ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 126/23

 

30 Ιανουαρίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

F.O.K.H.

Αιτήτριας

και 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Χρ. Χριστοδουλίδης (κ.) και Κ. Κουπαρρή (κα), για την Αιτήτρια

 

Θ. Παπαχαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη κάθε νομικού αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 4.10.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.                Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Δημοκρατία του Καμερούν. Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και περί τις 27.8.2019 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 6.6.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EUAA). Στις 20.6.2022, ο λειτουργός υπέβαλε Έκθεση /Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 4.10.2022. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 21.12.2022, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.              Στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια προβάλλει ότι οι Καθ' ων η αίτηση όφειλαν να την παραπέμψουν σε εξέταση από ψυχολόγο και δεν το έπραξαν, κατά παράβαση των Άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2020(Ν.6(Ι)/2000). Υποστηρίζει ότι υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από το σύζυγό της αλλά και από τρίτο πρόσωπο κατά την παραμονή της στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας, και ότι θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως ευάλωτο πρόσωπο. Περαιτέρω, επικαλείται ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν προέβη σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση υγείας της Αιτήτριας και ότι το σύστημα υγείας στο Καμερούν παρουσιάζει ελλείψεις. Υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε το άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου καθότι δεν υπάρχει αιτιολογική έκθεση της τελικής απόφασης από τον Προϊστάμενο, αλλά απλώς τέθηκε μια σφραγίδα επιστροφής και απόρριψης της αίτησης. Τέλος, υποστηρίζει ότι με την επίδικη πράξη παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης, καθώς αποφασίστηκε η επιστροφή της Αιτήτριας, χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα. Κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, η συνήγορος της Αιτήτριας καταχώρισε συμπληρωματική αγόρευση ώστε να τοποθετηθεί συγκεκριμένα επί του ισχυρισμού ότι η Αιτήτρια είναι θύμα εμπορίας προσώπων, με την ίδια να παραπέμπει σε ερυθρά του διοικητικού φακέλου και σε νομολογία προκειμένου να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της.

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι οι εγειρόμενοι λόγοι προσφυγής δεν προβάλλονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 ούτε με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποδεικνύουν δε ότι όσοι λόγοι ακύρωσης δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας οφείλουν να θεωρηθούν νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και συνεπώς ως μη δεκτικοί εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο. Παραπέμποντας στις δηλώσεις της Αιτήτριας στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και στο συναφές ιστορικό της, επισημαίνουν ότι η έρευνα που προηγήθηκε της επίδικης απόφασης ήταν η δέουσα.  Υποστηρίζουν ότι ο ισχυρισμός περί παραβίασης του νόμου λόγω μη παραπομπής της Αιτήτριας σε ψυχολογική και ιατρική εξέταση θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης σε περίπτωση επιστροφής της λόγω της οικονομικής δυσχέρειας της να αγοράζει τα φάρμακα για τον διαβήτη. Απορρίπτουν ακολούθως τον ισχυρισμό της περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου και παραπέμπουν προς τούτο στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και σε συναφή με το ζήτημα νομολογία. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η Αιτήτρια είναι θύμα εμπορίας προσώπων, οι Καθ΄ ων η αίτηση, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου  προβάλλουν ότι, κατόπιν επικοινωνίας με το Γραφείο Καταπολέμησης και Εμπορίας Προσώπων, η Αιτήτρια δεν έχει κριθεί ως θύμα εμπορίας, παραπέμποντας σε σχετικό ερυθρό στο διοικητικό φάκελο και επισημαίνουν, ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.

To νομικό πλαίσιο

4.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού  Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

5.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

 

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Προσφύγων νόμου, ο όρος «Προϊστάμενος» ορίζεται ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·».

 

8.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

 

9.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Κατάληξη

10.          Εκ προοιμίου, επισημαίνω ότι η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως, τα οποία δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247»].

 

11.          Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655].

 

12.          Επισημαίνω εν πρώτοις, ότι το ζήτημα που εγείρεται αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου να εγκρίνει την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, παρά το γεγονός ότι δεν δικογραφείται δεόντως στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, εντούτοις, ως θέμα δημοσίας τάξεως, δύναται να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο.

 

13.          Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η Έκθεση / Εισήγηση ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε προς έγκριση στην αποφαίνουσα αρχή, ήτοι τον Προϊστάμενο, από συγκεκριμένο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Η εν λόγω Έκθεση / Εισήγηση εγκρίθηκε από άλλο εξουσιοδοτημένο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, τον κ. Α. Α., ο οποίος δια της εγκρίσεως της Έκθεσης / Εισήγησης εξέδωσε την επίδικη πράξη στις 4.10.2022.

 

14.          Σύμφωνα με τα ενώπιόν μου στοιχεία, ο κ. Α. ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο δεόντως εξουσιοδοτημένος (Βλ. Εξουσιοδότηση Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 9.6.2022) να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης και της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κ. Α. ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση της επίδικης πράξης.

 

15.          Επισημαίνω συναφώς ότι δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.

 

16.          Εν προκειμένω, δυνάμει του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω, Προϊστάμενος με την έννοια του εν λόγω νόμου, και άρα πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει, μεταξύ άλλων, και απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον αρμόδιο Υπουργό, να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης και της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, υπάρχει ρητή πρόνοια στον περί Προσφύγων Νόμο, η οποία επιτρέπει την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου [Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385].

 

17.          Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι Α. Α., υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο, το οποίο προβαίνει στην έγκριση και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει η ίδια η Αιτήτρια, η οποία εν προκειμένω δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να ανατρέπει αυτό το τεκμήριο [Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 

18.          Περαιτέρω, απολύτως θεμιτή, σύμφωνα και με την παρατεθείσα νομολογία, είναι και η έγκριση της εισήγησης του λειτουργού, η οποία με την έγκρισή της αποτελεί την αιτιολογική βάση της εκδιδόμενης απόφασης, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η επανάληψη της αιτιολογίας σε ξεχωριστό έγγραφο και χωρίς αυτό να θεωρείται εγκατάλειψη της δικής του αποφασιστικής αρμοδιότητας. Όπως συναφώς προβλέπει το άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, δεν συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας, η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.

 

19.          Εν προκειμένω, η υιοθέτηση της Έκθεσης / Εισήγησης, η οποία εμπεριέχει πολύ συγκεκριμένη ανάλυση και εισήγηση, δεν συνιστά αποχή από την άσκηση της εξουσίας του αποφασίζοντος οργάνου, αλλά με την έγκρισή της εκδόθηκε η επίδικη πράξη και το περιεχόμενο της εισήγησης καθίσταται παράλληλα η αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης. Ανάλογο ζήτημα εξέτασα και σε άλλες αποφάσεις μου την κατάληξη των οποίων υιοθετώ ως προς το σημείο αυτό [Βλ. ενδεικτικώς Υπόθεση Αρ.: 7/20, Β. S. v. Δημοκρατίας, μέσω Yπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 5.3.2021, Υπόθεση Αρ.: 389/20, V.P. v. Δημοκρατίας, μέσω Yπηρεσίας Ασύλου., ημερ. 12.2.2021 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Όπως υπαγορεύει η πρακτική που ακολουθείται στο δημόσιο τομέα και η λογική προσέγγιση των πραγμάτων, κανένας Διευθυντής δεν λειτουργεί χωρίς την υποστήριξη στελεχωμένης υπηρεσίας. Υπάρχει δε εγγενής εξουσιοδότηση όλων των λειτουργών να ενεργούν στο πλαίσιο των οδηγιών τους. Κατά αναλογία, δεν αναμένεται ευλόγως ο Προϊστάμενος να διενεργεί ο ίδιος ως φυσικό πρόσωπο όλες τις συνεντεύξεις και να προβαίνει ο ίδιος σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προ της εκδόσεως της απόφασης επί αιτήσεως ασύλου, αλλά μπορεί να ενεργεί στη βάση εισήγησης λειτουργών που έχουν ακριβώς το καθήκον να προβαίνουν σε ενδελεχή εξέταση κάθε περίπτωσης και να συντάσσουν σχετικό εμπεριστατωμένο πόρισμα, το οποίο δύναται στη συνέχεια ο Προϊστάμενος να εγκρίνει, εκδίδοντας κατά αυτό τον τρόπο την απόφασή του [Βλ. Προσφυγή υπ' αριθμό: 42/2011, Guilan Zou v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2013, Προσφυγή υπ' αριθμό 1606/2015, Σολωμού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6.9.2018, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1159/2021 κ.α., Εgypt Air v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.4.2019].

 

20.          Ως προς τους λοιπούς λόγους προσφυγής επισημαίνω τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

 

21.          Εξαντλώντας την επιείκεια του Δικαστηρίου απομονώνονται ως λόγοι προσφυγής, ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας και παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης (Βλ. συναφώς Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997) καθώς και η ύπαρξη διαδικαστικών πλημμελειών ως προς τη συνέντευξη και αξιολόγηση του αιτήματος της  Αιτήτριας, συμπεριλαμβανομένης παράβασης του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου αλλά και του ισχυρισμού ότι η Αιτήτρια είναι θύμα εμπορίας προσώπου. Αποτελεί βεβαίως διακριτό γεγονός, το κατά πόσον οι ισχυρισμοί που εγείρονται και τα γεγονότα που προβάλλονται αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο, επαρκούν για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτοί τεκμηριώνονται.

 

22.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί εκ προοιμίου αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική της ορθότητα. Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως δε λόγος προσφυγής ανάγεται πλέον η κακή/πλημμελής εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τη Διοίκηση, εκτίμηση η οποία καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια εκπροσωπούμενη και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς της και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

 

23.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή, ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης [Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345].

 

24.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010]. Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του [Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C 277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68].

 

25.          Εν προκειμένω, η Αιτήτρια κατά την καταγραφή του αιτήματός της για διεθνή προστασία δήλωσε ότι από την ηλικία των 13 ετών αναγκάστηκε και χωρίς τη θέληση της να νυμφευτεί ένα μεγαλύτερο άνδρα στο χωριό της. Ορφανή από μητέρα και πατέρα, ο θείος της την υποχρέωσε να ζήσει με το συγκεκριμένο άνδρα ώστε να λάβει τα χρήματα της προίκας. Υποστήριξε ότι πολλές φορές προσπάθησε να δραπετεύσει, αλλά πάντα την έβρισκαν. Η κακομεταχείριση και η στέρηση της ελευθερίας ήταν οι λόγοι εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της.  

26.          Κατά το στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του γάμου της. Εξήγησε ότι ο γάμος επιβλήθηκε από τον θείο της, δεν είχε άλλη επιλογή, διότι έχασε τους γονείς της όταν ήταν νέα. Όταν απεβίωσε ο πατέρας της, ο θείος της ήταν αυτός που διαχειριζόταν την περιουσία που άφησε. Δήλωσε ότι η πρόταση γάμου έγινε όταν τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της και η ίδια παρακάλεσε όπως συνεχίσει τις σπουδές της. Δόθηκε η εναλλακτική να μείνει στην οικία της οικογένεια του μελλοντικού συζύγου και να συνεχίσει τις σπουδές της και ακολούθως όταν τις ολοκληρώσει να νυμφευτεί. Ο μελλοντικός σύζυγος πλήρωσε τις σπουδές της και όταν οι σπουδές ολοκληρώθηκαν και δεν μπορούσε να εξεύρει εργασία αποδέχθηκε τον γάμο και ο θείος της οργάνωσε την τελετή προίκας. Νυμφεύτηκε σε ηλικία 23 ετών. Από την ηλικία των 20 ετών διέμενε με την αδελφή του μελλοντικού συζύγου της. Μετά τον γάμο πήγε να ζήσει στο Bafang. Ήταν η τρίτη σύζυγος και αδυνατούσε να τεκνοποιήσει. Για περίοδο δύο ετών την κακομεταχειρίζονταν με επικίνδυνες παραδοσιακές θεραπείες. Επικίνδυνες για την υγεία της, διότι δεν μπορούσε να μείνει έγκυος, αυτός ήταν και ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της.  Η Αιτήτρια περιέγραψε την τελετή προίκας στο χωριό και τις σχέσεις της, τόσο με τον σύζυγο της αλλά και με τις άλλες συζύγους του. Δήλωσε ότι έπραττε τα συζυγικά της καθήκοντα, εμφανιζόταν σε εκδηλώσεις μαζί με τον σύζυγο της και τις άλλες συζύγους.

 

27.          Ερωτηθείσα τι σημαίνει να είσαι γυναίκα νυμφευμένη στο Καμερούν χωρίς τέκνα, δήλωσε ότι στιγματίζεσαι ως στείρα και σε προσβάλλει η οικογένεια του συζύγου σου αλλά και άτομα που δεν γνωρίζεις. Δήλωσε ότι είχε διαγνωστεί με διαβήτη και ο σύζυγος της δεν λάμβανε υπόψη του σύγχρονα φάρμακα. Δεν την πρόσεχε και την υπέβαλε σε θεραπείες με βότανα. Μετά το γάμο τους η Αιτήτρια άρχισε να έχει τρέμουλο, με το σύζυγό της να το εκλαμβάνει ως κακό πνεύμα, με αποτέλεσμα να την χτυπάει και να την μαστιγώνει. Περαιτέρω, δήλωσε ότι και η οικογένεια του συζύγου της ήταν εχθρικοί απέναντι της και ο θείος της ήταν δυσαρεστημένος που δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Ερωτηθείσα εάν κάποιο γεγονός υπήρξε η αφορμή να φύγει από το Καμερούν, δήλωσε ότι ήταν μια ευκαιρία που ήρθε και την εκμεταλλεύτηκε. Σε μια εκδήλωσε ανέφερε ότι γνώρισε τον κ.  D.M., ο οποίος γνώριζε τον πατέρα της, του μίλησε για τη ζωή της, και εν τέλει του τηλεφώνησε λίγες εβδομάδες αργότερα και της προσέφερε τη βοήθειά του, διότι γνώριζε τον πατέρα της και ήταν καλός άνθρωπος, ως ανέφερε.

 

28.          Σε περίπτωση επιστροφής της, δήλωσε ότι θα πρέπει να πληρώσει χρήματα ως αποζημίωση στο σύζυγό της, ενώ θα μπορέσει να επιστρέψει μόνο εάν την δεχθεί ο σύζυγος. Στην περίπτωση που δεν την δεχθεί, μπορεί να αποταθεί στο Δικαστήριο για να ζητήσει την προίκα. Περαιτέρω, αναφέρθηκε και στο θέμα της υγείας της. Δεν έχει επικοινωνία με τον σύζυγο της ενώ με το θείο της είχε επικοινωνία μια φορά το 2020. Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι δεν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε άλλη πόλη του Καμερούν, διότι δεν έχει εργασιακή πείρα και δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά στα έξοδα για τα φάρμακά της. Η Αιτήτρια ως προς την υποστήριξη των ισχυρισμών της κατέθεσε πιστοποιητικό γέννησης, ιατρικά πιστοποιητικά για την κατάσταση υγείας της και έγγραφα ως προς την δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευσή της.

29.           Οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, ο δεύτερος σε σχέση με τον αναγκαστικό γάμο που τέλεσε, μετά την πληρωμή προίκας και την κακομεταχείριση της Αιτήτριας επειδή δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει.  Όλοι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έγιναν αποδεκτοί από τον Προϊστάμενο.

30.           Στη βάση των πιο πάνω αποδεκτών ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο Προϊστάμενος προχώρησε στην αξιολόγηση κινδύνου. Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό αναφέρθηκαν τα εξής.  Η Αιτήτρια είναι Καμερουνέζα υπήκοος, εθνικότητας Bamileke, χριστιανή, με τόπο συνήθους διαμονής της, τη Yaoundé. Η κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής και στον τόπο συνήθους διαμονής της έτυχε αξιολόγησης. Σημειώθηκε ότι η Αγγλόφωνη κρίση στο Καμερούν λαμβάνει χώρα στην βορειοδυτική και νοτιοδυτική περιοχή και άρχισε το 2016 κατόπιν ειρηνικών διαδηλώσεων, οι οποίες κλιμακώθηκαν σε πόλεμο. Ανευρέθηκαν πληροφορίες και στατιστικά για τους εκτοπισμένους από τις Αγγλόφωνες περιοχές στα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά. Επομένως, δεν υφίσταται, σύμφωνα με τον Προϊστάμενο, πιθανότητα μεταχείρισης που να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην Yaoundé.

31.          Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, αξιολογήθηκε ο κίνδυνος που θα αντιμετωπίσει ως γυναίκα, η οποία εγκατέλειψε τον παραδοσιακό γάμο της όπου σημειώθηκαν τα εξής. Στην περίπτωση που λυθεί ο γάμος ανεπίσημα μέσω εγκατάλειψης ή τυπικά μέσω διαζυγίου, η γυναίκα παραμένει ιδιοκτησία του άνδρα εάν δεν επιστρέψει την προίκα. Σύμφωνα με πηγές, η προίκα πρέπει να επιστρέφεται.  Ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών Bamileké, η νύφη μπορεί να επιστρέψει την προίκα εάν αντιμετωπίζει θέματα υπογονιμότητας ή το ζευγάρι χώρισε χωρίς τέκνα, είτε ήταν αναγκαστικός είτε προκαθορισμένος γάμος.  Ωστόσο, στην πράξη, αυτό είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, καθώς συνήθως απαιτεί την υποστήριξη άλλων μελών της οικογένειας, τα οποία είναι πιθανό να διαφωνήσουν με ένα διαζύγιο. Στην περίπτωση αναγκαστικών ή προκαθορισμένων γάμων, είναι πολύ λιγότερο πιθανό για μια γυναίκα να μπορεί να κινητοποιήσει οικογενειακή υποστήριξη για να μπορέσει να επιστρέψει μια προίκα. Σε άλλη πηγή καταγράφεται ότι ενώ κορίτσια αναγκάζονται σε γάμους, εντούτοις δεν γνωρίζουν ποια νομική προστασία προσφέρει το κράτος. Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, οι γυναίκες έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες για την έναρξη και την οριστικοποίηση του διαζυγίου. Το διαζύγιο μπορεί να χορηγηθεί με αμοιβαία συναίνεση, κατάρρευση της κοινής ζωής ή εξ’ υπαιτιότητας, με την οποία οι λόγοι υπαιτιότητας μπορεί να περιλαμβάνουν μοιχεία ή ενδοοικογενειακή κακοποίηση. Στην πράξη, το διαζύγιο λόγω μοιχείας ή ενδοοικογενειακής κακοποίησης μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολο, δεδομένου του αστικού δικαίου που εισάγει διακρίσεις σε τέτοιες πράξεις. Ο δικαστής δεν υποχρεούται να χορηγήσει διαζύγιο για λόγους ενδοοικογενειακής κακοποίησης, συμπεριφορά η οποία δεν ποινικοποιείται από το νόμο. Σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο σε ορισμένες κοινότητες, οι σύζυγοι μπορούν να χωρίσουν τις συζύγους τους σε ένα παραδοσιακό δικαστήριο χωρίς να απαιτείται να δικαιολογήσουν το διαζύγιο. Λαμβάνοντας υπόψη τις ατομικές συνθήκες της Αιτήτριας, και πιο συγκεκριμένα, το γεγονός ότι αποφοίτησε από Πανεπιστήμιο στη Douala, ότι είναι σε ηλικία που μπορεί να εργαστεί, καθώς και o φόβος ότι ο σύζυγος της θα ζητήσει επιστροφή της προίκας ή θα την μηνύσει, γεγονός που επιβεβαιώνεται από επίσημες πηγές πληροφόρησης, οι οποίες αναφέρουν ότι στους παραδοσιακούς γάμους του λαού Bamileke, o πλούτος της νύφης μπορεί να επιστραφεί εάν μια γυναίκα είναι στείρα ή το ζευγάρι χωρίσει χωρίς παιδιά, είτε ήταν αναγκαστικός είτε προκαθορισμένος γάμος, κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή ζημιά σε περίπτωση επιστροφής στο Καμερούν, λόγω του γεγονότος ότι εγκατέλειψε τον γάμο της.

 

32.          Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, παραθέτοντας επιπλέον πληροφορίες για τον τόπο διαμονής της Αιτήτριας, τη Yaoundé και λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις της ιδίας.

33.          Θα εξεταστούν εν συνεχεία εξ υπαρχής και ex nunc οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας όπως αυτοί εκτέθηκαν κατά τη  διοικητική και την παρούσα δικαστική διαδικασία.

34.          Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με τα ευρήματα των Kαθ΄ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του εν λόγω ουσιώδη ισχυρισμού. Εντούτοις, παρατηρώ ότι οι Kαθ’ ων η αίτηση ενώ καταγράφουν ως τόπο καταγωγής της Αιτήτριας την πόλη Yaoundé και ως τελευταίο τόπο διαμονής της το χωριό Bafang (βλ. ερυθρό 115 του Δ.Φ), κατά την αξιολόγηση κινδύνου καταλήγουν ότι δε προκύπτει εύλογη πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεδομένου ότι υπάρχει η δυνατότητα να επιστρέψει στη πόλη Yaoundé, που ήταν ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της. Ως προς το χαρακτηρισμό της πρωτεύουσας Yaoundé ως τελευταίου τόπου διαμονής δεν συντάσσομαι με τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση. Ειδικότερα, η Αιτήτρια διέμενε στη πόλη Yaoundé, μέχρι την ηλικία των 20 ετών, ενώ σύμφωνα με τις δηλώσεις της ίδιας, τα τελευταία τρία έτη πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της διέμενε στο χωριό Bafang, της δυτικής περιφέρειας, στο τμήμα Haut-Nkam (βλ. ερυθρά 68-1χ,2χ του Δ.Φ)  με το σύζυγό της. Λαμβάνοντας υπόψη τις δηλώσεις της Αιτήτριας, τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής θα πρέπει να θεωρηθεί το χωριό Bafang.

 

35.          Κατά δεύτερον, δεν εξετάστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση η ειδική κατάσταση της Αιτήτριας, ως θύματος αναγκαστικού γάμου και βίας, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είναι πρόσωπο, το οποίο χρήζει ειδικής μεταχείρισης. Στο παρόν σημείο θα εξετάσω και τον ισχυρισμό που προβάλλεται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας ότι υπήρξε θύμα εμπορίας και ότι κατ΄ επέκταση θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως ευάλωτο πρόσωπο. Επισημαίνεται, καταρχήν, ότι το Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος, με επιστολή ημερομηνίας 25.10.2021, ενημερώνει τα αρμόδια Τμήματα, ότι η Αιτήτρια έχει τύχει χειρισμού από το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, χωρίς ωστόσο να αναγνωριστεί ως θύμα (βλ. ερυθρό 38 του Δ.Φ.). Άγνωστη παραμένει όμως προς το Δικαστήριο η ανάλυση από την εν λόγω αρχή αλλά και ο συλλογισμός ως προς την κατάληξη ότι η Αιτήτρια δεν είναι θύμα εμπορίας.

 

36.          Κατά την ακροαματική διαδικασία, οι Καθ’ ων η αίτηση δήλωσαν ότι ενημερώθηκαν ότι το Γραφείο Καταπολέμησης και Εμπορίας Προσώπων προέβη σε σχετική συνέντευξη της Αιτήτριας, ωστόσο αντίγραφο της συνέντευξης δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο. Σημειώνεται συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 44 των περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμων του 2014 και 2019, ως εμπλεκόμενη υπηρεσία δυνάμει του Άρθρου 2 του εν λόγω Νόμου, εάν έχει βάσιμες υποψίες ότι οποιοδήποτε πρόσωπο ενδέχεται να είναι θύμα δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω Νόμου, για παραπομπή προς αναγνώριση του στις αρμόδιες υπηρεσίες, γεγονός που έγινε στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα ερυθρά 8 έως 4 και 18 του διοικητικού φακέλου. Ωστόσο, ουδεμία αιτιολόγηση της απόρριψης της ως θύμα εμπεριέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 25.10.2021 αλλά ούτε οιονδήποτε έγγραφο ανευρίσκεται εντός του διοικητικού φακέλου από το οποίο να προκύπτει το σκεπτικό της απόρριψης.

 

37.          Ως προς την αξιολόγηση αυτού του θέματος και το συνολικό αντίκτυπο αυτού στην αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του σχετικού νομικού πλαισίου. Το Πρωτόκολλο του Παλέρμο, το οποίο ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 2000 και τέθηκε σε ισχύ το 2003, ορίζει τον όρο εμπορία προσώπων ως τη 'στρατολόγηση, μεταφορά, μετακίνηση, εγκατάσταση (στέγαση, μέριμνα για τη συνέχιση της παραμονής) ή παραλαβή προσώπων, μέσω της απειλής ή της χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, της απαγωγής, του δόλου, της εξαπάτησης, της κατάχρησης της δύναμης/ μιας τρωτής ή ευάλωτης θέσης, της προσφοράς ή της αποδοχής οικονομικού ή άλλου οφέλους για την επίτευξη της σύμφωνης γνώμης ενός προσώπου το οποίο ασκεί έλεγχο ή εξουσία επί άλλου προσώπου, για το σκοπό της εκμετάλλευσης, η οποία θα περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο την εκμετάλλευση της πορνείας των άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, την εξαναγκαστική εργασία ή παροχή υπηρεσιών, τη διαμόρφωση συνθηκών σκλαβιάς ή παρόμοιων με αυτή πρακτικών, τη διαμόρφωση συνθηκών δουλείας (δεσμευτική παροχή υπηρεσιών) ή τη λήψη σωματικών οργάνων.

 

38.          Ανάλογος ορισμός του όρου εμπορία προσώπων περιλαμβάνεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2, των περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμων του 2014 και 2019, οι οποίοι μεταφέρουν στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

 

39.          Σύμφωνα με τον συναφή ορισμό, «εμπορία προσώπων» σημαίνει τη στρατολόγηση, πρόσληψη, μεταφορά, διακίνηση, υπόθαλψη ή παραλαβή ή στέγαση ή υποδοχή προσώπων, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής ή μεταβίβασης του ελέγχου ή/και της εξουσίας επί των προσώπων αυτών, μέσω απειλών ή χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, δόλου, εξαπάτησης, παραπλάνησης, κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή προσφοράς ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων ή απολαβών για εξασφάλιση της συγκατάθεσης προσώπου κατέχοντος εξουσίας επί ενός άλλου, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού∙ ο όρος «εμπορεύομαι πρόσωπο» τυγχάνει αντίστοιχης ερμηνείας·».

 

40.          Η εμπορία ανθρώπων λαμβάνει τις εξής μορφές[1]:  την εκμετάλλευση της εργασίας (καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία), την παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών/σεξουαλική εκμετάλλευση (ιδίως γυναικών και παιδιών), την παιδική πορνογραφία, την επαιτεία, την αφαίρεση οργάνων, ιστών η/και άλλων στοιχείων του ανθρώπινου σώματος, το εμπόριο βρεφών και παιδιών για παράνομες υιοθεσίες, τους καταναγκαστικούς γάμους[2] και τη στρατολόγηση ανηλίκων σε ένοπλες συρράξεις.

 

41.          Η εμπορία ανθρώπων έχει τρία βασικά στάδια[3]. Το πρώτο βασικό στάδιο του φαινομένου, είναι η στρατολόγηση. Αυτή αφορά στο στάδιο προ της αναχώρησης του υποψήφιου θύματος, μέσω κάποιου από τους τρόπους που έχουν αδρά αναφερθεί ήδη ανωτέρω: άσκηση βίας, εξαπάτηση - συνήθως με τη χρήση αγγελιών που προσφέρουν υψηλό ημερομίσθιο σε νέες γυναίκες προκειμένου να εργαστούν στο εξωτερικό, ως καλλιτέχνιδες, χορεύτριες, νταντάδες, συνοδοί σε άτομα μεγάλης ηλικίας, το οποίο αποτελεί κοινή μέθοδος στρατολόγησης σε όλες τις χώρες - ολική ή μερική[4], υποδούλωση ή δέσμευση του ατόμου μέσω χρεών, αγορά από την ίδια την οικογένεια του θύματος, ακόμα και απαγωγή.

 

42.          Το επόμενο στάδιο είναι η μεταφορά του ατόμου από τη χώρα προέλευσης στη χώρα προορισμού του, με νόμιμα ή παράνομα μέσα. Αυτό το στάδιο δύναται να ξεκινήσει από 'απλή' παράνομη μεταφορά μεταναστών, και να εξελιχθεί σε εμπορία ανθρώπων, όταν το παράνομα μεταφερθέν και αφηχθέν άτομο στη χώρα προορισμού, βρεθεί υπόχρεο στο διακινητή για αυτή του τη μεταφορά, και υποστεί απάνθρωπη σεξουαλική ή εργασιακή εκμετάλλευση, προκειμένου να ξεχρεώσει[5].

 

43.          Το τελικό στάδιο σχετίζεται με τον προορισμό του ατόμου - εκεί που προορίζεται να λαμβάνει χώρα η οικονομική (σεξουαλική, εργασιακή ή άλλη) εκμετάλλευσή του. Συνήθως στο πλαίσιο αυτό επέρχεται η κακομεταχείριση του θύματος, οι κίνδυνοι σωματικής και ψυχικής υγείας του, η χρήση ή και κατάχρηση ουσιών, η μεταβολή στη νοητική και ψυχική του κατάσταση, η οικονομική του ανασφάλεια, η οριστική κατακράτηση ταξιδιωτικών εγγράφων και εγγράφων ταυτότητας, ο περιορισμός του και η συνεχής επιτήρηση σε οίκους ανοχής ή αλλού, η συνεχής αλλαγή τόπου διαμονής, οι απειλές, οι εκφοβισμοί και εν γένει όλα τα μέσα καθυπόταξης του ατόμου και αποσυγκρότησης της προσωπικότητάς του[6].

 

44.          Εν προκειμένω, με βάσει τις δηλώσεις της Αιτήτριας, ένα τρίτο πρόσωπο, υπήκοος Καμερούν διευθέτησε τη μεταφορά της Αιτήτριας προς τρίτη χώρα. Το εν λόγω πρόσωπο διευθέτησε το ταξίδι της, τη βοήθησε οικονομικά, δεν ταξίδεψε μαζί της και της υποσχέθηκε ότι θα σπουδάσει στις κατεχόμενες περιοχές (βλ. ερυθρά 66, 65-1χ,2χ του Δ.Φ.). Κατά την είσοδο της στις κατεχόμενες περιοχές διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν τέτοιες προθέσεις από το άτομο υποδοχής, αντιθέτως, την εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά προκειμένου να της προσφέρει διαμονή. Εκ πρώτης όψεως, διαφαίνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ένα πρόσωπο ότι αποτελεί θύμα εμπορίας, ήτοι υφίστανται τα στοιχεία της μεταφοράς, εξαπάτησης και εκμετάλλευσης της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, οι Καθ΄ ων η αίτηση έπρεπε να λάβουν υπόψη την ευάλωτη θέση της Αιτήτριας για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων[7]. Επιπλέον, στο μέρος που άμεσα αφορά το παρόν Δικαστήριο θα έπρεπε να ληφθεί και λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Με βάση τις δηλώσεις της Αιτήτριας και την απουσία στοιχείων από την πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση ως προς τη δική τους αξιολόγηση, το παρόν Δικαστήριο καταλήγει ότι η Αιτήτρια εμπίπτει στο προφίλ ευάλωτου προσώπου, όπως περιέγραψε τα βιώματα της στις κατεχόμενες περιοχές.

 

45.          Εκ των ανωτέρω, καταλήγω ότι τα αποδεκτά προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας είναι τα εξής: γυναίκα, χωρίς οικογενειακό/ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, δεν έχει εργαστεί ποτέ και με στοιχεία ευαλωτότητας.  

 

46.          Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η ανωτέρω πλημμέλεια της επίδικης απόφασης δεν επαρκεί ούτως ώστε να επιτύχει η προσφυγή της Αιτήτριας, καθότι το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν λαμβάνοντας υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς της Αιτήτριας που δεν αξιολογήθηκαν δεόντως κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.

 

47.           Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, περί τον αναγκαστικό γάμο που τέλεσε και την κακομεταχείριση που υπέστη λόγω μη τεκνοποίησης αναφέρονται τα εξής. Πράγματι η Αιτήτρια εξιστόρησε με συνοχή και λεπτομερώς τα προσωπικά στοιχεία του συζύγου της, την μεταξύ τους σχέση και τα έθιμα των γάμων στη χώρα καταγωγής της. Κατά τη διάρκεια της αφήγησης της, δήλωσε ότι λίγους μήνες μετά τον γάμο της, δεν μπορούσε να μείνει έγκυος, και για δύο χρόνια ο σύζυγος της, την κακομεταχειριζόταν με παραδοσιακές θεραπείες. (βλ. ερυθρό 64-2χ του Δ.Φ). Όταν της ζητήθηκε να διευκρινίσει τη δήλωσή της, δήλωσε με συνέπεια ότι υπέστη κακομεταχείριση λόγω του γεγονότος ότι δεν μπορούσε να συλλάβει, οπότε έπρεπε να υποβληθεί σε επικίνδυνες παραδοσιακές θεραπείες, νομίζοντας ότι θα τη βοηθούσαν, αλλά ήταν πολύ επικίνδυνες για την υγεία της (βλ. ερυθρό 62-1χ του Δ.Φ). Συγκεκριμένες ήταν και οι δηλώσεις της ως προς τις σχέσεις που είχε με τις άλλες συζύγους του συζύγου της, την στάση της οικογένειας του συζύγου της απέναντι της λόγω της δυσκολίας που είχε για τεκνοποίηση. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, αναφέρεται ότι αποτελεί κοινή πρακτική στο Καμερούν ο αναγκαστικός γάμος και όσον αφορά τη θεραπεία των γυναικών που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν, δεν βρέθηκαν διαθέσιμες πηγές. Συνεπώς, συντάσσομαι με το συμπέρασμα του Προϊσταμένου για την αποδοχή του ουσιώδους αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας.

 

48.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση  του κινδύνου που διατρέχει η Αιτήτρια στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της ως αναλύθηκαν ανωτέρω σημειώνονται τα εξής: Υπενθυμίζεται, πως όσον αφορά στις πράξεις δίωξης, το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δε χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Επίσης, στο άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου τίθεται ένας μη εξαντλητικός κατάλογος πράξεων δίωξης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και [.]«(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας [.],(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.». Ομοίως, επισημαίνεται πως κάθε πράξη βίας, απόπειρα ή απειλή σεξουαλικής φύσης η οποία έχει ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα αρκούντως σοβαρή σωματική, ψυχολογική ή συναισθηματική βλάβη πληροί τις προϋποθέσεις, ώστε να χαρακτηρισθεί πράξη δίωξης.[8]

49.          Ως εκ τούτου αξιολογώ πως ο γάμος στον οποίο εξαναγκάστηκε η Αιτήτρια με έναν γηραιό άνδρα, καθώς η σεξουαλική και σωματική βία που η ίδια δήλωσε ότι υπέστη επανειλημμένως από τον σύζυγό της κατά την διαμονή της μαζί του, αποτελούν σοβαρές παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συνακόλουθα κρίνω πως αποτελούν πράξεις δίωξης αρκούντως σοβαρές ώστε να υπαχθούν στο όρο της δίωξης.

50.          Επί τούτου, κρίνω σκόπιμο να εξεταστεί ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της Αιτήτριας, κατά πόσον αυτή εμπίπτει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.

51.          Ειδικότερα, σύμφωνα με το 3Δ(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (αντίστοιχο του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. δ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), «Η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων: (i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και (ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες κατά το κυπριακό δίκαιο. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας.».

52.          Ακολούθως θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες στις Οδηγίες της σχετικά με τη δίωξη λόγω γένους[9] αναφέρει στην ανάλυσή της για την ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα " [.] παρ. 30. Κατ' ακολουθία, το φύλο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας της κοινωνικής ομάδας. Οι γυναίκες αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής υπο-ομάδας που καθορίζεται από έμφυτα και ανεπίδεκτα αλλαγής γνωρίσματα και συχνά απολαμβάνουν μεταχείριση διαφορετική από αυτή των αντρών. Τα χαρακτηριστικά τους τις ξεχωρίζουν ως κοινωνική ομάδα και σε κάποιες χώρες υπομένουν διαφορετικά κριτήρια και επίπεδο μεταχείρισης."

53.          Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) (πλέον EUAA) στις Κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας[10] παραπέμπει στο Άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο στ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 3Γ(2)(στ) του περί Προσφύγων Νόμου) αναλύοντας τις πράξεις δίωξης ως εξής: «Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη μορφή: [...] πράξεων που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά. Σε ορισμένες κοινωνίες, υπάρχουν νόμοι οι οποίοι εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών λόγω του φύλου τους και μόνο ή κοινωνικές πρακτικές οι οποίες εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Η ύπαρξη νομοθεσίας ή πρακτικής εισάγουσας δυσμενή διάκριση δεν αποδεικνύει αφ' εαυτής την ύπαρξη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, αλλά αποτελεί ένδειξη η οποία χρήζει περαιτέρω αξιολόγησης στο πλαίσιο της χώρας καταγωγής· πόσο κρίσιμη είναι η νομοθεσία για την αντίληψη του περιβάλλοντος κοινωνικού χώρου περί διαφορετικής ταυτότητας, πώς εφαρμόζεται η νομοθεσία και πώς επηρεάζει διαφορετικά τις γυναίκες. Συχνά απαιτούνται και άλλα χαρακτηριστικά για να διαπιστωθεί ότι πληρούται το κριτήριο της «ιδιαίτερης ταυτότητας», όπως η περιοχή καταγωγής, η εθνοτική ομάδα ή/και η κοινωνική κατάσταση».

54.          Κατά την αιτιολογική σκέψη 17 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (στο εξής: της Οδηγία 2011/95/ΕΕ), όσον αφορά τη μεταχείριση των προσώπων που εμπίπτουν στην οδηγία αυτή, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από υποχρεώσεις που υπέχουν από πράξεις διεθνούς δικαίου στις οποίες είναι μέρη, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένα εκείνων που απαγορεύουν τις διακρίσεις. Η αιτιολογική σκέψη 30 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ κάνει λόγο για την αναγκαιότητα καθιέρωσης κοινής εννοιολογικής αντίληψης όσον αφορά τον λόγο δίωξης που βασίζεται σε «μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας». Για τον σκοπό αυτό αναφέρει ενδεικτικά ορισμένα παραδείγματα ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων και αναφέρει ρητώς "πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη θέματα που απορρέουν από το φύλο του αιτούντος" και  ότι "ορισμένες νομικές παραδόσεις και έθιμα, που οδηγούν επί παραδείγματι σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη κατά την αξιολόγηση της αίτησης".

55.           Άξια μνείας και ιδιαίτερα καθοδηγητική ως προς την δυνατότητα υπαγωγής στο όρο «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών μίας χώρας, οι οποίες έχουν υποβληθεί σε διαδικασία εξαναγκαστικού γάμου είναι πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 16ης Ιανουαρίου στην υπόθεση η C‑621/21, WS, ECLI:EU:C:2024:47, σκέψεις 43 έως 62 [11] όπου σημειώθηκαν τα ακόλουθα (η υπογράμμιση και η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

« Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος που αφορούν την εκτίμηση σχετικά με την ιδιότητα της υπηκόου τρίτης χώρας ως μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» (άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95). 

«43      Η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των ως άνω προκαταρκτικών διευκρινίσεων.

44      Πρώτον, λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που εγείρει το αιτούν δικαστήριο ως προς το κατά πόσον η CEDAW και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης είναι κρίσιμες για την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, διευκρινίζεται, αφενός, ότι η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη CEDAW, πλην όμως η σύμβαση έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Επομένως, η CEDAW συγκαταλέγεται στις συναφείς συμβάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά την ερμηνεία της οδηγίας 2011/95 και ιδίως του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, αυτής.

45      Προσέτι, κατά την αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2011/95, όσον αφορά τη μεταχείριση των προσώπων που εμπίπτουν στην οδηγία αυτή, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από υποχρεώσεις που υπέχουν από πράξεις διεθνούς δικαίου στις οποίες είναι μέρη, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένα εκείνων που απαγορεύουν τις διακρίσεις, όπως είναι η CEDAW. Η επιτροπή για την εξάλειψη των διακρίσεων κατά των γυναικών, στην οποία ανατέθηκε η εποπτεία της εφαρμογής της CEDAW, διευκρίνισε ότι η σύμβαση αυτή ενισχύει και συμπληρώνει το διεθνές καθεστώς νομικής προστασίας που εφαρμόζεται στις γυναίκες και στα κορίτσια, συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου σχετικά με τους πρόσφυγες.

46      Αφετέρου, όσον αφορά τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία είναι δεσμευτική για την Ένωση από την 1η Οκτωβρίου 2023, υπογραμμίζεται ότι η σύμβαση αυτή καθορίζει ορισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη της Ένωσης να λαμβάνει μέτρα σχετικά με τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, όπως είναι η οδηγία 2011/95 [πρβλ. γνωμοδότηση 1/19 (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), της 6ης Οκτωβρίου 2021, EU:C:2021:832, σημεία 294, 302 και 303]. Συνακόλουθα, στο μέτρο που η σύμβαση αυτή συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με το άσυλο και τη μη επαναπροώθηση συγκαταλέγεται, και αυτή, στις συναφείς συμβάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95, και δη το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, αυτής, πρέπει να ερμηνεύονται τηρουμένης της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης, και τούτο ακόμη και αν ορισμένα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, δεν την έχουν κυρώσει.

48      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης ορίζει ότι η βασιζόμενη στο φύλο βία κατά των γυναικών πρέπει να αναγνωρισθεί ως μορφή δίωξης υπό την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης. Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο 60, παράγραφος 2, επιβάλλει στα μέρη να διασφαλίζουν ότι καθένας από τους λόγους δίωξης που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του φύλου και ότι, οσάκις στοιχειοθετείται ότι ο φόβος δίωξης οφείλεται σε έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους, πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες άσυλο καθεστώς πρόσφυγα.

49      Δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/95 και υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι το να έχουν τα μέλη της τουλάχιστον ένα από τα τρία αναγνωριστικά στοιχεία που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, επισημαίνεται ότι το ανήκειν στο γυναικείο φύλο συνιστά ένα εγγενές χαρακτηριστικό και, ως εκ τούτου, αρκεί για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

50      Τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως μέλη «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, γυναίκες οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό όπως, επί παραδείγματι, ένα άλλο εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, φερ’ ειπείν μια ιδιάζουσα οικογενειακή κατάσταση, ή ακόμη από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε να μην πρέπει οι γυναίκες αυτές να αναγκάζονται να τις αποκηρύξουν.

51      Υπό το πρίσμα των πληροφοριών που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής, επισημαίνεται ειδικότερα ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι γυναίκες οι οποίες διέφυγαν προκειμένου να μην εξαναγκασθούν στη σύναψη γάμου ή έγγαμες γυναίκες οι οποίες εγκατέλειψαν τη συζυγική τους εστία έχουν, ως εκ του γεγονότος αυτού, «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

52      Τρίτον, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία σχετίζεται με την «ιδιαίτερη ταυτότητα» της ομάδας στη χώρα καταγωγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι δυνατόν οι γυναίκες να γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο και να αναγνωρισθεί, εξ αυτού του λόγου, ότι έχουν ιδιαίτερη ταυτότητα στον εν λόγω κοινωνικό χώρο, ιδίως λόγω των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους.

53      Η δεύτερη αυτή προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» πληρούται και στην περίπτωση γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό, όπως, παραδείγματος χάριν, ένα εξ αυτών που μνημονεύονται στις σκέψεις 50 και 51 της παρούσας αποφάσεως, όταν οι κοινωνικοί, ηθικοί ή νομικοί κανόνες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους έχουν ως συνέπεια να γίνονται οι γυναίκες αυτές αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο λόγω αυτού του κοινού τους χαρακτηριστικού.

54      Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζεται ότι εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να καθορίσει ποιος περιβάλλων κοινωνικός χώρος είναι κρίσιμος προκειμένου να εκτιμηθεί εάν υφίσταται ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Ο κοινωνικός χώρος δύναται να συμπίπτει με το σύνολο του εδάφους της τρίτης χώρας καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία ή να μην είναι τόσο ευρύς, παραδείγματος χάριν μπορεί να περιορίζεται σε τμήμα του εδάφους της ή σε μέρος μόνον του πληθυσμού της.

55      Τέταρτον, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν πράξεις όπως εκείνες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2011/95 μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί ότι μια «κοινωνική ομάδα» έχει ιδιαίτερη ταυτότητα, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, διευκρινίζεται ότι η ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας πρέπει να διαπιστώνεται ανεξαρτήτως των πράξεων δίωξης τις οποίες ενδέχεται να υποστούν τα μέλη της ομάδας αυτής στη χώρα καταγωγής, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 της οδηγίας.

56      Γεγονός παραμένει ότι το να υφίστανται κάποιου είδους διάκριση ή δίωξη πρόσωπα που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο όταν, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να διερευνηθεί εάν η επίμαχη ομάδα εμφανίζεται ως διακριτή ομάδα υπό το πρίσμα των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στην χώρα καταγωγής. Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται και από το σημείο 14 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 2, σχετικά με τη «συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης.

57      Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες, στο σύνολό τους, έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, οσάκις διαπιστώνεται ότι, λόγω του φύλου τους, εκτίθενται στη χώρα καταγωγής τους, σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας.

58      Όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 79 των προτάσεών του, γυναίκες οι οποίες εναντιώνονται στη σύναψη αναγκαστικού γάμου, όταν μπορεί να θεωρηθεί ότι η πρακτική αυτή αποτελεί κοινωνικό κανόνα εντός του κοινωνικού χώρου στον οποίο διαβιούν, ή οι οποίες παραβιάζουν τον εν λόγω κοινωνικό κανόνα θέτοντας τέλος στον γάμο που είχαν εξαναγκασθεί να συνάψουν, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν την ιδιότητα μέλους κοινωνικής ομάδας με ιδιαίτερη ταυτότητα στη χώρα καταγωγής τους, εάν, λόγω της συμπεριφοράς τους αυτής, στιγματίστηκαν και εισέπραξαν την αποδοκιμασία του περιβάλλοντος κοινωνικού τους χώρου, με συνέπεια να υφίστανται κοινωνικό αποκλεισμό ή βίαιες πράξεις.

59      Πέμπτον, για τους σκοπούς της αξιολόγησης αιτήσεως διεθνούς προστασίας στηριζόμενης στην ιδιότητα του αιτούντος ως μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, απόκειται στο οικείο κράτος μέλος να εξακριβώσει εάν το πρόσωπο που επικαλείται τον συγκεκριμένο λόγο δίωξης έχει «βάσιμο φόβο» δίωξης στη χώρα καταγωγής του, λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους της εν λόγω ομάδας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95.

60      Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, η εκτίμηση της βασιμότητας του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και κατά περίπτωση, με προσοχή και σύνεση, και να στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες όχι μόνον της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, αλλά και της παραγράφου 4 αυτού, προκειμένου να διερευνηθεί εάν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να έχει βάσιμο φόβο, λαμβανομένων υπόψη των ατομικών περιστάσεών του, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης εάν υποχρεωθεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του [πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Πολιτικές πεποιθήσεις στο κράτος μέλος υποδοχής), C‑151/22, EU:C:2023:688, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

61      Προς τούτο, όπως επισημαίνεται στο σημείο 36, στοιχείο x, των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 1, σχετικά με τα αιτήματα για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα που υποβάλλονται από γυναίκες θα πρέπει επίσης να συλλέγονται οι πληροφορίες που αφορούν τη χώρα καταγωγής τους και ειδικότερα τη θέση της γυναίκας ενώπιον του νόμου, τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματά τους, τα πολιτισμικά και κοινωνικά ήθη της χώρας και τις συνέπειες της παραβίασής τους, την επικράτηση παρόμοιων επιζήμιων παραδοσιακών πρακτικών, τη συχνότητα και τους τύπους της βίας που ασκείται σε βάρος των γυναικών, την προστασία που τους παρέχεται, την τιμωρία που προβλέπεται για τους αυτουργούς της βίας και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα όταν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της μετά την υποβολή του αιτήματος.

62      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα πρώτα τρία προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι τόσο οι γυναίκες της χώρας αυτής στο σύνολό τους όσο και μικρότερες ομάδες γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» αποτελούσα «λόγο δίωξης» ικανό να οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα σε αυτές.».

56.           Συνεπώς, με βάση την ανωτέρω ανάλυση και σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας και της εξωτερικές πηγές που παρέθεσαν οι Καθ’ ων η αίτηση, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια ανήκει στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών που έχουν υποστεί αναγκαστικό γάμο και έχουν εκτεθεί σε πράξεις ενδοοικογενειακής βίας.

57.          Ως δε φορέας δίωξης, εν προκειμένω είναι το ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον της Αιτήτριας, καθώς το στενό οικογενειακό της πλαίσιο, ήτοι ο θείος της, ο οποίος την «πώλησε», με την μορφή προίκας, και ο σύζυγός της, υπήρξαν φορείς δίωξής της και αφορμή για να εγκαταλείψει τη χώρα της.

58.          Προχωρώντας στην ανάλυση του ενδεχόμενου μελλοντικού  κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της υπενθυμίζεται πως το άρθρο 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, προβλέπει ότι «το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί».

59.          Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της υπόθεσης που είναι στην διάθεση του Δικαστηρίου, αξιολογείται κατωτέρω μελλοντοστραφώς εάν υφίσταται στο πρόσωπο της Αιτήτριας βάσιμος φόβος δίωξής σε περίπτωση που αυτή επιστρέψει στη χώρα της ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης. Παρατηρώ συναφώς ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προχώρησαν σε αξιολόγηση ως προς τη δυνατότητας παροχής κρατικής προστασίας στην Αιτήτρια. Αναφέρονται αποκλειστικά σε πληροφορίες για τους αναγκαστικούς γάμους στο Καμερούν, χωρίς όμως να παραπέμπουν επιπλέον σε πηγές αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία που υπέστη η Αιτήτρια λόγω της μη τεκνοποίησης. Από έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, ανευρίσκεται ότι η ενδοοικογενειακή βία στο Καμερούν είναι 'ευρέως διαδεδομένη[12]. Η ενδοοικογενειακή βία δεν έχει ποινικοποιηθεί στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, αν και σειρά εγκλημάτων για την πρόκληση βλάβης ανευρίσκονται εντός του Ποινικού Κώδικα[13]. Επίσης, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) αναφέρει ότι  'οι διακρίσεις κατά των γυναικών' είναι 'διαδεδομένες' στο Καμερούν και ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι 'ενδημική'».[14] Σύμφωνα με το RuWCED [Rural Women Center for Education and Development Cameroon], εκτός από το κοινωνικό 'στίγμα' για τους επιζώντες και τις οικογένειές τους, 'οι περισσότερες' γυναίκες από κοινωνικοοικονομικά 'μειονεκτικά' πλαίσια υφίστανται ενδοοικογενειακή βία επειδή εξαρτώνται οικονομικά από τους συζύγους τους»[15]. Οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και βιασμών είναι ευρέως διαδεδομένες και οι δράστες σπάνια διώκονται ποινικά[16]. Η αστυνομία και τα δικαστήρια σπάνια ερευνούσαν ή διώκουν υποθέσεις βιασμού, ιδίως επειδή τα θύματα συχνά δεν τις κατήγγειλαν[17]. Σύμφωνα εξάλλου με εξωτερικές πηγές η αστυνομία σπανίως επεμβαίνει σε σχετικά ζητήματα, θεωρώντας τα ιδιωτικά ζητήματα, ενώ ενδέχεται να θεωρήσει το θύμα ως υπεύθυνο της βίας[18]. Σημειώνεται εντούτοις ότι υπάρχουν αναφορές για μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που βοήθησαν τα θύματα να διεκδικήσουν δικαστικά την ακύρωση του γάμους τους[19].

60.          Αναφορικά με τη δυνατότητα κρατικής προστασίας, σημειώνεται πως «αν και το Σύνταγμα του Καμερούν εγγυάται ίσα δικαιώματα σε άνδρες και γυναίκες, πηγές αναφέρουν ότι στην πράξη αυτή η αρχή δεν εφαρμόζεται [πάντα] και οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες[20]. Άλλη πηγή προσθέτει ότι οι δικαστές 'γενικά' αποδέχονται ότι ένας άνδρας έχει «πειθαρχικά δικαιώματα» στη σύζυγό του, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο[21].

61.          Σύμφωνα με έκθεση του USDOS για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην χώρα, η οποία καλύπτει το έτος 2022, αναφέρεται πως «η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε καμία επίσημη πολιτική για τις διακρίσεις κατά των γυναικών σε τομείς όπως το διαζύγιο, την επιμέλεια των παιδιών, την απασχόληση, την αμοιβή, την ιδιοκτησία, την εκπαίδευση, και την στέγαση. Υπήρχαν νομικοί περιορισμοί στην απασχόληση των γυναικών σε ορισμένα επαγγέλματα και λιγότερες γυναίκες κατέλαβαν θέσεις ευθύνης στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, η ίδια έκθεση σημειώνει ότι «υπήρχαν 'σοβαρά προβλήματα' με την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος στην χώρα το 2022 και πως για πολίτες και οργανισμούς που αντιμετωπίζουν παραβιάσεις των πολιτικών τους δικαιωμάτων, αστικά ένδικα μέσα υπάρχουν μέσω διοικητικών ή νομικών διαδικασιών αλλά συνεπάγονται 'μεγάλες καθυστερήσεις[22].

62.          Ως προς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί απόδοσης της προίκας, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη έρευνα. Σύμφωνα με πηγές πληροφόρησης πράγματι κατά τη λύση ενός γάμος η προίκα επιστρέφεται, ακόμη και στην περίπτωση που ο άνδρας αποβιώσει[23]. Δεν υπάρχει τυποποιημένος κανόνας που να διέπει την επιστροφής της προίκας και οι συνθήκες ποικίλουν ανάλογα με τα έθιμα και τις παραδόσεις των κοινοτήτων ή εθνοτικών ομάδων.  Σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο, κατά το διαζύγιο επιστρέφεται το σύνολο του τιμήματος νύφης στον σύζυγο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ετών που διήρκεσε ο γάμος, τον αριθμό των παιδιών που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου και τις υπηρεσίες που προσέφερε η σύζυγος στον σύζυγο κατά τη διάρκεια του γάμου. Στις περιπτώσεις μεταξύ των γυναικών Bamiléké, ο πλούτος της νύφης μπορεί να επιστραφεί εάν η γυναίκα είναι στείρα ή εάν το ζευγάρι χωρίσει χωρίς να αποκτήσει παιδιά. Ωστόσο, τα μέλη της οικογένειας της νύφης "συχνά" την αποθαρρύνουν να εγκαταλείψει τον σύζυγό της, ακόμη και αν βρίσκεται σε καταχρηστική κατάσταση, επειδή αυτό θα τους κόστιζε τον πλούτο της νύφης. Εντούτοις, η πληρωμή της προίκας παραμένει ιδιωτική συμφωνία. Συνήθως, δεν παρέχεται κανένα έγγραφο μετά την παροχή προίκας, ωστόσο ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι υπάρχουν κατάλογοι με στοιχεία που ζητούνται για την καταβολή προίκας, τηρούνται από τις οικογένειες του ζευγαριού, δεν έχουν κανένα νομικό καθεστώς και παραμένουν μυστικές[24].  Σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο, όταν καταβληθεί το τίμημα της νύφης, η γυναίκα γίνεται «ιδιοκτησία» του άνδρα, ανεξάρτητα εάν ο γάμος επισημοποιήθηκε στο δικαστήριο. Εάν ο γάμος τελικά λυθεί ανεπίσημα μέσω εγκατάλειψης, ή επίσημα μέσω νομικού διαζυγίου, η γυναίκα παραμένει ιδιοκτησία του άνδρα, αν δεν επιστρέψει την προίκα. Ακόμη και αν η γυναίκα παντρευτεί ξανά, ο σύζυγος στον οποίο οφείλει να επιστρέψει την προίκα έχει δικαιώματα κατοχής του πτώματος της γυναίκας (μετά την θανάτου) έναντι του σημερινού συζύγου[25]. Μόνο με την πλήρη επιστροφή της προίκας από τη σύζυγο (ή την οικογένειά της) στον σύζυγο, ένας γάμος μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει λυθεί[26]. Κορίτσια και γυναίκες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον εξαναγκαστικό γάμο απευθύνονται σε ΜΚΟ για βοήθεια. Μεταξύ των ΜΚΟ που βοηθούν αυτά τα κορίτσια και τις γυναίκες είναι η Child Care Cameroon, η Plan και η ALVF[27].

 

63.          Εκ των ανωτέρω πηγών, προκύπτει  αδυναμία ή ακόμα και απροθυμία των αρχών να παρέχουν επαρκή προστασία σε πρόσωπα με το προφίλ της Αιτήτριας. Επιπρόσθετα, το κράτος δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό  επίπεδο διαβίωσης ιδιαίτερα στις γυναίκες με τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας και να τις προστατεύσει από κοινωνικές διακρίσεις και τον στιγματισμό που πηγάζει από βαθιά πατριαρχικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις. Η απουσία επαρκούς και αποτελεσματικού νομοθετικού συστήματος για τη στήριξη των γυναικών, και ειδικότερα των πλέον ευάλωτων, όπως η Αιτήτρια, ο κοινωνικός στιγματισμός αποτελούν ένδειξη και για την απουσία επιθυμίας από πλευράς κράτους για την προστασία τους, θέτοντας έτσι τη ζωή και την ελευθερία τους σε κίνδυνο.

 

64.          Υπό το φως των ανωτέρω, η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στο καθεστώς του πρόσφυγα ως πρόσωπο ανήκον σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, το οποίο διατρέχει βάσιμο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της, όπου το κράτος της δεν είναι σε θέση να την προστατέψει.

 

65.          Επόμενο στάδιο της ανάλυσης αναφορικά με τη χορήγηση στην Αιτήτρια καθεστώτος διεθνούς προστασίας, είναι η εξέταση του ενδεχομένου επιστροφής και εγκατάστασης της Αιτήτριας σε άλλο τμήμα της χώρας ιθαγένειάς της.

 

66.          Δυνάμει  του άρθρου 12Γ του περί Προσφύγων Νόμου  (το οποίο μεταφέρει το άρθρο 8 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ) κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του (i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή (ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β, και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.

 

67.          Ως προς την πρώτη προϋπόθεση περί ανυπαρξίας βάσιμου φόβου δίωξης ή σοβαρής βλάβης, ο Πρακτικός Οδηγός της EASO αναφέρει ότι η σχετική αξιολόγηση θα πρέπει να περιστρέφεται γύρω από την πιθανότητα ο φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης να καταδιώξει τον αιτητή στην τοποθεσία όπου εξετάζεται το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης. Ειδικά στην περίπτωση των μη κρατικών δρώντων, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος να πιστεύεται ότι o δρων δε θα δύναται να φθάσει τον αιτητή στην τοποθεσία αυτή[28]. Σύμφωνα επιπλέον με τον Οδηγό για την εφαρμογή της Εσωτερικής Μετεγκατάστασης, στην περίπτωση των μη κρατικών δρώντων, σε περίπτωση μη σύνδεσης με ορισμένο οργανισμό, ενδεχομένως η δυνατότητα αυτή να είναι περιορισμένη, ενώ υπόψιν θα πρέπει να λαμβάνεται και η βούληση του δρώντος, η οποία ενδεχομένως να σχετίζεται με τοπικής φύσης λόγους δίωξης[29].

 

68.          Υπενθυμίζεται ακόμη η αναστροφή του βάρους απόδειξης, την οποία φέρει το κράτος-μέλος, ως προς τη δυνατότητα μετεγκατάστασης της Αιτήτριας.[30]

 

69.          Ειδικά ως προς τον εύλογο χαρακτήρα της μετεγκατάστασης, παρατηρώ ότι βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οφείλουν να αξιολογηθούν μεταξύ άλλων η ικανότητα του αιτητή να εξασφαλίσει τις πλέον βασικές του ανάγκες, όπως φαγητό, υγιεινή και καταφύγιο, η ευαλωτότητά του στην κακομεταχείριση και  η πιθανότητα η κατάστασή του να βελτιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος[31]. Προσωπικές περιστάσεις που δύνανται να ληφθούν υπόψιν συνιστούν η διατήρηση οικογενειακού δεσμού στην περιοχή μετεγκατάστασης και εάν ο αιτητής έχει πρόσφατη εμπειρία διαβίωσης στη χώρα καταγωγής του.[32]

 

70.          Επιπλέον κριτήρια νομολογιακά προκύπτουν και στην απόφαση A.A.M v. Sweden του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Aρ. Αιτ. 68519/10, ημερ. 3.7.2014 για την ευλογοφάνεια της μετεγκατάστασης. Πιο συγκεκριμένα κρίθηκε, ότι παρότι η μετεγκατάσταση συμπεριλαμβάνει ορισμένο βαθμό δυσκολίας, όπως η εξεύρεση κατάλληλων εργασιών και οικίας, τέτοιες δυσκολίες δεν είναι αποφασιστικές αν μπορεί να ανευρεθεί ότι οι γενικές συνθήκες διαβίωσης για τον αιτητή δεν είναι μη εύλογες ή με οποιοδήποτε τρόπο δε συνεπάγονται μεταχείριση απαγορευμένη από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον δείκτες του εύλογου χαρακτήρα της μετεγκατάστασης αξιολογήθηκαν η διαθεσιμότητα εργασιών και η πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη όπως και η οικονομική και άλλη υποστήριξη από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και τοπικές οργανώσεις[33].

 

71.          Επίσης, παρατίθενται κάποιες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των γυναικών στην χώρα καταγωγής για την πληρότητα της έρευνας. Ειδικότερα οι μόνες γυναίκες, χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο αντιμετωπίζουν εμπόδια και διακριτική μεταχείριση στην πρόσβαση τους στην εργασία, υγεία και στέγαση[34]. Ειδικότερα, έκθεση του Συμβουλίου Μεταναστών και Προσφύγων του Καναδά σχετικά με τις συνθήκες των γυναικών που ηγούνται ενός νοικοκυριού, και ειδικότερα στην Yaoundé και Douala, καταγράφει σχετικά με την πρόσβαση των ανωτέρω στην εργασία «πως οι γυναίκες χωρίς γνώση γαλλικών και ενός σχετικού κοινωνικού δικτύου είναι δύσκολο να εξεύρουν εργασία στον επίσημο τομέα απασχόλησης, ενώ είναι ευκολότερο για τις γυναίκες που γνωρίζουν άτομα στο τομέα απασχόλησης τους να βρουν εργασία. Μάλιστα, όσο πιο «επίσημη» είναι η θέση εργασίας, τόσο πιο απαραίτητη είναι η γνώση των γαλλικών. Επίσης, οι γυναίκες με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση κατά την αναζήτηση εργασίας. Επιπλέον, όσες ήταν προηγουμένως αυτοαπασχολούμενες (όπως κομμώτριες, μικροέμποροι) μπορούν πιο εύκολα να ξεκινήσουν μια νέα επιχείρηση στην πόλη, αφού χρειάζονται «μικρό» κεφάλαιο εκκίνησης και έχουν ήδη τα απαραίτητα εργαλεία[35].  Αναφέρεται, περαιτέρω, πως είναι δυνατόν ανύπαντρες γυναίκες να ζήσουν μόνες τους στις μεγάλες πόλεις της Yaoundé και Douala εφόσον έχουν τους απαραίτητους πόρους και σημειώνεται πως το είδος της εργασίας που θα εξεύρουν εξαρτάται από τον βαθμό της εκπαίδευσης που κατέχουν. Είναι πιθανόν οι μη έγγαμες γυναίκες που ζουν μόνες τους να αποκτήσουν μια αρνητική/κακή φήμη καθώς σύμφωνα με την παράδοση στο Καμερούν οι γυναίκες ζουν με τους γονείς τους μέχρι να παντρευτούν[36]. Επίσης, διεθνείς  πηγές σημειώνουν πως πολλές μόνες γυναίκες στις πόλεις Yaoundé και Douala και σε μεγάλο βαθμό πολλές εκτοπισθείσες μόνες γυναίκες στις ανωτέρω πόλεις καταφεύγουν στην πορνεία εξαιτίας της αδυναμίας τους να βρουν πόρους για να επιβιώσουν.[37]

72.          Στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, ειδικότερα ότι η Αιτήτρια είναι γαλλόφωνη γυναίκα, με στοιχεία ευαλωτότητας, ανήκουσα σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, χωρίς προηγούμενη εργασιακή πείρα, κατέχουσα ωστόσο σημαντικό μορφωτικό επίπεδο, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, δεν κρίνεται εύλογη η μετεγκατάστασή της σε κάποιο άλλο μέρους της χώρας ιθαγένειάς της χωρίς αυτή να διατρέχει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Είναι κρίσιμο ως έχει κριθεί ανωτέρω, ότι φορέας δίωξης της είναι το οικογενειακό της περιβάλλον, ήτοι θείος και σύζυγος. Καθότι, ο θείος της διαμένει στη πόλη Yaoundé και η αδελφή του συζύγου της (συγγενικό πρόσωπο του συζύγου της Αιτήτριας) στη πόλη Douala, με την οποία διέμενε για περίοδο 3 ετών, κρίνω ότι δεν είναι δυνατή η μετεγκατάσταση της στις συγκεκριμένες περιοχές, ελλείψει και επαρκούς κρατικής προστασίας. Επιπροσθέτως, αναφορικά με το θέμα της μετεγκατάστασης της Αιτήτριας αξίζει να τονιστεί, ότι ύστερα από έρευνα, δεν εντοπίζεται κάποια άλλη πόλη στη χώρα καταγωγής της, στην οποία να επιτυγχάνεται εύλογη μετεγκατάσταση της Αιτήτριας και ταυτόχρονα πόλη, στην οποία να διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο καθώς και να υπάρχει η δυνατότητα για την τελευταία να εξεύρει εργασία.  Καίτοι δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι εξακολουθούν να την αναζητούν οι φορείς δίωξής της, εντούτοις δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις περί του αντιθέτου. Αντίθετα αυτό που προκύπτει από τις εξωτερικές πηγές είναι ότι η Αιτήτρια, με δεδομένη της καταρχήν αδυναμία της να επιστρέψει την προίκα της, αποτελεί ακόμη ιδιοκτησία του συζύγου της. Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο του εύλογου φόβου δίωξης Το κριτήριο του «εύλογου φόβου/κινδύνου» σημαίνει ότι, ενώ η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης δεν επαρκεί για τη θεμελίωση βάσιμου φόβου ή σοβαρής βλάβης, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι υπάρχει σαφής πιθανότητα να υποστεί δίωξη ή σοβαρή (Βλ. Qualification for International Protection Judicial analysis Second edition, τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 29.1.2024, σελ. 80 και 81).

73.          Τέλος, από τα στοιχεία του φακέλου της Αιτήτριας και τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα ενώπιόν μου, δεν προκύπτει να συντρέχει ένας ή περισσότεροι από τους λόγους αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει με €1000 υπέρ την Αιτήτριας και η επίδικη πράξη τροποποιείται ως ανωτέρω, αναγνωρίζοντας την Αιτήτρια ως πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.                                                                                                             

 

 Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Αθ. Συκιώτου, 'Εμπορία Ανθρώπων στα Βαλκάνια. Θύμα, δράστης και κατασταλτικές στρατηγικές',

Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα - Κομοτηνή, 2003, σσ. 18-19

[2] UNODC, Global Report on Trafficking in Persons, 2016, σς. 8, 16, https://www.unodc.org/documents/data-and-analysis/glotip/2016_Global_Report_on_Trafficking_in_Persons.pdf.

[3] Μ.Χ. Παπαγιαννοπούλου, 'Το φαινόμενο της διεθνικής σωματεμπορίας στην Ελλάδα και διεθνώς', Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών, 2007, σ. 10 ; Γρ. Λάζος, 'Διεθνική σωματεμπορία και εξαναγκαστική πορνεία στην Ελλάδα του 2002', stop now -ΚΕΔΕ, 2002, σ. 6

[4] Αθ. Συκιώτου, 'Εμπορία Ανθρώπων στα Βαλκάνια. Θύμα, δράστης και κατασταλτικές στρατηγικές' (ό.π. σημ. 1), σ. 80

[5] Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, 'Το νομικό καθεστώς για τις αλλοδαπές γυναίκες- θύματα εκμετάλλευσης και παράνομης διεθνούς διακίνησης. Διεθνείς και Ευρωπαϊκές προσπάθειες', Επιτροπή Ερευνών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2008.

[6] Μ.Χ. Παπαγιαννοπούλου, 'Το φαινόμενο της διεθνικής σωματεμπορίας στην Ελλάδα και διεθνώς' (ό.π. σημ. 3), σ. 10

[7] Άρθρα 9ΚΓ – 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου.

[8] https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf , σελ 41, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/1/2024)

[9] UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), Guidelines on International Protection No. 1: Gender-Related Persecution Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, 7 May 2002, HCR/GIP/02/01, διαθέσιμο σεhttps://www.refworld.org/docid/3d36f1c64.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/01/2024)

[10] Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) "Κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας" διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Guidance-MPSG-EL.pdf σελ. 23 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/01/2024)

[11]  ΔΕΕ Υπόθεση C621/21_ WS κατά Intervyuirasht organ na Darzhavna agentsia za bezhantsite pri Ministerskia savet παρισταμένης της:Predstavitelstvo na Varhovnia komisar na Organizatsiyata na obedinenite natsii za bezhantsite v Bulgaria διαθέσιμη σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=FF5E87C671C2CD0F621664000F73CD31?text=&docid=281302&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=5501638  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/01/2024)

[12] Freedom House, 'Freedom in the World 2022: Cameroon', Ερώτημα G3, https://freedomhouse.org/country/cameroon/freedom-world/2022  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16.01.2024)

[13] IRB Canada, ‘ Cameroon: Domestic violence, including legislation; support services available to victims, including mental health services; the impact of COVID19; state protection (2020–April 2022)’ (2022), υπό 2.3                          Διαθέσιμο σε https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458626&pls=1 (ημερομηνία πρόσβασης 16/1/2024) Ως προς την έλλειψη της ποινικοποίησης της ενδοοικογενειακής βίας βλ. και  GenCap (published by NRC), ‘ Report on the security situation and humanitarian needs of men and boys in Northwest and Southwest regions’ (2022), 38, με περαιτέρω αναφορές, διαθέσιμο σε https://www.nrc.no/globalassets/_reports/a-more-generous-embrace/a-more-generous-embrace.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 16/1/2024)

[14] Human Rights Watch (HRW), 'World Report 2022: Events of 2021: Cameroon' https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon#827df3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16.01.2024)

[15] IRB Canada, Cameroon: Domestic violence, including legislation; support services available to victims, including mental health services; the impact of COVID19; state protection (2020–April 2022)’ (2022), 1.2

https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458626&pls=1 (ημερομηνία πρόσβασης 16/1/2024)

[16]Freedom House, 'Freedom in the World 2022: Cameroon', Ερώτημα G3, https://freedomhouse.org/country/cameroon/freedom-world/2022 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16.01.2024)  

[17] USDOS - US Department of State: 2020 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 30 March 2021:  https://www.ecoi.net/en/document/2048145.html(ημερομηνίας πρόσβασης 16/01/2024)

[18] IRB Canada, ‘Cameroon: Domestic violence, including legislation; support services available to victims, including mental health services; the impact of COVID19; state protection (2020–April 2022)’ (2022), 4.2

https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458626&pls=1 (ημερομηνία πρόσβασης 16/1/2024)

[19] USDOS – US Department of State: 2021Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 12 April 2022 https://www.ecoi.net/en/document/2071166.html (ημερομηνίας πρόσβασης 16/01/2024)

[20]USDOS - US Department of State: 2020 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 30 March 2021:  https://www.ecoi.net/en/document/2048145.html(ημερομηνίας πρόσβασης 16/01/2024)

[21] IRB Canada, ‘Cameroon: Domestic violence, including legislation; support services available to victims, including mental health services; the impact of COVID19; state protection (2020–April 2022)’ (2022), 2

https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458626&pls=1 (ημερομηνία πρόσβασης 16/1/2024)

[22] USDOS - US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089132.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/01/2024)

[23] RDC – Refugee Documentation Center, Legal Aid Board: Cameroon – Information on forced marriage in Cameroon- prevalence etc. 10 October 2016, https://www.ecoi.net/en/file/local/1421060/4792_1515403450_142649.pdf (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 16/01/2024)

[24]IRB Canada, Cameroon: Dowries in forced and arranged marriages, including whether they may be refunded; the role of the state in the payment of dowries, in particular, that of the Ministry of Finance; whether a document exists that takes into account the details of the dowry (2011-November 2014), 24 November 2014:

 https://www.ecoi.net/en/document/1167215.html (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 16/01/2024)

[25]Time, V. M. (2014). Women, law, and human rights in Cameroon: Progress or status quo? Journal of Law and Conflict Resolution, 6(1), 1-6. https://digitalcommons.odu.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1021&context=sociology_criminaljustice_fac_pubs (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 16/01/2024)

[26]KIYE (2015), The Repugnancy and Incompatibility Tests and Customary Law in Anglophone Cameroon, African Studies Quarterly, Volume 15, Issue 2,  https://asq.africa.ufl.edu/wp-content/uploads/sites/168/Volume-15-Issue-2-Kiye.pdf(ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 16/01/2024)

[27] IRB Canada, Cameroon: Forced marriages; treatment of and protection available to women who try to flee a forced marriage; whether it is possible for a woman to live alone in the country’s large cities such as Yaoundé and Douala, 20 September 2012, https://www.ecoi.net/en/document/1067526.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/01/2024)

[28] EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 19, διαθέσιμο σεhttps://easo.europa.eu/sites/default/files/EASO-Practical-guide-application-IPA.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/01/2024)

[29]  Ibid

[30] Ibid, σελ.12

[31]  ΕΔΔΑ, SUFI AND ELMI v. THE UNITED KINGDOM, απόφαση επί των αιτήσεων  8319/07 and 11449/07,  ημερ. 28/6/2011,  283

[32]  EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 9 διαθέσιμο σε https://easo.europa.eu/sites/default/files/EASO-Practical-guide-application-IPA.pdf  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/01/2024)

[33] Ibid, βλ. ΕΔΔΑ,  AAM vSweden, απόφαση επί της αίτησης  68519/10, απόφαση ημερ. 3/4/2014, σκ.73  

[34] Freedom House (Author): Freedom in the World 2023 - Cameroon, 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2094348.html, USDOS - US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089132.html, Cameroon: Situation and treatment of single women and women who head their own households, including their ability to live on their own and access housing, income, education, health care, and support services, particularly in Douala and Yaoundé; impact of COVID-19 (2020-May 2022) [CMR201034.E], 8 June 2022
https://www.ecoi.net/en/document/2074600.html  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/01/2024)

[35]  IRB - Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Cameroon: Situation and treatment of single women and women who head their own households, including their ability to live on their own and access housing, income, education, health care, and support services, particularly in Douala and Yaoundé; impact of COVID-19 (2020-May 2022) [CMR201034.E], 8 June 2022
https://www.ecoi.net/en/document/2074600.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/01/2024)

[36] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada (Author):Cameroon: Forced marriages; treatment of and protection available to women who try to flee a forced marriage; whether it is possible for a woman to live alone in the country's large cities such as Yaoundé and Douala [CMR104129.FE], 20 September 2012, https://www.ecoi.net/en/document/1067526.html , EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Situation of single women in Yaoundé and Douala [Q2-2022], 26 January 2022
https://www.ecoi.net/en/file/local/2067455/2022_01_Q2_EUAA_COI_Query_Response_CAMEROON_Single_Women.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16.01.2024)

[37]Freedom House: Freedom in the World 2022 - Cameroon, 24 February 2022 https://www.ecoi.net/en/document/2071860.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16.01.2024)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο