ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 1574/2023

 

12 Ιανουαρίου, 2024

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

U.C.I. από τη Νιγηρία

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Ο Αιτητής παρών

Μ. Χριστοφορίδου (κα) για Δημήτρη Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή.

Α. Κίτσιου (κα), για Μ. Σουρουλλά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 03/05/23 (του κοινοποιήθηκε αυθημερόν), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 10/06/21, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 19/04/23 και αυθημερόν λειτουργός συνέταξε την έκθεση/εισήγηση του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση/εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι η χώρα καταγωγής του, η Νιγηρία, δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως ασφαλής καθότι υπάρχουν αναφορές για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις αρχές - στοιχείο που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη σε ενδεχόμενη επιστροφή του. Υποβάλλει ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν καθοδηγήθηκε από επίσημες πηγές πληροφόρησης και απέρριψε την αίτηση ασύλου του χωρίς να γίνει εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του και χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα για τις συνθήκες που επικρατούν στην χώρα καταγωγής του κατά παράβαση των Άρθρων 17 και 18(3) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν του έδωσαν το ευεργέτημα αμφιβολίας, ούτε ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία συνέντευξης, κατά παράβαση του Άρθρου 13Α(9) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Αναφέρει, επίσης, ότι ο λειτουργός δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση είναι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη.

 

Ο Αιτητής για τεκμηρίωση των ισχυρισμών του παρέπεμψε σε διάφορες πηγές πληροφόρησης που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία. Συμπληρώνει πως είναι λανθασμένη η απόφαση του Προϊστάμενου να μην χορηγήσει σε αυτόν το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Στην περιοχή από την οποία κατάγεται, όπως και σε άλλες επαρχίες, σημειώνονται πολλαπλές ένοπλες συγκρούσεις ομάδων (όπως καταγράφεται στην αναφορά της EASO του Φεβρουαρίου του 2019 με τίτλο Armed Conflict International or Internal), παραπέμποντας δε και σε άλλες πηγές (International Crisis Group, ACLED) αναφέρει ότι στην χώρα καταγωγής του υπάρχουν πολλαπλά περιστατικά με ένοπλες συγκρούσεις με αποτέλεσμα να υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός θυμάτων. Αυτό, υποστηρίζει, δεικνύει την πλάνη (συνεπεία της έλλειψης «δέουσας έρευνας») που υπέπεσε η Υπηρεσία Ασύλου στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή του Αιτητή δεν εμπίπτει στην έννοια εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση απαντούν ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή είναι γενικοί, αόριστοι και δεν αιτιολογούνται πλήρως με την Γραπτή του Αγόρευση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανονισμών. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν δεόντως υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Βάσει του ενώπιον τους υλικού, το οποίο συλλέχθηκε μετά από συνέντευξη του Αιτητή, δεν συγκεντρώνονται τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία  που απαιτούνται για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Ορθά και εύλογα κατέληξαν ότι η αξιοπιστία του Αιτητή ήταν μη ικανοποιητική, ενώ σε καμία περίπτωση δεν έχει εμφιλοχωρήσει οποιασδήποτε μορφής πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Τονίζουν, επίσης, ότι ο αρμόδιος λειτουργός του υπέβαλε επαρκή αριθμό ερωτήσεων και ορθώς κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης. Αναφέρουν ότι διενεργήθηκε έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα και/ή περιοχή στην οποία αναμένεται ότι θα επιστρέψει ο Αιτητής και εισηγούνται την απόρριψη της προσφυγής και την επικύρωση της προσβαλλομένης απόφασης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Μετά από αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή που προβάλλονται μέσω του συνηγόρου του στο δικόγραφο της προσφυγής του διαπιστώνω ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών δεν αναπτύσσεται στην Γραπτή Αγόρευση, επομένως θεωρώ ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι αρκετοί ισχυρισμοί που καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση περιορίζονται μόνο στην επανάληψη κανόνων δικαίου και διατάξεων νόμων χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Επισημαίνεται δε ότι με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022, (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή μέσω του δικηγόρου του να αιτιολογεί πλήρως τους λόγους ακύρωσης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί τέτοιοι ισχυρισμοί διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω λόγους ακύρωσης που πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης και μπορούν να συνδεθούν με πραγματικά γεγονότα και νομικά σημεία της υπόθεσης.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή για παραβίαση του Άρθρου 13Α των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) διαπιστώνω από τα στοιχεία του διοικητικού του φακέλου (στο εξής «ΔΦ») ότι ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τη διαδικασία της συνέντευξης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, καθώς και για το δικαίωμα προσφυγής του στο Δικαστήριο. Κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις από τον λειτουργό για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος του, όσο και τα επιμέρους ζητήματα που τον αφορούν, και ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία. Θεωρώ ότι οι πλείστες ερωτήσεις ήτο ανοικτού τύπου όπου ο Αιτητής μπορούσε να αναφέρει ό,τι επιθυμούσε, είχε την ευκαιρία να προσθέσει στοιχεία και να συμπληρώσει τις οποιεσδήποτε δηλώσεις του. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση και η διαδικασία συνέντευξης έγινε στην Αγγλική γλώσσα, κατανοητή στον Αιτητή. Υπάρχει δε υπογραφή του Αιτητή και του εξεταστή σε κάθε σελίδα της συνέντευξης του, ενώ και στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης ο Αιτητής πιστοποίησε με την υπογραφή του επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες και απαντήσεις του που καταγράφηκαν κατά τη συνέντευξη και ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου τους. (ερυθρά 24-19 ΔΦ) Εξάλλου, εάν ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585). Δεν προνοείται από τον Νόμο και/ή την νενομισμένη διαδικασία να υπάρχει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια για την διενέργεια της συνέντευξης. Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης. Επίσης, λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι ισχυρισμοί γεγονότων που πρόβαλε ο Αιτητής μέσω των δικηγόρων του κατά την ενώπιον μου διαδικασία, ο ισχυρισμός ότι δεν του δόθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας ως προνοείται στο Άρθρο 13(4) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), καθώς και οι ισχυρισμοί περί μη εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης του και μη δέουσας έρευνας για τις συνθήκες που επικρατούν στην χώρα καταγωγής του κατά παράβαση των Άρθρων 17 και 18(3) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000).

 

Με βάση τα όσα καταγράφηκαν στη συνέντευξη του Αιτητή, αυτός ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς και ακαδημαϊκούς λόγους.  Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι επιθυμούσε τη μόνιμη παραμονή του στην Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό να εργαστεί και να συνεχίσει τις σπουδές του.  Ανέφερε, ακόμη, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, θα αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. (ερυθρό 20 1Χ, 3Χ ερυθρό 22 2Χ, 4Χ-6Χ, ερυθρό 21 6Χ ΔΦ).  Ο Αιτητής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Nkwerre, της τοπικής αρχής Nkwerre, του ΙΜΟ State. (ερυθρό 24 1Χ, ερυθρό 22 7Χ ΔΦ). Από το περιεχόμενο του φακέλου διαπιστώνω ότι ο λειτουργός, αφού στηρίχθηκε σε διεθνείς πηγές χαρτογράφησης που επιβεβαίωναν τις πληροφορίες, τις οποίες ο Αιτητής έδωσε σχετικά με τις περιοχές διαμονής και καταγωγής του (ερυθρό 24 1Χ, ερυθρό 22 7Χ-8Χ, ερυθρά 30-28 ΔΦ) ως επίσης και το πρωτότυπο διαβατήριο που ο ίδιος προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρό 23 2Χ, ερυθρά 12-11 ΔΦ), αποδέχθηκε ως τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή την πόλη Nkwerre, της τοπικής αρχής Nkwerre, του ΙΜΟ State (ερυθρό 54 ΔΦ).  Ακόμη, έκρινε ότι η τεκμηριώθηκε η εσωτερική και η εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή σχετικά με τον ισχυρισμό του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς και ακαδημαϊκούς λόγους. 

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι ο λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ήτοι οικονομικοί λόγοι και αναζήτηση καλύτερων προοπτικών, δεν μπορούν να συνδεθούν με οποιασδήποτε μορφής δίωξη ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000). Ούτε έχει καταδειχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000)

 

Ούτε η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[1] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου[2] (σε αντίθεση με όσα παραπέμπει μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης που δεν συνδέονται ουσιωδώς με την περίπτωση του) επιβεβαιώνονται τα ευρήματα του λειτουργού.

 

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του Άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000), με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ.26/05/23 ορίζει την χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, ο ίδιος δεν έχει τεκμηριώσει ότι στην χώρα του δεν είναι ασφαλής λόγω των ειδικών του περιστάσεων. 

 

Επομένως, με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[2] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο