ECLI:CY:DDDP:2022:906

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 5309/21

 

24 Aυγούστου, 2022

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Z. A.

Αιτητού

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

(κ.) Μ. Παπαλοΐζου, για τον Αιτητή

 

(κα.) Α. Αριστείδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 29.7.2021 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθώς κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.            Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές. Περί τις 6.7.2021, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 27.7.2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος συνέταξε και υπέβαλε Έκθεση/ Εισήγηση, προτείνοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, η οποία εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) στις 29.7.2021. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις αυθημερόν και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.            Ο Αιτητής προωθεί με την γραπτή του αγόρευση τους ακόλουθους λόγους προσφυγής: Eπικαλείται έλλειψη δέουσας έρευνας, παραβίαση του δικαιώματός του σε ακρόαση. Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση έσφαλαν με τη μη χορήγηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

3.            Από την πλευρά τους οι Καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι επέλεξαν να αγορεύσουν προφορικώς, υπεραμύνονται της ορθότητας της επίδικης πράξης. Επισημαίνουν, παραπέμποντας στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ιδίως στις δηλώσεις του Αιτητή κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ότι αυτός προέβαλε οικονομικής φύσεως λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, η οποία περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ασφαλών χωρών ιθαγένειας. Ως εκ τούτου, εισηγούνται ότι  ορθώς κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και ότι θα πρέπει, η επίδικη απόφαση να επικυρωθεί.

 

To νομικό πλαίσιο

4.            Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

5.            Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

 

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

6.            Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.            Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

8.            To εδάφιο (4) του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει ότι:

 

 

«(4) Ο Προϊστάμενος κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (3), δίδει στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ΄αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.».

 

9.            Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

10.         Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί εκ προοιμίου αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Ο Αιτητής θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως δε λόγος προσφυγής ανάγεται πλέον η κακή/πλημμελής εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τη διοίκηση, εκτίμηση η οποία καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

 

11.         Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

12.         Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).

 

13.         Εν προκειμένω, ο Αιτητής στο έντυπο της αίτησής του για άσυλο  αναφέρθηκε στο οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, και η ανάγκη συνδρομής της οικογένειάς του. Αναφέρθηκε επίσης στο γεγονός ότι όντας στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές της Δημοκρατίας δεν του κατέβαλλαν για πολλούς μήνες το μισθό του. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής επανέλαβε ότι αφίχθη στη Δημοκρατία για να εργαστεί και να συνδράμει την οικογένειά του και ιδίως τους ασθενείς γονείς του. Ερωτηθείς, σχετικά, απάντησε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του πέραν του οικονομικού.  

 

14.         Ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό περί δίωξης ή κινδύνου σοβαρής βλάβης στη χώρα καταγωγής του. Αξιολογώντας τα ενώπιόν του στοιχεία ο Προϊστάμενος κατέληξε ότι πρόκειται περί οικονομικού μετανάστη και όχι προσώπου που δύναται να υπαχθεί στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

15.         Υπό το φως των ανωτέρω, προκύπτει ότι ο Αιτητής επικαλείται αμιγώς οικονομικούς λόγους και συνεπώς κρίνω ότι ορθώς η αρμόδια αρχή κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν επικαλείται αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

16.         Σημειώνεται συναφώς το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 27.5.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) δυνάμει του οποίου το Μπαγκλαντές ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα ιθαγενείας, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που να αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.

 

17.         Είναι δε καλά γνωστή η διάκριση μεταξύ πρόσφυγα και οικονομικού μετανάστη, όπου στην περίπτωση του τελευταίου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς τα κίνητρα εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του είναι κατ' ουσίαν οικονομικά (Βλ. Εγχειρίδιο Ύπατης Αρμοστείας για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, παρ. 62). Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας αλλά ούτε και της παρούσας διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

18.         Η επίκληση αμιγώς οικονομικών κινήτρων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του Αιτητή δεν δικαιολογεί από μόνη της την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. [Βλ. ενδεικτικώς Υπόθεση Αρ. 2319/2006Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 16.7.2008, (2008) 4 ΑΑΔ 568, Απόφαση στην υπόθεση αρ. 444/20, S.Μ.S. ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 2.6.2021, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, Irene Fesenko v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων].

 

19.         Επισημαίνεται εξάλλου ότι δεν πρόκειται για περίπτωση σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί το τεκμήριο της αμφιβολίας. Όπως εναργώς προκύπτει από το ίδιο το εδάφιο (4) του του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτών άσυλο υποβάλλει όλα τα διαθέσιμα απ΄ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

 

20.         Το ευεργέτημα της αμφιβολίας χορηγείται εκεί όπου ο αιτών άσυλο καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την προσωπική του ιστορία, η οποία βεβαίως δικαιολογεί καταρχήν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και όταν, εντούτοις, υπάρχουν κενά και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς τεκμηρίωση των συναφών ισχυρισμών.

 

21.         Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν πρόβαλε οποιουσδήποτε ισχυρισμούς, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ώστε το έλλειμα των στοιχείων προς τεκμηρίωση συγκεκριμένων ισχυρισμών να καλυφθεί από το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Ειδικότερα, ο Αιτητής αναφέρει ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω της επιθυμίας του να εργαστεί και να συνδράμει την οικογένειά του. Οι αμιγώς οικονομικής φύσεως λόγοι που προβάλλει δεν δικαιολογούν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, ορθώς δεν εξετάστηκε και δεν χορηγήθηκε στην περίπτωσή του το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

 

22.         Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η εξέταση των  ισχυρισμών του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και καθώς επίσης και ο ισχυρισμός του ότι δεν εξετάστηκε δεόντως το ενδεχόμενο υπαγωγής του  σε καθεστώς διεθνούς προστασίας καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη.

 

23.         Τέλος αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης, παρατηρώ ότι αυτός  επίσης εγείρεται αλυσιτελώς για δύο λόγους: Πρώτον, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου προσφυγής περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως πριν την έκδοση της δυσμενούς γι' αυτόν πράξεως απαιτείται και παράλληλη αναφορά των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοικήσεως αν είχε κληθεί (Βλ. Απόφαση αρ. Αριθμός 4447/2012, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ημερ. 27.4.2012). Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν αναφέρεται σε ισχυρισμούς ή στοιχεία που δεν είχε την ευκαιρία να προσκομίσει.

 

24.         Δεύτερον, αλυσιτελώς εγείρεται ο υπό εξέταση λόγος προσφυγής, ορώμενος και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας έχει την εξουσία να εξετάσει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Συνεπώς, η απλή επίκληση παράλειψης δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης χωρίς να προβάλλονται περαιτέρω ισχυρισμοί που να δικαιολογούν την υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας οδηγεί αναπόδραστα σε απόρριψη αυτού του λόγου λόγω αλυσιτέλειας [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν προβάλλει ειδικώς και τεκμηριωμένως οποιοδήποτε ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο.

 

25.         Ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης, παρατηρώ ότι ο παρών ισχυρισμός είναι και αβάσιμος καθώς ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να εκθέσει τόσο στο έντυπο της αίτησής του για διεθνή προστασία όσο και στο πλαίσιο της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του προς υποστήριξη της αίτησής του για διεθνή προστασία. Σημειώνεται δε ότι οι Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου όπως θεσπίζονται στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν. 158(Ι)/1999) υποχωρούν όταν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις (Βλ. Α.Ε. Αρ. 2422, Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Α.Ε. Αρ.: 2824, Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ. ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας ακολουθεί μία συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία θεσπίζεται από τον περί Προσφύγων  Νόμο. Οι διατάξεις δε που ρυθμίζουν την εν λόγω διαδικασία είναι εναρμονιστικής φύσεως μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη τις αντίστοιχες ενωσιακές διατάξεις (μεταξύ άλλων, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με Κοινές διαδικασίες για τη Χορήγηση και Ανάκληση του Καθεστώτος Διεθνούς Προστασίας και της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις Απαιτήσεις για την Υποδοχή των Αιτούντων Διεθνή Προστασία). Ακολουθώντας, συνεπώς, η αρμόδια αρχή την από τον περί Προσφύγων Νόμο καθορισθείσα διαδικασία, όπως διαπιστώνω ότι έπραξε εν προκειμένω, ιδίως με τη διενεργηθείσα συνέντευξη ημερομηνίας 27.7.2021, δεν τίθεται ζήτημα παράβασης του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή.

 

26.         Ως εκ τούτου, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση, δεν διαπιστώνω να υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με αυτήν. Αντίθετα, διαπιστώνω ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σε συνάρτηση με τις οικείες διατάξεις είναι ορθή.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

                                  Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.                 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο