ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 1666/2023

 

30 Ιανουαρίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Ν.E.Α.

Αιτητής

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

Χρ. Ματθαίου για Νίκος Α. Λοΐζου και Χρίστος Γ. Χριστούδιας (κ.), Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Π. Βρυωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 4.3.2023 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθώς κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία. Εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του στις 10.3.2021 και στη συνέχεια εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Περί τις 23.6.2021, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 11.2.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου(στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 4.3.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 5.5.2023, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.                Ο Αιτητής προβάλλει για πρώτη φορά στο πλαίσιο των γεγονότων του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας ισχυρισμό περί κινδύνου κατά της ζωής του στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας πολιτικών, θρησκευτικών, εθνικών, στρατιωτικών αντιπαραθέσεων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του και λόγω της δικής του ανάμειξης σε τέτοιες δραστηριότητες και των απειλών που δέχθηκε τόσο για πολιτικούς, επιπροσθέτως των θεμάτων κληρονομικής ιδιοκτησίας και των απειλών που δέχτηκε για την ζωή του, που προέβαλε κατά την διοικητική διαδικασία και τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του.

 

3.                Στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης, ο Αιτητής προωθεί ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, με απουσία έκθεσης εκ μέρους του αρμόδιου λειτουργού και κυρίως άνευ ύπαρξης απόφασης του Προϊσταμένου, ενώ περαιτέρω ότι απουσιάζει το πρακτικό απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου από το οποίο να προκύπτει η αιτιολογία της επίδικης πράξης. Προωθείται περαιτέρω ότι η επίδικη πράξη στερείται αιτιολογίας. Τέλος, ο Αιτητής επικαλείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης 

 

4.                Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, υπεραμύνονται της επίδικης απόφασης προβάλλοντας κατά την προφορική τους αγόρευση ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή ανήκει στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (ΚΔΠ 166/2023). Υποβάλλουν τέλος ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί κτηματικών διαφορών που επικαλείται ο τελευταίος δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Το νομικό πλαίσιο

5.                Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.                Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.                Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Προσφύγων νόμου, ο όρος «Προϊστάμενος» ορίζεται ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·».

 

8.                Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.                Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

10.              Εκ προοιμίου, επισημαίνω ότι η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως, τα οποία δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247»].

 

11.             Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων ακύρωσης με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. 

 

12.             Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι το ζήτημα που εγείρεται αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου, παρά το γεγονός ότι δεν δικογραφείται δεόντως στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της παρούσας διαδικασίας, εντούτοις ως θέμα απτόμενο δημοσίας τάξεως, δύναται να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο.

 

13.              Εν προκειμένω, θα προχωρήσω στην εξέταση αυτού του εγειρόμενου λόγου προσφυγής, καθώς έχω ενώπιόν μου όλα τα ουσιώδη στοιχεία. Ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έκδοσης της απόφασης από αναρμόδιο πρόσωπο εδράζεται σε δύο επιμέρους ζητήματα. Αφενός, του κατά πόσο ο κ. Α. Α. είχε την εξουσία να ενεργήσει ως Προϊστάμενος εκδίδοντας την επίδικη πράξη και αφετέρου, εάν η έγκριση/ έκδοση της επίδικης πράξης έγινε κατά τρόπο που να μπορεί να αποδοθεί σε αυτήν η έκδοση της  σύμφωνα με τον προσήκοντα τύπο και κατόπιν άσκησης της δικής της αποφασιστικής αρμοδιότητας ή και χωρίς την τήρηση πρακτικού.

 

14.             Ως προς το πρώτο σκέλος, επισημαίνω, ότι δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.

 

15.             Δυνάμει του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω, Προϊστάμενος με την έννοια του εν λόγω άρθρου, και άρα πρόσωπο το οποίο έχει, μεταξύ άλλων, και εξουσία να εκδίδει απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης και της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, υπάρχει ρητή πρόνοια στον περί Προσφύγων Νόμων, η οποία επιτρέπει την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385).

 

16.             Ο Υπουργός Εσωτερικών με εξουσιοδότησή του ημερομηνίας 9.6.2022, εξουσιοδότησε τον κ. Α. Α. να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας.  Η επίδικη πράξη εκδόθηκε στις 4.3.2023. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι κατά τον κρίσιμο ουσιώδη χρόνο, ο κ. Α.Α. ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

17.             Την ίδια κατάληξη είχε και η αδελφή μου δικαστής κ. Παπαντωνίου στην απόφασή της στην προσφυγή αρ. ΔΔΠ 190/19, G.Dv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 18.8.2020, με το σκεπτικό και την κατάληξη, της οποίας συμφωνώ και υιοθετώ. 

 

18.              Θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση του ισχυρισμού του Αιτητή ότι οι σχετικές σφραγίδες και η μονογραφή όπως καταγράφονται ανωτέρω, δεν συνιστούν προσήκουσα έκδοση της επίδικης πράξης και ότι περαιτέρω, ελλείπει εν προκειμένω η ύπαρξη άρτιου πρακτικού.

 

19.             Αντίστοιχο ζήτημα και ισχυρισμό εξέτασε η αδελφή μου δικαστής κ. Μιχαηλίδου σε πρόσφατη απόφασή της (Βλ. Υπόθεση Αρ. 577/2020, D.Sv. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 28.9.2020, και την  μνημονευόμενη εκεί νομολογία), την κατάληξη της οποίας υιοθετώ.

 

20.             Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, καταλήγω ότι στην παρούσα περίπτωση όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι κα Α. Ανδρέου, υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο, το οποίο προβαίνει στην έγκριση και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, καταλήγω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να ανατρέπει αυτό το τεκμήριο (Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, βλ. Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

21.             Περαιτέρω, απολύτως θεμιτή, σύμφωνα και με την παρατεθείσα νομολογία, είναι και η έγκριση της εισήγησης της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία με την έγκρισή της αποτελεί την αιτιολογική βάση της εκδιδόμενης απόφασης, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η επανάληψη της αιτιολογίας σε ξεχωριστό έγγραφο και χωρίς αυτό να θεωρείται εγκατάλειψη της δική του αποφασιστικής αρμοδιότητας. Tο άρθρο 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω καθώς αφορά στην υποχρέωση τήρησης πρακτικών κατά τις συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων. Αντίθετα, Συναφές είναι το άρθρο 17(8) του ιδίου νόμου δυνάμει του οποίου δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα. Εν προκειμένω, η υιοθέτηση της Έκθεσης/ Εισήγησης, η οποία εμπεριέχει πολύ συγκεκριμένη ανάλυση και εισήγηση, δεν συνιστά αποχή από την άσκηση της εξουσίας του αποφασίζοντος οργάνου αλλά με την έγκρισή της εκδόθηκε η επίδικη πράξη και το περιεχόμενο της εισήγησης καθίσταται παράλληλα η αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.

 

22.              Όπως υπαγορεύει η πρακτική που ακολουθείται στον δημόσιο τομέα και η λογική προσέγγιση των πραγμάτων, κανένας Διευθυντής δεν λειτουργεί χωρίς την υποστήριξη στελεχωμένης υπηρεσίας. Υπάρχει δε εγγενής εξουσιοδότηση όλων των λειτουργών να ενεργούν στο πλαίσιο των οδηγιών τους. Κατά αναλογία δεν αναμένεται ευλόγως από τον Προϊστάμενο να διενεργεί ο ίδιος ως φυσικό πρόσωπο όλες τις συνεντεύξεις και να προβαίνει ο ίδιος σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προ της εκδόσεως της απόφασης επί αιτήσεως ασύλου, αλλά μπορεί να ενεργεί στη βάση εισήγησης λειτουργών που έχουν ακριβώς το καθήκον να προβαίνουν σε ενδελεχή εξέταση κάθε περίπτωσης και να συντάσσουν σχετικό εμπεριστατωμένο πόρισμα, το οποίο δύναται στη συνέχεια ο Προϊστάμενος να εγκρίνει, εκδίδοντας κατά αυτό τον τρόπο την απόφασή του (Βλ. Προσφυγή υπ' αριθμό: 42/2011, Guilan Zou v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2013, Προσφυγή υπ' αριθμό 1606/2015, Σολωμού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6.9.2018, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1159/2021 κ.α., Εgypt Air v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.4.2019). Σε σχέση με τον εν λόγω ισχυρισμό, ουδεμία ζημία αποδεικνύεται για τον Αιτητή εξ αυτού του λόγου σε κάθε περίπτωση.

 

23.             Ως εκ τούτου, και ο ισχυρισμός του Αιτητή περί ελλιπούς αιτιολογίας, πέραν του ότι εγείρεται κατά τρόπο αόριστο και άρα απαράδεκτο, δεν μπορεί και στην ουσία του να γίνει αποδεκτός. Αυτό απορρέει από το γεγονός ότι με την έγκριση της εισηγητικής έκθεσης από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, κατ' ουσία η αιτιολογία της εισήγησης αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της αιτιολογίας της επίδικης πράξης. Εξετάζοντας δε την εισηγητική έκθεση, η αιτιολογία της απόρριψης της αίτησης του Αιτητή προκύπτει εναργώς και συμπληρώνεται περαιτέρω από τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου (ιδίως την αίτηση ασύλου και τη συνέντευξη του Αιτητή). 

 

24.             Υπό το φως των ανωτέρω, απορρίπτεται ο ισχυρισμός του Αιτητή περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την επίδικη απόφαση, καθώς ο κ. Α. Α. ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος κατά τον κρίσιμο χρόνο για την έκδοση της επίδικης απόφασης και περαιτέρω, ο τρόπος με τον οποίο εξέδωσε την επίδικη πράξη, ήτοι την ρητή αναφορά του ονόματός του πλησίον της σφραγίδας έγκρισης της εισηγητικής έκθεσης και της μονογραφής αυτού, δεν αντίκειται σε οποιαδήποτε διάταξη και είναι σύμφωνη με την αρχή της κανονικότητας και καλύπτει περαιτέρω την επίδικη πράξη με το τεκμήριο της νομιμότητας. Το τεκμήριο αυτό δεν έχει ανατρέψει ο Αιτητής.

 

25.             Ως προς τους λοιπούς ισχυρισμούς περί παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί της επίδικης απόφασης και η εξουσία να τροποποιήσει αυτήν, καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους. Συνεπώς, οι εν λόγω ισχυρισμοί εγείρονται αλυσιτελώς, στην παρούσα υπόθεση, καθώς ο Αιτητής δεν προβάλλει ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που εν δυνάμει να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

 

26.             Παρατηρώ δε, ότι παρά την περί αντιθέτου τοποθέτηση του Αιτητή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, τα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν ήταν επαρκή και ανοικτής φύσεως και είχε τη δυνατότητα να εκθέσει και να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του. Επίσης παρατηρώ ότι ο Αιτητής έθεσε την υπογραφή του σε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης και στο τέλος αυτού, πιστοποιώντας ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά της διάρκεια της συνέντευξης και επιβεβαιώνοντας ότι τα καταγεγραμμένα αντικατοπτρίζουν επακριβώς τα λεχθέντα.

 

27.             Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

28.             Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).

 

29.             Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνονται συναφώς τα ακόλουθα: ο Αιτητής στο έντυπο της αίτησής του για άσυλο ανέφερε ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του τη δολοφονία του πατέρα του από τα αδέρφια του (τους θείους του Αιτητή) λόγω εδαφικών διαφορών. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, οι θείοι του τον κυνηγούσαν για να τον σκοτώσουν. Όπως τέλος κατέγραψε ο Αιτητής, η μητέρα του και η οικογένειά της τον βοήθησαν οικονομικά να εγκαταλείψει την χώρα του, να αφιχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία για να αιτηθεί άσυλο.

 

30.             Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Νιγηρίας. Ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του δήλωσε το χωριό Ekwe στην πόλη Owery, της τοπικής κυβερνητικής αρχής Isu της πολιτείας Imo. Δήλωσε επίσης, ότι για μερικά χρόνια μαζί με τους γονείς του έζησαν στην πολιτεία Abia λόγω της εργασίας του πατέρα του και πως για περίπου έξι χρόνια έζησε στην πολιτεία Lagos για εργασιακούς λόγους. Ωστόσο, τα τελευταία περίπου 5 χρόνια, μέχρι την στιγμή που εγκατέλειψε την χώρα του, βρισκόταν στην πόλη Owery.  Ως προς το θρήσκευμά του, δήλωσε ότι είναι Χριστιανός Καθολικός. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι είναι άγαμος και ότι ο πατέρας του έχει αποβιώσει τον Ιανουάριο 2019. Η μητέρα του ζει στην πόλη Owery, της τοπικής κυβερνητικής αρχής Isu της πολιτείας Imo και από τότε που εγκατέλειψε την χώρα του δεν έχει επικοινωνία μαζί της.  Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο ισχυρίστηκε ότι έχει αποφοιτήσει από το γυμνάσιο. Ως προς την επαγγελματική του πείρα, ισχυρίστηκε ότι για περίπου δύο χρόνια βοηθούσε τον πατέρα του σε αγροτικές εργασίες στην φάρμα τους.

 

31.             Ως προς το ταξίδι του, δήλωσε ότι ταξίδεψε νόμιμα, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από το αεροδρόμιο της Abuja φτάνοντας αεροπορικώς με φοιτητική άδεια στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία από όπου μετέβη στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατία περιοχές περίπου δύο μήνες μετά (βλ. ερυθρό 19 σημεία 2Χ, 3Χ, 4Χ, 11Χ και 12Χ του διοικητικού φακέλου) .

 

32.             Ερωτηθείς ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως μετά τον θάνατο του πατέρα του, λόγω του ότι ο Αιτητής είναι ο μοναδικός γιος του πατέρα του, οι θείοι του τον δίωκαν για να πάρουν την γη που ανήκε στον πατέρα του (βλ. ερυθρό 18 σημεία 8Χ και 10Χ του διοικητικού φακέλου). Κατά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των λόγων εγκατάλειψης της χώρας του, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον πατέρα του τον σκότωσαν οι θείοι του λόγω εδαφικών διαφορών. Ακολούθως, δήλωσε ότι οι θείοι του είναι πλούσιοι, ωστόσο, επιθυμούσαν να αποκτήσουν και την γη του Αιτητή για να κτίσουν σπίτι. Όταν ρωτήθηκε αν εν τέλει πήραν κατοχή της γης, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά την δολοφονία του πατέρα του αυτός προσπάθησε να διαφύγει («Then I run away»). Επιπρόσθετα, ο Αιτητής ρωτήθηκε αν του συνέβη κάτι του ίδιου προσωπικά απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρό 17 σημεία 1Χ-6Χ, 9Χ και 12Χ του διοικητικού φακέλου). Ως προς τις ενδεχόμενες συνέπειες επιστροφής στη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι πιθανόν οι θείοι του να τον σκοτώσουν και στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν προγραμματίζει να επιστρέψει στην χώρα του (βλ. ερυθρό 17 σημείο 13Χ και ερυθρό 16 σημείο 2x του δ.φ.)

 

33.             Αξιολογώντας τις πιο πάνω δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. ο μεν πρώτος αναφορικά με τη ταυτότητα του Αιτητή, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία και ο δε δεύτερος αναφορικά με τον κατ' ισχυρισμόν φόβο δίωξής του από τους θείους του λόγω της κτηματικής περιουσίας του πατέρα του, τον οποίο σκότωσαν οι θείοι του. Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός, καθώς οι πληροφορίες που έδωσε ο Αιτητής ήταν συνεκτικές και βρίσκονταν σε συνάρτηση με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

34.             Αντίθετα ο δεύτερος ισχυρισμός του κρίθηκε ως μη αξιόπιστος. Συγκεκριμένα, οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι οι απαντήσεις του Αιτητή ήταν αόριστες αποτυγχάνοντας να παρέχει ουσιαστικές πληροφορίες αναφορικά με το ότι οι θείοι του τον κυνήγησαν μετά τον θάνατο του πατέρα του, ακόμα και όταν του ζητήθηκε να διασαφηνίσει τον πιο πάνω ισχυρισμό του (βλ. ερυθρό 18 σημεία 8Χ και 10Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με τις πληροφορίες που ζητήθηκε από τον Αιτητή να παρέχει για την κτηματική διαφορά, ο Αιτητής παρέμεινε σιωπηλός, δηλώνοντας αργότερα ότι η γη ανήκε στον πατέρα του, όμως οι θείοι του ήταν πλούσιοι και επιθυμούσαν να την αποκτήσουν με τους Καθ’ ων η αίτηση να κρίνουν τα πιο πάνω λεγόμενα του Αιτητή ανεπαρκή και με έλλειψη ευλογοφανών πληροφοριών (βλ. ερυθρό 17 σημεία 3Χ, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, σε σχέση με τον θανάσιμο πυροβολισμό του πατέρα του, σημείωσαν ότι ο Αιτητής παρέμεινε αρχικά σιωπηλός και οι πληροφορίες που εισέφερε δεν ήταν ουσιαστικές και δεν κατάφερε να υποστηρίξει με σαφήνεια και επάρκεια το περιστατικό που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του πατέρα του (βλ. ερυθρό 17 σημείο 8Χ του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, οι απαντήσεις του Αιτητή κρίθηκαν, από τους Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το τί συνέβη μετά τον πυροβολισμό του πατέρα του, αόριστες χωρίς να είναι σε θέση να παρέχει ενδελεχείς πληροφορίες (βλ. ερυθρό 17 σημείο 9Χ του διοικητικού φακέλου). Οι Καθ’ ων η αίτηση, επεσήμαναν ότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του απεβίωσε τον Ιανουάριο 2019, ο Αιτητής παρέμεινε ωστόσο στην πολιτεία Imo για δυόμισι χρόνια μέχρι και τον Μάρτιο 2021 οπότε και εγκατέλειψε την χώρα του χωρίς να του συμβεί οτιδήποτε προσωπικό, το οποίο να απειλεί η σωματική του ακεραιότητα και πως εργαζόταν στη δική τους κτηματική γη μαζί με τον πατέρα του. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι οι θείοι του θα κυνηγήσουν και τον ίδιο, ζητήθηκε από τον Αιτητή να παρέχει περισσότερες πληροφορίες. Οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής αδυνατούσε να υποστηρίξει και να διασαφηνίσει κρίνοντας ότι τα λεγόμενά του ότι δεν είχαν λογική συνοχή και οι απαντήσεις του ήταν γενικές και αόριστες (βλ. ερυθρό 17 σημείο 11Χ του διοικητικού φακέλου). Οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν τα λεγόμενα του Αιτητή ως αναξιόπιστα και αβάσιμα διακρίνοντας την αδυναμία του να παρέχει ουσιαστικές και ικανοποιητικές πληροφορίες και σημείωσαν ότι δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει επαρκώς και με σαφήνεια τους ισχυρισμούς του αναφορικά με την γενεσιουργό αιτία που τον ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Θα αναμενόταν, ως διαπίστωσαν οι Καθ’ ων η αίτηση από τον Αιτητή να είναι σε θέση να παρέχει ευλογοφανείς και επαρκείς πληροφορίες κατά την διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ' ων η αίτηση σημείωσαν ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση σε άλλες πηγές πληροφόρησης. Καταληκτικά, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν τον ισχυρισμό του Αιτητή λόγω ελλιπούς εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας.

 

35.             Με βάση το μόνο αποδεκτό ισχυρισμό του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση, αξιολογώντας την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, έκριναν ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Οι Καθ' ων οι αίτηση αξιολόγησαν και την κατάσταση που επικρατεί στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Imo, προκειμένου να διερευνηθεί εάν ο Αιτητής μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες περί συμπληρωματικής προστασίας. Με βάση τις πληροφορίες που παρατέθηκαν, κατέληξαν ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού δυνάμει του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

36.             Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιοδήποτε νέο, ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Οφείλεται εξάλλου να επισημανθεί ότι από τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή απουσιάζει η υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης του Αιτητή στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Αφ' ης στιγμής, όπως εξηγείται, το παρόν δικαστήριο εξετάζει την αίτηση του Αιτητή εξ υπαρχής, η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να αποτελεί την πεμπτουσία της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, γεγονός που δεν παρατηρείται εν προκειμένω. Εκτός από τους ισχυρισμούς του περί απειλών από τους θείους του ότι θα τον κυνηγήσουν λόγω των εδαφικών διαφορών που έχουν, και τους οποίους δεν κατάφερε να τεκμηριώσει,  οι οψιγενείς ισχυρισμοί, οι οποίοι προβλήθηκαν με το εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ότι θα βρεθεί αντιμέτωπος με κίνδυνο ζωής εξαιτίας πολιτικών, εθνικών, θρησκευτικών και στρατιωτικών αντιπαραθέσεων στη χώρα καταγωγής του, καθώς και ότι έχει δεχθεί απειλές λόγω της συμμετοχής του σε τέτοιου είδους δραστηριότητες, παρατηρώ ότι προβάλλονται με γενικότητα και ασάφεια, χωρίς να αναλύονται πόσο μάλλον να τεκμηριώνονται. Όπως δε είναι παγίως νομολογημένο, οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων [Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384]. Οι γενικές μάλιστα αυτές αναφορές εάν ήθελαν ληφθεί υπόψην θίγουν παρά ενισχύουν την αξιοπιστία του Αιτητή εκ της γενικότητες και τις απόκλισής τους από τις αρχικές δηλώσεις του Αιτητή.

 

37.             Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, αρχικά συντάσσομαι με το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού.

 

38.             Όσον αφορά στο δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, περί του φόβου δίωξης του από τους θείους του εξαιτίας της κτηματικής περιουσίας του πατέρα του τον οποίο σκότωσαν οι θείοι του, συντάσσομαι επίσης με τα ευρήματα αναξιοπιστίας αυτού. Επιπροσθέτως, επισημαίνονται τα πιο κάτω: ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης αλλά και στην Έκθεση/Εισήγηση των Καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον πιο πάνω ισχυρισμό του. Η αφήγηση του Αιτητη, οι απαντήσεις στα ερωτήματα και οι απαντήσεις του ακόμα και στα διευκρινιστικά ερωτήματα που του τέθηκαν ήταν αόριστες, γενικές, σύντομες και χωρίς καθόλου περιγραφικότητα και βιωματικότητα. Ειδικότερα,  παρατηρείται ότι δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στον Αιτητή να απαντήσει με περισσότερες λεπτομέρειες για τον φόβο του από την ισχυριζόμενη δίωξη από τους θείους του και σε όλες τις περιπτώσεις οι απαντήσεις του παρέμειναν γενικές (βλ. ερυθρό 18 σημείο10Χ, ερυθρό 17 σημείο 10Χ,  18 σημείο 10Χ του διοικητικού φακέλου). Σημαντικό δεδομένο, το οποίο σχολιάζουν και οι Καθ’ ων η αίτηση αποτελεί το γεγονός ότι ο Αιτητής παρέμεινε για διάστημα πέραν των δύο ετών στη χώρα του χωρίς οτιδήποτε να συμβεί στον ίδιο και χωρίς να αναφέρετε σε οποιοδήποτε άλλο περιστατικό που να παραπέμπει σε προσωπική δίωξή του, πέραν της κατ’ ισχυρισμό δολοφονίας του πατέρα του.

 

39.             Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής, στη βάση του πρώτου και μόνου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία προφίλ του Αιτητή, επισημαίνεται ότι αυτός είναι υγιής, άρρεν, νεαρός και μονήρης, Συμπερασματικά, από τους ισχυρισμούς του Αιτητή δεν προκύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη για κάποιο λόγο που απορρέει από το προφίλ του.

 

43.         Ως εκ τούτου, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο κρίνω ότι  δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν προβλήθηκε ισχυρισμός και κατ΄ επέκταση τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

44..         Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν επικαλείται, πέραν των οψιγενών ισχυρισμών τους οποίους προέβαλε στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της παρούσας, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. 

45.         Υπενθυμίζω, τέλος, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητού ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω ο τελευταίος να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.

46.        Όλως επικουρικώς και παρά το εύρημα περί αναξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή, καθώς αυτός κατάγεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας  και εφόσον οι κατ' ισχυρισμό φορείς δίωξής του είναι ιδιώτες, θα μπορούσε ο Αιτητής, λαμβάνοντας υπόψη και το προφίλ του ως νέος, υγιής, μονήρης, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με επαγγελματική πείρα, αφενός να ζητήσει τη συνδρομή των αρχών της χώρας καταγωγής του για προστασία και αφετέρου να εγκατασταθεί σε μια άλλη πολιτεία μακριά από τους κατ' ισχυρισμό διώκτες του. Σημειώνεται ότι η Νιγηρία αριθμεί περί 225 εκατομμύρια κατοίκους[1]. Περαιτέρω, ο Αιτητής, καταγόμενος από τη Νιγηρία, εάν ήθελε προκύψει οποιοσδήποτε κίνδυνος για τον Αιτητή από οποιοδήποτε μη κρατικό φορέα δίωξης αυτός θα μπορούσε να ζητήσει τη συνδρομή των αρχών της χώρας καταγωγής του, η οποία συγκαταλέγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας και συνεπώς υφίσταται ανάλογο τεκμήριο ικανότητας των αρμοδίων κρατικών αρχών να τον συνδράμουν. Υπενθυμίζεται σχετικώς, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής[2].

 

47.        Σημειώνεται επικουρικώς ότι ο συνήθης τόπος διαμονής του Αιτητή βρίσκεται στην πολιτεία Imo. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από τις 19.1.2023 έως τις 19.1.2024 στην εν λόγω πολιτεία καταγράφηκαν 94 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 127 απώλειες. Εξ αυτών των περιστατικών 28 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 40 απώλειες, 58 ως «βία κατά πολιτών» και οδήγησαν σε 87 απώλειες («violence against civilians»), 4 ως «αναταραχές» χωρίς απώλειες (“riots”), 4 ως «έκρηξη ή απομακρυσμένη βία» χωρίς απώλειες (“explosions/remote violence”)[3][4]. Προσθέτω δε, πως ο πληθυσμός της συγκεκριμένης πολιτείας ανέρχεται σε περί τα 5.500.000 κατοίκους[5]. Με αυτά τα αριθμητικά δεδομένα σε συνάρτηση με το γενικότερο χαρακτηρισμό της χώρας ιθαγένειας του Αιτητή ως ασφαλούς και τις προσωπικές του περιστάσεις, δεν ανατρέπεται το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Κατ΄επέκταση επιβεβαιώνεται η μη δυνατότητα υπαγωγής του σε  καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ).

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητού και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

                                                                Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] https://www.worldometers.info/world-population/nigeria-population/

 

[2] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), 36 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf

[3] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED, διαθέσιμη στη διεύθυνση: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[4] Η κατηγορία «μάχες» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «ένοπλη σύγκρουση», «ανάκτηση εδαφών από τη κυβέρνηση», «κατάκτηση περιοχής από μη κυβερνητικό φορέα». Η κατηγορία «βία κατά πολιτών» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «απαγωγή/εξαναγκασμένη εξαφάνιση», «επίθεση», «σεξουαλική βία». Η κατηγορία «έκρηξη/απομακρυσμένη βία» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «επίθεση από αέρος/επίθεση με drone», «χρήση χημικών όπλων», «χρήση χειροβομβίδας», «απομακρυσμένη έκρηξη, ενεργοποίηση ναρκών, ενεργοποίηση αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού», «επίθεση με οβίδες/πυροβολικό/πύραυλο», «επίθεση αυτοκτονίας». Η κατηγορία «αναταραχές» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «βία σε κατάσταση οχλοκρατίας» και «βίαιη διαδήλωση».

[5] https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA017__imo/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο