ECLI:CY:DDDP:2021:496
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 248/21
16 Nοεμβρίου 2021
[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ.Ζ.Ν.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ'ων η Αίτηση
Α. Παπασιάντης (κος), Δικηγόρος, για τον Αιτητή
Γιάννος Ουστάς (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την πράξη και /ή απόφαση των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 19/10/2020, η οποία του γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας στις 17/12/2020 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για χορήγηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη και στερημένη έννομου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, ο Αιτητής, αφίχθηκε παράνομα στην Κύπρο μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών 869+και στις 1/03/2020, υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 19/06/2020 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας. Στις 19/10/2020 ο εξουσιοδοτημένος από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης και στις 17/12/2020, ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησης και αιτιολόγηση της απόφασης. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε στον Αιτητή στις 10/02/2021.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής δια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του προβάλλει έλλειψη δέουσας έρευνας και επικαλείται τα άρθρα 45(1) και το άρθρο 46(1) του νόμου 158(1) του 1999.
Προβάλλει ότι στην παρούσα υπόθεση, ο Αιτητής στην αίτηση του για χορήγηση διεθνούς προστασίας ημ. 23/10/2020 ισχυρίστηκε ότι στην χώρα καταγωγής του αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο της ζωής του λόγω κτηματικών διαφορών και ως εκ τούτου ζητεί την παραμονή του στην Κύπρο λόγω του κινδύνου αυτού.
Περαιτέρω προβάλλει ότι κατά τη διάρκειας της προφορικής του συνέντευξης που διεξήχθη στις 19/06/2020, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου επικεντρώθηκε στην απάντηση του Αιτητή ότι θα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα με την επιστροφή του στην πατρίδα του και απέφυγε οποιαδήποτε άλλη διευκρινιστική ερώτηση εν σχέση με τους αρχικούς ισχυρισμούς του Αιτητή για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε στην πατρίδα του λόγω της ύπαρξης κτηματικών διαφορών.
Ο δικηγόρος του Αιτητή ισχυρίζεται ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα εν σχέση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε στην πατρίδα του. Επιπλέον δεν κάλεσε τον Αιτητή να παράσχει στοιχεία ή έγγραφα που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του και εν γένει δεν προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα για πραγματικά στοιχεία/γεγονότα που περιβάλλουν το αίτημα του Αιτητή.
Υποστηρίζει ακόμα ότι λόγω της μη δέουσας έρευνας η επίδικη απόφαση πάσχει και στην αιτιολογία της αφού αυτή βασίστηκε σε λανθασμένο υπόβαθρο, ήτοι στην εισήγηση λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι ο Αιτητής πιστώνεται με το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ουδεμία αναφορά γίνεται στο γιατί δεν έγινε πιστευτός για τους ισχυρισμούς του στην αρχική αίτησή του και στην προφορική συνέντευξή του με τον λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Δηλώνει ότι η απλή αναφορά του λεκτικού της παραγράφου 204 του εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ο δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι σύμφωνα με τη πάγια νομολογιακή αρχή, η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί, στην διενέργεια της διοικητικής έρευνας, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται.
O συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση υποστηρίζει ότι η έρευνα που πραγματοποιήθηκε ήταν δέουσα και επαρκής και επεκτάθηκε σε όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και στις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας με το κατά πόσον ενέπιπτε στις νομοθετικές πρόνοιες για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.
Ο συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση επισημαίνει ακόμη ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που διενήργησε τη συνέντευξη κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε οποιονδήποτε βάσιμο φόβο δίωξης, αλλά ούτε και κινδυνεύει να υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ή κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής κρίθηκε αξιόπιστος από την Υπηρεσία Ασύλου, οι λόγοι που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του ήταν καθαρά για να εργαστεί και να σπουδάσει ήτοι, για οικονομικούς λόγους. Στη βάση των πιο πάνω, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εύλογα κατέληξε ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι υπέστη οποιασδήποτε μορφής δίωξης στη χώρα του και ως εκ τούτου δεν δύναται να του αναγνωριστεί η προσφυγική ιδιότητα και κατά συνέπεια παραμονή στη Δημοκρατία μετά το πέρας της παρούσας υπόθεσης.
Οι Καθ΄ων η Αίτηση, όπως ο ευπαίδευτος συνήγορος καταλήγει, είχαν όλα τα πραγματικά γεγονότα και περιστατικά από τα οποία εύλογα προέκυπτε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται σε αναγνώριση καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα και ως εκ τούτου εισηγείται ότι οι ισχυρισμοί για έλλειψης δέουσας έρευνας και/ή επαρκής έρευνας θα πρέπει να απορριφθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο.
Σχετικά με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης περί έλλειψης επαρκούς και/ή νόμιμης αιτιολογίας, ο δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση αναφέρει ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη κατά τρόπο που καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Πιο συγκεκριμένα, στο ίδιο σώμα της απόφασης παρατίθενται λεπτομερώς όλα τα στοιχεία που οδήγησαν τους Καθ΄ων η Αίτηση στην εύλογη κρίση τους. Περαιτέρω, η αιτιολογία αναπληρώνεται και από τον διοικητικό φάκελο και συγκεκριμένα από τη συνέντευξη από την οποία με ευκολία διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής δεν μπορεί να σκοπεί στην αναγνώριση του ως πρόσφυγας αφού οι λόγοι για τους οποίους έχει εγκαταλείψει τη χώρα προέλευσης του, ήτοι το Πακιστάν, είναι καθαρά οικονομικοί. Ανέφερε ακόμη ότι το Πακιστάν ανήκει στην ομάδα χωρών που έχουν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς χώρες με την Κ.Δ.Π. 225/2021, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 12Β του Περί Προσφύγων Νόμου.
H επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και της φύσης της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που το περιβάλλουν.
Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/99 και την πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας νοουμένου, όμως ότι τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.α. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σια v. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1998) 3 ΑΑΔ 427), ως ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Υπέβαλλε περαιτέρω ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επαρκής, σαφής, συμπληρώνεται από τα επιμέρους στοιχεία τα οποία υπάρχουν αναλυτικά στο διοικητικό φάκελο και το σύνολο της διοικητικής ενέργειας κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Πιο συγκεκριμένα στο ίδιο σώμα της απόφασης παρατίθενται λεπτομερώς όλα τα στοιχεία που οδήγησαν τους Καθ΄ων η αίτηση στην εύλογη κρίση τους. Ο δε ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή δεν έχει παραθέσει οιονδήποτε στοιχείο, με το οποίο να ανατρέπονται τα αποτελέσματα της έρευνας των Καθ΄ων η Αίτηση.
Ο δικηγόρος των Καθ΄ων η Αίτηση αναφέρει ότι η αιτιολογία μιας απόφασης θεωρείται πλήρης εφόσον καταγράφεται στο σώμα της το νομικό υπόβαθρο επί του οποίου το διοικητικό όργανο στηρίχτηκε και η πραγματική βάση ούτως ώστε να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της.
Εν πάση περιπτώσει, όλες οι ενέργειες των Καθ' ων είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένες κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός και ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Από το ίδιο το σώμα της απόφασης προκύπτουν σαφώς και συγκεκριμένα όλοι οι λόγοι που το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε και περαιτέρω η αιτιολογία συμπληρώνεται και αναπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Καταληκτικά ανέφερε ότι και ο λόγος ακύρωσης σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας θα πρέπει να απορριφθεί από το Παρόν Δικαστήριο, ως νομώ και ουσία αβάσιμος.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι τα νομικά σημεία στην αίτηση του Αιτητή εγείρονται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
Η αναφορά, παραδείγματος χάριν, ότι «Η απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης ή λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς και μόνο λόγους» (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007).
Περαιτέρω έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης του.
Αναφορικά με το ισχυρισμό του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, A.Ε.2371,Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).
Περαιτέρω όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαί ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.
Ο Αιτητής είναι ενήλικας από το Πακιστάν. Υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 10/03/2020, όπου ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του νόμιμα στις 13/02/2020 και εισήλθε παράνομα στην Κύπρο μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών. Στην αίτηση ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε την πατρίδα του επειδή κατασχέθηκε στη χώρα του κάποιο τεμάχιο γης το οποίο ανήκε στον πατέρα του από κάποια άτομα τα οποία δεν προσδιόρισε. Ο πατέρας του, καταχώρησε υπόθεση εναντίον των ατόμων αυτών. Τα άτομα αυτά άνοιξαν πυρ έξω από το πατρικό του για να αναγκάσουν τον πατέρα του να αποσύρει την υπόθεση. Για το λόγο αυτό, ο πατέρας του αφού δανείστηκε χρήματα, διευθέτησε την άφιξη του Αιτητή στη Κύπρο. Ο Αιτητής δεν είχε τα χρήματα για να καταβάλει τα χρήματα για τις σπουδές του στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και για το λόγο αυτό αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Ερωτηθείς κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήρθε στην Δημοκρατία για να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένεια του στη χώρα καταγωγής του. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι ο αδελφός του λόγω προβλήματος υγείας δεν ήταν σε θέση να εργάζεται περαιτέρω 1 μετά την άφιξη του στην Κύπρο, ο πατέρας του σταμάτησε να εργάζεται. Επίσης, ωθήθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του λόγω της ανεργίας και των χαμηλών μισθών που επικρατούν στο Πακιστάν. Υποστήριξε ότι εάν επιστρέφει θα αντιμετωπίζει σωρεία οικονομικών προβλημάτων, θα αντιμετωπίσει την ανεργία ενώ επανέλαβε ότι ο πατέρας του και ο αδελφός του δεν εργάζονται.
Ερωτηθείς ακόμη αναφορικά με το περιεχόμενο της αίτησης του για διεθνή προστασία, αυτός δήλωσε ρητά ότι ο ίδιος συμπλήρωσε την αίτηση του αλλά ότι το περιεχόμενο της αίτησης του δεν είναι αληθές και ότι κάποιο άλλο πρόσωπο του συνέστησε να καταγράψει εκείνους τους ισχυρισμούς.
Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν ανήκει ο ίδιος ή κάποιο στενό συγγενικό του πρόσωπο σε κάποια πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, εθνική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του και ότι δεν υπέστη ποτέ δίωξη ή παρενόχληση.
Επίσης δεν συνελήφθη και δεν κρατήθηκε ποτέ στην πατρίδα του. Κανένα συγγενικό του πρόσωπο δεν υπέστη δίωξη ή παρενόχληση ποτέ, δεν συνελήφθη, δεν κρατήθηκε, δεν καταδικάστηκε ποτέ.
Επιπλέον, συμφώνησε σε παρατήρηση του λειτουργού ότι η χώρα καταγωγής του είναι μια ασφαλής χώρα, προσθέτοντας ωστόσο ότι δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας, ότι δίδονται χαμηλοί μισθοί και ότι υπάρχει υπερπληθυσμός.
Ο Αιτητής ανέφερε ακόμη ότι σε περίπτωση ενδεχόμενης επιστροφής του, οι αρχές του Πακιστάν θα του επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα αλλά ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα καταγωγής του. Επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο ούτως ώστε να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένεια του.
Σχετικό απόσπασμα της συνέντευξης του Αιτητή (Παράρτημα 4 της Ένστασης των Καθ' ων η αίτηση) παρατίθεται πιο κάτω:
«[...]
- Explain to me the reason for deciding to leave your country?
My father was working but he was earning little money. I was also working and it was difficult to manage the house expenses. My elder brother is sick and he is unable to work. That's why I came here to work to support my family. Since I arrived here in Cyprus my father stopped working.
-Is there any other reason for deciding to leave your country? Unemployment and low salary.
…[...]
-Did you complete the application of international protection by yourself? Yes, I wrote it by myself but someone else suggested to me to write the reason I have mentioned. -In your application form it is stated that they took your land and there was a gun fire outside of your house. This is not true. Someone else suggested to me to write it.
[...]
- Would the state authorities of your country permit you to return there? Yes.
-What do you think would be the consequences of your return to your country of origin at this time?
As I mentioned before, my father is not working anymore. Also, my brother is sick and he is unable to work. I will be unemployed. We also borrowed money we have to return back. I will face lots of financial problems.
-Your country of origin is considered as a safe country. Would you like to comment on this?
Yes,it is safe. But there are no jobs and the jobs that exist are low salary jobs, and too much population.
-Would you like to add anything else?
I do not want to return back. I want to stay here to work to support my family. …[...]»
Μετά το τέλος της συνέντευξης, ο Αιτητής, ο διερμηνέας και ο αρμόδιος λειτουργός υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Εκτός των άλλων, στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης ο Αιτητής πιστοποίησε με την υπογραφή του ότι το περιεχόμενο της συνέντευξής του μεταφράστηκε ορθά.
Υπό το φως των απαντήσεων του Αιτητή, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, καταλήγω ότι ορθά η Διοίκηση αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος διεθνούς προστασίας, καθότι διαπιστώθηκε ότι στην ουσία ο Αιτητής είναι οικονομικός μετανάστης και επομένως δεν ταξινομείται στην κατηγορία των πολιτικών προσφύγων, (βλ. IRENE FESENKO ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011, Md Jakir Hossain ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).
Όπως προκύπτει από τα έγγραφα στο διοικητικό φάκελο, η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τα θέματα ουσίας και έκρινε ορθά ότι παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».
Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, στην περίπτωση του Αιτητή, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του περί Προσφύγων Νόμου, Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτόν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον Πρόσφυγα.
Εξέτασα με προσοχή τόσο την αίτηση και τα λεχθέντα του Αιτητή κατά την διάρκεια της συνέντευξής του και δεν μπορώ πάρα να συμφωνήσω με τα λεχθέντα στην υπό κρίση απόφαση, ότι δηλαδή οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποκαλύπτουν τίποτε άλλο παρά το προφίλ οικονομικού μετανάστη.
Οι ισχυρισμοί στην αγόρευση του συνηγόρου του Αιτητή ότι αυτός κινδυνεύει συνεπεία κτηματικών διαφορών απορρίπτονται ως απαράδεκτοι κατά πρώτον γιατί αυτοί ενώ προβλήθηκαν κατά την υποβολή του αιτήματος του, αυτοί ανατράπηκαν από τον ίδιο τον αιτητή κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και δεύτερον έχει παγίως νομολογηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι οι ισχυρισμοί του δικηγόρου του Αιτητή στις γραπτές αγορεύσεις, δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα που αμφισβητούνται. (δέστε Υπ. Αρ.2052/2006 VAKHATANG ODIKADZE V Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερ.8/8/2008).
Επί της ουσίας δεν βρίσκουν έρεισμα υπό το φως των στοιχείων που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο του Αιτητή. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν συνάδει με τα γεγονότα που προβάλλει ο Αιτητής στην συνέντευξη του.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή, περί στέρησης του δικαιώματος του να προσκομίσει στοιχεία, καθώς και ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας, κρίνω ότι αυτοί δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Πουθενά στο φάκελο δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής επιθυμούσε να προσκομίσει περαιτέρω στοιχεία και δεν του επέτρεψε η Διοίκηση να το πράξει.
Περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(1)71999 και την πάγια νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα πρέπει να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).
Σύμφωνα με τον Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλο στο σύγγραμμα του «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Τόμος 1, 13η Έκδοση-2010, Νομική Βιβλιοθήκη, σελίδα 174»: «σκοπός της αιτιολογίας είναι η δημιουργία δυνατότητας δικαστικού ελέγχου τόσο από τον διοικούμενο, όσο και από το δικαστήριο, κατά πόσο η διοικητική πράξη εκδόθηκε για εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος ή για τη διασφάλιση του διοικουμένου και κατά πόσο είναι σύμφωνη ή βρίσκεται σε αρμονία προς τους κανόνες δικαίου που καθορίζουν το πλαίσιο της νομιμότητας.»
Στην παρούσα κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου αιτιολογεί πλήρως την απόφαση της και καταλήγει ορθά στην απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19(1) και (2) του Νόμου, αφού ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα του, θα υπήρχε κίνδυνος δίωξής του για φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς λόγους ή για το λόγο ότι ήταν μέλος συγκεκριμένου συνόλου ή εξαιτίας του γεγονότος ότι υπάρχει κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.
Η Υπηρεσία Ασύλου ορθά κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν πληρούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)». Οι απαντήσεις που έδωσε ο Αιτητής δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι η περίπτωση του αποτελεί ξεκάθαρη περίπτωση οικονομικού μετανάστη.
Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 225/21, καθόρισε την χώρα καταγωγής του Αιτητή (Πακιστάν) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1.000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου – Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.