ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 1084/2023

 

                                                               12 Ιανουαρίου, 2024

         [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

      Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J.B.T.

Αιτητής

-και-

 

        Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Τ. Μπετίτο (κος) για Π. Πιερίδη (κος) Δικηγόροι για τον Αιτητή.

Ι. Χαραλάμπους (κα) για A. Σιαξιατέ (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ο Αιτητής παρών

Ε. Ηρακλέους (κα) παρούσα για πιστή μετάφραση από Γαλλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 24/03/23 η οποία του κοινοποιήθηκε την ίδια ημέρα, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 07/02/23, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 06/03/23 και η Έκθεση/Εισήγηση αυθημερόν. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 06/03/2023, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, αναιτιολόγητη, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι παράτυπη, ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη αντιβαίνει τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, παραβιάζει το Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο. Η απόφαση, όπως διατείνεται, λήφθηκε κατά παράβαση της προβλεπόμενης διαδικασίας του Άρθρου 13 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και ότι η έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου ήτο ελλιπής, πεπλανημένη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και νομικά σημεία της υπόθεσης. Ούτε έγινε σωστή μετάφραση όσων εξέφρασε κατά την διάρκεια συνέντευξης του και ότι ο χρόνος της συνέντευξης δεν ήταν επαρκής. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι ο διερμηνέας δεν πληρούσε τα προσόντα και/ή ικανότητες για να μπορεί να ανταπεξέλθει στην διεκπεραίωση μετάφρασης και/ή να αποδώσει ορθά τα όσα ανέφερε κατά την συνέντευξη. Προσθέτει ότι λανθασμένα ο λειτουργός τον έκρινε αναξιόπιστο καθώς αγνόησε τα γεγονότα που ο ίδιος εξιστόρησε σε σχέση με τον κίνδυνο που διατρέχει στη χώρα καταγωγής. Τέλος, σημειώνει ότι δεν εξετάστηκε από τον Προϊστάμενο το αίτημα του για συμπληρωματική προστασία.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή και υποστηρίζουν ότι δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις αναγνώρισης σε αυτόν του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Υποδεικνύουν ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Μετά από αξιολόγηση των ισχυρισμών που προβάλλονται από τον Αιτητή εντοπίζω ότι μεγάλο μέρος της Γραπτής του Αγόρευσης περιορίζεται μόνο στην επανάληψη κανόνων δικαίου και διατάξεων νόμων χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης. Επισημαίνεται δε ότι με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022, 3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον Αιτητή μέσω των συνηγόρων του  όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν αιτιολογούνται επαρκώς διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v.Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva(2010) 3 Α.Α.Δ. 598).  Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής του (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω λόγους ακύρωσης που πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης και μπορούν να συνδεθούν με πραγματικά γεγονότα και νομικά σημεία της υπόθεσης.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση του Άρθρου 13 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), διαπιστώνω από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ότι ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Τηρήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν (Lingala – ερυθρό 24/5Χ & 1 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»).  Μετά το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Εάν ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585). Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000). Απορριπτέος κρίνεται και ο σχετικός με την διαδικασία συνέντευξης ισχυρισμός περί μη καταλληλόλητας του διερμηνέα και μη κατάρτισης του, καθότι ούτε εδώ - όπως και στον ισχυρισμό για παράτυπη διαδικασία - ανατράπηκε το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει τις διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερ.12/03/2001, η Διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του Αιτητή μέσω των συνηγόρων του. Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του Αιτητή.

 

Ως προς τον ισχυρισμό περί μη ικανοποιητικής διάρκειας της συνέντευξης σημειώνεται ότι δεν προνοείται από τον Νόμο και/ή την νενομισμένη διαδικασία να υπάρχει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια για την διενέργεια της συνέντευξης. Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διενεργήθηκε η συνέντευξη κρίνω ότι ήταν ικανοποιητικό υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (Βλέπε σχετικά Υποθ. Αρ. 1694/11, Noel De Silva ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, 2. Υπουργείου Εσωτερικών και Μετανάστευσης Επαρχιακό Γραφείο Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, 3. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ.07/02/2014).

 

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή και των στοιχείων του ΔΦ σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης και της ισχυριζόμενης παράλειψης των Καθ΄ ων η αίτηση να εξετάσουν το ενδεχόμενο παροχής στον Αιτητή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με την κόρη του αφεντικού του, η οποία έμεινε έγκυος και όταν αυτό περιήλθε εις γνώση του αφεντικού του, εκείνος θύμωσε και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει (ερυθρό 1 ΔΦ). Κατά την συνέντευξη και/ή κατά την ελεύθερη αφήγηση του, πρόβαλε ότι αρχικά κάποιος του προσέφερε τη θέση εργασίας του καθαριστή/κηπουρού στην οικία ενός αξιωματικού, εκεί ανέπτυξε ερωτική σχέση με την κόρη του.  Η σύντροφός του έμεινε έγκυος και η οικογένεια της την πίεζαν να αποκαλύψει την ταυτότητα του πατέρα. Όταν αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του απειλήθηκε από τον πατέρα της και ο Αιτητής κρύφτηκε στην οικία ενός φίλου του. Ο πατέρας της συντρόφου του έστειλε στην οικία του ένα αστυνομικό για να τον αναζητήσει, ο οποίος βανδάλισε την οικία του και απείλησε ότι σε περίπτωση που τον εντοπίσει θα του προκαλέσει κάποιο κακό. Η σύντροφός του τον επισκεπτόταν στην οικία του φίλου του στην περιοχή Bandal, άγνωστοι άνδρες (που ήτο υπό τις εντολές του πατέρα της) εισέβαλαν στην οικία χτύπησαν το φίλο του Αιτητή και πήραν μαζί τους τη σύντροφό του. Ο δε Αιτητής ενημερώθηκε από τους γείτονες για το συμβάν και έτσι διέφυγε στην περιοχή Matete. Πρόβαλε ότι εξακολούθησε να διατηρεί επικοινωνία με τη σύντροφό του, η οποία αφού του συνέστησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, στη συνέχεια τον έφερε σε επαφή με μια υπηρεσία, η οποία δρομολόγησε το ταξίδι του Αιτητή με προορισμό την Κύπρο (ερυθρά 21/2Χ, 20/1Χ ΔΦ). Δήλωσε, επίσης, ότι ο πατέρας της συντρόφου του ονομαζόταν O.M. και ότι ήταν αναπληρωτής στην Βουλή της χώρας του. Ερωτηθείς ποιος του πρότεινε την εν λόγω θέση εργασίας, επικαλέστηκε ένα φίλο του και σε ερώτηση εάν συνάντησε τον εργοδότη του απάντησε αρνητικά ισχυριζόμενος ότι συνάντησε μόνο τη σύζυγό του. Ως προς τα καθήκοντά του, ο Αιτητής πρόβαλε ότι καθάριζε τα αυτοκίνητα, συντηρούσε τον κήπο και έκανε τα ψώνια της οικογένειας (ερυθρό 20 ΔΦ).

 

Αναφορικά με τη σχέση του ανέφερε ότι γνώρισε τη σύντροφό του κατά την πρόσληψή του και περιορίστηκε να δηλώσει ότι ήταν ευγενική, έξυπνη και είχε καλούς τρόπους (ερυθρά 20/4Χ,5Χ,6Χ & 19/1Χ ΔΦ). Ανέφερε ότι η σύντροφος του έμεινε έγκυος τον 1ο/22, αλλά δεν γνωρίζει εάν έχει γεννήσει. Σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής απάντησε ότι θα κινδυνεύσει από τον πατέρα της συντρόφου του, γιατί έχει χρήματα και διαθέτει δύναμη (ερυθρό 19 ΔΦ).

 

Με βάση το περιεχόμενο της Έκθεση/Εισήγησης έγιναν αποδεκτά τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή ήτοι ότι κατάγεται από την πόλη Kinshasa,  Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (DRC) (ερυθρό 22 ΔΦ), ανήκει στην εθνοτική ομάδα Muluba, είναι Χριστιανός καθολικός και μιλάει την γλώσσα Lingala (ερυθρό 24 ΔΦ), η δε μητέρα του και ο αδερφός του εξακολουθούν να διαμένουν στην πόλη Kinshasa και είναι άγαμος.

Ο δε ισχυρισμός του ως προς τη στοχοποίησή του από τον πατέρα της συντρόφου του δεν έγινε αποδεκτός. Ο λειτουργός έκρινε ότι οι πληροφορίες/απαντήσεις που παρέθεσε ο Αιτητής επί των υποβληθέντων ερωτημάτων ήταν ασαφείς, γενικόλογες και επιπόλαιες, υπήρχε υποθετικό στοιχείο στο αφήγημά του και εκλείπει η προσωπική του εμπλοκή. Ειδικότερα, εντοπίστηκαν τα ακόλουθα:

- ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πως βρήκε την θέση εργασίας στην οικία της συντρόφου του, αφού πρόβαλε αορίστως ότι του την βρήκε ένας φίλος του (ερυθρό 20/3Χ ΔΦ),

- έδωσε ανεπαρκείς, απλές και γενικές πληροφορίες αναφορικά με τη σύντροφο του, (ερυθρό 20/4Χ, ΔΦ),

- δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η σχέση του με τη σύντροφό του (ερυθρό 20/5Χ ΔΦ),

- δεν κατάφερε να προβάλει ικανοποιητικές απαντήσεις και περιγραφές για το χαρακτήρα της φερόμενης συντρόφου του (ερυθρά 20/6Χ, 19/2Χ ΔΦ),

- δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τι απέγινε με την εγκυμοσύνη της φερόμενης συντρόφου του, (ερυθρά 19/3Χ,5Χ ΔΦ),

- ουδέποτε συνάντησε δια ζώσης τον πατέρα της, πλην όμως δήλωσε χωρίς ευλογοφάνεια ότι βασίζει το φόβο του αποκλειστικά στις δηλώσεις τρίτου προσώπου και στον ξυλοδαρμό του φίλου του (ερυθρό 19 6Χ ΔΦ),

- ούτε έχει προβάλλει κάποιο περιστατικό προσωπικής του στοχοποίησης,

 

Με βάση τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο Αιτητής δεν έδωσε αναγκαίες και/ή ικανοποιητικές πληροφορίες στα ζητήματα τα οποία θα αναμενόταν να γνωρίζει με λεπτομέρεια σε σχέση με τον ουσιώδη ισχυρισμό περί στοχοποίησης του από τον πατέρα της φερόμενης συντρόφου του. Οι ισχυρισμοί του θα πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην προκύπτουν αντιφάσεις και ανακρίβειες (Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε αυτό τον βασικό του ισχυρισμό λεπτομερώς. Η δε αίτησή του αξιολογήθηκε συνολικά, με συνεκτίμηση όλων των παραγόντων που τον αφορούσαν, συμπεριλαμβανομένων της ηλικίας, του φύλου, του πολιτιστικού, εκπαιδευτικού και γλωσσικού υπόβαθρου καθώς και όλων των άλλων συναφών στοιχείων[1]. Στην παρούσα υπόθεση όπως προκύπτει από την έκθεση/εισήγηση αξιολογήθηκε η συνέπεια των δηλώσεων του Αιτητή  με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ισχυ­ροί λόγοι αμφισβήτησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του, ενώ ούτε μετά από ερωτήσεις του λειτουργού παρασχέθηκαν ικανοποιητικές απαντήσεις εκ των οποίων θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ο πυρήνας του αιτήματός του. Ως εκ τούτου, οι δείκτες αξιοπιστίας παρουσιάστηκαν εμφανώς αποδυναμωμένοι στο σύνολό τους κατά τρόπο που να συνάγεται ότι τα εξιστορισθέντα εκ του Αιτητή δεν αποτελούν βιωματικά περιστατικά.

 

Σημειώνεται ότι, στις περιπτώσεις όπου παρουσιάζονται ψευδείς πληροφορίες από τον αιτούντα, η επίδραση τους μπορεί να είναι μοιραία για το αίτημα ασύλου του, ειδικά εάν αυτές οι πληροφορίες είναι καίριας σημασίας στην συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του[2].  Σύμφωνα άλλωστε και με την §205(α) του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο αιτών πρέπει:

 

«(i) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ii) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(iii) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακό όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν.»

Ούτε ο Αιτητής θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204[3] του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Σύμφωνα με τα γεγονότα της περίπτωσης του, σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του,  δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένου φόβο δίωξης του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής (Βλέπε §37-38[4] του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Μελετώντας το σύνολο της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ισχυρισμός του περί στοχοποίησης από τον πατέρα της συντρόφου του αποτελεί ένα σύμπλεγμα ασαφών και μη ευλογοφανών δηλώσεων καθώς, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε, ουδέποτε φέρεται να συνάντησε δια ζώσης το συγκεκριμένο πρόσωπο. Συν τοις άλλοις, τα εξιστορισθέντα περιστατικά δεν ενέχουν καμία άμεση, προσωπική εμπλοκή του Αιτητή, ενώ ο φόβος του φέρεται να βασίζεται αποκλειστικά σε αόριστες πληροφορίες που έλαβε από τρίτους αναφορικά με το φερόμενο βανδαλισμό της οικίας του και τον ξυλοδαρμό του φίλου του, γεγονότα που προσπάθησε να συνδέσει ανεπιτυχώς, με την υποτιθέμενη προσωπική του στοχοποίηση. Η Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού και η επακόλουθη κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ακόμα δε και εάν γινόταν αποδεκτό το αφήγημα του δεν τεκμηριώνεται ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε οι αδιευκρίνιστες απειλές που προβάλει πληρούν τα κριτήρια μορφής δίωξης ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000).

 

Απορρίπτεται και η θέση της δικηγόρου του Αιτητή ότι η περίπτωση του εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας[5]. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[6] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν υπάρχει ένοπλη σύρραξη (ερυθρό 39-38 ΔΦ). Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται η σχετική κατάληξη του λειτουργού ότι δεν δραστηριοποιούνται στην Κινσάσα μη κρατικοί ένοπλοι φορείς, παρά μόνο στις ανατολικές περιοχές της χώρας.[7]

 

Επομένως, με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της Έκθεσης/Εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                              

 

 

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 



[1] EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5, σελίδα 73

[2] EUAA, Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System, Judicial Analysis 2nd Edition, February 2023, σελ.103-105

[3] «Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει όμως να δίνεται μόνον όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους.»

[4] «37. Η φράση «δεδικαιολογημένος φόβος διώξεως» είναι η «φράση-κλειδί» του ορισμού. Αντανακλά τις απόψεις των συντακτών του σχετικά με τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του πρόσφυγα. Αντικαθιστά την προηγούμενη μέθοδο καθορισμού προσφύγων κατά κατηγορίες (δηλαδή πρόσωπα μιας ορισμένης προέλευσης που δεν απολαύουν την προστασία της χώρας τους), με τη γενική έννοια του «φόβου» ως καθοριστικού κινήτρου. Δεδομένου ότι ο φόβος αποτελεί ενδιάθετη κατάσταση, ο ορισμός περιλαμβάνει ένα υποκειμενικό στοιχείο ως προς το πρόσωπο που ζητάει να αναγνωριστεί πρόσφυγας. Γι’ αυτό, η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα απαιτεί κατά πρώτον αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτούντος παρά μια κρίση για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα προέλευσής του.

38. Στο στοιχείο του φόβου – μια ενδιάθετη κατάσταση και υποκειμενική προϋπόθεση – προστίθεται ο χαρακτηρισμός «δικαιολογημένος». Τούτο σημαίνει ότι το καθεστώς του πρόσφυγα δεν αναγνωρίζεται με μόνο κριτήριο την ενδιάθετη κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά αυτή η ενδιάθετη κατάσταση πρέπει να στηρίζεται και σε αντικειμενικά δεδομένα. Συνεπώς, ο όρος «δεδικαιολογημένος φόβος» περιλαμβάνει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοιχείο και προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη του δικαιολογημένου φόβου, πρέπει και τα δύο στοιχεία να εκτιμηθούν.»

[5] Άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19 (2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) διαλαμβάνει πως «σοβαρή απειλή» σημαίνει η «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

[6] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[7] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th,UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 20/12/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/S_RES_2666.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2022,  διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/democratic-republic-congo  , UNHCR, Escalating violence leaves hundreds dead and hundreds of thousands on the move in eastern DRC, 24 January 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2023/1/63cf9fb24/escalating-violence-leaves-hundreds-dead-hundreds-thousands-move-eastern.html , USAID, Democratic Republic of the CongoComplex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση:https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf  και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 17 February 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo Σημείωση - κατά την χρονική περίοδο από 07/07/22 έως 07/07/23 στην Kinshasa (Λαική Δημοκρατία του Κονγκό) σημειώθηκαν συνολικά μόνο 85 περιστατικά και αριθμό θανατηφόρων περιστατικών να ανέρχεται στα 134. ACLED Dashboard - ACLED (acleddata.com)  σε πληθυσμό της επαρχίας της Kinshasa καταγράφεται στους 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το έτος 2020. City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces: Kinshasa, διαθέσιμο σε https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/?admid=7296, Βλέπε επίσης περιστατικά ασφαλείας μέσω Αccled, Kinshasa, reference period 20/10/2022 - 20/10/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard,

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο