ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                              Υπόθεση Αρ.: 1156/2021

26 Ιανουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

MD Α.Α.,

από Μπαγκλαντές

                                     Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

 της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Α. Γεωργίου (κος)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Σ. Σταύρου (κα) για Α. Α. Αχιλλέως (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 03.03.2021 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τ1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές, το οποίο εγκατέλειψε στις 22.12.2019 και αφίχθηκε αυθημερόν στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές με διαβατήριο και άδεια εργασίας (work visa). Στις 14.02.2020, καταχώρισε αίτηση για διεθνή προστασία, στα πλαίσια της οποίας, στις 28.07.2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξή του από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 30.07.2020 υπέβαλε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με εισήγηση την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης.  Ακολούθως, στις 27.02.2021, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 09.03.2021, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 03.03.2021. Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα και ορθότητα της εν λόγω απόφασης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής προωθεί τη θέση περί έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά και δεδομένα της υπόθεσης και συνακόλουθης νομικής και πραγματικής πλάνης εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση καθώς επίσης και έλλειψη δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.  Παραπονιέται, ακόμη, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε λανθασμένη εκτίμηση της εγκυρότητας των αποδεικτικών μέσων και της αξιοπιστίας του ίδιου.  Τέλος, προωθεί ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν, μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται από το συνήγορο του Αιτητή πρέπει να απορριφθούν από το Δικαστήριο καθότι δεν προβάλλονται ρητώς και αιτιολογημένα σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης να πείσει το Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα και την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης,  υποβάλλοντας ότι η επίδικη απόφαση των Καθ' ων η αίτηση είναι ορθή και νόμιμη και αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας ως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο.  Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση τονίζει, επίσης, το γεγονός ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή συμπεριλαμβάνεται στο ΚΠΔ 202/2022 ως ασφαλής τρίτη χώρα.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλουν οι Καθ' ων η αίτηση, εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς.  Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1]Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει , στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[4].

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω πρωτίστως το ζήτημα αναρμοδιότητας που εγείρεται και ακολούθως την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον, γενικόλογο έστω, ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο οποίος εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημόσιας τάξης. Συγκεκριμένα, είναι η θέση του Αιτητή ότι η λειτουργός Ε.Κ., η οποία απέστειλε την επιστολή απόρριψης της αίτησης του Αιτητή, ήταν ουσιαστικά αυτή που έλαβε την επίδικη απόφαση, ενώ δεν είχε εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Εσωτερικών για να πράξει τούτο. Επισημαίνεται ότι για το ζήτημα αυτό, ο συνήγορος του Αιτητή καταχώρισε αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, επιδιώκοντας την προσκόμιση μαρτυρίας της εν λόγω λειτουργού (Ε.Κ.) προκειμένου να εξεταστεί  κατά πόσον αυτή ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών, να προβεί σε απόρριψη της αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αυτή με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 19.08.2022[6], με τα εκεί λεχθέντα να είναι απολύτως συναφή με τον υπό εξέταση λόγο ακυρώσεως και κατά τούτο κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του σχετικού αποσπάσματος:

 

«Μελετώντας το περιεχόμενο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου διά της ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση επί της κυρίως προσφυγής, διαπιστώνω καταρχάς ότι η Έκθεση και Εισήγηση ημερ. 30.07.2020 ετοιμάστηκε από τη λειτουργό Μ.Φ[7] (Βλ. Παράρτημα 5  της Ένστασης). Επί της εν λόγω εκθέσεως εντοπίζεται στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής, σφραγίδα με την ένδειξη «Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», μια μονογραφή ακριβώς κάτω από τη σφραγίδα αυτή, ημερομηνία 27.02.21 ενώ περαιτέρω εντοπίζεται και μια σφραγίδα με το όνομα «Α.Γ.[8]».

 

Διαφαίνεται συνεπώς εκ των ως άνω, ότι το πρόσωπο που άσκησε αποφασιστική εν προκειμένω αρμοδιότητα, εγκρίνοντας την Έκθεση/ Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν ήταν η Ε.Κ. αλλά ο Α.Γ. Το κατά πόσο ο λειτουργός αυτός είχε σχετική εξουσιοδότηση για έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στο παρόν στάδιο, στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αυτής αιτήσεως.

 

Η Ε.Κ., πράγματι υπογράφει την επιστολή απόρριψης η οποία στάλθηκε στον Αιτητή. Η υπογραφή της όμως, ως προκύπτει από το περιεχόμενο της ίδιας της απορριπτικής επιστολής (βλ. παράρτημα 6 της Ένστασης) τίθεται για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου («For Head of the Asylum Service»), γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν ενήργησε αυτοβούλως αλλά κατόπιν οδηγιών του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου και άρα δεν ήταν το πρόσωπο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Είναι συνεπώς εμφανές ότι δεν πληρούνται οι νομολογιακά καθιερωμένες προϋποθέσεις για προσκόμιση μαρτυρίας σε ότι αφορά το σκέλος (α) αυτής (ως αυτά αριθμοποιήθηκαν ανωτέρω από το Δικαστήριο), ως προς το κατά πόσο δηλαδή την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε η Ε.Κ., αφού, ως τουλάχιστον προκύπτει από τα ενώπιόν μου δεδομένα, την απόφαση έλαβε ο Α.Γ.

 

 Ούτε όμως και σε ότι αφορά το σκέλος (β) της υπό κρίση αίτησης, ήτοι ως προς το κατά πόσο ήταν εξουσιοδοτημένη να ασκεί τα καθήκοντα του λειτουργού και να υπογράφει εκ μέρους του Προϊσταμένου, πληρούνται οι νομολογιακά καθιερωμένες προϋποθέσεις. Τούτο διότι, το ζήτημα αυτό έχει ήδη επιλυθεί από τη νομολογία, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αναγκαιότητα προσκόμισης οποιασδήποτε μαρτυρίας, αφού αυτή δε δύναται να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης αλλά ούτε και σχετίζεται με την εγκυρότητα αυτής.

 

Ειδικότερα έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, ότι η υπογραφή λειτουργού τμήματος «για τον Διευθυντή» ή, εν πάση περιπτώσει, για τον διοικητικό προϊστάμενο του τμήματος συνάδει και δεν είναι αντίθετη με  το τεκμήριο της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, εφόσον είναι σαφές ότι η απόφαση εξακολουθεί να προέρχεται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, το οποίο και ορθώς τίθεται ως διάδικος στην προσφυγή[9]. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρείται από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Αντίθετα, ο διευθυντής, ο Προϊστάμενος στην υπό εξέταση υπόθεση, «ήταν και παρέμεινε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ' ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις» (βλ. Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2412/2006, ημερ. 16.7.2009).

 

Εν προκειμένω, η περιεχόμενη σε επιστολόχαρτο της Υπηρεσίας Ασύλου απόφαση και υπογραφή «For the Head of the Asylum Service», υποδηλώνει ακριβώς την εκ μέρους του ίδιου Προϊσταμένου αναγκαία ενέργεια, η οποία και εκφράζεται μέσω της αρμόδιας λειτουργού.

 

Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτού του είδους οι πράξεις, οι οποίες άπτονται άμεσα της φύσης και/ή της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων, αντιμετωπίζονται διαχρονικά με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της Διοίκησης και την αρχή της συνέχειας και συνέπειας που θα πρέπει να διέπει την εν λόγω λειτουργία, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου. Συνεπώς, όπως ελέχθη και στην Φάνη Α. Γεωργιάδη, ανωτέρω, δε νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του Διευθυντή και/ή διοικητικού προϊσταμένου του εκάστοτε τμήματος της Διοίκησης, εν προκειμένω Προϊστάμενου, ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπό του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του. Σχετική είναι και η απόφαση στην Ανδρέας Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων, Υποθ. Αρ. 1226/2014, ημερ. 11.3.2014, στην οποία τονίστηκε ότι η εκάστοτε διοικητική ενέργεια «δεν απεκδύεται το θεσμικό της μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν» καθώς και ότι τα φυσικά πρόσωπα, «όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.». Επισημαίνεται δε περαιτέρω ότι την ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο τόσο στην I. K. PRINT DIRECT LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 381/2014, ημερ. 31.10.2016, όσο και πιο πρόσφατα στην Μαρία Ξάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 907/2015, ημερ. 21.8.2018

 

Επίσης παραπέμπω στην απόφαση του Έντιμου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Ναθαναήλ, στην υπόθεση Guilan Zhoo και Δημοκρατίας της Κύπρου μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α.Υπόθεση αρ. 42/2011, ημερ. 24 Ιανουαρίου 2013, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Υπό το φως των ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για αναρμοδιότητα ή μη εξουσιοδότηση της Ε. Μαραθεύτου να υπογράψει την απορριπτική επιστολή.  Η κα Μαραθεύτου, άλλωστε, υπόγραψε «για Διευθύντρια», και η επιστολή αρχίζει με την εισαγωγή, «Έχω οδηγίες να ...».  Σαφέστατα η απορριπτική επιστολή αποτελεί απόφαση και πράξη της εξουσιοδοτημένης προς τούτο Διευθύντριας και οτιδήποτε άλλο αποτελεί απλώς σχολαστική θεώρηση των πραγμάτων.  Δεν παρίστατο ανάγκη να υπογράψει η ίδια η Διευθύντρια την απόρριψη, ούτε κάτι τέτοιο απαιτείται εκ του Νόμου.  Εκείνο που απαιτείται είναι η απόφαση να έχει ληφθεί από τη Διευθύντρια, όπως και έγινε στην περίπτωση.  Η απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και άλλωστε ισχύει το τεκμήριο της νομιμότητας.

 

(…)Βεβαίως, αρμοδίως υπογράφεται από λειτουργό της υπηρεσίας διότι κανένας Διευθυντής στον οποίο εναποτίθεται αρμοδιότητα από κάποιο νόμο να αποφασίζει, δεν λειτουργεί χωρίς την υποστήριξη στελεχωμένης υπηρεσίας. Υπάρχει, επομένως, εγγενής εξουσιοδότηση όλων των λειτουργών, εφόσον βεβαίως ενεργούν κατόπιν οδηγιών, να υπογράφουν ως μέρος της διοικητικής προώθησης αποφάσεως τις σχετικές επιστολές του Τμήματος στο οποίο υπάγονται, (δέστε, κατ΄ αναλογία, την υπόθεση στην Βάσος Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 6/07, ημερ. 26.3.2009)

 

Ως αναφέρθηκε λοιπόν και στην ενδιάμεση απόφαση μου, την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε ο Α.Γ. λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ως προκύπτει από αντίγραφο της επιστολής του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία έχει επισυναφθεί στην ένσταση των Καθ' ων η αίτηση και βρίσκεται κατατεθειμένη στο διοικητικό φάκελο της παρούσας προσφυγής (Βλ. ερυθρό 39 του δ.φ.) είναι εξουσιοδοτημένος να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. 

 

Η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης είναι επιτρεπτή δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962).  Συνάγεται ευθέως από το ερμηνευτικό άρθρο 2, ότι πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου.  Τέτοια εξουσιοδότηση εντοπίζεται και στην υπό κρίση υπόθεση, ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτονται[10].  

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[11].

 

Προσέγγισα λοιπόν το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, από το οποίο διαφαίνεται ότι ο Αιτητής, στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής του κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ήρθε στην Κύπρο καθώς η ζωή του δεν είναι ασφαλής, είναι φτωχός και πολλά άτομα αναμένουν να λάβουν χρήματα από τον ίδιο. Καταλήγει ότι το μόνο που επιθυμεί είναι να λάβει άδεια για να παραμείνει στη Δημοκρατία. 

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ήλθε στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας προκειμένου να εργαστεί. Ερωτηθείς σχετικά με τους ισχυρισμούς του, ως αυτοί καταγράφηκαν επί της αιτήσεώς του, περί μη ασφάλειας της ζωής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε δάνειο από κάποια πρόσωπα το οποίο αν δεν αποπληρώσει, η ζωή του θα κινδυνεύει από τους δανειστές του.

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαχώρισε αυτούς σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με τους λόγους οικονομικού περιερχομένου για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ο δεύτερος, αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι η ζωή του θα βρεθεί σε κίνδυνο εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι δεν αποπλήρωσε το δάνειο του. Η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποδέχθηκε ως αξιόπιστο τον πρώτο ισχυρισμό, ενώ απέρριψε τον δεύτερο εξ αυτών, κρίνοντας τον ως εσωτερικά αναξιόπιστο.

 

Εξετάζοντας τα ενώπιόν μου δεδομένα, επισημαίνω, καταρχάς, την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να προσδιορίσουν και ακολούθως να αξιολογήσουν ως ουσιώδες πραγματικό περιστατικό την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή.  Τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά είναι γεγονότα που συνδέονται άμεσα με τον ορισμό του πρόσφυγα[12] και άπτονται του πυρήνα της αίτησης.

 

Ο δε εντοπισμός και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών αποτελεί υποχρέωση των Καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή απορρέει:

 

 

 

Εξετάζοντας την ενώπιόν μου Έκθεση/Εισήγηση, παρατηρώ πως η αρμόδια λειτουργός αποδέχεται ως δεδομένες τις δηλώσεις του Αιτητή περί της χώρας καταγωγής του (Μπαγκλαντές) και την περιοχή συνήθους διαμονής του, ως αυτές προβλήθηκαν κατά την συνέντευξη του, χωρίς, ωστόσο, να έχει προβεί σε οιανδήποτε αξιολόγηση και διασταύρωση αυτών μέσω πηγών πληροφόρησης, ενώ παράλληλα καμία αναφορά δεν γίνεται από την αρμόδια λειτουργό στα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα/προφίλ του Αιτητή. Ειδικότερα, από την εισηγητική έκθεση προκύπτει πως η αρμόδια λειτουργός προσδιορίζει ως τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή την περιφέρεια (district) Sylhet χωρίς, εντούτοις, να αναφέρει πως κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, και ειδικότερα, να  αξιολογήσει και να εξετάσει τον εν λόγω ισχυρισμό επί τη βάσει των δηλώσεων του Αιτητή σε συνδυασμό με διαθέσιμα προσκομιζόμενα έγγραφα και πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω επί τούτου, πως ο τόπος διαμονής ενός αιτητή αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της αξιολόγησης της αίτησής του και κατ' επέκταση η αυτοτελής αξιολόγηση και η συνακόλουθη τεκμηριωμένη κατάληξη ως προς το στοιχείο αυτό, καθίσταται κρίσιμη και απαραίτητη. Ως εκ τούτου, κρίνεται αυθαίρετο το συμπέρασμα των Καθ' ων η αίτηση περί της μη παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή, χωρίς να έχουν προηγουμένως προβεί   σε διαπιστώσεις περί της χώρας καταγωγής και τόπου συνήθους διαμονής του Αιτητή παραλείποντας να εξετάσουν και να αξιολογήσουν αυτοτελώς τις δηλώσεις του περί της ταυτότητας, της χώρας καταγωγής και περιοχής τελευταίας διαμονής του εκεί.

 

Καταλήγω, συνεπώς, ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, έστω και εάν δεν προωθήθηκε η ανωτέρω πλημμέλεια από τον συνήγορο του Αιτητή, είναι βάσιμος, η δε νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας ως προβλέπεται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ως προνοείται ειδικότερα από τον περί Προσφύγων Νόμο.

 

Ωστόσο, η ως άνω κατάληξη μου δεν σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, καθώς το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν λαμβάνοντας υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.

 

Στην βάση των πιο πάνω, έχοντας εντοπίσει, ως προανάφερα, παραλείψεις στην αξιολόγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, προχωρώ σε εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών του Αιτητή σχετικά με την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του, σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο ο εν λόγω ισχυρισμός είναι εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

 

Ειδικότερα, ο Αιτητής  δήλωσε με επαρκή και συνεκτικό τρόπο ότι γεννήθηκε στην περιφέρεια (district) Sylhet, όπου έζησε όλη του ζωή εκεί χωρίς να έχει πάει ποτέ σε οποιανδήποτε άλλη περιοχή ή πόλη. Περαιτέρω δήλωσε, επίσης με συνεκτικό τρόπο και επάρκεια, ότι σπούδασε Τέχνες (Arts) σε κολλέγιο στο Μπαγκλαντές, χωρίς να διευκρινίζεται η πόλη του κολλεγίου. Ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη ότι ουδέποτε έφυγε από την Sylhet κρίνεται ότι και το κολέγιο στο οποίο φοίτησε ο Αιτητής ήταν στην επαρχία αυτή, στην οποίαν άλλωστε εντοπίζεται η ύπαρξη αρκετών κολλεγίων[13] . Στο κολλέγιο αυτό, φοίτησε από το 2002 μέχρι και το 2005 οπόταν και ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ο ίδιος δήλωσε ως τελευταίο τόπο διαμονής του, στο Μπαγκλαντές, την Sylhet. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια δήλωσε ότι αυτή αποτελείται από την μητέρα του, τον αδελφό του και τις τρεις αδελφές του. Η μητέρα και ο αδελφός του διαμένουν στην οικογενειακή οικία στην Sylhet, ενώ οι αδελφές του παντρεύτηκαν και διαμένουν με τους συζύγους τους.

 

Περαιτέρω, ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, παρατηρείται πως ο Αιτητής προσκόμισε διαβατήριο το οποίο επιβεβαιώνει την χώρα καταγωγής του, το Μπαγκλαντές, και καταγράφει ως τόπο γέννησης του την Sylhet. Επιπρόσθετα των ανωτέρω, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες επιβεβαιώνεται η ύπαρξη της περιφέρειας Sylhet district[14].

 

Ως εκ των ανωτέρω, γίνεται δεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με την περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του στο Μπαγκλαντές, ήτοι την περιφέρεια  (district) Sylhet.

 

Προχωρώντας τώρα στην εξέταση των δύο βασικών ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή, συντάσσομαι καταρχάς με την θέση της λειτουργού ως προς την αποδοχή του πρώτου εξ αυτών, ήτοι ότι ήλθε στη Δημοκρατία για να εργαστεί, προωθώντας δηλαδή λόγους οικονομικού περιεχομένου ισχυρισμών του Αιτητή, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος διαφοροποίησης μου. Ως προς το δεύτερο ισχυρισμό του, ήτοι τον κατ' ισχυρισμόν κίνδυνο της ζωής του από τους δανειστές του, αφού μελέτησα με μεγάλη προσοχή τα όσα αναφέρθηκαν από τον Αιτητή στο πλαίσιο της συνέντευξής του καθώς και τα όσα καταγράφηκαν στην έκθεση της λειτουργού, συμφωνώ με το καταληκτικό συμπέρασμα της λειτουργού, ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή πάσχει λόγω γενικόλογων και αόριστων αναφορών στο αφήγημά του.

 

Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αν δεν καταφέρει να αποπληρώσει το δάνειο που έλαβε, θα κινδυνεύσει η ζωή του από τους δανειστές του.  Σε επισήμανση της λειτουργού ασύλου περί της αναφοράς του κατά την έναρξη της συνέντευξής του ότι έλαβε χρήματα από συγγενικά του πρόσωπα, ο Αιτητής απάντησε θετικά. Ερωτηθείς ως προς τι θα μπορούσε να του συμβεί, απάντησε ότι οι συγγενείς του θα τον βασανίσουν ενώ κληθείς να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον ισχυρισμό του αυτό, ανέφερε ότι πιθανόν να μην τον αφήσουν να επιστρέψει στο σπίτι του. Ανέφερε δε, επικαλούμενος την κοινή λογική ότι σε περίπτωση που αδυνατούσε να αποπληρώσει το δάνειο του, θα του προκαλούσαν προβλήματα.  Ερωτηθείς κατά πόσο μπορεί να καταγγείλει τα πρόσωπα αυτά στην αστυνομία, ο Αιτητής απάντησε θετικά («Yes, i will report them to the police of my country» - βλ. ερυθρό 25 9χ του δ.φ.).

 

Είναι ως εκ τούτου και η δική μου κατάληξη ότι ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή κρίνεται ως εσωτερικά αναξιόπιστος.  Κρίνω δε τούτο, λαμβάνοντας υπόψη την υποκειμενική φύση του αιτήματος του Αιτητή, το οποίο βασιζόταν εξ' ολοκλήρου στους ισχυρισμούς του και τις προσωπικές του διηγήσεις, αποτελώντας το μοναδικό στοιχείο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του και συνεπώς δεν δικαιολογείτο η οποιαδήποτε ανάλυση αυτού μέσω άλλων εξωτερικών πηγών πληροφόρησης.

 

Ως εκ τούτου, ευλόγως κρίθηκε ότι με βάση το προφίλ του Αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, καθώς και τις αναφορές του περί οικονομικών δυσκολιών, δεν δικαιολογείτο η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Προστίθεται ότι, ως ο ίδιος δήλωσε, ουδέποτε έχει συλληφθεί, κρατηθεί, παρενοχληθεί ή διωχθεί στη χώρα καταγωγής του, ενώ δεν ανήκει, ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και κάποιο μέλος της οικογένειάς του, σε καμία πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, εθνική ή κοινωνική ομάδα ή οργανισμό. Κληθείς τέλος να σχολιάσει το γεγονός ότι η χώρα του θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα από την Κυπριακή Δημοκρατία ο Αιτητής απάντησε «What should I say, no comment»

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[15] αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[16].

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαφαίνεται ότι το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε και αιτιολογήθηκε επαρκώς ότι στο πρόσωπο του δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.  Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και συνεπώς ορθώς κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται ούτε και η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενά του, ο  Αιτητής ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα του για οικονομικούς λόγους, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[17].

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Μπαγκλαντές), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου Διατάγματος ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής.  Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται.

 

Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση του  Αιτητή  για διεθνή προστασία απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2]  Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3]  Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

 

[4] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[6] Μ.Α.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υποθ. αρ. 1156/2021, 19.08.2022.

[7] Το ονοματεπώνυμο της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[8] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[9] Κυριάκος Κουδουνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 592/2009, ημερ. 30.12.2010.

[10] Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385

[11] Απόφαση αρ. 128/2008JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγωνημερ. 01.02.2010.

 

[12] Άρθρο 1 σημείο A περίπτωση 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες  και άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας για την αναγνώριση (αναδιατύπωση) ή του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία (άρθρο 2 στοιχείο στ) και άρθρο 15 της οδηγίας για την αναγνώριση(αναδιατύπωση).

[13] https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_educational_institutions_in_Sylhet

[14] https://www.google.com/maps/place/Sylhet+District,+Bangladesh/@24.8916302,92.0652276,10z/data=!3m1!4b1!4m6!3m5!1s0x3751b4a3d19b010d:0x30cd24eb1e7aad4c!8m2!3d24.8993357!4d91.8700473!16zL20vMDZfc3Qx?entry=ttu (τελευταία πρόσβαση στις 23.11.2023)

[15] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[16] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[17] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο