ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 1732/22

10 Ιανουαρίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

           K.M.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Ι. Ιάσονος (κα), Δικηγόρος για την Αιτητή

Α. Αναστασιάδη (κα) για Α. Αριστείδου (κα), Δικηγόροι για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 26.11.2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 11.03.2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικος και διαθέτει την υπηκοότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Στις 31/10/2019 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 14.10.2021 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (εφεξής «EUAA»). Στις 18.11.2021 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισηγητική έκθεση  προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του  Αιτητή εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στις 26.11.2022. Στις 08.03.2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή  στις 11.03.2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η συνήγορος του Αιτητή δια του εισαγωγικού της δικογράφου  παραθέτει πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Δια της γραπτής αγόρευσης, η συνήγορος του Αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, εκ των οποίων διακρίνονται αυτοί 1) περί έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας, 2) περί πλάνης περί τα πράγματα, 3) περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας και 4) περί παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση. Η συνήγορος του Αιτητή εγείρει ότι δεν δόθηκε πραγματική ευκαιρία στον Αιτητή να αναπτύξει της υπόθεσή του επί της ουσίας καθώς επικαλείται ότι ο η επιλογή διερμηνέα κατά τη διάρκεια της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή ο οποίος δεν γνωρίζει τη γλώσσα του Αιτητή είχε ως αποτέλεσμα να μην εξεταστεί δικαίως η αίτηση του Αιτητή.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής δε στοιχειοθετείται δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πρόσωπό του, ενώ επιπλέον ο τελευταίος δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ως προς τον εγειρόμενο ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή περί παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση  λόγω του ότι ο μεταφραστής δεν γνώριζε τη γλώσσα του Αιτητή, η συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζεται πως ο εν λόγω ισχυρισμός καθίσταται ανεδαφικός καθώς ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης αφενός μεν δήλωσε ότι κατανοεί τον μεταφραστή, αφετέρου δε υπέγραψε δε κάθε σελίδα του αντίστοιχου πρακτικού βεβαιώνοντας τόσο το ότι αντιλαμβάνεται τον μεταφραστή όσο και το ότι το περιεχόμενο του πρακτικού της συνέντευξής του αντικατοπτρίζει τα λεγόμενά του.  

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, Ο Αιτητής αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους  ισχυρισμούς της και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως γενικοί και απαράδεκτοι.

Ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(I)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένα επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγων (στο πλαίσιο πάντα του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών, ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής  δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του  ισχυρισμού που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης έρευνας και/ή δέουσας έρευνας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι  κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι ο πατέρας του ήθελε να τον παντρέψει αναγκαστικά με την ετεροθαλή αδερφή του προκειμένου να συνεχιστεί η παράδοση, πλην όμως ο ίδιος αρνήθηκε επειδή είναι χριστιανός, με αποτέλεσμα ο πατέρας του να θέλει να τον σκοτώσει (ερυθρό 15 Δ.Φ.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Αναφορικά με το θρήσκευμά του δήλωσε Χριστιανός. Σε σχέση με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε η μεν μητέρα του απεβίωσε, ο δε πατέρας του και η μητριά του διαμένουν στην πόλη Kinshasa. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι διαθέτει και 5 ετεροθαλείς αδερφούς, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει που βρίσκονται. Σε σχέση με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε απόφοιτος δημοτικού, ενώ σε σχέση με το επάγγελμά του δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε (ερυθρό 41- 45 Δ.Φ.).

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής  κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης του προέβαλε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής λόγω των απειλών και της κακομεταχείρισης στην οποία υποβλήθηκε εκ μέρους του πατέρα του. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε ότι η πατρική του οικογένεια και ειδικά ο πατέρας του τον απέρριψαν γιατί ήταν αγόρι, αφού διαθέτοντας ήδη 4 ετεροθαλείς αδερφούς, ο πατέρας του επιθυμούσε το τελευταίο του τέκνο να είναι κορίτσι. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι ο πατέρας του ήταν ο εθιμικός αρχηγός της οικογένειάς του και ως εκ τούτου συνίστατο σε ένα γνωστό άτομο με επιρροή στη χώρα καταγωγής. Στη συνέχεια ο Αιτητής προέβαλε ότι περί τα μέσα Ιουλίου του 2011 ο πατέρας του και η οικογένειά του τον καταράστηκαν με αποτέλεσμα να του προκαλέσουν μια αρρώστια. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι ανωτέρω του προκάλεσαν την αρρώστια των πτηνών επειδή δεν ήθελαν ο Αιτητής να φοιτήσει στο σχολείο, ενώ συνέχισε δηλώνοντας ότι ακολούθως επισκέφτηκε συνοδευόμενος από τη μητέρα του πλήθος νοσοκομείων, πλην όμως οι γιατροί δεν μπορούσαν να τον θεραπεύσουν.  Ως εκ τούτου η μητέρα του ενημέρωσε τον πάστορα ο οποίος μετέφερε τον Αιτητή στην εκκλησία, όπου μέσω συνεχών προσευχών, ο Αιτητής κατάφερε να θεραπευτεί.

Ακολούθως ο Αιτητής δήλωσε ότι τον Ιούνιο του 2011 η μητέρα του τον μετέφερε στην εκκλησία για να προσευχηθεί, πλην όμως κατά την επιστροφή τους από την εκκλησία βρήκαν τον πατέρα του Αιτητή, ο οποίος σαν εθιμικός αρχηγός ήταν υπέρ της παραδοσιακής θρησκείας, εντός της οικίας τους.  Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του  άρχισε να φωνάζει και να χτυπάει την μητέρα του, ενώ στη συνέχεια μαστίγωσε τον Αιτητή με ένα καλώδιο επειδή ήταν αντίθετος στο γεγονός ότι ο Αιτητής και η μητέρα του επισκέπτονταν την εκκλησία. Ως αποτέλεσμα της ανωτέρω κακοποιητικής συμπεριφοράς του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχασε τις αισθήσεις του τις οποίες ανέκτησε όταν πλέον βρισκόταν στο νοσοκομείο.

Στη συνέχεια ο Αιτητής προέβαλε ότι τον Αύγουστο του 2014 απεβίωσε η μητέρα του, ενώ το 2015 ήταν η πρώτη φορά που του μίλησε ο πατέρας του. Ειδικότερα, ο Αιτητής προέβαλε ότι ο πατέρας του του ζήτησε να παντρευτεί της κόρη ενός συγγενή του προκειμένου να του επιτρέψει να επιστρέψει στο σχολείο. Συν τοις άλλοις, ο Αιτητής δήλωσε ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του πατέρα του, θα έπρεπε να παντρευτεί τη συγκεκριμένη κοπέλα προκειμένου να διατηρηθεί η παράδοση. Παρόλα αυτά, ο Αιτητής δήλωσε ότι εκείνη τη στιγμή δεν έδωσε κάποια απάντηση στον πατέρα του αλλά δραπέτευσε από την οικία που διέμενε πηγαίνοντας στην εκκλησία να συναντήσει τον πάστορα, τον οποίο η μητέρα του, πριν αποβιώσει, του ζήτησε να εμπιστεύεται. Ο Αιτητής δήλωσε ότι ενημέρωσε τον πάστορα σχετικά με το τι είχε συμβεί και εκείνος του συνέστησε να μην επιστρέψει στην οικία του αλλά να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής για να μη τον σκοτώσουν εντεταλμένα από τον πατέρα του άτομα.

Στη συνέχεια ο Αιτητής προέβαλε ότι το 2016 και ενώ μια ημέρα επέστρεφε από τα κεντρικά της εκκλησίας σταμάτησε δίπλα του ένα αυτοκίνητο εκ του οποίου εξήλθαν δύο ένοπλα άτομα τα οποία είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά του και τον έδεσαν, τον έβαλα μέσα σε ένα αυτοκίνητο και τον οδήγησαν σε ένα ημιτελές κτήριο. Ο Αιτητής υποστήριξε πως τα εν λόγω άτομα είχαν σταλεί από τον πατέρα του προκειμένου να τον απαγάγουν και να τον βασανίσουν. Στη συνέχεια προέβαλε ότι τα συγκεκριμένα άτομα τον κακοποίησαν και τον βασάνισαν για δύο εβδομάδες, ενώ τον ενημέρωσαν ότι τους είχε στείλει ο πατέρας του.  Στη συνέχεια όμως τα ίδια άτομα τον ενημέρωσαν πως δεν είχαν πρόθεση να τον χτυπήσουν αλλά να του επιτρέψουν να δραπετεύσει, με αποτέλεσμα να τον εγκαταλείψουν στην περιοχή Lechangeur της Kinshasa. Το επόμενο πρωινό τον είδε κάποια φίλη της θανούσης μητέρας του και κάλεσε κάποιους άνδρες προκειμένου να τον λύσουν. Αφού τον έλυσαν, τα συγκεκριμένα άτομα τον οδήγησαν στην εκκλησία όπου αφού ο πάστορας συμβουλεύτηκε άλλους κληρικούς, αποφάσισαν από κοινού να βοηθήσουν τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (ερυθρά 33-38 Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά ρώτησε τον Αιτητή πόσο διάστημα μεσολάβησε ανάμεσα  στην ημέρα κατά την οποία ο πατέρας του τον ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να παντρευτεί τη συγκεκριμένη κοπέλα τον Αύγουστο του 2015 και την ημέρα που εγκατέλειψε την οικία που διέμενε μαζί του και εκείνος απάντησε ότι μεσολάβησαν 5 με 6 ημέρες. Στη συνέχεια ζητήθηκε από τον Αιτητή να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα η απαγωγή του και εκείνος επικαλέστηκε το έτος 2016.

Ερωτηθείς αν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από το 2016 μέχρι και το 2019, χρόνο κατά τον οποίο φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε μετά την απαγωγή του αναγκάστηκε να διαμείνει στις εγκαταστάσεις της ενορίας. Ζητηθείς εκ νέου να απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι στη συνέχεια το πρόσωπο που αντιμετώπισε πρόβλημα λόγω του ότι βοήθησε τον Αιτητή, ήταν ο πάστορας. Υποβληθείς για τρίτη φορά στο εν λόγω ερώτημα, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Κληθείς να περιγράψει τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο πάστορας επειδή τον βοήθησε, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο τελευταίος αντιμετώπισε πνευματικά και σωματική πίεση (ερυθρά 32-33 Δ.Φ.).

Όταν κλήθηκε να παραθέσει λεπτομέρειας αναφορικά με την ιδιότητα του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν εθιμικός αρχηγός, αρχηγός της οικογένειας και ότι είχε επαφές με πολιτικούς, τραγουδιστές και αθλητές. Ειδικότερα, προέβαλε ότι όποτε τα εν λόγω άτομα αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα, το έλυνε ο πατέρας του  κάνοντας χρήση ξορκιών. Κληθείς να προσδιορίσει το ρόλο του πατέρα του και την επιρροή που ο τελευταίος είχε στους γύρω του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι όποτε λάμβαναν χώρα προεκλογικές καμπάνιες, ο πατέρας του βοηθούσε τους πολιτικούς να επιτύχουν. Κληθείς εκ νέου να περιγράψει τα καθήκοντα του πατέρα του, ο Αιτητής απάντησε ότι δε γνωρίζει γιατί δεν είχαν καλή σχέση. Ζητηθείς να προσδιορίσει το είδος των ανθρώπων με τους οποίους είχε σχέση ο πατέρας του, ο Αιτητής προέβαλε ότι δεν ήταν παρόν όταν ο πατέρας του πήγαινε σε διάφορα μέρη και συναντούσε διάφορους ανθρώπους γιατί τον έβλεπε σπάνια στο σπίτι (ερυθρό 32 1Χ,2Χ,3Χ Δ.Φ.). Κληθείς να κατονομάσει ένα πολιτικό τον οποίο βοήθησε ο πατέρας του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι γνωρίζει ότι ο πατέρα του βοήθησε κάποιους πολιτικούς με την εκστρατείες τους, ενώ προέβαλε ότι δε γνωρίζει κάποιο όνομα (ερυθρό 31 2Χ, Δ.Φ.).

Ζητηθείς δια ανοικτού τύπου ερωτήσεως, να παραθέσει κάποια περαιτέρω στοιχεία και/ή πληροφορίες σε σχέση με την απαγωγή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον μετέφεραν σε μια άγνωστη προς τον ίδιο τοποθεσία κοντά σε ένα ημιτελές κτήριο, ενώ προσέθεσε ότι τα άτομα που τον απήγαγαν τον ενημέρωσαν πως τους έστειλε ο πατέρας του (ερυθρό 31 4Χ, Δ.Φ.). Κληθείς εκ νέου να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες, ο Αιτητής απάντησε ότι η απαγωγή του έλαβε χώρα το 2016 ενώ προσδιόρισε ότι το αυτοκίνητο επί του οποίου επέβαιναν οι απαγωγείς του ήταν μάρκας Toyota. Ως προς το περιστατικό ανέφερε ότι δεν το περίμενε, ενώ ως προς τους απαγωγείς του ανέφερε ότι ήταν ψηλοί και μεταμφιεσμένοι. Προσέθεσε ότι η εν λόγω περιοχή ήταν επικίνδυνη ενώ ολοκλήρωσε δηλώνοντας ότι οι απαγωγείς του τον απήγαγαν και έφυγαν (ερυθρό 31 5Χ, Δ.Φ.). Ζητηθείς να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τους απαγωγείς του, δεδομένου ότι κρατήθηκε εκ αυτών για δύο εβδομάδες, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν πιο ψηλοί από τον ίδιο, ότι φορούσαν μαύρα ρούχα και μάσκες (ερυθρό 31 6Χ, Δ.Φ.). Κληθείς στη συνέχεια να περιγράψει λεπτομερώς την τοποθεσία επί της οποίας φέρεται να κρατήθηκε από τους απαγωγείς του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφτασε εκεί νύχτα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προσδιορίσει που βρισκόταν η εν λόγω τοποθεσία γιατί ο ίδιος ήταν εντός του αυτοκινήτου. Όταν όμως ξύπνησε το επόμενο πρωινό, ο Αιτητής δήλωσε ότι επρόκειτο για ένα υπό κατασκευή κτήριο το οποίο ήταν απομονωμένο. Ζητηθείς να περιγράψει το εσωτερικό του χώρου επί του οποίου κρατήθηκε, ο Αιτητής προέβαλε ότι ήταν ένα μεγάλο συγκρότημα με μεγάλα σίδερα επί του οποίου πιθανολόγησε ότι εργαζόταν καθώς ήταν άδειο. Το προσομοίασε μάλιστα με ένα σπίτι χωρίς καρέκλες (ερυθρό 30 1Χ, Δ.Φ.).

Κληθείς να περιγράψει λεπτομερώς την ημέρα της απελευθέρωσής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι απαγωγείς του τον μετέφεραν από το σημείο που κρατείτο και τον μετέφεραν στην περιοχή L’echanguer κατά τη διάρκεια της νύχτας. Συνεχίζοντας, ο Αιτητής δήλωσε ότι την επόμενη ημέρα οι άνθρωποι παρατήρησαν ότι βρισκόταν εκεί και μια γυναίκα κάλεσε κάποιους άνδρες οι οποίοι τον βοήθησαν να λυθεί και τον μετέφεραν στην ενορία (ερυθρό 30 1Χ, Δ.Φ.).

Ζητηθείς να περιγράψει τα βασανιστήρια στα οποία φέρεται να υποβλήθηκε, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον έδεσαν και ότι τον χτυπούσαν γιατί ήταν πιο ψηλοί και πιο δυνατοί από τον ίδιο. Προσέθεσε δε ότι ενίοτε δεν του έδιναν φαγητό καθώς θα  μπορούσαν να περάσουν τρεις ημέρες κατά τη διάρκεια των οποίων του έδιναν μόνο νερό (ερυθρό 30 Δ.Φ.).

Ερωτηθείς, τέλος, για ποιο λόγο του επέτρεψαν οι ίδιοι οι απαγωγείς του διαφύγει, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ίσως είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους. Υπέθεσε επίσης ότι ίσως του έκαναν χάρη γιατί του ζήτησαν να πάει σε ένα μέρος που δεν θα μπορούσε να τον βρει κανείς (ερυθρό 30 2Χ, Δ.Φ.).

Ως προς το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής απάντησε ότι θα επιστρέψει στη σκληρή ζωή, στις απειλές καθώς θα τον κυνηγάνε και θα νιώθει φόβο συνεχώς (ερυθρό 33 Δ.Φ.).

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός.

Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή ωστόσο, ο οποίος συνίσταται στις δηλώσεις του περί του ότι ο πατέρας του αποτελεί εθιμικό αρχηγό της εθνοτικής του ομάδας έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει σαφείς και συνεκτικές πληροφορίες οι οποίες να στοιχειοθετούν τον υπό εξέταση ισχυρισμό καθώς όταν του ζητήθηκε κατ’ επανάληψη αυτό, ο Αιτητής επαναλάμβανε ασαφώς και γενικόλογα ότι ο πατέρας του ήταν εθιμικός αρχηγός και είχε σχέσεις με πολιτικούς, αθλητές, τραγουδιστές  (ερυθρό 32 1Χ, 2Χ Δ.Φ.). Παρόλα αυτά, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να παράσχει περαιτέρω σαφείς πληροφορίες ως προς τα άτομα τα οποία ο πατέρας του βοήθησε, τα καθήκοντά του ως εθιμικός αρχηγός και τη σελίδα που φέρεται να διατηρεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμα όμως και λαμβάνοντας υπόψη τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι δεν διατηρούσε στενές σχέσεις με τον πατέρα του, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι θα αναμενόταν ευλόγως από εκείνον να παράσχει έστω ένα περιορισμένο αριθμό σαφών πληροφοριών και  όχι να περιορίζεται στην παροχή συγκεχυμένων πληροφοριών (ερυθρό 32 3Χ, Δ.Φ.).

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας διασταυρώθηκε ότι στη χώρα καταγωγής του Αιτητή συναντάται η παράδοση της εθιμικής αρχηγίας, πλην όμως αξιολογήθηκε ότι η επιβεβαίωση της εν λόγω πληροφορίας δεν επαρκεί προκειμένου να θεμελιωθεί αποδοχή του υπό εξέταση ισχυρισμού στο σύνολό του,  λόγω απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας κατά τρόπο που να θεμελιώνεται ότι τα εξιστορισθέντα αντικατοπτρίζουν βιωματική συνθήκη.  Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Ομοίως απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό και ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή ο οποίος συνίσταται στις δηλώσεις του περί του ότι κακοποιήθηκε και έπεσε θύμα απαγωγής κατ’ εντολή του πατέρα του, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή ήταν ασαφείς, επιφανειακές και στερούμενες  ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει λεπτομερώς το περιστατικό της φερόμενης απαγωγής του, εκείνος περιορίστηκε σε  λακωνικές και επιπόλαιες απαντήσεις αφού δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς ούτε τον τρόπο με τον οποίο απήχθη, ούτε το κτήριο επί του οποίου φέρεται να κρατήθηκε αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο φέρεται να κατάφερε να αποδράσει (ερυθρό 31 4Χ, Δ.Φ.). Όταν στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός έδωσε και πάλι την ευκαιρία στον Αιτητή να παραθέσει περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με τα εξιστορισθέντα περιστατικά, ο τελευταίος συνέχισε και πάλι να προβάλει ασαφείς και συγκεχυμένες πληροφορίες αφού δεν μπόρεσε να προσδιορίσει αρχικά  τον τόπο και την ώρα που φέρεται να έλαβε χώρα η απαγωγή του, αλλά ούτε και να περιγράψει λεπτομερώς την ενδυμασία των απαγωγέων του, όπως θα αναμενόταν ευλόγως. Τουναντίον, ο Αιτητής ισχυρίστηκε αορίστως ότι η απαγωγή του έλαβε χώρα το έτος 2016 μετά τη βάφτισή του, ότι το αυτοκίνητο εκ του οποίου αποβιβάστηκαν οι απαγωγείς του ήταν Toyota, και ότι οι απαγωγείς του ήταν ψηλοί και είχαν μεταμφιεστεί (ερυθρό 31 5Χ, Δ.Φ.). Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε στη συνέχεια ότι οι απαντήσεις του Αιτητή συνίσταντο κυρίως σε παραδείγματα και όχι σε προσωπικές πληροφορίες αναφορικά με το υπό εξέταση περιστατικό, όπως θα αναμενόταν ευλόγως από ένα πραγματικό θύμα απαγωγής.

Ως προς την απαγωγή του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε αρχικά ότι από ένα θύμα απαγωγής δεν θα αναμενόταν ευλόγως να αναπαράγει λεπτομερώς τις τραυματικές του εμπειρίες, πλην όμως ο Αιτητής παρέθεσε επιφανειακές, και μη συνεκτικές πληροφορίες όπως για παράδειγμα το ότι δεν γνώριζε που βρισκόταν η τοποθεσία επί της οποίας κρατήθηκε επειδή τον μετέφεραν εκεί με αυτοκίνητο. Ζητηθείς να περιγράψει στη συνέχεια το μέρος επί του οποίου φέρεται να κρατήθηκε, ο Αιτητής αποκρίθηκε χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι ήταν ένα μεγάλο, ημιτελές κτήριο το οποίο είχε μέσα σίδερα αλλά όχι καρέκλες. Στη συνέχεια ο Αιτητής δεν ήταν ούτε σε θέση να περιγράψει κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρονται να τον άφησαν ελεύθερο οι απαγωγείς του, καθώς προέβαλε επιφανειακά ότι τον μετέφεραν και τον εγκατέλειψαν στην περιοχή Lechangeur όπου τον  ξέλυσαν άλλα άτομα. Παρόλα αυτά, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πόσο διάστημα χρειάστηκε για να μεταβεί από τον χώρο κράτησής του, στην περιοχή στην οποία αφέθηκε ελεύθερος αλλά κυρίως δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωσε εκείνη τη στιγμή, πράγμα το οποίο θα αναμενόταν ευλόγως από εκείνον (ερυθρό 30 1Χ, Δ.Φ.).Ο Αιτητής, τέλος, δεν ήταν ούτε σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια και ευλογοφάνεια, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, το λόγο για τον οποίο οι ίδιοι οι απαγωγείς του φέρονται να τον άφησαν ελεύθερο αν και λειτουργούσαν κατ’ εντολή του πατέρα του, ο οποίος σύμφωνα με τον Αιτητή ήταν ένα ισχυρό πρόσωπο στη ΛΔΚ. Η απάντηση του Αιτητή στη σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση συνίστατο στη δήλωσή του περί του ότι οι απαγωγείς του συνεννοήθηκαν να τον αφήσουν ελεύθερο επειδή τον λυπήθηκαν, δήλωση ωστόσο η οποία χαρακτηρίζεται από  έλλειψη νοηματικής συνοχής, ευλογοφάνειας και συνέπειας (ερυθρό 30 2Χ, Δ.Φ.). Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας διασταυρώθηκε ότι στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και στην πόλη Kinshasa οι απαγωγές αποτελούν σύνηθες φαινόμενο, πλην όμως αξιολογήθηκε ότι η επιβεβαίωση της εν λόγω πληροφορίας δεν επαρκεί προκειμένου να θεμελιωθεί αποδοχή του υπό εξέταση ισχυρισμού στο σύνολό του. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη την αδυναμία του Αιτητή να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αντικατοπτρίζον βιωματικό περιστατικό. 

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, οι Καθ΄ων η αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ’ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.

Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinsahsa, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής αφού, κατόπιν σχετικής έρευνας, διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa καταγράφεται ως σταθερή.  

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί του σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Ειδικότερα, έχοντας μελετήσει προσεκτικά  την συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όσο το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα το υλικό το οποίο βρίσκεται ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων. Ο Αιτητής υπέβαλε αόριστους και μη πραγματικούς ισχυρισμούς αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής.

Συγκεκριμένα, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ο ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του έγινε ορθώς αποδεκτός από τους Καθ΄ων η αίτηση αφού οι δηλώσεις του κρίθηκαν σαφείς και οι πληροφορίες που προέβαλε επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το παρόν Δικαστήριο.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει επαρκώς ούτε τους συναφείς ισχυρισμούς του αλλά ούτε και τον πυρήνα του αιτήματός του, καθώς δεν αξιολογείται ότι αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα είτε από τον πατέρα του είτε από πιθανότατα άλλα πρόσωπα που φέρονται να τον εξεδίωξαν κατ’ εντολή του πρώτου.

Συγκεκριμένα, ως προς την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή περί του ότι ο πατέρας του ήταν εθιμικός αρχηγός της εθνοτικής του ομάδας, παρατηρώ, ομοίως με τον αρμόδιο λειτουργό, ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν ασαφείς, μη λεπτομερείς και χωρίς συνοχή. Ειδικότερα, έχοντας μελετήσει προσεκτικά το πρακτικό της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, διαπιστώνω ότι αν και του δόθηκε κατ’ επανάληψη η δυνατότητα να παραθέσει πληροφορίες και/ή περιγραφές ως προς την ιδιότητα του πατέρα του, εκείνος δεν ήταν σε θέση να παραθέσει σαφείς πληροφορίες αφού επαναλάμβανε πανομοιοτύπως πλην αορίστως ότι ο πατέρας του ήταν διάσημος και ισχυρός επειδή ήταν εθιμικός αρχηγός και βοηθούσε τραγουδιστές, αθλητές κλπ., χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να κατονομάσει κάποιο εκ των διάσημων προσώπων τα οποία ο πατέρας του βοήθησε, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή. Συν τοις άλλοις, αν και ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι ο πατέρας του διατηρούσε σελίδα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει καμία απολύτως περαιτέρω πληροφορία ως προς το περιεχόμενο και την επικληθείσα σελίδα.  Κρίνω άλλωστε ότι στην προσπάθειά του να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες ως προς την ιδιότητα του πατέρα του, ο Αιτητής επιλεκτικά πλην ελλιπώς επικαλείται ότι δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με τον πατέρα του, δήλωση ωστόσο εκ της οποίας προκύπτει νοηματική ασυνέπεια καθώς λόγω της κοινής τους διαβίωσης θα αναμενόταν από τον Αιτητή να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες, ασχέτως του εάν οι σχέσεις του με τον πατέρα του ήταν καλές. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα ως προς την παράδοση της εθιμικής αρχηγίας στη χώρα καταγωγής, εκ της οποίας ανευρέθη ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε από το Παγκόσμιο Νομικό Παρατηρητήριο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ (LOC) το οποίο αναφέρει ότι, βάσει  καταστατικού,  εθιμικός αρχηγός ή αρχηγός ομάδας ή αρχηγό χωριού ορίζεται κάποιος βάσει τοπικών εθίμων, ενώ οι εξουσίες καθορίζονται επίσης από τα έθιμα και αναγνωρίζονται από τις δημόσιες αρχές. Ο νόμος ορίζει ότι οι παραδοσιακοί ηγέτες χαίρουν εκτίμησης και σεβασμού, «αξιοπρεπούς» αμοιβής, ασυλίας από τη σύλληψη εκτός εάν συλληφθούν επ’ αυτοφώρω. Με τη σειρά του, ο παραδοσιακός ηγέτης απαιτείται να είναι απολιτικός, να μην συμμετέχει σε αντικυβερνητικές δραστηριότητες και να συμμετέχει στην επίλυση συγκρούσεων μέσω συνδιαλλαγής, διαμεσολάβησης και διαιτησίας[2]. Ως προς τη διαδικασία διαδοχής, αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι ο νόμος ορίζει ότι σε περίπτωση κένωσης της θέσης του εθιμικού αρχηγού (είτε λόγω θανάτου, είτε λόγω μακροχρόνιας απουσίας του, είτε λόγω αναστολής των καθηκόντων του ή άσκηση άλλης ασυμβίβαστης λειτουργίας), ένας ανώτερος διοικητικός λειτουργός (ο περιφερειάρχης ή ο αντιπρόσωπός του- προϊστάμενος τομέα, τοπικός αρχηγός, ή δήμαρχος – μεταβαίνει στον χώρο και συντάσσει επίσημη έκθεση για την κενή θέση. Εάν ο διάδοχος είναι γνωστός, η προαναφερθείσα ανώτερη αρχή εξουσιοδοτεί την εγκατάστασή του. Εάν ο διάδοχος δεν είναι γνωστός, η ανωτέρω αρχή εγκαθιστά ενδιάμεσο και ανοίγει το δρόμο προς διαδοχή. Για την κάλυψη της κενής θέσης, η αρχή συντάσσει τα λαμβάνει υπόψη την αυθεντικότητα του γενεαλογικού δέντρου, την ακρόαση των μελών της οικογένειας του εκ κληρονομιάς δικαιούχου, τη μαρτυρία των αρχηγών ομάδων, αρχηγών χωριών ή γειτονικών αξιωματούχων και στη συνέχεια ανακηρύσσεται ο νέος αρχηγός που ορίζεται σύμφωνα με το τοπικό έθιμο. Η αρχή συντάσσει έκθεση στην οποία επισυνάπτονται όλα τα αντίστοιχα πρακτικά και τη διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή για να ολοκληρωθεί η εγκατάσταση, η ένδυση και την αναγνώριση [3].

Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν βρίσκουν έρεισμα στις διαθέσιμες πληροφορίες καθώς ο Αιτητής ουδεμία από τις ανωτέρω πληροφορίες ανέφερε, αντιθέτως επαναλάμβανε αορίστως ότι ο πατέρας του ως εθιμικός αρχηγός βοηθούσε πολιτικούς, αθλητές κλπ. γεγονός που τον κατέστησε ισχυρό και γνωστό. Ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού και συνεπώς αυτός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του τρίτου ισχυρισμού, θα πρέπει αρχικά να τονιστεί ότι καθώς ο προηγουμένως απορριφθείς ισχυρισμός φέρεται να αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία του υπό εξέταση, η αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού παρουσιάζεται κλονισθείσα εκ προοιμίου. Περνώντας ωστόσο στην αξιολόγηση των όσων ο Αιτητής δήλωσε, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση ούτε να περιγράψει με σαφήνεια και περιγραφική λεπτομέρεια το περιστατικό της απαγωγής του, ούτε να περιγράψει κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό το μέρος επί του οποίου φέρεται να κρατήθηκε για δύο εβδομάδες αλλά ούτε και να εξηγήσει ευλογοφανώς το λόγο για τον οποίο τον φέρονται να τον απελευθέρωσαν οι ίδιοι του οι απαγωγείς αν και έλαβαν αντίθετες εντολές από τον πατέρα του. Ειδικότερα, παρατηρώ ότι όποτε ζητήθηκε από τον Αιτητή να παράσχει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με την απαγωγή του, εκείνος προέβαλε ασαφώς ότι σταμάτησε ένα αυτοκίνητο δίπλα του εκ του οποίου εξήλθαν δύο άτομα με καλυμμένα τα πρόσωπά τους, τα οποία τον ανάγκασαν να επιβιβαστεί στο όχημα και τον οδήγησαν σε μια άγνωστη προς εκείνον  τοποθεσία. Ο Αιτητής ωστόσο δεν ήταν σε θέση ούτε να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό αλλά ούτε και την τοποθεσία επί της οποίας φέρεται να κρατήθηκε. Ως προς το χρόνο τέλεσης του περιστατικού, ο Αιτητής προέβαλε αορίστως ότι η απαγωγή του έλαβε χώρα το 2016 ενώ ως προς την τοποθεσία επί της οποίας κρατήθηκε δήλωσε ότι επρόκειτο για ένα ημιτελές κτήριο, το οποίο μέσα δεν είχε καρέκλες. Το Δικαστήριο κρίνει ότι θα αναμενόταν από τον Αιτητή να προβάλει πιο σαφείς και λεπτομερείς περιγραφές για ένα περιστατικό εξαιτίας του οποίου άλλωστε ο Αιτητής να φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής. Διακρίνω επίσης ότι ο Αιτητής δεν ήταν ούτε σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς τους απαγωγείς του καθώς περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι ήταν ψηλοί κι ότι φορούσαν μαύρα ρούχα. Η αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κλονίζεται και από το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο τον ελευθέρωσαν οι απαγωγείς του, παρά το ότι φέρονται να έλαβαν διαφορετικές εντολές από τον πατέρα του. Η δε απάντησή του Αιτητή στο συναφώς υποβληθέν ερώτημα κρίνεται ως στερούμενη ευλογοφάνειας, καθώς ο Αιτητής προέβαλε, χωρίς νοηματική συνοχή, ότι οι απαγωγείς του τον λυπήθηκαν και συνεννοήθηκαν μεταξύ τους να τον αφήσουν ελεύθερο. Για τους παραπάνω λόγους το Δικαστήριο συντάσσεται με τους Καθ’ ων η αίτηση και ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού και δεδομένου ότι ο αρμόδιος λειτουργός επιβεβαίωσε, μέσω σχετικής έρευνας, ότι οι απαγωγές αποτελούν ένα σύνηθες φαινόμενο στη ΛΔΚ, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την πρακτική του αναγκαστικού γάμου, μιας και η άρνηση του Αιτητή να παντρευτεί την υποδειχθείσα εκ του πατέρα του κοπέλα, αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο ο τελευταίος φέρεται να τον εξεδίωξε. Εκ της διεξαχθείσας έρευνας προέκυψε, επιγραμματικά, ότι ο νόμος της ΛΔΚ απαγορεύει τον καταναγκαστικό γάμο και τον γάμο για άτομα κάτω των 18 ετών. Το USDOS (Υπουργεί Εσωτερικών των Η.Π.Α.) αναφέρει συναφώς ότι τα δικαστήρια μπορούν να καταδικάσουν γονείς που έχουν εξαναγκάσει το παιδί τους  να παντρευτεί σε έως 12 χρόνια σκληρής εργασίας και πρόστιμο. Η ποινή διπλασιάζεται όταν το παιδί είναι κάτω των 15 ετών. Παρόλα αυτά όχι μόνο επιβεβαιώνεται ότι η πρακτική εξακολουθεί να εφαρμόζεται στη χώρα καταγωγής[4], αλλά το Borgen Project προσδιόρισε τους τέσσερις πυλώνες στους οποίους οφείλεται το φαινόμενο των εξαναγκαστικών γάμων στη ΛΔΚ. Αυτοί οι πυλώνες είναι η φτώχεια, οι ένοπλες συγκρούσεις, η εφηβική εγκυμοσύνη και οι πολιτισμικές παραδόσεις[5].

Βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ως προς το ότι ο πατέρας του ήθελε να τον αναγκάσει να παντρευτεί προκειμένου να διατηρηθεί η παράδοση, βρίσκουν εν μέρει έρεισμα στις διαθέσιμες πηγές πλην όμως ουδεμία πληροφορία ανευρέθη ως προς τις συνέπειες που αντιμετωπίζουν τα αγόρια που αρνούνται την τέλεση τέτοιου γάμου στην Kinshasa.

Σε κάθε περίπτωση, βασιζόμενο στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού και διαπιστώνοντας ότι οι ελάχιστες πληροφορίες που επιβεβαιώνονται από εξωτερικές πηγές δεν επαρκούν προκειμένου να θεμελιωθεί η αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού στο σύνολό του, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με τους Καθ΄ων η αίτηση, στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού ως μη αξιόπιστο, καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζει βιωματικό περιστατικό.

Εναπόκειται στον Αιτητή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[6]. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).  Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο Αιτητής, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτητής.

Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψιν μου ότι ούτε και κατά την παρούσα διαδικασία ο Αιτητής  ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τους βασικούς ισχυρισμούς του λεπτομερώς και παρέχοντας συγκεκριμένες πληροφορίες, αφού δεν επικαλέστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα της για έναν από τους 5 λόγους που εξαντλητικά αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Συναφώς επισημαίνεται ότι  ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[7] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος[8]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκε στον Αιτητή πλήθος ανοικτής φύσεως ερωτημάτων, τα οποία αυτός είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Παρατηρώ ότι ο αρμόδιος λειτουργός του υπέβαλε επαρκείς ερωτήσεις προκειμένου να καλυφθεί τόσο ο πυρήνας του αιτήματός του, όσο και τα επί μέρους θέματα, ακολουθώντας τη ορθή διερευνητική διαδικασία, ενώ συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο του προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς του[9]. Παράλληλα, οι Καθ΄ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή, συνεκτιμώντας την ατομική του κατάσταση καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις, εκ των οποίων δεν ανέκυψε κάποιος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό τις πράξεις παρελθούσας δίωξης που ο Αιτητής φέρεται να δέχτηκε στη χώρα καταγωγής του, αλλά αντιθέτως συνίσταται σε ένα ασαφές συνονθύλευμα το οποίο στερείται περιγραφικής λεπτομέρειας, νοηματικής συνοχής και ευλογοφάνειας.

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή όσο και τις συνθήκες ασφαλείας που επικρατούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, εκ της οποίας ανευρέθησαν τα ακόλουθα.

Αξιολογώντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρείται ότι αυτός συνιστά ένα νέο, ενήλικο, υγιή άνδρα, ο οποίος φαίνεται ότι είναι σε θέση να εργαστεί και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Επιπλέον ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του είναι η Κινσάσα, που αποτελεί μεγάλο αστικό κέντρο και πρωτεύουσα της χώρας, και όχι κάποια απομακρυσμένη ή αγροτική περιοχή στην οποία υπερισχύει το εθιμικό δίκαιο και οι τοπικές παραδόσεις σε σχέση με το επίσημο δίκαιο της χώρας. Ούτε ο Αιτητής ζει σε κάποια περιοχή η οποία πλήττεται από ένοπλη σύρραξη, όπως άλλωστε θα αναλυθεί κατωτέρω.

Ως εκ τούτου, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στην Kinshasa, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη και/ή θα κινδυνεύσει από σοβαρή βλάβη. Ούτε άλλωστε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές της ΛΔΚ. Συνεπώς, ο εκπεφρασμένος φόβος του δεν αξιολογείται ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής.

Συν τοις άλλοις, βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο .  Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή της Kinshasa, η οποία αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή.

Εκ της διενεργηθείσας έρευνας προέκυψε ότι η έκθεση του portal RULAC το 2021 σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην ΛΔΚ αναφέρει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα»[10].  Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων συνδεόμενες με περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021[11] . Συν τοις άλλοις, Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρει ότι  ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα [12]. Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 17/11/2022 έως 17/11/2023, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 47 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 81 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (60 θάνατοι), 18 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), καταγράφηκαν 7 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων (20 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας[13] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται το 2023 σε περίπου 14.565.700 κατοίκους[14],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (72 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

Βάσει λοιπόν των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή περί παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση λόγω του ότι παρέλειψαν να εξασφαλίσουν στον Αιτητή διερμηνέα που να κατανοεί τη γλώσσα του, παρατηρώ ότι, όπως εντοπίζουν και οι Καθ’ ων η αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης, σύμφωνα με το πρακτικό της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, ο τελευταίος δήλωσε κατά την αρχή της συνέντευξής του ότι κατανοεί το μεταφραστή (ερυθρό 48 1Χ, Δ.Φ.), στο δε τέλος της επανέλαβε και προσυπέγραψε ότι κατανόησε το περιεχόμενο όλων των ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν και ως εκ τούτου οι πληροφορίες που καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν πλήρως τις δηλώσεις του (ερυθρό 29 1Χ, Δ.Φ.). Επισημαίνεται επίσης πως η συνέντευξη του Αιτητή έλαβε χώρα στη γλώσσα Lingala η οποία αποτελεί τη μητρική γλώσσα του Αιτητή. Συνδυάζοντας τα ανωτέρω, κρίνω ότι ο εγειρόμενος ισχυρισμός περί παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμος.  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία,  τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να του εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και δη στην ασφαλή, βάσει έγκυρων πληροφοριών, Kinshasa.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[2] LOC, Global Legal Monitor, Congo, The Democratic Republic of the: President Adopts Laws on Elections, Traditional Leaders, 8 September 2015, διαθέσιμο σε https://www.loc.gov/research-centers/law-library-of-congress/about-this-research-center/, (ημ.τελευταίας πρόσβασης 27/11/2023).

[3]  DRC, Loi fixant le statut des chefs coutumiers [informal translation: Law establishing the status of customary chiefs], 2015, διαθέσιμο σε https://www.droitcongolais.info/files/1.11.1.-Loi-du-25-aout-2015_Statut-des-chefs-coutumiers.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/11/2023)

[4] USDOS, 2020 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 30 March 2021, διαθέσιμο σε https://www.state.gov/wp-content/uploads/2021/03/CONGO-DEM-REP-2020-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/11/2023).

[5]  Borgen Project (The), Combating Child marriage in the Democratic Republic of the Congo, 25 July 2020, διαθέσιμο σε https://borgenproject.org/combating-child-marriage-in-the-democratic-republic-of-the-congo-the-emergence-of-girls-parliaments/, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/11/2023).

[6] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[7] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[8] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[9] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[10] [10] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [ημερ. πρόσβασης 27/11/2023]

[11] 4 International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=7&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=07&to_year=2021, [ημερ. πρόσβασης 27/11/2023]

[12] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/,  [ημερ. πρόσβασης 27/11/2023]

[13] Αccled, Kinshasa, reference period 20/10/2022 - 20/10/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 23/11/2023]

[14] Macrotrends, Kinshasa Population, 2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/11/2023)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο