ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                       

                                                                          Υπόθεση αρ. 1241/2023

                                   

31 Ιανουαρίου 2024

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                          Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

 

Μεταξύ:

                                                            J.B.

                                                                                                                                                                                                                                                      Αιτητής

Και

 

                     Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                                                                                      Καθ' ων η αίτηση

 

Ρ. Μαλεκκίδου (κα) για Παναγιώτη A. Χριστοφή (κος), Δικηγόρος για Αιτητή

 

Α. Φιλίππου (κος) για Α. Ρούσου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 31/01/2023 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 30/03/2023 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και  στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος Νεπάλ, εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με φοιτητική άδεια και στις 14/06/2021 υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 11/01/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 24/01/2023, ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε σχετική Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή.  Στις 31/01/2023, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.  Στις 28/02/2023, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 30/03/2023, αφού του μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή  κατά την λήψη της, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε και διατήρησε μόνο τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα. Ενόψει λοιπόν των δηλώσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.

Επομένως, θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε ο συνήγορος του αιτητή και αποτελεί τον βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, ο οποίος έχει δικογραφηθεί και έστω ακροθιγώς προωθείται στην γραπτή αγόρευση του αιτητή.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

 

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα  και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του αιτητή.

 

Στο πλαίσιο του εντύπου της αίτησής του για διεθνή προστασία (ερυθρό 1-3 και μετάφραση αυτού, ερυθρό 26 του διοικητικού φακέλου), ο αιτητής δήλωσε ότι ήθελε ένα κορίτσι στο Νεπάλ αλλά η οικογένειά του δεν αποδεχόταν να το παντρευτεί λόγω της διαφορετικής τους θρησκείας, δηλώνοντας ότι δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του από την οικογένεια του εξαιτίας αυτού.

 

Στο πλαίσιο της προφορικής του συνέντευξης (ερυθρά 20 – 25 διοικητικού φακέλου), ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία για να σπουδάσει και να εργαστεί. Ερωτηθείς τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα του, δήλωσε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα και προβλήματα με τη σχέση του. Κατόπιν υποβολής σχετικής ερωτήσεως από τον αρμόδιο λειτουργό εάν φοβάται ότι θα διωχθεί στην χώρα του ή εάν δέχεται απειλές, ο ίδιος απάντησε αρνητικά, δηλώνοντας ότι ο μοναδικός του φόβος είναι το γεγονός ότι οι οικογένειες τους δεν αποδέχονται την σχέση του. Ερωτηθείς εάν θεωρεί ο ίδιος ότι θα ενεργήσουν με οποιονδήποτε τρόπο εναντίον του λόγω της ισχυριζόμενης σχέσης του ή απλά δεν θα αποδεχθούν την σχέση του, ο ίδιος ανάφερε ότι δεν φοβάται κάποιου είδους δίωξη κι ότι η οικογένειά του δεν θα κάνει κάτι άλλο παρά θα προσπαθήσει προφορικά να τους αναγκάσει να χωρίσουν επειδή οι ίδιοι δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητοι από τις οικογένειες τους.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αξιολογώντας τα όσα ο αιτητής  δήλωσε στην συνέντευξη του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής εγκατέλειψε την χώρα του για εκπαιδευτικούς και οικονομικούς λόγους και συνεπώς δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης για να του παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 19 αντίστοιχα του Περί Προσφύγων Νόμου.

Με δεδομένο λοιπόν ότι ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήρθε για να σπουδάσει και να εργαστεί – μιας και οι αόριστοι και γενικοί ισχυρισμοί του περί απειλών κατά της ζωής του από την οικογένεια του λόγω της σχέσης του, ως καταγράφηκαν στην αίτηση του, αναιρέθηκαν από τον ίδιο κατά την διάρκεια της συνέντευξης του -  δεν διαπιστώνω μη διενέργεια δέουσας έρευνας από μέρους της Διοίκησης και κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπο του, το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε είναι οικονομικό καθώς και το γεγονός ότι ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία για να σπουδάσει και να εργαστεί, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο καθότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να του παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ « Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δεν να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

 

Υπό το φως των απαντήσεων του αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του και των γεγονότων και στοιχείων που είναι καταγεγραμμένα στο διοικητικό φάκελο της υπό αναφορά υπόθεσης, κρίνεται ότι στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής, δεν χωρεί αμφιβολία ότι είναι οικονομικός μετανάστης καθότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας ωθούμενος από οικονομικά κίνητρα και επομένως δεν υπάγεται στην κατηγορία των δικαιούχων διεθνούς προστασίας.

Σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 202/22 και πρόσφατα την Κ.Δ.Π 166/2023 όπου καθόρισε τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Ινδία. Ο αιτητής στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα όσο και την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την εξουσία που μου παρέχει το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο