ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Νομική Αρωγή αρ.167/23

 

26 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)

 

Αίτηση από:

 

                                                                          Α. Μ.

                                                                                                                                    Αιτητής

 

 

Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κα Μ. Παραδεισιώτη, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Κος Α. Νουρουζιάν,  μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Περσικά στα Ελληνικά και αντίστροφα

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, προκειμένου να διορίσει δικηγόρο για να χειριστεί την προσφυγή την οποία έχει ήδη καταχωρίσει εναντίον απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.12/07/23, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε.

Ως προκύπτει από το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής κατάγεται από το Ιράν, εισήλθε στη Δημοκρατία παράτυπα, και στις 08/10/21 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε.

Η παρούσα στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002 και συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 6Β (2) (α) και 6Β (2) (ββ) του σχετικού Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα:

«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -

[.]

(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»

Σε περιπτώσεις ως η παρούσα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη του το δικαίωμα του αιτητή να έχει πρόσβαση στην δικαιοσύνη, όμως το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιον του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας. Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς βεβαίως να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ο αιτητής. Το αποτέλεσμα δε της παρούσας δεν επηρεάζει κατ’ ουδένα λόγο την τελική έκβαση της προσφυγής που πιθανόν να καταχωρηθεί από τον αιτητή (βλέπε μεταξύ άλλων Durgo Man v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 278/2009, ημ.15/07/2009, καθώς και Baghour και Roud Gad, υπόθ. αρ.7/11 και 8/11, ημ.28/03/2011 ).

Στην απόφαση στην αιτ. Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SINGH KHUSHWANT του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματός του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου.  Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.

[…]

Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης. […]. Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιόν του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή.».

Λαμβάνεται εν προκειμένω υπόψη ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει στα πλαίσια προσφυγής εξ υπαρχής τα γεγονότα και νομικά ζητήματα που προκύπτουν και πως, στη βάσει του άρ.11 (5) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, «[…] λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.»

Από τα συνημμένα στο Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα προκύπτουν τα ακόλουθα.

Στην αίτηση διεθνούς προστασίας ο αιτητής κατέγραψε ότι συμμετείχε σε διαδήλωση προ 12 ετών, με αποτέλεσμα τη σύλληψή του. Ένα χρόνο μετά απ’ αυτό απολύθηκε από την εργασία του, εξαιτίας των συνεχών κλήσεων της αστυνομίας για ανάκριση. Το 2019 ο αιτητής συνελήφθη και πάλι, ενόψει των διαδηλώσεων οι οποίες λάμβαναν χώρα, με αποτέλεσμα το επανάνοιγμα της προηγούμενης υπόθεσής του. Μετά από τη νέα σύλληψη του οι αρχές τον παρακολουθούσαν στενά, απώλεσε την εργασία του, του αρνήθηκαν τη χορήγηση δανείου, ενώ όφειλε να ενημερώνει τις αρχές για κάθε του κίνηση. Σταδιακά δεν ήταν σε θέση βιοπορισμού, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τη χώρα με τον υιό του για τους λόγους αυτούς.

Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε πως δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε ζητήματα υγείας είναι εθνοτικά Αζέρος, Σιίτης Μουσουλμάνος και έλαβε εκπαίδευση για 11 έτη, με εργασιακή εμπειρία σε διάφορους τομείς. Γεννήθηκε στην πόλη Mianeh, ενώ από το 1986 διέμεινε στη Τεχεράνη με την οικογένειά του. Δήλωσε έγγαμος, πατέρας δύο τέκνων, με τη σύζυγό και την κόρη του να βρίσκονται στην Τεχεράνη, ενώ ο υιός του βρίσκεται στη Δημοκρατία. Ο πατέρας του απεβίωσε και διατηρεί επαφή με τα αδέλφια του, ορισμένα εκ των οποίων διαμένουν στη Τεχεράνη και άλλα στη Varzeghan. Ως ανέφερε, εγκατέλειψε αεροπορικώς το Ιράν μέσω Τουρκίας.

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ανέφερε ότι περί τον Ιανουάριο 2010 ξεκίνησαν διαδηλώσεις πλησίον του εργασιακού του χώρου. Έπειτα από περίοδο δύο εβδομάδων συνελήφθη από την αστυνομία και κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε διαδηλώσεις. Η ανάκριση που ακολούθησε διήρκησε για 3-4 ώρες, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν του ασκήθηκε σωματική βία, ωστόσο εξυβρίστηκε. Τότε του ειπώθηκε ότι υπήρχαν φωτογραφίες από τη συμμετοχή του στη διαδήλωση, ωστόσο, οι εν λόγω εικόνες δεν του επιδείχθηκαν. Αν και αφέθηκε εν τέλει ελεύθερος, υποχρεώθηκε σε παρουσία στο τμήμα σε μηνιαία βάση. Περί το ένα έτος μετά από το συμβάν, με παρέμβαση του εργοδότη του, ο οποίος χρησιμοποίησε τη φήμη του, η υποχρέωση αυτή έπαψε, ωστόσο οι αρχές απαίτησαν την απόλυση του αιτητή από τη θέση εργασίας του. Κατόπιν του περιστατικού ο αιτητής δεν μπορούσε να εργαστεί στο δημόσιο, αφού αναγράφηκε ως «ταραχοποιός» (disruptive)  στο μητρώο του, αλλά μόνο στον ιδιωτικό τομέα.

Μέχρι το 2019, ο αιτητής δεν αντιμετώπισε κάποιο ζήτημα από τις αρχές, ωστόσο ο ίδιος συμπεριφερόταν κατά τον επιθυμητό τρόπο, ως αναφέρει, χωρίς δηλαδή να εισπράττει οποιαδήποτε κρατικά ωφελήματα ή να εργάζεται για τον κρατικό τομέα. Το Νοέμβριο 2019, έλαβαν χώρα διαδηλώσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων τράπεζες, μεταξύ των οποίων και ανήκουσες στη Sepah, δέχθηκαν εμπρησμό. Μία εκ των τραπεζών αυτών βρισκόταν κοντά στην εργασία του αιτητή, με αποτέλεσμα αυτός να συλληφθεί με την κατηγορία συμμετοχής σε διαδηλώσεις. Ο αιτητής τότε ανακρίθηκε και του ζητήθηκε να επιστρέψει για περαιτέρω ανάκριση όταν, κατόπιν παρέμβασης τοπικού κληρικού και του υποδείχθηκε η υπογραφή εγγράφων περί μη συμμετοχής του σε συναφείς ενέργειες στο μέλλον. Του επεξηγήθηκε τότε πως δε θα έχει στο εξής ωφελήματα από το κράτος και ότι οφείλει να σταματήσει να εργάζεται. Η υπόθεσή του σε κάποιο βαθμό έκλεισε χάρη στην παρέμβαση του κληρικού και του συμβουλίου της περιοχής του. Από το 2019 μέχρι και το 2021, οπότε και εγκατέλειψε το Ιράν, ο αιτητής δεν αντιμετώπισε κάποιο ζήτημα, ενώ κάποιο πρόβλημα δεν έχει προκύψει ούτε για τη σύζυγο και την κόρη του. Ο αιτητής προσέθεσε πως λάμβανε μέρος σε διαδηλώσεις στη Λεμεσό σε εβδομαδιαία βάση, χωρίς να αναφέρει κάτι περαιτέρω επ’ αυτού. Σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν, ο αιτητής δήλωσε πως «δε θα [έχει] ελευθερία», ενώ η πρόθεση του είναι η επανένωση με την οικογένειά του στη Δημοκρατία.

Οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν 1ος ως προς τη ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, ο 2ος ως προς τον ισχυρισμό του περί σύλληψής του περί το Δεκέμβριο του 2009 με την κατηγορία συμμετοχής σε διαδηλώσεις, με αποτέλεσμα την απόλυση από την εργασία του, ενώ ο 3ος τη σύλληψή του το 2019, με την ίδια κατηγορία, ως αποτέλεσμα της οποίας απώλεσε την εργασία του και κρατικά ωφελήματα. Ο 1ος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, ενώ ο 2ος και 3ος απορρίφθηκαν.

Σε σχέση με το 2ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι αν και ο αιτητής ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα η σύλληψή του, δεν κατόρθωσε να παραθέσει με εξατομικευμένο και λεπτομερή τρόπο τις περιστάσεις της σύλληψής του. Αξιολογήθηκε ακόμα πως αν και υπήρξε συνεπής σχετικά με τη μεταφορά του σε συγκεκριμένο αστυνομικό σταθμό, δεν υπήρξε λεπτομερής και δεν αναφέρθηκε με συγκεκριμένο τρόπο στο περιστατικό της ανάκρισής του. Επιπλέον, κρίθηκε πως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο τον ακριβή λόγο της σύλληψής του, ενώ επίσης η δήλωσή του για απάντηση των αρχών σχετικά με τη βεβαιότητά τους για συμμετοχή του αιτητή στις διαδηλώσεις κρίθηκε ως ασυνεπής με την απάντηση του αιτητή ότι αφέθηκε εξαιτίας αμφιβολίας των αρχών.

Αντίστοιχα, αξιολογήθηκε πως οι δηλώσεις του σχετικά με την προσαγωγή του στο αστυνομικό τμήμα στερούνταν λεπτομερειών και ήταν σε σημεία ασυνεπείς. Επί τούτου αξιολογήθηκε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να υποδείξει με συνεπή τρόπο την επέμβαση του εργοδότη του προκειμένου να σταματήσει η υποχρέωση παρουσίας του πρώτου στο αστυνομικό τμήμα. Ως μη συνεπής αξιολογήθηκε η δήλωση του αιτητή ότι δεν έλαβαν χώρα επισήμως εναντίον του κατηγορίες με τη δήλωση ότι αδυνατούσε να εξεύρει εργασία στο δημόσιο τομέα. Ως ασυνεπείς, τέλος, κρίθηκαν οι δηλώσεις του ότι δεν ήταν δυνατή η εργασία του στο δημόσιο τομέα με τις δηλώσεις του ότι εργάστηκε σε ελεύθερο επάγγελμα, ανοίγοντας αργότερα δική του επιχείρηση, καθώς και τη μη αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος ενόψει της πρώτης σύλληψής του. Στο πλαίσιο της εξωτερικής αξιοπιστίας, παρατέθηκαν πληροφορίες σχετικά με την κατηγορία διατάραξης της εθνικής ασφάλειας, η οποία αποδίδεται σε διαδηλωτές, καθώς και τις διαδικασίες σύλληψης στο Ιράν. Ενόψει όμως της μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, αυτός απορρίφθηκε.

Σε σχέση με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό, αξιολογήθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς και με τρόπο συγκεκριμένο τη δεύτερη σύλληψή του και δεν κατόρθωσε να διευκρινίσει το λόγο σύλληψής με συνεπή τρόπο, οι δε απαντήσεις που δόθηκαν αξιολογήθηκαν ως γενικόλογες και θεωρητικές, όπως δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει και το σύνδεσμο μεταξύ της σύλληψής του και των κατηγοριών περί συμμετοχής σε διαδηλώσεις. Αντίστοιχα, κρίθηκε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες διευκρινίσεις σχετικά με την ανάκριση η οποία ακολούθησε τη σύλληψή του όπως και σχετικά με τη δυνατότητά του να εργαστεί κρίθηκαν επίσης ως ασυνεπείς, ενώ οι απαντήσεις του σχετικά με το είδος των ευεργετημάτων από τα οποία αποκλείστηκε κρίθηκαν ως γενικόλογες. Στο πλαίσιο της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, παρατέθηκε άρθρο στο οποίο επιβεβαιώνονται διαδηλώσεις οι οποίες έλαβαν χώρα τον Νοέμβριο 2019 και την αντίδραση των αρχών, ωστόσο, καθώς η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μόνου ισχυρισμού ο οποίος έγινε αποδεκτός, ήτοι των προσωπικών στοιχείων του αιτητή, και πληροφοριών για την κατάσταση ασφαλείας στο Ιράν, αξιολογήθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή δεν προκύπτει βάσιμος φόβος δίωξης στο πλαίσιο του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Συνεπεία των ως πιο πάνω το αίτημα για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.

Στον αιτητή μεταφράστηκε το σημείωμα του γενικού εισαγγελέα και του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί, αφότου του εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία σε σχέση με την έγκριση αιτήσεων ως η παρούσα, χωρίς εντούτοις να προσθέσει κάτι περαιτέρω στα όσα ως άνω καταγράφονται.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών κατά την εξέταση της αξιοπιστίας του αφηγήματος ενός αιτητή, εν προκειμένω θα διαφωνήσω, τουλάχιστον κατά την εκ πρώτης όψεως εξέταση στα πλαίσια της παρούσας, με την κατάληξη της Υπηρεσίας, καθότι θεωρώ πως ο αιτητής, παρόλο που σε σημεία δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις και το αφήγημα του είχε εκ των πραγμάτων κενά, δεν μπορεί αβίαστα να ειπωθεί ότι δεν έδωσε τις εύλογα αναμενόμενες αποκρίσεις στα σχετικά ερωτήματα, ως του υποβλήθηκαν. Θεωρώ ότι ο αιτητής απάντησε με ακρίβεια στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και το αφήγημα του διατηρεί ευλογοφάνεια και χρονική συνέπεια και τα όποια κενά αφορούσαν επιμέρους στοιχεία και όχι τον πυρήνα του.

Παρά όμως τις ως άνω εκ πρώτης όψεως παρατηρήσεις μου θεωρώ πως ακόμα και αν γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτητή και πάλι δεν αποκαλύπτεται εξ αυτών κάποια πράξη δίωξης, εκ της οποίας θα μπορούσε να τεκμηριωθεί βάσιμος φόβος δίωξης ή σοβαρής βλάβης στα πλαίσια μελλοντοστραφούς εξέτασης του αφηγήματος του.

Εξηγώ.

Εκ των ισχυρισμών του αιτητή προκύπτει ότι αυτός, ως ειλικρινώς φαίνεται να δηλώνει, προκύπτει ότι δεν έχει υποστεί πράξη δίωξης ή σοβαρής βλάβης, ως καθορίζονται στα αρ.3Γ και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Αυτό που ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπέστη είναι ολιγόωρη κράτηση στο αστυνομικό τμήμα, άσχημη συμπεριφορά, υποχρέωση εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα – αυτά το 2009 – και, ακολούθως, εκ νέου ολιγόωρη κράτηση το 2019. Εκ των ως άνω περιστατικών το μόνο που φαίνεται να προέκυψε γι’ αυτόν, ως ο ίδιος ο αιτητής ισχυρίζεται, είναι η δημιουργία ποινικού μητρώου, που ήταν  αιτία να στερηθεί συγκεκριμένων ευκαιριών εργοδότησης. Ακόμα και τότε, καθ’ όλο το διάστημα από το 2009 μέχρι και που έφυγε από τη χώρα, δεν φαίνεται να στερήθηκε της πρόσβασης του σε βιοπορισμό, αφού εργάστηκε ως κτηματομεσίτης, πωλητής φρούτων και σε αγροτικές εργασίες. Σημειώνω δε ότι, ως και πάλι ο ίδιος ανέφερε, για το διάστημα μεταξύ 2009 και 2019 τίποτε δεν του συνέβη και κατά το διάστημα από το συμβάν της σύλληψης του το 2019 μέχρι και που έφυγε από τη χώρα το 2021.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο αιτητής αποδίδει τη φυγή του από τη χώρα το 2021 στην αγωνία του για το μέλλον των παιδιών του, χωρίς να εκφράζει και πάλι κάποιο βάσιμο φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης (ερ.38). Μάλιστα αναφέρει (ερ.37) ότι θα μπορούσε να ζήσει χωρίς προβλήματα εκτός Τεχεράνης, στην επαρχία, όμως δεν του ταιριάζει η ζωή εκεί.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», σελ.36 επ., αναφέρονται τα εξής:

«Από τη συλλογιστική του ΔΕΕ συνάγεται ότι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία χωρεί παρέκκλιση, όπως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ/στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπερβαίνουν ένα υψηλότερο κατώτατο όριο σοβαρότητας, ενώ η παραβίαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορεί να συνιστά δίωξη λόγω της ίδιας της φύσης της πράξης.

[…]

Το κατά πόσον οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 (146) ή στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα του 1966 (147) μπορούν να θεωρηθούν «βασικά» ανθρώπινα δικαιώματα εξαρτάται από τη δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου. Γενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώ­ματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.

[…]

Στην περίπτωση περιορισμών που βασίζονται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, ο χαρακτήρας της παράβασης ως παραβίασης βασικού ανθρώπινου δικαιώματος πρέπει να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος διεθνή προστασία.

[…]

Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οποιασδήποτε βλάβης ή απειλής βλάβης που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή (154). Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα.»

Ενόψει των ως άνω λοιπόν δεν μπορώ να εντοπίσω, μέσα από μια εκ πρώτης όψεως θεώρηση των ενώπιον μου στοιχείων, ακόμα και αν γίνει πιστευτό το αφήγημα του, πράξη που υπέστη ή δύναται να υποστεί ο αιτητής, που υπερβαίνει τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας, ώστε να θεωρηθεί πράξη δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Τούτο γιατί οι όποιες ενοχλήσεις έχει δεχθεί από τις αρχές δεν ενέχουν τη «δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης», ως στο πιο πάνω απόσπασμα αναφέρεται.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, όπως τα έχω αναφέρει πιο πάνω καταλήγω ότι δεν μπορεί να πιθανολογηθεί ότι η προσφυγή που έχει ήδη καταχωρηθεί διατηρεί πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.

Σημειώνω βεβαίως ότι το αποτέλεσμα της παρούσας δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της προσφυγής που έχει καταχωρήσει, την οποία ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προωθήσει, στηρίζοντας μόνος του την υπόθεσή του.

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα. 

Δεδομένων των ως άνω παρέλκει η εξέταση της οικονομικής κατάστασης του αιτητή.

Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο