώς εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της Αναθεωρητικής Αρχής [βλ. Ghasemi ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, κ.ά.]. Εδώ ορθώς θεωρώ δεν κρίθηκε απαραίτητο να γίνει συνέντευξη με τον αιτητή ενόψει του ότι οι ισχυρισμοί του δεν διαφοροποιήθηκαν από τα όσα ανέφερε στην Υπηρεσία Ασύλου.
Όσα στοιχεία υπέβαλε ο αιτητής στα πλαίσια της διοικητικής προσφυγής του, και τα οποία επί της ουσίας αυτών ουδόλως διέφεραν από τα όσα είχε αναφέρει στην ΥΑ, λήφθηκαν δεόντως υπόψη όπως φαίνεται από την σχετική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού αλλά και την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση.
Δεν θεωρώ λοιπόν ότι ο αιτητής στερήθηκε οιονδήποτε δικαίωμα του να παρουσιάσει, ως η εισήγηση της συνηγόρου, την υπόθεση του. Σε κάθε περίπτωση, βάσει του αρ.43(4) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999), το δικαίωμα ακρόασης δεν είναι απαραίτητο να είναι προφορικό, αλλά η σχετική επιταγή της οικείας νομοθεσίας ικανοποιείται και με γραπτή παράσταση [βλ. Νικόλας Μελέτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 347].
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί απλής ανάπλασης της εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού της ΥΑ από τον λειτουργό της ΑΑΠ και από τον αποφασίζοντα για την ΑΑΠ από το εγκρίνοντα λειτουργό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην παρούσα αφού το αποφασίζον όργανο εξέδωσε δεόντως διακριτή απόφαση και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το λεκτικό της εν λόγω απόφασης συνίσταται στην επί το πλείστο αυτούσια παράθεση του λεκτικού της σχετικής έκθεσης-εισήγησης της ΥΑ στο σύνολο της. Από την στιγμή που, ως ανωτέρω αναφέρεται, ουδέν περαιτέρω ισχυρισμό προώθησε ο αιτητής στα πλαίσια της ιεραρχικής του προφυγής είναι φυσικά απόλυτα θεμιτό η απόφαση της ΑΑΠ να ταυτίζεται με την απόφαση της ΥΑ, χωρίς να σημαίνει ότι δεν ασκήθηκε δεόντως η σχετική εξουσία από τους καθ’ ων η αίτηση και ότι τούτοι δεν ερεύνησαν δεόντως τους ισχυρισμούς του αιτητή.
Σχετικά με τούτο είναι και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, όπου λέχθηκε ότι «Το γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ.6447/2013, ECLI:CY:AD:2015:D643, ημ.30.9.2015, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».
Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) προνοεί ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»
Εδώ ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός αλλά και ο αποφασίζον για την ΑΑΠ, υιοθετώντας στο σύνολο της, ως δύναται να πράξει, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.
Σχετικά τέλος με τα όσα ο αιτητής αναφέρει περί της μη απόδοσης του ευεργετήματος της αμφιβολίας σημειώνεται ότι τούτο αποδίδεται όπου ο αιτητής καταβάλλει εύλογες προσπάθειες να τεκμηριώσει την αίτηση του, η οποία περιέχει ισχυρισμούς που θα μπορούσαν να στηρίξουν αίτημα για παροχή διεθνής προστασίας και δεν είναι σε θέση, παρά την διαπιστωθείσα αξιοπιστία των λεγομένων του, να παρέχει στοιχεία ή έγγραφα.
Από την στιγμή που τα όσα ο αιτητής αναφέρει ουδόλως θα μπορούσαν να στηρίξουν το αίτημα του δεν μπορεί βεβαίως να γίνεται λόγος περί απόδοσης του ευεργετήματος της αμφιβολίας.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, δεδομένου του ότι η προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση των καθ’ ων η αίτηση εκδόθηκε «[κ]ατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 […]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του ιδίου νόμου - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο και επί της ουσίας ορθή.
Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[…] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρ.19 του Νόμου και το αρ.2 (στ) της Οδηγίας, δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας πρόσωπο το οποίο «[…] δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύναται να παρέχουν της απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Εκ των όσων λοιπόν πιο πάνω αναφέρω σχετικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή ορθώς, θεωρώ, κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.
Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο αιτητής, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα του, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παρ.62, λέγεται ότι: «Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»
Σημειώνεται καταληκτικά ότι η Μπαγκλαντές έχει καθοριστεί δυνάμει της Κ.Δ.Π. 198/2020, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και ο αιτητής στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκόμισε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).
Ενόψει των όσων στοιχείων τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως, η παρούσα αναπόφευκτα θα πρέπει να αποτύχει αφού, ως πιο πάνω εξηγείται, η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται και επί της ουσίας αυτής ορθή και δια τούτο επικυρώνεται.
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.