ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ. 1580/23

 

12 Ιανουαρίου, 2024

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Μεταξύ:

C.B.B. (ARC-58XXXXXΧΧ), εκ Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και τώρα Λευκωσία

Αιτητή

και

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Τζ. Μπενίτο για Πιερίδη και Πιερίδη ΔΕΠΕ  (κος), Δικηγόροι, για τον Αιτητή

Ν. Ιερωνυμίδης (κος), για τους καθ' ων η αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο  Αιτητής αιτείται:

Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 30/03/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 27/04/2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής, υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ») σύμφωνα με δικές του δηλώσεις εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής νόμιμα στις 09/10/2022 και αφήχθη  μέσω Κωνσταντινούπολης στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας. Στις 10/11/2022 εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και την ίδια ημέρα υπέβαλε αίτηση για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Στις 21/03/2023 διεξήχθη η προφορική του συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος στις 30/03/2023 ετοίμασε έκθεση/εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Την ίδια ημέρα ο εξουσιοδοτημένος από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε του εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Στις 27/04/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή απόρριψης η οποία επιδόθηκε στον Αιτητή αυθημερόν. Στις 25/05/2023 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή, δια της οποίας προσβάλλεται η από 30/03/2023 απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Κατά την γραπτή αγόρευση, ο δικηγόρος του Αιτητή προβάλει τους παρακάτω νομικούς ισχυρισμούς:

H απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας, επικαλούμενος παράβαση του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου. Συγκεκριμένα, προβάλλει ότι ο χρόνος της συνέντευξης δεν ήταν αρκετός  και  πως η έκθεση ετοιμάστηκε μέσω μιας αυτοματοποιημένης διαδικασίας. Επιπλέον, υποστήριξαν πως η εξέταση, η εισήγηση απόρριψης καθώς και η τελική απόφαση ελήφθησαν από κατώτερους λειτουργούς, δίχως την εμπλοκή του προϊσταμένου.

Ο διερμηνέας που επιλέγη δεν ήταν ικανός  ώστε να διασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξήγαγε την προφορική συνέντευξή του, κατά παράβαση του άρθρου 13Α (9) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθώς η μετάφραση η οποία αποδόθηκε δεν ήταν ακριβής.

Μη δέουσα έρευνα και έλλειψη αιτιολογίας από τον αρμόδιο λειτουργό ως κατονομάζεται στους Περί Προσφύγων Νόμους, επικαλούμενος σχετική νομοθεσία. Λόγω αυτού, οι συνήγοροι του Αιτητή ισχυρίζονται πως λανθασμένα ο Αιτητής κρίθηκε ως μη αξιόπιστος.

Παράλειψη εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Οι Καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε, δε, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Διεθνές Δίκαιο και τους Νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων αυτής, και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας των Καθ' ων η Αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχήν, θα πρέπει να τονιστεί ότι  τα νομικά σημεία στην αίτηση του Αιτητή  εγείρονται με γενικότητα και αοριστία.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

"7. Εκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.  Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον."

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.».

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636:

«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία.»

Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995στη σελ. 4.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ως προς την παραβίαση του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, κρίνω ότι η απόφαση λήφθηκε από αρμόδιο όργανο, ήτοι τον κο. Ανδρέα Αγρότη, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητική λειτουργό να λάβει την απόφαση και περαιτέρω ουδεμία απεμπόληση αρμοδιότητας υπήρξε.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου το οποίο ορίζει την έννοια του «Προϊσταμένου» που δύναται να αποφασίζει επί των αιτήσεων ασύλου ως εξής:

«"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»

Ο κος  Α. Αγρότης είναι εγκύρως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό για να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση ημερ. 09/06/2022 αποτελεί και μέρος του σχετικού διοικητικού φακέλου που έχει  καταχωρηθεί στο Δικαστήριο κατά το στάδιο των διευκρινήσεων (ερ. 81).

Αναφορικά με το ισχυρισμό του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας  έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωσ (βλ.απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, αυτός απορρίπτεται αφού η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, και συμπληρώνεται τόσο από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όσο και από την έκθεση της αρμόδιας λειτουργού των Καθ' ων η Αίτηση.  Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται με λεπτομέρεια οι ισχυρισμοί του Αιτητή και αξιολογείται όλη η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ενώ στο τέλος αξιολογούνται και τα όσα επικαλέστηκε ο Αιτητής στην αίτηση της για διεθνή προστασία και καταγράφονται εκτενώς οι λόγοι που οδήγησαν τους Καθ'ων η Αίτηση στην απόρριψη του αιτήματος της.

Όπως έχει διατυπωθεί και νομολογιακά, η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη ώστε να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους αλλά και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο σε ποια στοιχεία στηρίχθηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270).»

Περαιτέρω κρίνω ότι η διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν καθόλα νόμιμη. Ο Αιτητής ενημερώθηκε από τον αρμόδιο Λειτουργό για τη διαδικασία της συνέντευξης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ως Αιτητής διεθνούς προστασίας. Ενημερώθηκε επίσης για το δικαίωμα πρόσβασης στην έκθεση, καθώς και για το δικαίωμα  προσφυγής του στο Δικαστήριο,  όπως μπορεί να διαπιστωθεί από τα πρακτικά της συνέντευξης. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς  ερωτήσεις στον Αιτητή για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα και ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση και του  παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα στην μητρική του γλώσσα.

Μετά το τέλος της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός και ο Αιτητής  υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, ο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο:  «I the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate» (ερ. 27 ΔΦ) βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Ο διερμηνέας επίσης υπέγραψε το ακόλουθο περιεχόμενο: «I the undersignedcertify that I have accurately and thruthfully interpreted from Lingala to English language, all information and statements mentioned during the personal interview» (ερ. 27 ΔΦ), πιστοποιώντας ότι έκανε ακριβή και ορθή μετάφραση της συνέντευξης. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι ο διερμηνέας που επιλέγει κατά την προφορική του συνέντευξη δεν ήταν ικανός να διασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του ιδίου και του αρμόδιου λειτουργού που διεξήγαγε την προφορική συνέντευξή του απορρίπτεται.

Σημειώνεται άλλωστε ότι παρά το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί των συνηγόρων του Αιτητή περί του ότι η εξέταση, η εισήγηση απόρριψης καθώς και η τελική απόφαση ελήφθησαν από κατώτερους λειτουργούς δίχως την εμπλοκή του προϊσταμένου και ο ισχυρισμός περί του ότι ο διερμηνέας που επιλέγει δεν ήταν ικανός  ώστε να διασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξήγαγε την προφορική συνέντευξή, έχουν ήδη κριθεί και απορριφθεί από το παρόν Δικαστήριο κατ΄ επανάληψη , πλην όμως οι συνήγοροι του Αιτητή εξακολουθούν να τους εγείρουν δια του τυποποιημένου δικογράφου τους αορίστως και συνάμα αλυσιτελώς, δυσχεραίνοντας έτσι το έργο του παρόντος Δικαστηρίου.

Σε κάθε περίπτωση, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής  δήλωσε με την αίτηση του για διεθνή προστασία όσο και κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και όσα προσβάλει με την παρούσα Προσφυγή.

Αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας, με καταγωγή από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή ζούσε με την κοπέλα του, η οποία ήταν κόρη ενός γερουσιαστή, ο οποίος έτυχε να είναι και πρόεδρος της ομάδας επί της οποίας ο Αιτητής έπαιζε ποδόσφαιρο. Όταν περιήλθε εις γνώση του γερουσιαστή η σχέση της κόρης του με τον Αιτητή, εκείνος απέπεμψε τον Αιτητή από την ομάδα που αγωνιζόταν και έστειλε κάποια άτομα να τον απαγάγουν. Τα εν λόγω άτομα απήγαγαν τον Αιτητή και τον οδήγησαν σε μια τοποθεσία επί της οποίας τον ανάγκασαν να υπογράψει ένα έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος συμφώνησε να τον σκοτώσουν σε περίπτωση που δεν χωρίσει με τη σύντροφό του. Ακολούθως ο Αιτητής ζήτησε από τη σύντροφό του να χωρίσουν, πλην όμως εκείνη διαφώνησε και συνέχισε να τον επισκέπτεται. Τότε ο πατέρας της έστειλε εκ νέου άγνωστα άτομα να απαγάγουν τον Αιτητή, τα οποία μετέβησαν στην οικία του φορώντας μάσκες και τον προειδοποίησαν ότι αν συνεχίσει να βλέπει τη σύντροφό του, θα τον σκοτώσουν. Έτσι ο Αιτητής υποβοηθούμενος από τη σύντροφό του εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής (ερ. 1, ΔΦ).

Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του απεβίωσε όταν ο ίδιος ήταν περίπου 3 με 5 ετών, ο δε πατέρας του τον εγκατέλειψε σε μικρή ηλικία. Ως εκ τούτου, ο Αιτητής δήλωσε ότι μεγάλωσε με τη γιαγιά του, η οποία εξακολουθεί να διαμένει στην Kinshasa μαζί με τους λοιπούς συγγενείς του.  Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άτεκνος πλην όμως πατέρας ενός ανήλικου τέκνου από προηγούμενη σχέση. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ σε σχέση με το επάγγελμά του δήλωσε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής (ερ. 40 -37 ΔΦ).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι διέμενε με τη σύντροφό του D., η οποία ήταν κόρη του προέδρου της ομάδας επί της οποίας αγωνιζόταν ως ποδοσφαιριστής. Όταν ο πατέρας της αντιλήφθηκε τη σχέση που η κόρη του διατηρούσε με τον Αιτητή, έδιωξε τον τελευταίο από την ομάδα που αγωνιζόταν, με αποτέλεσμα να του στερήσει κάθε εισόδημα. Ένα βράδυ επισκέφτηκαν τον Αιτητή αγνώστων στοιχείων άτομα και τον απείλησαν λέγοντάς του ότι αν δεν διακόψει τη σχέση του με τη D. θα τον σκοτώσουν, πλην εκείνος συνέχισε να τη συναντά κρυφά. Στη συνέχεια ο Αιτητής προέβαλε ότι στις 29 Ιουνίου 2022 έπεσε θύμα απαγωγής και οδηγήθηκε από τους απαγωγείς του στην περιοχή Kinkole. Εκεί δήλωσε ότι άκουσε κάποιους εξ αυτών να αναφέρουν ότι θέλουν να τον σκοτώσουν, ενώ άλλοι ανέφεραν ότι θα έπρεπε να του αποσπάσουν χρήματα προκειμένου να τον αφήσουν ελεύθερο. Στη συνέχεια ένας εκ των απαγωγέων έδωσε στον Αιτητή ένα έγγραφο προς υπογραφή, το οποίο ο τελευταίος υπογράφοντάς το συμφώνησε να τον σκοτώσουν σε περίπτωση που δεν διέκοπτε τη σχέση του με τη D. Ακολούθως ο Αιτητής αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς του. Αφού αποκάλυψε σε κάποια άτομα τι είχε συμβεί, τα εν λόγω άτομα του συνέστησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Στη συνέχεια η σύντροφός του τον ενημέρωσε ότι ο πατέρας της είχε θυμώσει και σκόπευε να τον σκοτώσει και έτσι ο Αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ (ερ. 35 ΔΦ).

Κατά τη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος και κληθείς να παραθέσει λεπτομέρειες αναφορικά με τη σχέση του με τη D., o Αιτητής ρωτήθηκε πότε τη γνώρισε και απάντησε ότι δε θυμάται, επικαλούμενος ακολούθως ότι τη γνώρισε το 2022 (ερ. 34 2Χ,3Χ ΔΦ). Ζητηθείς να προσδιορίσει τον τρόπο που τη γνώρισε, ο Αιτητής επικαλέστηκε τη γνωριμία τους μέσω ενός φίλου του. Ζητηθείς να περιγράψει τη σχέση του με την εν λόγω κοπέλα, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ήταν καλή (ερ. 7Χ, ΔΦ). Ερωτηθείς πόσο διήρκησε η σχέση του με τη D., o Αιτητής απάντησε ότι η σχέση τους διήρκησε για περίπου 8 μήνες (ερ. 6Χ, ΔΦ). Σε σχέση με τον πατέρα της συντρόφου του, ο Αιτητής αρχικά προέβαλε ότι δε γνωρίζει για ποιο λόγο ήταν αντίθετος με τη σχέση τους, ενώ ακολούθως προέβαλε ότι εκείνος δεν ήθελε η κόρη του να παντρευτεί ποδοσφαιριστή (ερ. 33 2Χ, 3Χ ΔΦ). Κληθείς να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον πατέρα της συντρόφου του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ονομαζόταν Adenis Ngambie και ήταν γερουσιαστής και πρόεδρος της ομάδας JST (Jeunese Sportif de Tshangu), επί της οποίας ο Αιτητής αγωνιζόταν ως ποδοσφαιριστής (ερ. 33 7Χ ΔΦ). Ερωτηθείς ποια ήταν η ηλικία του πατέρα της D., ο Αιτητής απάντησε ότι δε γνωρίζει (ερ. 33 5Χ ΔΦ), ενώ όταν του ζητήθηκε να κατονομάσει το πολιτικό κόμμα του οποίου ο πρώτος ήταν μέλος, ο Αιτητής επέδειξε εκ νέου άγνοια (ερ. 33 10Χ, ΔΦ). Ως προς το εάν ο πατέρας της συντρόφου του εξακολουθεί να είναι γερουσιαστής στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι δε γνωρίζει (ερ. 33 12Χ ΔΦ). Σχετικά με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από τον πατέρα της συντρόφου του, ο Αιτητής ρωτήθηκε πότε άρχισε απειλείται και απάντησε ότι άρχισε να δέχεται απειλές το Μάιο του 2022, το δε Ιούνιο του ιδίου χρόνου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (ερ. 32 5Χ, ΔΦ). Κληθείς να περιγράψει τις απειλές που αρχικά δέχτηκε από τον πατέρα της συντρόφου του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο τελευταίος τον ρώτησε τι είδους σχέση διατηρούσε με την κόρη του και όταν ο Αιτητής απάντησε ότι διατηρούν φιλική σχέση, ο πατέρας της του ζήτησε να τη διακόψουν (ερ. 6Χ, ΔΦ). Ζητηθείς να προσδιορίσει τον αριθμό των απειλών που δέχτηκε, ο Αιτητής προέβαλε ότι τα άτομα που έστειλε ο πατέρας της D. την πρώτη φορά τον προειδοποίησαν και τη δεύτερη φορά των απήγαγαν (ερ. 32 7Χ, ΔΦ). Ερωτηθείς πότε τον απείλησε ο πατέρας της συντρόφου του, ο Αιτητής προέβαλε ότι επρόκειτο να επιβιβαστεί σε ένα ΤΑΧΙ, πλην όμως κάποια άτομα τον άρπαξαν, τον μετέφεραν σε ένα άλλο όχημα και του ζήτησαν να διακόψει τη σχέση του με τη D. (ερ. 32 8Χ, ΔΦ). Κληθείς να αποσαφηνίσει αν ποτέ του μίλησε ο ίδιος ο πατέρας της D., ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (ερ. 32 9Χ, ΔΦ).

Αναφορικά με τη φερόμενη απαγωγή του, ο Αιτητής ρωτήθηκε ποιος τον απήγαγε και απάντησε ότι επρόκειτο για 4 άγνωστα προς τον ίδιο άτομα (ερ. 32 11Χ, 12Χ, 13Χ ΔΦ). Ζητηθείς να περιγράψει την τοποθεσία επί της οποίας κρατήθηκε από τους απαγωγείς του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι δεν μπορεί να το περιγράψει διότι το συγκεκριμένο μέρος βρισκόταν μέσα στο δάσος και ο ίδιος δεν είχε μεταβεί ποτέ κατά το παρελθόν εκεί (ερ. 31 3Χ, ΔΦ). Σε σχέση με το τι αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της απαγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μεταφέρθηκε σε ένα υπό κατασκευή κτήριο όπου οι απαγωγείς του διαφωνούσαν για το εάν έπρεπε να τον σκοτώσουν ή να τον υποχρεώσουν να υπογράψει ένα έγγραφο/συμφωνητικό. Αφού κατέληξαν στο δεύτερο και ο Αιτητής αναγκάστηκε να το υπογράψει το εν λόγω έγγραφο, ακολούθως οι απαγωγείς του τον άφησαν ελεύθερος στον κύριο δρόμο από όπου πήρε ένα ΤΑΧΙ και μετέβη στην οικία του (ερ. 31 5Χ, ΔΦ). Ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου/συμφωνητικού που φέρεται να αναγκάστηκε να υπογράψει, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν το διάβασε (ερ. 31 8Χ, ΔΦ).

Στη συνέχεια ζητήθηκε από τον Αιτητή να σχολιάσει τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε. Συγκεκριμένα, του ζητήθηκε να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο κατά την υποβολή του αιτήματός του δήλωσε ότι απήχθη δύο φορές ενώ κατά τη διάρκεια της προφορικής τους συνέντευξης δήλωσε ότι απήχθη μόνο μία φορά, και εκείνος αποκρίθηκε ότι την πρώτη φορά οι απαγωγείς του τον έβαλαν στο αυτοκίνητό τους (ερ. 1, 42 4Χ -6Χ, 30 4Χ -7Χ ΔΦ).

Κληθείς να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους κατά την υποβολή του αιτήματός του δήλωσε ότι μετά τις απειλές που δέχτηκε διέκοψε στη σχέση με τη σύντροφό του ενώ κατά την προφορική του συνέντευξη δήλωσε ότι συνέχισαν να  βλέπονται κρυφά, ο Αιτητής απάντησε ότι δε γνωρίζει .(ερ. 30 8Χ, 10Χ ΔΦ).

Ζητηθείς να σχολιάσει την αντίφαση ανάμεσα στην υποβολή του αιτήματός του επί της οποίας δήλωσε ότι υπέγραψε το έγγραφο που του έδωσαν οι απαγωγείς του την πρώτη φορά που απήχθη, ενώ κατά την προφορική του συνέντευξη δήλωσε ότι αυτό συνέβη κατά το περιστατικό της μοναδικής του απαγωγής, ο Αιτητής απάντησε ότι δήλωσε αυτά που γνωρίζει (ερ. 1, 42 4Χ-6Χ, 30 12Χ -13Χ, ΔΦ).

Κληθείς να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους προσπάθησε να εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα αφού σκοπός του ήταν να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής προέβαλε ότι ήθελα να μεταβεί σε άλλη χώρα για οικονομικούς λόγους και προς αναζήτηση εργασίας (ερ. 28 4Χ ΔΦ).

Ως προς το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσει ο πατέρας της συντρόφου του και επικαλέστηκε το έγγραφο-συμφωνητικό που υπέγραψε (ερ. 35 5Χ ΔΦ).

Εκ του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και έγινε δεκτός καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία.

Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός, ο οποίος αφορά τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, συνίσταται στις δηλώσεις του περί του ότι απειλήθηκε από τον πατέρα της συντρόφου του επειδή ο εκείνος δεν επιθυμούσε τον γάμο της κόρης του με ποδοσφαιριστή, έτυχε απόρριψης.

Ειδικότερα, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι ο Αιτητής, δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ικανοποιητικές και σαφείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του ισχυρισμού του περί δίωξης από τον πατέρα της συντρόφου του, καθώς υπέπεσε σε πλήθος αντιφάσεων και οι δηλώσεις του στερούντο συνέπειας, ευλογοφάνειας και σαφήνειας. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής αρχικά δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το χρόνο κατά το οποίο γνώρισε την D., ενώ αδυνατώντας να προσδιορίσει από πότε μέχρι πότε αποτέλεσαν ζευγάρι, επικαλέστηκε αορίστως ότι η σχέση τους διήρκησε για 8 μήνες. Παράλληλα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, τον τρόπο που γνώρισε τη D. αφού υπέβαλλε αορίστως ότι γνωρίστηκαν μέσω ενός φίλου. Ως προς τον τρόπο και το χρόνο που φέρεται να χώρισε με τη σύντροφό του, εντοπίστηκε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις καθώς αρχικά δήλωσε ότι χώρισαν όταν ο ίδιος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, στη συνέχεια ωστόσο προέβαλε ότι διατηρούν ακόμα τη σχέση τους εξ αποστάσεως. Αν και του δόθηκε η δυνατότητα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει την εν λόγω αντίφαση και να απαντήσει με σαφήνεια στο ερωτήματα που του τέθηκε (ερ. 34 1Χ-6Χ, 34 15Χ, 31 13Χ -16Χ, 30 1Χ-3Χ ΔΦ).

Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το λόγο που ο πατέρας της συντρόφου του ήταν αντίθετος στη σχέση που ο ίδιος διατηρούσε με την κόρη του, αφού αρχικά δήλωσε χωρίς ουσιαστικά να απαντά στο ερώτημα που του τέθηκε,  ότι ο ίδιος δεν είχε κάποιο πρόβλημα μαζί του, στη δε συνέχεια επικαλέστηκε γενικόλογα ότι ο πατέρας της D. δεν ήθελε η κόρη του να παντρευτεί με ποδοσφαιριστή, χωρίς ωστόσο να στοιχειοθετεί ή να πλαισιώνει περαιτέρω τις δηλώσεις του (ερ. 34 17Χ, 33 2Χ -3Χ ΔΦ).

Ζητηθείς άλλωστε να παραθέσει λεπτομέρειες αναφορικά με τον πατέρα της D., o Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ούτε την ηλικία του, ούτε το που ήταν γερουσιαστής, ούτε το εάν άνηκε σε κάποιο πολιτικό κόμμα, πληροφορίες που θα αναμενόταν   ευλόγως να γνωρίζει λόγω του ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, εργαζόταν στην ποδοσφαιρική ομάδα του πρώτου επί 4ετίας (ερ. 45-44, 33 4Χ -13Χ, 32 1Χ ΔΦ).

Αναφορικά με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από τον πατέρα της D., o αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι πατέρας της συντρόφου του αρχικά του ζήτησε να διακόψει τη σχέση του με την κόρη του, πλην όμως στη συνέχεια διαφοροποίησε τον ισχυρισμό του δηλώνοντας ότι ουδέποτε μίλησε κατ’ ιδίαν με αυτόν (ερ. 32 6Χ, 32 9Χ ΔΦ).

Ως προς το περιστατικό κατά το οποίο φέρεται να προειδοποιήθηκε την πρώτη φορά από άγνωστα άτομα τα οποία είχε στείλει ο πατέρας της D., o Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό, καθώς απάντησε ότι δε γνωρίζει (ερ. 32 8Χ, 35 1Χ ΔΦ).

Ως προς το περιστατικό της φερόμενης απαγωγής του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι ο Αιτητής αρχικά δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το μέρος επί του οποίου κρατήθηκε επικαλούμενος ότι η εν λόγω τοποθεσία βρισκόταν στο δάσος και ουδέποτε είχε μεταβεί εκεί, πλην όμως στη συνέχεια προέβαλε ασαφώς ότι επρόκειτο για ένα ημιτελές κτίσμα. Ως προς το έγγραφο που φέρεται να αναγκάστηκε να υπογράψει, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το περιεχόμενό του καθώς δήλωσε χωρίς ευλογοφάνεια ότι ουδέποτε το διάβασε, γεγονός που θα αναμενόταν ευλόγως δεδομένης της κατάστασης που ο Αιτητής φέρεται να αντιμετώπιζε. Σε αντιφάσεις υπέπεσε ο Αιτητής ακόμα και ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες αφέθηκε ελεύθερος, αφού αρχικά δήλωσε ότι επέστρεψε στην οικία του με λεωφορείο, στη συνέχεια όμως προέβαλε ότι επέστρεψε με ΤΑΧΙ (ερ. 35 1Χ, 32 10Χ-15Χ, 31 1Χ-5Χ, 31 7Χ-9Χ ΔΦ).

Ολοκληρώνοντας την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός προσέθεσε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει της αντιφάσεις που προέκυψαν ως προς τον αριθμό των απαγωγών των οποίων φέρεται να έπεσε θύμα, ως προς το εάν και για ποιο λόγο διατηρεί ακόμα εξ αποστάσεως σχέση με τη σύντροφό του, ως προς το εάν υπέγραψε το έγγραφο που τον ανάγκασαν οι απαγωγείς του να υπογράψει την πρώτη ή τη δεύτερη φορά που απήχθη, αλλά ούτε και το λόγο για τον οποίο προσπάθησε να εγκαταλείψει την Κύπρο παράνομα, δεδομένου ότι είχε ήδη υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας (ερυθρά 72-71 ΔΦ).

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις και/ή περιγραφές του Αιτητή δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Περνώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανευρέθη η ύπαρξη ενός γερουσιαστή ονόματι Adenis Ngambani Ngovoli και όχι «Adenis Ngambanie», όπως ο Αιτητής δήλωσε. Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες που αντλήθηκαν επιβεβαιώνουν ότι το εν λόγω πολιτικό πρόσωπο αποτελεί ανεξάρτητο γερουσιαστή της περιφέρειας Kinshasa, παρατηρείται ωστόσο ότι ο Αιτητής δεν  γνώριζε ουδεμία εκ των ανωτέρω πληροφοριών. Ούτε όμως ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί τον πρόεδρο της ποδοσφαιρικής ομάδας JST. Οι πληροφορίες που ανευρέθηκαν επιβεβαιώνουν, σε αντίθεση με τις δηλώσεις του Αιτητή, ότι το εν λόγω πρόσωπο κατέχει τη θέση του φροντιστή (tutor) στην ομάδα SYK (Sports Youth of Kinshasa). Παράλληλα, διεθνείς πηγές χαρτογράφησης αναφέρουν ότι η απόσταση ανάμεσα στις περιοχές Barumbu και Kinkole της Kinshasa,  απέχουν οδικώς περίπου  1 ώρα και όχι 2-3 όπως ο Αιτητής δήλωσε.

Συνεκτιμώντας την αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο στο σύνολό του καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικό περιστατικό.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, αφού ο μεν συνδεόμενος με τον εν εκπεφρασμένο φόβο του ισχυρισμός του απορρίφθηκε στο ως μη αξιόπιστος, η δε κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa διαφάνηκε, βάσει πληροφοριών που προέκυψαν κατόπιν σχετικής έρευνας, ως σταθερή.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για ένα από του πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό της απορρίφθηκε.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ., πιθανολογείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα.

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Kinshasa, εκ της οποίας προέκυψε μεν ότι ορισμένες περιοχές της Λ.Δ.Κ. πλήττονται από ένοπλες εσωτερικές συγκρούσεις, πλην όμως οι συγκεκριμένες περιοχές εντοπίζονται στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Η  δε Kinshasa χαρακτηρίζεται ως σχετικά ασφαλής περιοχή. Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης και των πληροφοριών που παρατέθηκαν, ο λειτουργός συνήγαγε ότι η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa δεν αποτυπώνεται από τις εξωτερικές πηγές ως αντικατοπτρίζουσα ένοπλη σύγκρουση ικανή να επιφέρει αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνδυαστικά με τα ανωτέρω το αίτημά του απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, κατέληξαν δε σε μια απόφαση η οποία κρίνεται από το Δικαστήριο ως αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και πλήρως αιτιολογημένη ως προς όλα της τα σκέλη.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία υποβάλλοντας ερωτήσεις ανοικτού τύπου δια των οποίων έδωσε τη δυνατότητα στον Αιτητή να παραθέσει όλα τα δεδομένα της υπόθεσής του.

Κρίνω επίσης ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από την εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν θεμελιώνουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ο οποίος συνδέεται με ένα από τους 5 λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται  στα άρθρα Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και  1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Ειδικότερα, ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό του Αιτητή αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τηςαφού οι σχετικές του δηλώσεις χαρακτηρίζονται από σαφήνεια και συνοχή, ενώ τα όσα ανέφερε επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης

Ως ορθή κρίνεται και η αξιολόγηση  του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με την απόρριψη του ισχυρισμού του Αιτητή περί παρελθούσας δίωξης από τον πατέρα της συντρόφου του,  αφού,  έχοντας ανατρέξει στο πρακτικό της προφορικής της του συνέντευξης, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσει την αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό, το οποίο ενδεχομένως μπορούσε να αποτελέσει πιθανή βάση ένταξης του Αιτητή στις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, ο Αιτητής  δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις του περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι κινδύνευε από τον  πατέρα της φερόμενης συντρόφου του, αφού τόσο το προ βληθέν αφήγημα όσο και οι απαντήσεις του στις υποβληθείσες εκ του λειτουργού ερωτήσεις χαρακτηρίζονται από ασάφεια, αοριστία, έλλειψη περιγραφικής λεπτομέρειας και ευλογοφάνεια κατά τρόπο ο οποίος δεν παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό. Εντοπίστηκε άλλωστε  πλήθος αντιφάσεων, τις οποίες ο Αιτητής δεν ήταν  σε θέση να εξηγήσει αν και του δόθηκε επανειλημμένα η δυνατότητα. Καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έχει αναλύσει εκτενώς τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός, το Δικαστήριο ενδεικτικά θα επισημάνει ότι από το σύνολο της συνέντευξής του Αιτητή, παραμένουν ασαφείς οι  λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής φέρεται να εκδιώχθηκε και να εξακολουθεί να κινδυνεύει από τον πατέρα της συντρόφου. Παράλληλα, οι αντιφάσεις που προέκυψαν ανάμεσα στις δηλώσεις που ο Αιτητής προέβη σε διαφορετικά στάδια της διοικητικής διαδικασίας, όπως για παράδειγμα των αριθμό των απαγωγών καθώς και το πότε φέρεται να αναγκάστηκε να υπέγραψε το έγγραφο που οι απαγωγείς του τον ανάγκασαν να υπογράψει, συνηγορούν υπερ της κρίσης περί αναξιοπιστίας του ισχυρισμού του. Το Δικαστήριο αξιολογεί τον ισχυρισμό του Αιτητή ως προς τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής ως ένα ασαφές και συγκεχυμένο συνονθύλευμα αόριστων δηλώσεων περί δίωξης του Αιτητή από τον πατέρα της φερόμενης συντρόφου του, το οποίο ωστόσο δεν προβλήθηκε κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματική εμπειρία του Αιτητή.  Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του Αιτητή, δεδομένης της εκτενούς έρευνας στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο έκρινε ήδη τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο, κρίνεται ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Ολοκληρώνοντας την αξιολόγηση των δηλώσεων του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με του Καθ΄ ων η αίτηση, στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο, αφού κρίνεται ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικό περιστατικό.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ενδυναμώνεται άλλωστε και από τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι προσπάθησε να εγκαταλείψει παράνομα την Κύπρο προκειμένου να μεταβεί σε μια άλλη χώρα όπου θα μπορέσει να εργαστεί και να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους.

Εν πάσει περιπτώσει  κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγηση του, ευλόγως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θεμελιώθηκε η αξιοπιστία των δηλώσεών του Αιτητή και συνεπώς δεν μπορεί να του παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή/ της αιτήτριας και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI   ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων αναφέρεται ότι "το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους". Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο συντάσσεται πλήρως με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε περί μη πλήρωσης των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος αφού ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Ακολούθως, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική µεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στηνυπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji vStaatssecretaris van Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρεται ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής[2].

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη Kinshasa, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα σχετικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες ασφαλείας, εκ της οποίας προέκυψε ότι η κατάσταση παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ.Κ., καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και η διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων[3].

Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας αλλά και της χώρας καταγωγής, δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν είτε τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων, αφού, από τις ανωτέρω παρατεθείσες πληροφορίες, προκύπτει  ότι οι μη κρατικοί ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ[4]. Σύμφωνα άλλωστε και με την ενημέρωση του ACLED, που συντάχθηκε από το Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation (ACCORD), αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στη Λ.Δ.Κ. το τελευταίο τρίμηνο του 2021, προκύπτει ότι μόνο οι επαρχίες Ιturi, North Kivu και South Kivu στα ανατολικά της χώρας βρίσκονται υπό τεταμένο καθεστώς ένοπλης βίας[5].

Αναλύοντας τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 05/01/2023 έως 05/01/2024, σημειώθηκαν στην εν λόγω περιφέρεια 55 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 71 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 23 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (49 θάνατοι), 25 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (2 θάνατοι), 47 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος), καταγράφηκαν 7 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων ( 20 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας/ εκρήξεων[6]. Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[7],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (71 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

Η κατάσταση γενικευμένης βίας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαρκή, γενικά και παρατεταμένα επίπεδα βίας σε μια χώρα ή σε μια περιοχή. Δεν αρκεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης η διαπίστωση σποραδικών και μεμονωμένων περιστατικών τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων βίαιων επεισοδίων ούτε αυξημένης εγκληματικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και των μέτρων για τη δημόσια ασφάλεια κάθε οργανωμένου κράτους.

Τα παραπάνω υποδηλώνουν, στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και μέρος όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής,  δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως κατά αμάχων, υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Δεδομένου λοιπόν ότι στην πόλη Kinshasa η κατάσταση ασφαλείας δεν παρουσιάζεται ως αντικατοπτρίζουσα συνθήκες εξωτερικής ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ικανές να επιφέρουν  αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω αξιολόγηση των κριτηρίων υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19(2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου όπως η εφαρμογή της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας».

Βάσει λοιπόν της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις.

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε έπειτα από δέουσα, πλήρη και εξατομικευμένη έρευνα και αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης και των δηλώσεων που προέβαλε ο Αιτητής τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

 Βούλα Κουρουζίδου – Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115).»

[2] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf), [ημερ. πρόσβασης 11/01/2024]

[3] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερ. πρόσβασης 11/01/2024]

[4] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdfHRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση:https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo,   UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.htmlUSAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdfκαι CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, [ημερ. πρόσβασης 11/01/2024]

[5] ACLED, Democratic Republic of Congo, Fourth Quarter 2021: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 30 Μαΐου 2022,  https://www.ecoi.net/en/file/local/2074522/2021q4DemocraticRepublicofCongo_en.pdf [ημερ. πρόσβασης 11/01/2024].

[6] ACLEDDashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: 05/01/2023 - 05/01/2024, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Kinshasahttps://acleddata.com/dashboard/#/dashboard [ημερ. πρόσβασης 11/01/2024].

[7] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερ. πρόσβασης 11/01/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο