ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 

 Υπόθεση Αρ. 1368/23

 

29 Ιανουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

 S. B.

   Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

               Καθ’ ων η αίτηση

 

                                      …………………………..........

 

 

Ρενέ Μάρκου για Έλενα Μαλά, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Άντρεα Ρούσου για Θεοχάρια Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30/3/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Ο αιτητής είναι υπήκοος του Νεπάλ και συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 19/1/2022, αφού εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. O αιτητής παρέλαβε αυθημερόν βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Στις 23/10/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή στις 22/3/2023. Στη συνέχεια, η αρμόδια εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 30/3/2023.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 7/4/2023 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος του αιτητή, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 11/4/2023, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα, στη μητρική γλώσσα του αιτητή.  Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 15/11/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούνται στην Γραπτή της Αγόρευση και περιορίστηκε στο νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη και λήφθηκε κατόπιν διεξαγωγής της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό του αιτητή περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μετά από δέουσα έρευνα. 

 

Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να εργαστεί, αλλά λόγω κάποιων προβλημάτων διέκοψε την εργασία του, έληξε η άδεια παραμονής του και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.  Δεν μπορεί, πρόσθεσε, να επιστρέψει στο Νεπάλ λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει.  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε πως αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα του με σκοπό να εργαστεί, καθότι λόγω σεισμού, το σπίτι του υπέστη ζημιές.

 

Ερωτηθείς εάν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα στο Νεπάλ, ο αιτητής αναφέρθηκε σε οικονομικής φύσεως προβλήματα εξαιτίας κάποιου δανείου που έχει συνάψει στη χώρα του.  Στην Κυπριακή Δημοκρατία εργαζόταν και όταν διέκοψε την εργασία του, μη μπορώντας να εξεύρει νέο εργοδότη, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας με σκοπό να παραμείνει νόμιμα.  Ο αιτητής δήλωσε πως εάν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει να εργάζεται, δεν θα υπέβαλε αίτηση.  Σε περίπτωση επιστροφής του στο Νεπάλ, ο αιτητής ανέφερε ότι θα αντιμετωπίσει δυσκολίες, καθότι δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσει το δάνειο που έχει συνάψει στη χώρα. 

 

Πρόσθετα, ο αιτητής δήλωσε πως δεν είναι μέλος οποιουδήποτε πολιτικού, θρησκευτικού, στρατιωτικού, εθνικού ή κοινωνικού οργανισμού ή ομάδας στη χώρα του. Ανέφερε επίσης ότι δεν έχει παρενοχληθεί, διωχθεί, συλληφθεί ή κρατηθεί στο Νεπάλ και πως οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την επιστροφή του.

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων  ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του κατέγραψε πως παρά την γενική αξιοπιστία του αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, οι λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του είναι οικονομικής φύσεως και επομένως δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης προσφυγικού καθεστώτος. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη ακολούθως σε έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και επομένως κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στον αιτητή. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε η αρμόδια εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν έχει επικαλεσθεί  στη συνέντευξή του κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ο αιτητής αναφέρθηκε μόνο στην επιθυμία του να εργαστεί λόγω του ότι το σπίτι του υπέστη ζημιές εξαιτίας ενός σεισμού και αναφέρθηκε μόνο στα οικονομικής φύσεως προβλήματα που θα αντιμετωπίσει διότι δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει το δάνειο του, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000).

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Στην πιο πάνω παράγραφο, το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προβαίνει σε ένα σαφή διαχωρισμό της έννοιας του οικονομικού μετανάστη από αυτήν του πρόσφυγα.  Κάποιες φορές ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να είναι ασαφής όπως προνοείται στην παράγραφο 63 του ίδιου Εγχειριδίου.

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψην νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του ορισμού του πρόσφυγα (Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011).  Οι οικονομικοί λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον του δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που τον εμποδίζει να διαμείνει ή να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.  Κατά συνέπεια, ορθά δεν χορηγήθηκε στον αιτητή το καθεστώς πρόσφυγα.

 

Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από την δεόντως εξουσιοδοτημένη λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βΒλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα προτού λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και σύμφωνα με το νόμο.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο