ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.1677/22

 

17 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

C. B.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Α. Πλιάκα & Κ. Κουπαρή, Δικηγόροι για αιτητή

Κος Α. Ιωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.06/03/22, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 11/03/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό, εισήλθε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, από τα κατεχόμενα, στις 06/12/19 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 13/12/19 (ερ.1-3, 78).

Στις 27/10/21 (readback 01/11/21) πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στου οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.44-78). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και, στις 26/11/21, η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.92-101).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 11/03/22 και του μεταφράστηκε στη μητρική του γλώσσα, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής (ερ.105-106).

Στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ο αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής γιατί απειλήθηκε από τον «στρατηγό Kamwama».

Κατά τη συνέντευξή του ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από την πρωτεύουσα Kinshasa της Λ. Δ. του Κογνκό, όπου διέμενε μόνιμα μέχρι που έφυγε από τη χώρα. Η μητέρα του έχει αποβιώσει και ο πατέρας του αγνοείται και δεν γνωρίζει πού βρίσκεται ο νεότερος αδερφός του. Κατόπιν της εξαφάνισης του πατέρα του όταν ο ίδιος βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, τη φροντίδα του ανέλαβε ο παππούς του, ο οποίος, ως πληροφορήθηκε ο αιτητής, έχει πλέον αποβιώσει.

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι το 2019 είχε συνάψει σχέση για κάποιους μήνες με την κόρη ενός στρατηγού, ονόματι Celestin Kanyama και ότι όταν ο τελευταίος το αντιλήφθηκε διέταξε τους υφιστάμενούς του αστυνομικούς να τον συλλάβουν και να τον σκοτώσουν. Κατόπιν της σύλληψής του, ο αιτητής μεταφέρθηκε στη περιοχή Maluku, Libongo, όπου παρέμεινε κλεισμένος για τρεις ημέρες σε μία τρύπα στους θάμνους, εντός της οποίας βρίσκονταν δύο πτώματα. Ακολούθως, ο αιτητής τοποθετήθηκε σε ένα κλουβί και εν συνεχεία άκουσε μία συνομιλία μέσω του ασυρμάτου, με την οποία δινόταν η διαταγή στους αστυνομικούς που τον επέβλεπαν να τον σκοτώσουν την Παρασκευή. Λίγο μετά ο αστυνομικός που είχε απομείνει να επιβλέπει τον αιτητή του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε να δραπετεύσει και έτσι αφέθηκε εντέλει ελεύθερος. Εν συνεχεία κατάφερε να μεταβεί οδικώς σε περιοχή της Kinshasa, όπου παρέμεινε για διάστημα δύο εβδομάδων, διανυκτερεύοντας σε έναν υπαίθριο κυκλικό κόμβο, ως ανέφερε, μέχρι που κάποιος άγνωστος στον ίδιο λευκός άνδρας τον μετέφερε στην οικία του και εν συνεχεία τον βοήθησε να φύγει από τη χώρα, αναλαμβάνοντας την έκδοση των ταξιδιωτικών του εγγράφων.

Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε πως σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής ο διώκτης του θα τον σκοτώσει. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο εν λόγω στρατηγός γνωρίζει τους νέους στρατηγούς που διορίστηκαν πρόσφατα και πρόσθεσε ότι στη χώρα του δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα. Ερωτηθείς εάν ο Στρατηγός τον απείλησε ο ίδιος προσωπικά ότι θα τον σκοτώσει, δεν τον ακούμπησε αλλά ήταν εκείνος που έδωσε την εντολή να μεταφερθεί ο αιτητής στο μέρος όπου εκτελούν ανθρώπους και πρόσθεσε ότι σκοτώνει ανθρώπους. Ακόμη, ο αιτητής δήλωσε ότι, παρότι συζούσε με την κόρη του στρατηγού, ουδέποτε είχε συνευρεθεί μαζί της και ισχυρίστηκε ότι ο στρατηγός πίστευε εσφαλμένα ότι ο ίδιος είχε σεξουαλικές επαφές με την κόρη του και για τον λόγο αυτό επιθυμούσε τον θάνατό του. Σε άλλο δε σημείο της συνέντευξης, ο αιτητής διευκρίνισε ότι δεν συζούσε με την κόρη του Στρατηγού, αλλά ότι η τελευταία είχε επισκεφτεί την οικία του 3-4 φορές.

Ερωτηθείς ακόμη εάν θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του και να ζήσει σε κάποια άλλη πόλη, ο αιτητής απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε ότι φοβάται να πεθάνει γιατί ο κατ’ ισχυρισμό διώκτης του θα μπορέσει να τον εντοπίσει οπουδήποτε εντός της χώρας, καθότι είναι φίλος με τους «στρατηγούς της πόλης» και ενδεχομένως οι στρατηγοί αυτοί να συνεργαστούν και να στείλουν ανθρώπους για να πιάσουν τον αιτητή. Ερωτηθείς περαιτέρω με ποιον τρόπο κατάφερε να φύγει νόμιμα από τη χώρα αφ’ ης στιγμής κάποιος τόσο ισχυρός επιθυμούσε τον θάνατό του, ο αιτητής δήλωσε ότι η καταδίωξή του δεν αποτελούσε κάποια επίσημη κυβερνητική εντολή αλλά ήταν προσωπική υπόθεση του ίδιου. Ερωτηθείς ακόμη εάν γνωρίζει αναφορικά με την αναζήτησή του από τον στρατηγό έως σήμερα, δήλωσε ότι δεν έχει κάποια ενημέρωση και ότι δεν γνωρίζει εάν σκοτώθηκε ο αστυνομικός που τον βοήθησε να διαφύγει, αλλά ο ίδιος πιστεύει ότι θα εξακολουθήσει να καταδιώκεται όσο ο στρατηγός ζει, προσθέτοντας ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του και ότι δεν θα μπορέσει να κινηθεί νομικά εναντίον του διώκτη του. Τέλος, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια των περιστατικών που του συνέβησαν δεν υπέστη κάποιο τραυματισμό, αλλά ότι αισθανόταν πόνο στο αριστερό τμήμα του στήθους του, για τον οποίο του έγινε ακτινογραφία χωρίς εύρημα επί τούτου.

 

 

Οι καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση του αφηγήματος του αιτητή εντόπισαν και εξέτασαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως κατωτέρω.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του αιτητή

2.    Ο αιτητής απήχθη προκειμένου να φονευθεί και χτυπήθηκε διότι είχε συνάψει σχέση με την κόρη του Στρατηγού Kanyama

Επί των ως άνω κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του 1ου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού και ως εκ τούτου έγινε αποδεκτό.

Αναφορικά με το 2ο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, κρίθηκε ότι, παρότι οι δηλώσεις του αιτητή ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνες με τις πληροφορίες από τις εξωτερικές πηγές αναφορικά με το προφίλ του κατ’ ισχυρισμό διώκτη του, σε σχέση τόσο με τις παραβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες εμπλέκεται όσο και με το μπλε χρώμα της στολής των αστυνομικών, εντούτοις, δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία, καθότι οι δηλώσεις του αιτητή χαρακτηρίζονταν από ασάφεια και έλλειψη συνοχής.

Ως και στην επίδικη έκθεση καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση, το αφήγημα του αιτητή παρουσιάζει κενά σε καίρια σημεία του και στερείται βιωματικών λεπτομερειών αναφορικά με σημαντικά κομμάτια του ιστορικού του. Συγκεκριμένα ο αιτητής κρίθηκε ότι δεν ανέφερε ουδεμία λεπτομέρεια ή βιωματικό στοιχείο αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό γνωριμία του, το πότε αύτη έγινε, και τη σχέση που ανέπτυξε με τη κόρη του διώκτη του. Επί τούτου, το μόνο που αρκέστηκε να αναφέρει ο αιτητής ήταν ότι γνωρίστηκαν στο δρόμο και έκτοτε η κοπέλα πήγαινε και τον συναντούσε στο σπίτι του παππού του, όπου ο αιτητής διέμενε, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά έγιναν, ούτε κατά προσέγγιση. Ουδεμία λεπτομέρεια αναφέρει για τις συναντήσεις του μ’ αυτή, κάποια συζήτηση, κάποιο συναίσθημα του ιδίου ή έκφραση της κοπέλας. Οι σχετικές δε αναφορές του παρουσιάζουν αντιφάσεις, αφού, ενώ στην αρχή ανέφερε ότι συζούσαν, ακολούθως ανέφερε ότι η ίδια τον επισκέφτηκε 3-4 φορές. Ερωτώμενος σχετικά με τα ως άνω παρέμεινε γενικόλογος και εν πολλοίς μονολεκτικός στις απαντήσεις του, χωρίς να δώσει περαιτέρω πληροφορίες.

Περαιτέρω, και αναφορικά με τη κατ’ ισχυρισμό απαγωγή και φυλάκιση του από άτομα κατ’ εντολή του διώκτη του κρίθηκε ότι παρέμεινε εξίσου γενικόλογος, με τις αναφορές του να θεωρούνται μη ευλογοφανείς και στερούμενες λεπτομερειών. Επί τούτου, ως οι καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τι έκανε τις τρεις μέρες κατά τις οποίες, ως ανέφερε, είχε φυλακιστεί σε λάκκο με πτώματα, παρά μόνο ανέφερε ότι τον ενοχλούσε η μυρωδιά. Η περιγραφή του ήταν γενική και αποσπασματική. Ομοίως ελλειμματική θεωρήθηκε και η αφήγηση του για το διάστημα κατά το οποίο ζούσε σε ένα κυκλικό κόμβο, όπου εντοπίστηκε από άγνωστο άτομο, το οποίο – χωρίς να εξηγεί το γιατί – τον βοήθησε να ετοιμάσει τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και να φύγει από τη χώρα.  

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, οι καθ’ ων η αίτηση αναζήτησαν πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού, εκ των οποίων και κατέληξαν ότι η επαρχία της Kinshasa δεν επηρεάζεται από ένοπλη σύρραξη και γι’ αυτό δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Kinshasa.

Ενόψει των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.

Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή περιόρισε ρητώς τους προωθούμενους στα πλαίσια της παρούσης ισχυρισμούς στα όσα αφορούν την μη διενέργεια δέουσας έρευνας, σε συνάρτηση με τα διαλαμβανόμενα στα αρ.9 και επόμενα και αρ.15 του περί Προσφύγων Νόμου. Σχετικώς ανέφερε ότι δεν έγινε έρευνα για τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του αιτητή και το ιστορικό του, δεν δόθηκε η δέουσα ευκαιρία στον αιτητή να προσκομίσει περαιτέρω στοιχεία, όπως τα μηνύματα που αντάλλαξε μ’ αυτόν και δεν παραπέμφθηκε σε ιατρικές εξετάσεις σε σχέση με τους ισχυρισμούς του ότι δέχθηκε χτυπήματα.

Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας.

Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε ευκαιρία στον αιτητή να αναπτύξει πλήρως τους ισχυρισμούς του και να προσάγει οιαδήποτε στοιχεία επιθυμούσε σημειώνω ότι από την ανάγνωση του επίδικου πρακτικού των συνεντεύξεων δεν μπορώ να εντοπίσω κάποια πλημμέλεια ή σφάλμα στη διαδικασία λαμβανομένων υπόψη και των υπογραφών τόσο του αιτητή όσο και του μεταφραστή στο ερ.63, όπου ο τελευταίος βεβαιώνει ότι τα όσα ανέφερε καταγράφηκαν με ακρίβεια. Το μοναδικό σχόλιο κατά την ανάγνωση πρακτικού (readback) που έγινε είναι ότι πέρασε στις ελεύθερες περιοχές στις 08/12/19 (και όχι στις 06/12/19, ως είχε καταγραφεί). Περαιτέρω εντοπίζω ότι, προτού αρχίσει η συνέντευξη, εξηγήθηκε στον αιτητή η διαδικασία που θα ακολουθηθεί και ερωτήθηκε δεόντως κατά πόσο αντιλαμβάνεται επαρκώς τη μετάφραση και απάντησε καταφατικά. Στο τέλος δε της διαδικασίας του εξηγήθηκε ότι έχει δικαίωμα να υποβάλει περαιτέρω στοιχεία ή έγγραφα προς υποστήριξη της αιτήσεως του εντός 5 εργάσιμων ημερών από το πέρας της επίδικης συνέντευξης.

Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Δεν μπορώ εν προκειμένω να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στο πρακτικό της σχετικής συνέντευξης εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι ο αιτητής στερήθηκε της ευκαιρίας να παραθέσει εκτενώς το αφήγημα του και τα στοιχεία που επιθυμούσε.

Άλλωστε, ο αιτητής θα μπορούσε να προσφέρει μαρτυρία προς στήριξη ή ενίσχυση των ισχυρισμών του και της αξιοπιστίας του αφηγήματος του στα πλαίσια της παρούσας, δεδομένης και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν. Εντούτοις ουδέν έπραξε.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, ως καταγράφεται στο ερ.45-46 (και ερ.63), ερωτώμενος σχετικά, ο αιτητής ανέφερε ότι δεν υπέστη κάποιον εξωτερικό τραυματισμό κατά τη κατ’ ισχυρισμό απαγωγή και τη φυλάκιση του, λέγοντας ότι νιώθει πόνο στην αριστερή περιοχή του στήθους του, πράγμα για το οποίο εξετάστηκε – ως ο ίδιος ανέφερε - στη Δημοκρατία και, κατόπιν ακτινογραφίας που έγινε, δεν φαίνεται να προέκυψε κάποιο εύρημα.

Ενόψει των ως άνω, δεδομένου του ότι ο αιτητής ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία ή στοιχείο προσκόμισε στα πλαίσια της παρούσης, ως και ανωτέρω αναφέρω, οι όποιες αναφορές του συνηγόρου του περί του ότι δεν δόθηκε σ’ αυτόν η ευκαιρία να παρουσιάσει μηνύματα που αντάλλαξε με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του (επί τούτου ουδέν ανέφερε κατά τη συνέντευξη) και τη μη παραπομπή σε ιατρικές εξετάσεις (έγινε ακτινογραφία σε σχέση με τις αναφορές του για πόνο στο στήθος χωρίς να προκύψει κάποιο εύρημα και δεν υπέστη εξωτερικές κακώσεις ή τραυματισμούς, ως ο ίδιος ανέφερε) παραμένουν ατεκμηρίωτες.

Σε κάθε περίπτωση σημειώνω ότι η γενική επίκληση κάποιας πλημμέλειας ή παρατυπίας κατά τη διαδικασία, ως οι ως άνω αίολες εισηγήσεις του συνηγόρου του αιτητή, δεν αρκεί για να οδηγήσει άνευ ετέρου σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου του ότι το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να ασκήσει πρωτογενή κρίση των ενώπιον του δεδομένων και στοιχείων.

Σχετική με τα ως άνω είναι και η πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. C-756/21, ECLI:EU:C:2023:523, ημ.29/06/23, όπου το Δικαστήριο, πραγματευόμενο ερωτήματος επί των δικονομικών συνεπειών της παραβάσεως του καθήκοντος συνεργασίας, κατέληξε στα εξής, στις σκέψεις 57-58 και 71-72:

«57. Επομένως, η απαιτούμενη, κατά τα προαναφερθέντα, εξατομικευμένη αξιολόγηση μπορεί, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει τη χρήση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, εφόσον η πραγματογνωμοσύνη αυτή είναι αναγκαία ή κρίσιμη για την αξιολόγηση, με την απαιτούμενη επιμέλεια και σύνεση, των πραγματικών αναγκών διεθνούς προστασίας του αιτούντος, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης είναι σύμφωνος, μεταξύ άλλων, προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

58. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αποφαινόμενη αρχή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον αναγκαίο και τον πρόσφορο χαρακτήρα μιας τέτοιας πραγματογνωμοσύνης και ότι, όταν διαπιστώνει ότι η πραγματογνωμοσύνη είναι αναγκαία ή πρόσφορη, οφείλει να συνεργάζεται με τον αιτούντα για την απόκτησή της, εντός των ορίων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη.

[…]

71. Αφετέρου, σε περίπτωση που προκύπτει εξαρχής ή σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κατορθώσει να αποδείξει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε απάντηση, ενδεχομένως, στους ισχυρισμούς του αιτούντος διεθνή προστασία, ότι η απόφαση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι διαφορετική, ακόμη και αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση, δεν προκύπτει ότι υφίστανται παρεχόμενα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα των οποίων η άσκηση θα καθίστατο πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο ασκεί το ίδιο, όπως αναφέρει, έλεγχο του βασίμου της εν λόγω αποφάσεως, οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαφάνιση της αποφάσεως και η αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του IPAT θα ενείχαν τον κίνδυνο απλής επανάληψης του ελέγχου και άσκοπης παράτασης της διαδικασίας.

72. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται να επισύρει οπωσδήποτε, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.»

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Εν προκειμένω λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, δεν θεωρώ ότι η παραπομπή σε ιατρική εξέταση ήταν αναγκαία ή κρίσιμη για την αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτητή, εφόσον, ως και ο ίδιος ανέφερε, δεν έφερε εξωτερικές κακώσεις και είχε ήδη υποβληθεί σε ακτινολογική εξέταση.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και επί της ουσίας εξέταση αυτών.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Εν προκειμένω θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση.

Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν και την επί της επίδικης αιτήσεως κατάληξη, ως και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης παρατίθεται πιο πάνω. Το όλο αφήγημα του αιτητή παρουσιάζει κενά, ελλείψεις σε εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες και αοριστίες, ως οι καθ’ ων η αίτηση έχουν εντοπίσει, οι οποίες πλήττουν μοιραία την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του αναφορικά με τη κατ’ ισχυρισμό πλατωνική σχέση του αιτητή με τη κόρη του διώκτη του και την μετέπειτα ισχυριζόμενη απαγωγή και φυλάκιση του. Τα όσα ανέφερε επί των ως άνω περιορίστηκαν σε γενικές δηλώσεις οι οποίες βρίθουν κενών και ασαφειών και εκ των οποίων ελλείπουν παντελώς συγκεκριμένες λεπτομέρειες και χρονική συνέχεια (ως καταγράφεται στην επίδικη έκθεση ερ.95-98).

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των λεγομένων του αιτητή εντοπίζω τα ακόλουθα.

Αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του αιτητή, σε απάντηση του EASO [1] σε ερώτημα σχετικά με πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής αναφέρεται ότι:

«Κατά την έναρξη της επιχείρησης Likofi, τον Νοέμβριο του 2013, ‘ο Στρατηγός Kanyama ήταν ο αστυνομικός διοικητής της Περιφέρειας Lukunga της Κινσάσα, μέχρι την προαγωγή του σε επαρχιακό επίτροπο για την Κινσάσα στα τέλη του Δεκεμβρίου 2013'. Αν και η διοίκηση της επιχείρησης Likofi ‘εναλλασσόταν επίσημα κάθε 15 ημέρες μεταξύ του Kanyama και του στρατηγού Ngoy Sengelwa, [εκείνη την εποχή ο] διοικητής της αστυνομικής δύναμης της Εθνικής Λεγεώνας Επέμβασης (Légion nationale d’intervention, LENI)’[2], ο Στρατηγός Kanyama ήταν ο εκ των πραγμάτων διοικητής καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησης.[3]

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2014, η Human Rights Watch παρέθεσε αναφορές ‘διαφόρων πηγών, συμπεριλαμβανομένων πέντε αστυνομικών’, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι ‘ο Kanyama έδωσε εντολή να σκοτωθούν ύποπτοι kuluna’, και ότι ‘ο ίδιος ο Kanyama ήταν παρών σε ορισμένες από τις επιθέσεις’. Η Human Rights Watch παρέθεσε επίσης [τη δήλωση από] έναν ‘ανώτερο κυβερνητικό αξιωματούχο’, ο οποίος υποστηρίζει ότι ‘αν και ο Kanyama αναφέρεται επίσημα στον επίτροπο της εθνικής αστυνομίας, Στρατηγό Bisengimana’, ήταν ‘δύσκολο να ελεγχθεί και ‘λάμβανε εντολές’ από διάφορους ‘ανώτερους αξιωματούχους [στον τομέα της] ασφάλειας εκτός της αστυνομικής ιεραρχίας’.[4]

Τον Ιανουάριο του 2015, ‘κατά τη διάρκεια της θητείας του Kanyama ως αστυνομικού επιτρόπου της Κινσάσα, πάνω από 40 άτομα σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στην Κινσάσα, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον 20 ατόμων που πυροβολήθηκαν θανάσιμα από τις δυνάμεις ασφαλείας’.[5]

Στις 14 Δεκεμβρίου 2016, ο Στρατηγός Kanyama προειδοποίησε τις ομάδες της αντιπολίτευσης να μην διαδηλώσουν εναντίον του Προέδρου Joseph Kabila, δηλώνοντας ενώπιον των μέσων ενημέρωσης ότι ‘όποιος προσπάθησε να συμμετάσχει στις διαδηλώσεις κατά του προέδρου Kabila “θα αντιμετωπιστεί ως εχθρός του κράτους”.  [Ο Kanyama] είπε ότι η αστυνομία “θα χρησιμοποιούσε όλη της τη δύναμη και θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τους ‘εξουδετερώσει’”’.[6]

Στις 17 Απριλίου 2017, οι αστυνομικές αρχές της ΛΔΚ δήλωσαν ότι ο στρατηγός Kanyama είχε απολυθεί από τη θέση του ως επικεφαλής της αστυνομίας της Κινσάσα, χωρίς να αναφέρει τους λόγους για [αυτή] την ενέργεια. Σύμφωνα με την πηγή, ο Kanyama αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον βοηθό του, Συνταγματάρχη Palanga Nawe.[7]

Μία αναφορά των μέσων ενημέρωσης του Ιουλίου 2017 ανέφερε ότι ο Στρατηγός Kanyama διορίστηκε ως ‘περιφερειακός επίτροπος’, και ορίστηκε επίσης ως ο νέος ‘γενικός διευθυντής αστυνομικών σχολών και εκπαίδευσης’.[8]  Μία ακόλουθη αναφορά των μέσων ενημέρωσης του Νοεμβρίου 2018 επιβεβαίωσε ότι ο Kanyama συνέχιζε, εκείνη την εποχή, να βρίσκεται σε αυτή τη θέση.[9]

Στις 23 Ιουνίου 2016, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν κυρώσεις στον Στρατηγό Kanyama.[10]  Η Ε.Ε. ομοίως επέβαλε τις δικές της κυρώσεις σε διάφορα άτομα στη ΛΔΚ, συμπεριλαμβανομένου του Kanyama, στις 12 Δεκεμβρίου 2016.[11] Στις 9 Δεκεμβρίου 2021, η Ε.Ε. ανανέωσε τις κυρώσεις στον Kanyama για ένα ακόμη έτος, δηλώνοντας:

‘Ως διοικητής της Εθνικής Αστυνομίας του Κονγκό (PNC), ο Célestin Kanyama ήταν υπεύθυνος για τη δυσανάλογη χρήση βίας και τη βίαιη καταστολή τον Σεπτέμβριο του 2016 στην Κινσάσα.

Τον Ιούλιο του 2017, ο Célestin Kanyama διορίστηκε Γενικός Διευθυντής των σχολών εκπαίδευσης της PNC.

Τον Οκτώβριο του 2018, ενόσω είχε το εν λόγω αξίωμα, αστυνομικοί εκφόβισαν δημοσιογράφους και τους στέρησαν την ελευθερία, μετά τη δημοσίευση σειράς άρθρων σχετικών με την ιδιοποίηση σιτηρέσιων των δόκιμων αστυνομικών. Ο Célestin Kanyama διαδραμάτισε ρόλο στα εν λόγω γεγονότα.

Λόγω του ρόλου του ως υψηλόβαθμου αξιωματούχου της PNC, τον οποίο εξακολουθεί να έχει έως σήμερα, φέρει ευθύνη για τις πρόσφατες παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από την PNC. Ο Célestin Kanyama έχει εμπλακεί, επομένως, στον σχεδιασμό, την καθοδήγηση ή την τέλεση πράξεων που συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις ή καταπατήσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ.’[12]»

Σχετικά με το ανωτέρω πρόσωπο, η απόφαση του Συμβουλίου στα πλαίσια της Κοινής  Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) 2023/2768, όπως ίσχυε μέχρι και τις 8 Δεκεμβρίου 2023, αναφέρει τα κάτωθι:

«Ως διοικητής της Εθνικής Αστυνομίας του Κονγκό (PNC), ο Célestin Kanyama ήταν υπεύθυνος για τη δυσανάλογη χρήση βίας και τη βίαιη καταστολή τον Σεπτέμβριο του 2016 στην Κινσάσα. Ο Célestin Kanyama ήταν γενικός διευθυντής των εκπαιδευτικών σχολών της PNC από τον Ιούλιο του 2017 έως τον Απρίλιο του 2023. Τον Οκτώβριο του 2018, αστυνομικοί εκφόβισαν δημοσιογράφους και τους στέρησαν την ελευθερία, μετά τη δημοσίευση σειράς άρθρων σχετικών με την ιδιοποίηση σιτηρεσίων των δόκιμων αστυνομικών και του ρόλου που διαδραμάτισε ο Célestin Kanyama στα συγκεκριμένα γεγονότα. Ο Célestin Kanyama παραμένει υψηλόβαθμος αστυνομικός και εξακολουθεί να είναι εν ενεργεία. Λόγω του ρόλου του ως υψηλόβαθμου αξιωματούχου της PNC φέρει ευθύνη για τις πρόσφατες παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από την PNC. Ο Célestin Kanyama ενεπλάκη συνεπώς στον σχεδιασμό, την καθοδήγηση ή την τέλεση πράξεων που συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις ή καταπατήσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ.» [13]

Άρθρο του Actualite.cd, το οποίο εξειδικεύεται σε πληροφορίες πολιτικής και οικονομικής φύσης καθώς και σε πληροφορίες ασφαλείας [14], το οποίο δημοσιεύτηκε στις 2 Απριλίου 2023, επιβεβαιώνει ότι ο Célestin Kanyama δεν αποτελεί πλέον το γενικό διευθυντή των εκπαιδευτικών σχολών της PNC.[15]

Εκ των ανωτέρω στοιχείων καταδεικνύεται αναμφισβήτητα ότι στον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του αιτητή αποδίδονται πράξεις οι οποίες αποτελούν κατάφωρη παραβίαση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως, μεταξύ άλλων, αυθαίρετες συλλήψεις, βασανισμοί και εξωδικαστικές εκτελέσεις.

Εν προκειμένω, παρά το ότι, ως εκ των ως άνω παρατιθέμενων πληροφοριών προκύπτει, ο κατ’ ισχυρισμό διώκτης του αιτητή φαίνεται να έχει προβεί κατ’ επανάληψη σε πράξεις όμοιες ή παρεμφερείς με τα όσα ο αιτητής αναφέρει, εντούτοις η διαβρωθείσα εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών αποβαίνει - αναπόφευκτα – μοιραία και ως προς την συνολική αξιοπιστία τους. Τούτο γιατί η ύπαρξη μιας πρακτικής όμοιας ή συνάδουσας με τα όσα αναφέρει ένας αιτητής δεν αρκεί από μόνη της για την άνευ ετέρου αποδοχή ενός αφηγήματος, από τη στιγμή που τούτο στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει και της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας, ως και στο ανωτέρω απόσπασμα από το εγχειρίδιο του EASO αναφέρεται.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.97, αναφέρεται ότι «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Στη δε σελ.131 του ιδίου εγχειριδίου τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»

Στην απουσία λοιπόν εν προκειμένω περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου που θα εξηγούσε τις αντιφάσεις και θα συμπλήρωνε τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν στο αφήγημα του αιτητή είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά που εντοπίστηκαν παραμένουν και συνεπώς η αποδοχή των ισχυρισμών αυτών, ακόμα και αν συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη, θα ήταν ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση τους.

Σημειώνω δε ότι – σε κάθε περίπτωση – ο κατ’ ισχυρισμός διώκτης του αιτητή φαίνεται να έχει πλέον, από τον Απρίλιο 2023, απομακρυνθεί από τη θέση ισχύος στην οποία βρισκόταν προηγουμένως.

Ενόψει των όσων πιο πάνω αναφέρω, απομένει λοιπόν μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας της περιοχής διαμονής του αιτητή και της δυνατότητας επιστροφής του αιτητή.

Προχωρώ λοιπόν σε εκτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στη Κινσάσα.

Αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι η κατάσταση ασφαλείας στη χώρα παραμένει ασταθής, κυρίως στο ανατολικό τμήμα, καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στα ανατολικά που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων [16].

Σύμφωνα με την ενημέρωση του ACLED, που συντάχθηκε από το Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation (ACCORD), τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στη χώρα το τελευταίο τρίμηνο του 2021, αφορούν μόνο τις επαρχίες Ιturi, North Kivu και South Kivu στα ανατολικά, όπου ασκείται ένοπλη βία. [17]

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 01/09/22 έως 01/09/23, σημειώθηκαν στην ομώνυμη επαρχία της Κινσάσα 51 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 72 ατόμων. Μεταξύ αυτών, 20 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (51 θάνατοι), 24 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων/ταραχών (1 θάνατος), 52 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος), καταγράφηκαν 7 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων ( 20 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας.[18]

Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται περί τα 14 ½ εκατομμύρια [19] καθίσταται κατανοητό ότι η αδιάκριτη βία στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής.

Εκ των ως άνω δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις – δεδομένης της απόρριψης του συνόλου του αφηγήματος του, ως ανωτέρω εξηγείται - που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή στη βάση και της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [20] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19 CF and DN).

Δεν παραγνωρίζω ότι ο αιτητής αναμένεται να αντιμετωπίσει προκλήσεις κατά την επιστροφή του στη Κινσάσα, δεδομένης και της ανυπαρξίας οικογενειακού δικτύου. Σε έρευνα του DIS αναφέρει ότι τα νεαρά άτομα αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας και οικονομικής ανέχειας και συχνά αναγκάζονται να αναζητήσουν βιοπορισμό σε δραστηριότητες όπως πωλήσεις φρούτων και λαχανικών ή άλλες χειρωνακτικές εργασίες και έχει παρατηρηθεί η μετεγκατάσταση σε ανατολικότερες περιοχές για εξασφάλιση καλύτερου βιοπορισμού. [21]

Οι όποιες όμως προκλήσεις θα αντιμετωπίσει ο αιτητής κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής δεν υπερβαίνουν, δεδομένου και του ότι, ως διαφαίνεται, δεν αναμένεται να στερηθεί την πρόσβαση του σε βιοπορισμό που θα του επέτρεπε μια διαβίωση, έστω με ιδιαίτερες ίσως στερήσεις.

Έπεται λοιπόν ότι δεν τεκμηριώθηκε εν προκειμένω βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] EASO, COI Query, Democratic Republic of Congo (DRC): Operation Likofi during 2018 in Kinshasa

(βλ. ερώτηση 2 ‘Involvement of General Kanyama, Colonel Lily, and General Kasongo in the 2018

Operation Likofi IV’, σσ. 4 – 6), 6 January 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2022_01_Q1_EASO_COI_Query_Response_DRC_LIKOFI_OPERATION.pdf

[2] HRW, Operation Likofi - Police Killings and Enforced Disappearances in Kinshasa, Democratic Republic of Congo, 17 November 2014, https://www.hrw.org/report/2014/11/17/operation-likofi/police-killings-and-enforced-disappearances-kinshasa-democratic

[3] U.S. Department of the Treasury, Treasury Sanctions High-Ranking Government Security Official for Role in Violence in the Democratic Republic of the Congo, 23 June 2016, https://home.treasury.gov/news/press-releases ; UNJHRO, Report of the United Nations Joint Human Rights Office On Human Rights Violations Committed by Agents of the Congolese National Police During Operation Likofi in Kinshasa between 15 November 2013 And 15 February 2014, October 2014, para. 23, https://monusco.unmissions.org/sites/default/files/old_dnn/docs/UNJHRO%20-%20Likofi%20Report%20-%20October%202014%20-%20ENGLISH%20TRANSLATION.pdf ; HRW, Operation Likofi - Police Killings and Enforced Disappearances in Kinshasa, Democratic Republic of Congo (ό.π. σημ. 2)

[4] HRW, Operation Likofi - Police Killings and Enforced Disappearances in Kinshasa, Democratic Republic of Congo (ό.π. σημ. 2)

[5] U.S. Department of the Treasury, Treasury Sanctions High-Ranking Government Security Official for Role in Violence in the Democratic Republic of the Congo (ό.π. σημ. 3)

[6] AI, DRC: Dismissed! Victims of 2015-2018 brutal crackdowns in the Democratic Republic of Congo denied justice, 16 June 2020, p. 32, https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2021/05/AFR6221852020ENGLISH.pdf

[7] RFI, RDC: pourquoi le chef de la police de Kinshasa a-t-il été suspendu?, 19 April 2017, https://www.rfi.fr/fr/afrique/20170419-rdc-chef-police-suspendu-kanyama-likofi-bissengimana-elvis-pangala-nawej ; Βλ. επίσης: Africanews, Controversial DR Congo police chief sacked, replaced by assistant, 18 April 2017, http://www.africanews.com/2017/04/18/controversial-dr-congo-police-chief-sacked-replaced-by-assistant/ 

[8] Radio Okapi, RDC: Joseph Kabila remplace Bisengimana par Amuli à la tête de la police, 17 July 2017, https://www.radiookapi.net/2017/07/18/actualite/securite/rdc-joseph-kabila-remplace-bisengimana-par-amuli-la-tete-de-la-police

[9] Radio Okapi, Joseph Kabila préside la cérémonie de la fin de la formation de 3600 policiers à Kisangani, 16 November 2018, https://www.radiookapi.net/2018/11/16/actualite/securite/joseph-kabila-preside-la-ceremonie-de-la-fin-de-la-formation-de-3600

[10] VOA, US Imposes Sanctions on Kinshasa Police Chief in DRC, 23 June 2016, https://www.voanews.com/a/us-imposes-sanctions-kinshasa-police-chief-drc/3389741.html ; U.S. Department of the Treasury’, Treasury Sanctions High-Ranking Government Security Official for Role in Violence in the Democratic Republic of the Congo, 23 June 2016, https://home.treasury.gov/news/press-releases

[11] 4 EU, Council Regulation (EU) 2016/2230 of 12 December 2016 amending Council Regulation (EC) No 1183/2005 imposing certain specific restrictive measures directed against persons acting in violation of the arms embargo with regard to the Democratic Republic of the Congo, 12 December 2016, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=uriserv:OJ.LI.2016.336.01.0001.01.ENG&&toc=OJ:L:2016:336I:TOC

[12] EU, Council Decision (CFSP) 2021/2181 of 9 December 2021 amending Decision 2010/788/CFSP concerning restrictive measures against the Democratic Republic of the Congo, 9 December 2021, Annex, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A32021D2181

[13] Για όλα τα παραπάνω βλ. ΑΠΟΦΑΣΗ (ΚΕΠΠΑ) 2023/2768 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Δεκεμβρίου 2023 για την τροποποίηση της απόφασης 2010/788/ΚΕΠΠΑ για την επιβολή περιοριστικών μέτρων λόγω της κατάστασης στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Παράρτημα ΙΙ, 4/15 διαθέσιμο σε https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=OJ:L_202302768 (ημερομηνία πρόσβασης 11/01/2024)

[14] Actualite. cd, (χωρίς τίτλο, χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://actualite.cd/actualite (ημερομηνία πρόσβασης 11/01/2024)

[15] Actualite. Cd, ‘Police nationale congolaise: Vital Awachango remplace Célestin Kanyama à la Direction générale des écoles et de formation’ (2023), διαθέσιμο σε https://actualite.cd/2023/04/02/police-nationale-congolaise-vital-awachango-remplace-celestin-kanyama-la-direction (ημερομηνία πρόσβασης 11/01/2024)

[16] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 13/09/2023]

[17] ACLED, Democratic Republic of Congo, Fourth Quarter 2021: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 30 Μαΐου 2022,  https://www.ecoi.net/en/file/local/2074522/2021q4DemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/09/2023).

[18] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: 01/09/2022 – 01/09/2023, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Kinshasa] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/09/2023).

[19] City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces, Kinshasa, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/09/2023).

[20] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf

[21] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο