ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 1429/20

 

9 Ιανουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ: 

 

 J.M.N.A.

 

Aιτητής

 -και-

 

  Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων

 

                                                                                      Καθ' ων η αίτηση.

 ....................

 

 

Αναστασία Ιωαννίδου για Γ.ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Πηνελόπη Χαραλάμπους για Νικολέττα Νικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:   Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 20/11/2020, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων με αφορμή την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, να μην αναγνωρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από όσα παρατίθενται από την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα στην Ένστασή της, αλλά και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου (ο οποίος κατατέθηκε στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1) και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (ο οποίος κατατέθηκε στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2), τα ουσιαστικά γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως κατωτέρω:

 

Ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν και αφίχθηκε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 22/8/2012.  Στις 24/08/2012 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας (Ερυθρά 6 και 15, Τεκμήριο 1).  Στις 05/12/2012 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθησαν συμπληρωματικές συνεντεύξεις ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά τις ημερομηνίες 29/02/2016 και 04/03/2016 (Ερυθρά 28 – 24, 23-22, Τεκμήριο 1). Μετέπειτα, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση ημερομηνίας 23/03/2016 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την έκθεση-εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στις 31/03/2016. Σχετική επιστολή ημερομηνίας 13/05/2016 για την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή απεστάλη ταχυδρομικώς στον αιτητή στις 09/06/2016.

 

Στις 23/06/2016 καταχωρήθηκε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων Ιεραρχική Προσφυγή, με την οποία ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 20/11/2020, εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή.  Ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Ο αιτητής, μέσω τη Γραπτής του Αγόρευσης, ισχυρίζεται πως υπάρχει παρερμηνεία των όσων δήλωσε στη συνέντευξη, από το αρμόδιο όργανο.  Ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει πως το αρμόδιο όργανο δεν έλαβε υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ενόψει και της πολιτικής δράσης του αιτητή με το κόμμα SCNC, προς απόδειξη της οποίας ο αιτητής προσκόμισε κατά την εισήγησή του, υποστηρικτικά έγγραφα ενώπιον του αρμόδιου οργάνου.

 

Περαιτέρω, ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει πως η έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην κατάσταση υγείας του αιτητή και στο εάν θα είχε πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, παραγνωρίζοντας τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν.  Προβάλλεται επίσης πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί επαρκής έρευνα γεγονός που οδήγησε σε πλάνη περί τα πράγματα και/ή ουσιώδη πλάνη.  Επιπλέον, εισηγείται πως δεν δόθηκε στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση εισηγείται πως οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει ο αιτητής μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνων ταύτα πλήρως».

 

Επομένως, η συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση εισηγείται πως οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο καθότι δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα δια της προσφυγής και/ή δε δικογραφούνται.  Επιπρόσθετα, η κυρία Νικολάου υποστηρίζει πως οι ισχυρισμοί του αιτητή, στην παρούσα προσφυγή, είναι αστήρικτοι, γενικοί και αόριστοι διότι στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή αναφέρονται αόριστα ισχυρισμοί πραγματικών γεγονότων, χωρίς να υπάγονται στον κανόνα που κατ’ ισχυρισμό παραβιάζεται, ενώ επιπλέον δεν στοιχειοθετούν κανένα λόγο ακυρότητας της επίδικης πράξης.

 

Όπως εισηγείται, οι λόγοι ακύρωσης που δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην Γραπτή Αγόρευση του αιτητή, θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Σεβαστό Δικαστήριο.  Ανεξάρτητα από τους πιο πάνω ισχυρισμούς, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, απορρίπτοντας όλους τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς του αιτητή και ζητώντας την απόρριψη της προσφυγής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην Απαντητική του αγόρευση δεν σχολιάζει καθόλου τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς της συνηγόρου των καθ’ων η αίτηση.  Επομένως, στην τοποθέτηση της συνηγόρου των καθ’ων η αίτηση περί μη δικογράφησης και στη συνέχεια, μη εξειδίκευσης των ισχυρισμών του μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, δεν υπάρχει οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα από μέρους του ούτε οποιοσδήποτε σχολιασμός επί τούτου.  Εισηγείται βέβαια μέσω της Γραπτής Απαντητικής του Αγόρευσης πως δεν έγινε σωστή εκτίμηση κινδύνου αναφορικά με το εάν υπάρχουν επαρκείς λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής θα διατρέξει ή όχι προσωπικά κάποιον μελλοντικό κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν και τονίζει πως δεν εξετάστηκε η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του σε περίπτωση επιστροφής του.

 

Έχω λάβει υπόψη μου τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του αιτητή και της συνηγόρου των καθ’ων η αίτηση.  Θα πρέπει να επισημανθεί πως η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης (Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).  Τα επίδικα θέματα πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται για να γνωρίζουν με ακρίβεια οι διάδικοι το λόγο που προωθείται ο λόγος ακυρώσεως, αλλά και για να ασχολείται το Δικαστήριο μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα.  (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 , Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2)(2009) 3 Α.Α.Δ. 655), Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23).  Στη Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59). 

 

Ο αιτητής στην προσφυγή του στο νομικό σημείο 6 αναφέρει πως, «Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν έλλειψης ή πλημμελούς έρευνας και/ή οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη ουσιώδη γεγονότα, στοιχεία και περιστατικά της υπόθεσης».  Θα πρέπει μάλιστα να αναφερθεί πως είναι και ο μοναδικός ισχυρισμός που εξειδικεύει στην Γραπτή του Αγόρευση και αναλύει γιατί θεωρεί πως δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Κρίνω, επομένως, πως ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας, είναι ισχυρισμός που δικογραφείται και θα προχωρήσω στην εξέτασή του.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73 (Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που υποβλήθηκε στις 24/08/2012, δηλαδή χρονικά η υπόθεση εμπίπτει στις περιπτώσεις εξέτασης νομιμότητας της απόφαση του αρμόδιου οργάνου, όπως καθορίζεται στο άρθρο 11 (3) (β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73 (Ι)/2018), σύμφωνα με το οποίο, όταν η αίτηση υποβλήθηκε πριν της 20/7/2015 εξετάζεται μόνο η νομιμότητα και όχι και η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, οποιοδήποτε γεγονός έλαβε χώρα μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας και δεν λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς εξέτασης της παρούσας.

  

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος που εκπροσωπεί τον αιτητή, διατείνεται πως η έρευνα που διενεργήθηκε από το αρμόδιο όργανο καθίσταται ελλιπής, εφόσον ο λειτουργός όφειλε να ερευνήσει ποιος από τους λόγους που προώθησε ο αιτητής ευσταθεί, ώστε να έχει ενώπιον του τα ορθά γεγονότα.   Επιπρόσθετα, ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει, πως οι Καθ'ων η αίτηση προχώρησαν στην απόρριψη του αιτήματος του αιτητή, χωρίς να εξετάσουν την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του με βάση βεβαίως τις προσωπικές του περιστάσεις.  Ο αιτητής αναλύει το ιστορικό του και τονίζει πως δεν προηγήθηκε έρευνα για την πολιτική παράταξη στην οποία αναφέρεται ούτε όμως και για τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα του, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής δεν προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, αντιτείνει πως η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί νόμιμα, ορθά και είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ'ων η αίτηση κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου.  Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης.

 

Έχω μελετήσει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου,  τον διοικητικό φάκελο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, όλους τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιόν μου από τους συνήγορους του αιτητή και των Καθ’ ων η αίτηση και γενικότερα, όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

 

Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς του αιτητή και τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του.

 

Στην αίτηση που συμπλήρωσε ιδιοχείρως ο αιτητής στις 24/08/2012, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, γιατί διώκεται από τις αρχές της χώρας του για πολιτικούς λόγους, αναφέροντας μάλιστα και ένα περιστατικό σύλληψης του με ψευδείς κατηγορίες. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήταν φιλικά προσκείμενος στο πολιτικό κόμμα SCNC και πως για τον λόγο αυτό στοχοποιήθηκε και φυλακίστηκε με ψευδείς κατηγορίες, συγκεκριμένα επειδή βρέθηκαν στην κατοχή του 100 κιλά ινδικής κάνναβης (Ερυθρό 4, Τεκμήριο 1).

 

Από τα πρακτικά της συνέντευξης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 05/12/2012, προκύπτει πως ο αιτητής ενέμεινε στον ισχυρισμό του περί δίωξης του λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας. Ισχυρίστηκε ότι το κόμμα SCNC μιλούσε υπέρ της ανεξαρτησίας και πως κατά την Ημέρα Ανεξαρτησίας την 01/10/2011 ο αιτητής συνελήφθη και μεταφέρθηκε στις κεντρικές φυλακές της Bamenda λόγω της συμμετοχής του σε διαδήλωση. Δήλωσε ότι διέμεινε εκεί μέχρι τον Φεβρουάριο. Μετέπειτα, ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία επισκεφτηκε το σπίτι του τον Μάρτιο του 2012 για σκοπούς έρευνας και, κατά τη διάρκεια της έρευνας, εντόπισε 100 κιλά ινδικής κάνναβης.

 

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε βρισκόταν υπό την κατοχή του η συγκεκριμένη ποσότητα ναρκωτικών και πως ο δικηγόρος του πρότεινε στις αρχές να διενεργηθούν ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν ύπαρξη ναρκωτικών ουσιών στον οργανισμό του αιτητή, πράγμα το οποίο οι αρχές αρνήθηκαν. Για τον λόγο αυτό, ο δικηγόρος του Αιτητή τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως φοβάται ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα φυλακιστεί εξαιτίας της ποσότητας της κάνναβης που βρέθηκε στην οικία του.

 

Κατά τη διάρκεια των συμπληρωματικών ερωτήσεων που τέθηκαν στον Αιτητή στις 29/02/2016, ο αιτητής προέβαλε ότι πάσχει από σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (AIDS) και, προς υποστήριξη του ισχυρισμού του αυτού, προσκόμισε σχετικό έγγραφο από το γενικό νοσοκομείο Λάρνακας (βλ. ερυθρό 22 του Τεκμηρίου 2). Εξήγησε πως διαγνώστηκε το 2012 και ότι θεωρεί ότι η μόλυνσή του προήλθε το διάστημα κατά το οποίο βρισκόταν στη φυλακή, καθώς του χορηγήθηκε ένεση η βελόνα της οποίας δεν ήταν αποστειρωμένη. Προσέθεσε πως οι γονείς του και ο αδερφός του δε βρίσκονται πλέον στη ζωή και εξήγησε πως σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, η ζωή του θα τεθεί σε κίνδυνο λόγω της κατάστασης της υγείας του καθώς δε θα έχει άμεση πρόσβαση στην απαιτούμενη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

 

Από τα πρακτικά της συνέντευξης ημερομηνίας 04/03/2016 προκύπτει ότι η αρμόδια λειτουργός υπέβαλε περαιτέρω ερωτήσεις προς εξέταση του ισχυρισμού του αιτητή ότι ανήκει στην πολιτική οργάνωση SCNC, ως προς τον ρόλο του στο εν λόγο κόμμα, καθώς και για την ενδεχόμενη  ενεργή του συμμετοχή στις δραστηριότητες του κόμματος. Σε απάντηση των ερωτημάτων ο αιτητής δήλωσε ότι εκείνη τη χρονική περίοδο ήταν ακόμη φοιτητής και δεν ήταν πλήρες μέλος του πολιτικού κόμματος SCNC (“I was not a fully party”).

 

Επιπρόσθετα, η λειτουργός έθεσε ερωτήματα στον αιτητή περί του ισχυριζόμενου περιστατικού σύλληψης και φυλάκισης του το οποίο είχε αναφέρει ο αιτητής κατά την προηγούμενη συνέντευξη του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αιτητής δήλωσε πως το περιστατικό της σύλληψής του συνέβη το 2008 και πως παρέμεινε στη φυλακή για διάστημα 8 με 9 μηνών. Περιέγραψε, επιπλέον, τις συνθήκες κράτησής του στη φυλακή, δηλώνοντας πως βρισκόταν σε ένα κελί μαζί με άλλα 30 άτομα και πως κοιμόταν στο πάτωμα. Ο αιτητής, μεταξύ άλλων δήλωσε ότι είχε διορίσει δικηγόρο στη χώρα του για το εν λόγω περιστατικό, αλλά πλέον δεν είχε χρήματα για να καταβάλει στον δικηγόρο προκειμένου να συνεχίσει να ασχολείται με την υπόθεσή του.

 

Ως προς την κατάσταση της υγείας του, ο αιτητής ανέφερε πως σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του δεν θα έχει άμεση πρόσβαση στην κατάλληλη ιατροφαρμακευτική αγωγή, καθώς και ότι, αν τελικά καταλήξει στη φυλακή, τότε δεν γνωρίζει αν θα έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει την φαρμακευτική του αγωγή όντας κρατούμενος. Ανέφερε επίσης ότι αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα με το μάτι του και, αν επιστρέψει στη χώρα του, θα ήθελε να είναι σε θέση να λάβει την απαιτούμενη περίθαλψη.

 

Από μελέτη της  έκθεσης – εισήγησης του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 23/06/2016, προκύπτει ότι η λειτουργός αξιολόγησε την αξιοπιστία του αιτητή σε σχέση με τη σύνδεσή του με το πολιτικό κόμμα SCNC, περί της συνεπακόλουθης σύλληψής του λόγω αυτής της συσχέτισης, καθώς και την αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή περί της μόλυνσης του από τον ιό.

 

Από τους εν λόγω ισχυρισμούς ο λειτουργός έκρινε αξιόπιστο και αποδεκτό μόνο τον ισχυρισμό περί της μόλυνσης του από τον ιό, και βάσει αυτού του δεδομένου προχώρησε σε έρευνα ως προς το κατά πόσον ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του δύναται να έχει φαρμακευτική αγωγή. Η αρμόδια λειτουργός μετά από έρευνα που δειξήγαγε σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, κατέληξε πως ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του θα έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη την οποία χρειάζεται και δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα επί τούτου.

 

Συνεπώς, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου οι δηλώσεις του αιτητή περί δίωξης του λόγω της συσχέτισης του με πολιτικό κόμμα κρίθηκαν αναξιόπιστες και δεν έγιναν αποδεκτές. Ο αποδεκτός ισχυρισμός περί του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει κρίθηκε ότι δεν μπορεί να εντάξει τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ούτε και να παραχωρηθεί στον αιτητή συμπληρωματική προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη πως ο αιτητής μπορεί να τύχει της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα του.

 

Ο αιτητής αμφισβητώντας την  απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (βλ. ερυθρά 100 – 98 του Τεκμηρίου 2) και ανέφερε μέσω του συνηγόρου του πως η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη και πως εσφαλμένα  απέρριψε το αίτημά του.

 

Επιπλέον, ο αιτητής προσκόμισε έγγραφα υποστηρικτικής φύσεως αναφορικά με τους ισχυρισμούς του. Συγκεκριμένα, προσκόμισε αντίγραφο ιατρικού εγγράφου, εκδοθέν στις 17/07/2009 στο Limbe (ερυθρό 90 του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 2), στο οποίο αναγράφεται ότι ο αιτητής έχει υποστεί κακομεταχείριση από στρατιωτικούς ενώσω ήταν κρατούμενος, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί πρόβλημα στο δεξί του μάτι και κάταγμα στο δεξί του χέρι. Προσκόμισε επίσης αντίγραφο εγγράφου με τίτλο “Notification of Release" εκδοθέν στις 14/07/2009 στην Bamenda, στο οποίο αναγράφεται ότι ο προσφεύγων φυλακίστηκε στις κεντρικές φυλακές της Bamenda στις 12/08/2008 για ινδική κάνναβη και αφέθηκε ελεύθερος στις 14/07/2009 (ερυθρό 91, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 2). Τέλος, προσκόμισε αντίγραφο της κάρτας μέλους του κόμματος SCNC (ερυθρά 88, 89 του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 2), με το όνομα και τη φωτογραφία του.

 

Έπειτα από προσεκτική μελέτη της προσβαλλόμενης απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων παρατηρώ ότι οι Καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν όλα τα σχετικά γεγονότα, ισχυρισμούς και δηλώσεις του αιτητή καθώς και τα συμπεράσματα της Υπηρεσίας Ασύλου επί αυτών, και προέβησαν σε περαιτέρω αξιολόγηση αυτών των συμπερασμάτων καταγράφοντας και τη δική τους κρίση (ερυθρό 118, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 2). Περαιτέρω, παρατηρώ ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν και σε δική τους έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, αναφορικά με τη προσβασιμότητα του αιτητή σε θεραπεία σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Ακολούθως, οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε αξιολόγηση των εγγράφων που προσκόμισε ο αιτητής σημειώνοντας τις αμφιβολίες που δημιουργήθηκαν περί γνησιότητας των εγγράφων εξετάζοντας αυτά υπό το φως των ισχυρισμών του αιτητή και μόνον, και χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε προσπάθεια διασταύρωσης των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον τους με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του αιτητή (ερυθρό 115, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 2).

 

Αναλυτικότερα, αναφορικά με τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος περί της δίωξής του για πολιτικούς λόγους, οι Καθ’ ων η Αίτηση συμφώνησαν με την κατάληξη της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς έκριναν ότι οι αντιφάσεις και οι ανακολουθίες που εντοπίστηκαν από τη λειτουργό έγειραν σοβαρά ερωτηματικά περί του αληθούς των ισχυρισμών του αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό φόβο δίωξής του. Οι Καθ’ ων η Αίτηση, μάλιστα, εντόπισαν και επιπρόσθετα στοιχεία που λειτουργούσαν υποστηρικτικά ως προς την ίδια κατάληξη, και τα οποία ήταν η ασάφεια του προσφεύγοντος ως προς τον φόβο του σε περίπτωση επιστροφής στο Καμερούν, αλλά και η ασάφεια αναφορικά με το εάν τελικά ο προσφεύγων ήταν μέλος του κόμματος SCNC ή απλός υποστηρικτής του, αμφιβολία βεβαίως που δημιουργήθηκε από τα λεγόμενά του αιτητή.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή πως πάσχει από σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (AIDS), οι Καθ’ ων η Αίτηση σημείωσαν ότι ορθώς η αρμόδια λειτουργός διεξήγαγε αναλυτική έρευνα σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο αναφορικά με τους φορείς του ιού στο Καμερούν. Συνέχισαν το σκεπτικό τους προσθέτοντας πως, με βάση τα ευρήματα της έρευνας της αρμόδιας λειτουργού, η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων θα ήταν σε θέση να λαμβάνει την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή και φροντίδα χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα.  Σημειώνω πως η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διεξήγαγε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης σε σχέση με τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, όπως προκύπτει από την απόφασή της (ερυθρά 127, 107 – 112 του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 2)

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση, προχώρησαν στην εξέταση και αξιολόγηση των υποστηρικτικών εγγράφων που προσκόμισε ο αιτητής.  Σε σχέση με τα έγγραφα αυτά, οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν στο ότι εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες για τη γνησιότητα των προσκομισθέντων εγγράφων.  Συγκεκριμένα, ως προς το έγγραφο με τίτλο “Notification of release” (ερυθρό 91, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1) οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ότι έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τα όσα ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ενώπιον της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου τόσο λόγω χρονικών ανακολουθιών, συγκριτικά με τα όσα δηλώθηκαν κατά τις συνεντεύξεις του προσφεύγοντος, όσο και λόγω αντιφάσεων περί του ακριβούς λόγου σύλληψής του.

 

Σχετικά με το ιατρικό πιστοποιητικό (ερυθρό 90 του διοικητικού φακέλου – Τεκμήριο 2), αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στον τίτλο της εκδίδουσας αρχής, αναγράφονται τόσο το Υπουργείο Οικονομικών, όσο και το Υπουργείο Υγείας του Καμερούν.  Επιπλέον, ο προσφεύγων στις συνεντεύξεις του, καμία αναφορά δεν έκανε σε κάταγμα στο χέρι του, πληροφορία η οποία προκύπτει για πρώτη φορά από το εν λόγω έγγραφο.

 

Αναφορικά με το αντίγραφο της κάρτας μέλους (ερυθρά 89-88 του διοικητικού φακέλου – Τεκμήριο 2) του κόμματος SCNC οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν πως εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες, εφόσον ο προσφεύγων υπέπεσε σε αντιφατικές δηλώσεις ενώπιον της αρμόδιας λειτουργού αναφορικά με το εάν ήταν μέλος του συγκεκριμένου κόμματος ή όχι.  Συγκεκριμένα, στην πρώτη του συνέντευξη, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν μέλος της οργάνωσης SCNC και ότι απλά ασχολείτο με τις δημόσιες σχέσεις της εν λόγω οργάνωσης.  Εντούτοις, σε μεταγενέστερη συνέντευξη, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι υπήρξε μέλος του SCNC από το 2007 και για δύο περίπου  χρόνια.  Σημειώνεται ότι στην κάρτα μέλους δεν αναγράφεται οποιαδήποτε ημερομηνία. 

 

Σημειώνεται βεβαίως πως τα προαναφερόμενα έγγραφα  εξετάστηκαν με βάση τους ισχυρισμούς του αιτητή χωρίς να διασταυρωθούν από πηγές πληροφόρησης και κατά συνέπεια χωρίς να διεξαχθεί οποιαδήποτε έρευνα επί τούτου.  Στη συνέχεια, το αρμόδιο όργανο αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν  ενώπιον του, παραθέτει τα συμπεράσματά του αναφορικά με τους λόγους που πρόβαλε ο αιτητής ενώπιον του διά του συνηγόρου του, ότι δηλαδή εσφαλμένα η Υπηρεσία ασύλου απέρριψε το αίτημα του και ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αναιτιολόγητη.

 

Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων καταλήγει πως η αξιολόγηση και η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου επί των ισχυρισμών του αιτητή ήταν ορθή, και πως ορθά καταλήγει η Υπηρεσία Ασύλου στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασία.  Επιπρόσθετα, αποφασίζει πως έπειτα από μελέτη του λεκτικού της αιτιολογίας της απορριπτικής απόφασης, καθώς και των λόγων που οδήγησαν σε αυτή, ότι η αιτιολόγηση είναι πλήρης, σαφής και περιεκτική. Αναφέρουν περαιτέρω ότι η αιτιολόγηση της απόφασης ενισχύεται από την εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, καθώς και από την έρευνα που διεξήγαγαν για τη χώρα καταγωγής του και από το περιεχόμενο του φακέλου.

 

Κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του προσφεύγοντος οι Καθ’ ων η αίτηση διεξήγαγαν εκ νέου έρευνα αναφορικά με τη δυνατότητα πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τους φορείς του ιού HIV / AIDS στο Καμερούν. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία επικεντρώθηκαν στο ότι έχει παρατηρηθεί μείωση του ποσοστού θανάτων που σχετίζονται με τον ιό, στο ότι το 58% των φορέων έχει πρόσβαση σε αγωγή και στο ότι υπάρχουν οργανώσεις στο Καμερούν που παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη, ιατρικές εξετάσεις και εκστρατείες πρόληψης κατά του ιού, οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν στο ότι η κατάσταση αναφορικά με την αντιμετώπιση του ιού HIV / AIDS  στο Καμερούν έχει βελτιωθεί και, συνεπώς, ο προσφεύγων θα είναι σε θέση να λάβει την απαραίτητη αγωγή, φροντίδα και στήριξη.  Επιπρόσθετα, το αρμόδιο όργανο δεν έκρινε σκόπιμη την κλήση του προσφεύγοντα σε συνέντευξη, ή σε ακροαματική διαδικασία επειδή έκρινε πως δεν υπέβαλε νέα στοιχεία.

 

Καταλήγουν οι Καθ’ ων η Αίτηση ότι ο αιτητής, δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.  Επιπρόσθετα, αποφασίζουν πως ο αιτητής δεν απέδειξε ότι μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον  δεν κατέστη δυνατό να αποδείξει ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, τα οποία έχω μελετήσει πολύ προσεκτικά, προκύπτει πως κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης το αρμόδιο όργανο δεν συνεκτίμησε την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δε μπορεί να αναγνωριστεί ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και πως μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του με ασφάλεια.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός του αιτητή περί του ότι το αρμόδιο όργανο αγνόησε τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν και πως δεν διεξήγαγε οποιαδήποτε έρευνα στη βάση των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, ευσταθεί.

 

Ειδικότερα, και όπως διαφαίνεται ξεκάθαρα από την παράθεση των στοιχείων των αποφάσεων τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων,  η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στήριξε την απόφασή της στη μη ύπαρξη εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό περί δίωξης του αιτητή για πολιτικούς λόγους, καθώς και στην ύπαρξη πληροφοριών για την καλυτέρευση της πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τα οροθετικά άτομα.

 

Το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε οποιαδήποτε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στο Καμερούν τη δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά και ειδικότερα σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, την Bamenda, αλλά ούτε και συνεκτίμησαν τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του. Κρίνω επίσης απαραίτητο να αναφερθεί πως, έπειτα από προσεκτική μελέτη του συνόλου του υλικού που έχω ενώπιόν μου, ούτε η Υπηρεσία Ασύλου είχε προβεί σε τέτοια ανεξάρτητη έρευνα πριν την έκδοση της απόφασής της.

 

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφασή του στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνία 7/2//2009, στις παραγράφους 34-39, αποφάσισε τα πιο κάτω: (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36.     Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.   Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38.      Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39.   Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεως του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Είναι ξεκάθαρο, πως η Αρχή, για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα, όφειλε να εξετάσει την κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στον τόπο διαμονής του αιτητή κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και να αποφασίσει, συνεκτιμώντας και τις προσωπικές του περιστάσεις, κατά πόσον αυτός θα διέτρεχε κίνδυνο ως μέλος του άμαχου πληθυσμού σε περίπτωση επιστροφής του στη Bamenda.

 

Σύμφωνα με τον Πρακτικό Οδηγό της EASO: Αναγνώριση Προσώπων ως Δικαιούχων Διεθνούς Προστασίας (2018) (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας θα πρέπει πάντοτε να εξετάζονται και οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται σε ατομική, αντικειμενική και αμερόληπτη βάση. Στην κατά περίπτωση ανάλυση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα βασικά στοιχεία:  όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης επί της αίτησης,  οι πράξεις και οι απειλές στις οποίες εκτέθηκε ή θα μπορούσε να εκτεθεί ο αιτών, η ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως είναι το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία,  η διαθεσιμότητα προστασίας στη χώρα καταγωγής και η δυνατότητα πρόσβασης στην προστασία αυτή. Οι ανάγκες προστασίας αξιολογούνται πρώτα σε σχέση με την περιοχή καταγωγής του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του. Η περιοχή καταγωγής εντός της χώρας καταγωγής προσδιορίζεται βάσει της έντασης των δεσμών του αιτούντος με συγκεκριμένη περιοχή στην εν λόγω χώρα. Η περιοχή καταγωγής μπορεί να είναι η περιοχή στην οποία γεννήθηκε ή ανατράφηκε ο αιτών ή άλλη περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκε και έζησε ο αιτών και με την οποία έχει, επομένως, στενούς δεσμούς».[1]

 

Με βάση τον πρακτικό οδηγό της EASO για τη χρήση πληροφοριών της χώρας καταγωγής από τους υπεύθυνους χειρισμού υποθέσεων «η υποχρέωση χρήσης πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας απορρέει από τη νομοθεσία της ΕΕ, και συγκεκριμένα από τις δύο βασικές οδηγίες που αφορούν την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας, την ΟEΑΑ (αναδιατύπωση) και την ΟΔΑ (αναδιατύπωση), αλλά και από την ευρωπαϊκή νομολογία, ιδίως δε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)».[2]

 

Περαιτέρω, με βάση τον ίδιο οδηγό, «τα κράτη μέλη έχουν καθήκον έρευνας όσον αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), το οποίο διαχωρίζεται από την υποχρέωση του αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση. Αυτό το καθήκον ισχύει, μεταξύ άλλων, για τη λήψη πληροφοριών σχετικά με τη χώρα καταγωγής».[3]

 

Σύμφωνα με το άρθρο 18 εδάφιο 5, του N. 6 (I)/2000 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(5) Εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτητή δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

(α) ο αιτητής έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,

(β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτητής στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,

(γ) οι δηλώσεις του αιτούντος  θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,

(δ)ο αιτητής αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατό, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει,

(ε) η γενική αξιοπιστία του αιτητή είναι αποδεδειγμένη.»

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο, ο αιτητής υποχρεούται να υποβάλει ενώπιον του αρμόδιου οργάνου όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την θεμελίωση του αιτήματός του, εφόσον είναι και το μόνο άτομο που μπορεί να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.  Ωστόσο, η αρμόδια αρχή είναι υποχρεωμένη να διεξάγει έρευνα με γνώμονα, όσα αναφέρονται και υπαγορεύονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 18 του Ν. 6 (Ι)/2000, σύμφωνα με το οποίο (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«18. [...]

(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

(α) όλων των σχετικών  με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,

(β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,

(γ) την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη,»

 

Το αρμόδιο όργανο ήταν υποχρεωμένο να διεξάγει εξειδικευμένη έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, στην Bamenda, και μετέπειτα, συνεκτιμώντας τις προσωπικές του περιστάσεις να καταλήξει στο εάν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Πρέπει να διευκρινιστεί πως τα αιτήματα διεθνούς προστασίας υπόκεινται σε ενδελεχή έλεγχο από το αρμόδιο όργανο και η έρευνα που το όργανο διεξάγει πρέπει να είναι εξατομικευμένη.  Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Α.Ε. 108/13, H.R.Rv. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/11/2019, αποφασίστηκαν τα εξής:

 

«Να σημειωθεί ότι η ανάγκη για ενδελεχή και αξιόπιστη εξέταση των ζητημάτων που θέτει ένας αιτητής είναι διαχρονική.  Έχει επαναληφθεί και στο πλαίσιο της μεταγενέστερης Οδηγίας 2013/32/ΕΕ της 26.6.2013, το Άρθρο 10 παράγραφος 3(β) της οποίας προνοεί για τη λήψη πληροφοριών από το EYYA («Ευρωπαϊκή Υπηρεσία  Υποστήριξης  για το Άσυλο») και το UNHCR, το δε Άρθρο 15 αφορά τις προϋποθέσεις για προσωπική συνέντευξη. Ήδη, όμως, από το Προοίμιο της η Οδηγία, με τις αιτιολογικές σκέψεις (9) και (39), καθορίζεται ότι οι πόροι της ΕΥΥΑ θα πρέπει να αξιοποιούνται από τα κράτη μέλη προς υποστήριξη των προσπαθειών των κρατών μελών για την εφαρμογή των αιτημάτων ασύλου και ότι για τον προσδιορισμό κατά πόσο επικρατεί ανασφάλεια σε τρίτη χώρα «τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν ακριβή και ενημερωμένα στοιχεία από αρμόδιες πηγές όπως η ΕΥΥΑ, ο UNHCR, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι συναφείς διεθνείς οργανισμοί.» Η νέα Οδηγία που τέθηκε σε εφαρμογή στις 21.7.2015 και έχει σκοπό τη βελτίωση της προηγούμενης, προνοεί στις μεταβατικές διατάξεις του Άρθρου 52 ότι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί πριν τις 20.7.2015 θα διέπονταν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ, όπως είναι, δηλαδή, και η περίπτωση του εφεσείοντα.  Ό,τι ενδιαφέρει εδώ είναι η σημασία που δίδεται στο ενδελεχές της έρευνας που αποτελεί βέβαια προϋπόθεση να χρησιμοποιούνται και αξιόπιστες πηγές.»

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζοντας ακριβώς τις αρχές που καθόρισε και το ΕΔΑΔ για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου από τα αρμόδια όργανα διαπίστωσε σε άλλο μέρος της πιο πάνω απόφασής της, στην "HRR" πως: «Η αξιοπιστία ενός αιτητή περνά διά μέσου της ίδιας της αξιοπιστίας των πηγών ελέγχου της αξιοπιστίας αυτής.», επιβεβαιώνοντας και τις αρχές που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, οι οποίες δεν καθορίζουν τίποτα άλλο πέραν του ότι το αρμόδιο όργανο πρέπει να εξετάζει τόσο την εξωτερική αξιοπιστία όσο και την εσωτερική αξιοπιστία του αιτούντα.  Τα συμπεράσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας που αφορούν τον αιτούντα πρέπει να αξιολογούνται από το αρμόδιο όργανο και μόνον τότε να υπάρχει τελική απόφαση επί της αξιοπιστίας, για να μπορεί το αρμόδιο όργανο να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.

 

Στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην προσφυγή υπ' αριθ. 25244/18, N.A κατά Φινλανδίας, ημερομηνίας 14/11/2019η προσφεύγουσα είναι Ιρακινή υπήκοος, και καταχώρησε προσφυγή στο Δικαστήριο επειδή δεν χορήγησαν άσυλο στον πατέρα της που ήταν Σουνίτης Μουσουλμάνος Άραβας από τη Βαγδάτη, ενώ κινδύνευε η ζωή του και αφού είχε αποδεχθεί το αρμόδιο όργανο τον ισχυρισμό του, ότι δέχτηκε δύο θανατηφόρες επιθέσεις στο πλαίσιο της διαμάχης που υφίσταται ανάμεσα στις μουσουλμανικές ομάδες των Σιιτών και των Σουνιτών, στην οποία άνηκε και ο ίδιος.  Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και της αρχής απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, λόγω της έκδοσης απόφασης απέλασης του πατέρα της προσφεύγουσας στη χώρα καταγωγής του, το Ιράκ, όπου τελικά σκοτώθηκε στη συνέχεια σε ένα δρόμο στη Βαγδάτη.  Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι φινλανδικές αρχές δεν είχαν διεξαγάγει διεξοδικό έλεγχο σχετικά με τον κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε ο πατέρας της προσφεύγουσας, στο Ιράκ.  Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στις παραγράφους 84-86, ανέφερε τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

"1.  In the light of the above observations, the Court is not convinced in the present case that the quality of the assessment conducted by the domestic authorities regarding the relevant facts and the risk to which the applicant's father would be exposed upon removal to Iraq satisfied the requirements under Articles 2 and 3 of the Convention. It also reiterates that the Grand Chamber of the Court found a conditional violation of Article 3 in a relatively similar case concerning Iraq in August 2016 (see J.K. and Others v. Sweden, cited above).

2.  Hence, the Court finds that the domestic authorities and courts were aware, or ought to have been aware, of facts which indicated that the applicant's father could be exposed to a danger to life or a risk of ill‑treatment upon his returning to Iraq. The Court therefore concludes that the Finnish authorities and courts failed to comply with their obligations under Articles 2 and/or 3 of the Convention when dealing with the applicant's father's asylum application.

3.  There has accordingly been a violation of Articles 2 and 3 of the Convention."

 

Επιπρόσθετα, στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην προσφυγή υπ' αριθ. 59166/12, J.K. κ.λπ. κατά Σουηδίας, ημερομηνίας 23/8/2016 (παράγραφοι 96-98), καθορίστηκε πως για σκοπούς εξακρίβωσης και αξιολόγησης των στοιχείων που βρίσκονται ενώπιον του οργάνου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή.  Συγκεκριμένα, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«96.  Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το καθήκον της εξακρίβωσης και της αξιολόγησης όλων των σχετικών πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης σε μια διαδικασία ασύλου μοιράζεται ανάμεσα στον αιτούντα άσυλο και τις αρχές μετανάστευσης. Κανονικά οι αιτούντες άσυλο είναι οι μόνοι που είναι σε θέση να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τις προσωπικές τους περιστάσεις. Ως εκ τούτου, σε ό,τι αφορά τις ατομικές περιστάσεις, το βάρος της απόδειξης κατ' αρχήν φέρουν οι προσφεύγοντες, οι οποίοι οφείλουν να υποβάλουν το ταχύτερο δυνατόν όλα τα στοιχεία σχετικά με τις ατομικές περιστάσεις τους που χρειάζονται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους για διεθνή προστασία. Η απαίτηση αυτή εκφράζεται τόσο στα έγγραφα της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (βλ. παρ. 6 του Ερμηνευτικού Σημειώματος της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες για το βάρος της απόδειξης και την ερμηνευτική ισχύ των ισχυρισμών κατά την εξέταση αιτημάτων ασύλου και παρ. 196 του Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες σχετικά με τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, τα οποία παρατίθενται στις παραπάνω παρ. 53-54) όσο και στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας της ΕΕ για την Αναγνώριση, καθώς και στη συνακόλουθη νομολογία του ΔΕΕ (βλ. παραπάνω παρ. 47 και 49-50).

[ …..]

98.    Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, όσον αφορά την αξιολόγηση της γενικής κατάστασης σε μια συγκεκριμένη χώρα, πρέπει να ακολουθείται μια διαφορετική προσέγγιση. Σε ό,τι αφορά τέτοια θέματα, οι εθνικές αρχές που εξετάζουν μια αίτηση διεθνούς προστασίας έχουν πλήρη πρόσβαση σε πληροφορίες. Για το λόγο αυτό, η γενική κατάσταση σε μια χώρα, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας των δημόσιων αρχών της να παρέχουν προστασία, πρέπει να εξακριβώνεται αυτεπαγγέλτως από τις αρμόδιες εθνικές αρχές μετανάστευσης (βλ., τηρουμένων των αναλογιών, τις προαναφερθείσες αποφάσεις στις υποθέσεις H.L.R. κατά Γαλλίας, παρ. 37, Hilal, παρ. 60, και Hirsi Jamaa κ.λπ., παρ. 116). Σε παρόμοια προσέγγιση συνηγορεί η παρ. 6 του προαναφερθέντος Σημειώματος της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, σύμφωνα με το οποίο οι αρχές που κρίνουν μια αίτηση ασύλου οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη αυτεπαγγέλτως «την αντικειμενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο». Ομοίως, το άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας για την Αναγνώριση επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψη «όλα τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής».»

 

Το ΕΔΔΑ έχει αναγνωρίσει επανειλημμένα την σοβαρότητα και σημασία της αρχής της μη επαναπροώθησης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αποφασίζοντας πως η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να επαναπροωθήσει τον αιτούντα άσυλο στην χώρα καταγωγής του ή σε χώρα όπου κινδυνεύει η ζωή του.  Για να γίνει σεβαστή και να εφαρμοστεί η αρχή της μη επαναπροώθησης θα πρέπει να γίνεται ενδελεχής έρευνα της αίτησης διεθνούς προστασίας στη βάση εξατομικευμένης έρευνας για να έχει τη δυνατότητα το αρμόδιο όργανο να λαμβάνει ορθή απόφαση.

 

Θα πρέπει πρωτίστως να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα που έχει ενώπιον του. Δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2( Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο έχει υποχρέωση να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Κατά συνέπεια, οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.  Το Δικαστήριο στα πλαίσια του αναθεωρητικού του ελέγχου εξετάζει κατά πόσον η έρευνα που διενεργήθηκε από το αρμόδιο όργανο είναι η δέουσα και η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις και ότι κατά την λήψη της απόφασης το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη του, όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα (βλ. Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120). 

 

Υπό το φως των ανωτέρω, οι Καθ' ων η Αίτηση, δεν προέβησαν στην δέουσα και εξατομικευμένη υπό τις περιστάσεις έρευνα εφόσον η έρευνα που διεξάχθηκε καταδεικνύει την εντελώς εσφαλμένη εντύπωση που είχαν οι καθ' ων η αίτηση στον τρόπο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή.  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έκρινε πως δεν στοιχειοθέτησε ο αιτητής τον πυρήνα του αιτήματός του χωρίς να εξετάσει την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του και χωρίς να προβεί σε εξατομικευμένη έρευνα σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο αιτητής και χωρίς να εξετάσει την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Το κριτήριο για την επάρκεια της έρευνας έγκειται στη συλλογή και στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων που αφορούν την κάθε υπόθεση τα οποία μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα.  Στη βάση των ανωτέρω κρίνω πως δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του αιτητή και διαπιστώνεται πως το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε την δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας επιτυγχάνει. Ενόψει της κατάληξης μου αυτής δεν κρίνω αναγκαίο να εξετάσω οποιοδήποτε άλλο προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως.

 

Για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1400 έξοδα, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

                                                           Χ. Μιχαηλίδου Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 



[1] European Union Agency for Asylum (2018), ‘Πρακτικός Οδηγός της EASO: Αναγνώριση Προσώπων ως Δικαιούχων Διεθνούς Προστασίας’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: EASO Practical Guide: Qualification for international protection (europa.eu), σελ.12.

[2] European Union Agency for Asylum (2020), ‘EASO Πρακτικός οδηγός για τη χρήση πληροφοριών της χώρας καταγωγής από τους υπεύθυνους χειρισμού υποθέσεων’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: EASO Πρακτικός οδηγός για τη χρήση πληροφοριών της χώρας καταγωγής από τους υπευθύνους χειρισμού υποθέσεων (europa.eu), σελ.10.

[3] Ό.π., σελ.11.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο