ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Νομική Αρωγή αρ.177/23

 

15 Ιανουάριου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)

 

Αίτηση από:

 

1.    Α. Α. Κ.

2.    Ι. Ζ.

                                                                                                                                    Αιτητές

 

 

Αιτητές εμφανίζονται αυτοπροσώπως

Κα Π. Βρυωνίδου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Κος Η. Φανούς,  μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, προκειμένου να διορίσουν δικηγόρο για να χειριστεί την προσφυγή που ήδη καταχώρησαν εναντίον απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, που τους κοινοποιήθηκε στις 07/11/23, δια της οποίας απορρίφθηκε αίτημά για χορήγηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν.

Ως προκύπτει από το σημείωμα του Γεν. Εισαγγελέα που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, οι αιτητές κατάγονται από το Πακιστάν, εισήλθαν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παράτυπα, μέσω κατεχομένων, όπου φοίτησαν σε ιδιωτικό κολλέγιο περί τα τρία έτη, στις 07/08/23 και υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας στις 18/08/23, η οποία απορρίφθηκε.

Η αίτηση στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002, αρ.6Β (2) (α) και 6Β (2) (ββ) του σχετικού Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα:

«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -

[.]

(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»

Σε περιπτώσεις λοιπόν ως η παρούσα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το δικαίωμα του αιτητή να έχει πρόσβαση στην δικαιοσύνη, όμως το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιον του, χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας.

Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς βεβαίως να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ο αιτητής. Το αποτέλεσμα δε της παρούσας δεν επηρεάζει κατ’ ουδένα λόγο την τελική έκβαση της προσφυγής που πιθανόν να καταχωρηθεί από τον αιτητή (βλέπε μεταξύ άλλων Durgo Man v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 278/2009, ημ.15/07/09, καθώς και Baghour και Roud Gad, υπόθ. αρ.7/11 και 8/11, ημ.28/03/11).

Στην απόφαση στην αιτ. Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SINGH KHUSHWANT του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματός του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου.  Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.

[…]

Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης. […]. Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιόν του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή.».

Από τα συνημμένα στο Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα προκύπτουν τα ακόλουθα.

Ο αιτητής 1 είναι άντρας και είναι, ως ισχυρίζεται, νυμφευμένος, από τον Απρίλιο 2023, με την αιτήτρια 2, που είναι γυναίκα. Μετά την καταχώρηση ξεχωριστών αιτήσεων, αυτές συνεξετάστηκαν και έγιναν συνεντεύξεις με έκαστο εκ των αιτητών, χωριστά.

Η αιτήτρια στην αίτηση διεθνούς προστασίας που συμπλήρωσε κατέγραψε ότι έφυγε από το Πακιστάν για να σπουδάσει στα κατεχόμενα. Εκεί παντρεύτηκε τον αιτητή, ενώ ήταν αρραβωνιασμένη με ξάδερφο της. Τότε άρχισε να δέχεται απειλές, ενώ κάποιος μπήκε στο σπίτι τους και κατέστρεψε πράγματα. Επίσης, έλαβαν απειλητικά μηνύματα και φωνομηνύματα από τον πρώην αρραβωνιαστικό της και απειλήθηκαν με μαχαίρι, περιστατικό το οποίο κατέγραψαν σε βίντεο, όμως, όταν πήγαν στην αστυνομία να το καταγγείλουν τους ζητήθηκε να διαγράψουν το βίντεο καθώς είναι παράνομο και πως αν το ξαναπράξουν, θα φυλακιστούν. Ο πρώην αρραβωνιαστικός της έστειλε μέχρι και άτομα στους γονείς του συζύγου της, για να τους απειλήσουν. Αν επιστρέψουν πίσω φοβούνται ότι θα τους σκοτώσουν για λόγους τιμής.

Πανομοιότυπος, κατά το μάλλον ή ήττον, ισχυρισμούς με τους ως άνω καταγράφει και ο αιτητής, στη δική του αίτηση.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι ήρθε στα κατεχόμενα για να συνεχίσει τις σπουδές του και γνώρισε την αιτήτρια περί τα μέσα 2020. Δημιούργησαν δεσμό και στις 08/04/23 νυμφεύθηκαν. Όταν το ανακοίνωσαν στους γονείς τους, οι μεν γονείς του αιτητή ήταν σύμφωνοι μ’ αυτό, οι δε γονείς της αιτήτριας, παρά το ότι ήταν επιφυλακτικοί στην αρχή και τους είπαν ότι είναι υπεύθυνοι των πράξεων τους. Τότε άρχισαν να ενοχλούν τους γονείς της αιτήτριας, οι οποίοι όμως δεν το είπαν στους αιτητές. Στις 20/04/23, όταν επέστρεψαν στο σπίτι όπου διέμεναν οι αιτητές, βρήκαν τα πάντα αναστατωμένα, όμως δεν είχε κλαπεί κάτι. Φοβήθηκαν και τότε τηλεφώνησαν στους γονείς της αιτήτριας, οι οποίοι του αποκάλυψαν ότι η οικογένεια του πρώην αρραβωνιαστικού της τους είχε απειλήσει, λόγω του ότι η κόρη τους είχε νυμφευθεί, για λόγους τιμής.

Έκτοτε οι αιτητές δέχονταν κλήσεις από τον πρώην αρραβωνιαστικό της αιτήτριας και άλλαξαν σπίτι. Στις 21/07/23 τρείς τουρκόφωνοι εισήλθαν στην νέα οικία τους και τους απείλησαν με μαχαίρι. Οι παρευρισκόμενοι βιντεογράφησαν το περιστατικό, όταν όμως πήγαν να καταγγείλουν αυτό σε αστυνομικό σταθμό (στα κατεχόμενα), τους ζητήθηκε να το σβήσουν, γιατί είναι παράνομη η βιντεοσκόπηση χωρίς τη συναίνεση του βιντεογραφούμενου. Ο αιτητής ανέφερε ότι τα άτομα που τους επιτέθηκαν, όταν ρωτήθηκαν γιατί το κάνουν αυτού απάντησαν ότι ξέρουν οι ίδιοι (οι αιτητές). Τελικά ο αιτητής δεν αναφέρει ρητά τον λόγο της κατ’ ισχυρισμό επίθεσης αυτής. Τότε άρχισαν να διαμένουν σε ξενοδοχεία, ως αναφέρει, και εν τέλει ήρθαν στις ελεύθερες περιοχές. Ερωτώμενος σχετικά ανέφερε ότι ακόμα και σήμερα παρενοχλούν την οικογένεια τους, η οποία δεν μπορεί να προστατευτεί, καθώς η οικογένεια του πρώην αρραβωνιαστικού της αιτήτριας «ασχολείται με την πολιτική» και έχουν μεγάλη δύναμη και επιρροή. Ως τέλος ανέφερε, η οικογένεια του μετακόμισε στην Ισλαμαμπάντ, όμως επέστρεψε στον προηγούμενο τόπο διαμονής τους.

Η αιτήτρια, στη δική της συνέντευξη, ανέφερε ότι η οικογένεια της την είχε «λογοδοσμένη» από την ηλικία των 17 ετών σε ένα 2ο ξάδελφο της, γιο ξαδέλφου του πατέρα της, ο οποίος σπούδαζε τότε στη Κίνα. Ανέφερε ότι ήρθε για να σπουδάσει στα κατεχόμενα, όπου γνώρισε τον αιτητή, τον οποίο νυμφεύθηκε στις 08/04/23. Όταν το ανάφεραν στις οικογένειες τους αρχικά αυτοί «δεν ήταν ενθουσιασμένοι», όμως τελικά ήταν «οκ» μ’ αυτό. Σημείωσε ότι ο αιτητής, παρά το ότι ο ίδιος δηλώνει άθεος είναι σουνίτης και η ίδια σιήτης μουσουλμάνος και είναι και αυτό πρόβλημα μ’ «αυτούς» (σ.σ. εννοεί τις οικογένειες τους), χωρίς εντούτοις να εξηγεί περαιτέρω.

Σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό δίωξη και απειλές που δέχθηκαν από τον πρώην αρραβωνιαστικό της, είπε ότι η μητέρα της ανακοίνωσε τον γάμο της στην οικογένεια του περί τις 13 Φεβρουαρίου (2023) και έκτοτε δέχθηκαν φραστικές επιθέσεις και απειλές (η οικογένεια της αιτήτριας από την οικογένεια του πρώην αρραβωνιαστικού της). Αναφέρθηκε δε στο περιστατικό της επίθεσης με μαχαίρι από τουρκόφωνους και την αναστάτωση στο σπίτι τους που προηγήθηκε (ως και ο αιτητής ανέφερε), χωρίς καμία επί τούτων λεπτομέρεια. Σχετικά με τους ισχυρισμούς της περί εμπλοκής της οικογένειας του πρώην αρραβωνιαστικού της στην πολιτική, ανέφερε ότι αυτή υποστηρίζουν το κόμμα PPP, χωρίς να αναφέρει κάτι περαιτέρω. Η οικογένεια της έχει μετακομίσει από το 2022 στην Ισλαμαμπάντ και διαμένουν έκτοτε εκεί, όντας συνταξιούχοι, πρώην δημόσιοι υπάλληλοι. Ερωτώμενη από που εξασφάλισαν τον πιστοποιητικό γάμου που παρουσίασε ανάφερε ότι το πήραν διαδικτυακά.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα των αιτητών, εντόπισαν τους εξής ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ των αιτητών

2.    Ήρθαν στα κατεχόμενα για λόγους εκπαιδευτικού περιεχομένου

3.    Δέχθηκαν απειλές και επίθεση από τον πρώην αρραβωνιαστικό της αιτήτριας μετά από το γάμο των αιτητών στις κατεχόμενες περιοχές

Οι ως άνω ισχυρισμοί 1 και 2 έγιναν αποδεκτοί ενώ ο ισχυρισμός 3 απορρίφθηκε λόγω αντιφάσεων που εντοπίστηκαν στους ισχυρισμούς τους, έλλειψη ευλογοφάνειας και χρονικές ανακολουθείες που εντοπίστηκαν στα λεγόμενα τους. 

Επί του 3ου ως άνω ισχυρισμού, ως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Έκθεση των καθ’ ων η αίτηση, «παρόλο που σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στο Πακιστάν πραγματοποιούνται αρκετές δολοφονίες που αφορούν εγκλήματα τιμής, και παρόλο που έχουν γίνει τροποποιήσεις στη νομοθεσία για τα δικαιώματα των γυναικών, η νομοθεσία δεν εφαρμόζεται αποτελεσματικά. Ωστόσο, ο ισχυρισμός που αφορά την επίθεση και τις απειλές που δέχθηκαν οι Αιτητές από άτομα που έστειλε ο πρώην αρραβωνιαστικός της στις κατεχόμενες περιοχές απορρίπτεται, λόγω αντιφάσεων που εντοπίστηκαν στους ισχυρισμούς τους, έλλειψης ευλογοφάνειας και χρονικές ασυνέπειες….»

Η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Ενώπιον του Δικαστηρίου, καλούμενοι να τοποθετηθούν προφορικά, αφού τους μεταφράστηκε στο σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα και τους εξηγήθηκαν οι πρόνοιες της οικείας νομοθεσίας, οι αιτητές ανέφεραν ότι, παρόλο που δέχονται ότι υπέγραψαν το κείμενο ότι συμφωνούν με όσα καταγράφηκαν στα πρακτικά των συνεντεύξεων, έπραξαν τούτο βιαστικά και πως θεωρούν ότι ορισμένα στοιχεία καταγράφηκαν λανθασμένα. Επί της ουσίας όμως ουδέν ανάφεραν, πέραν του ότι ο αιτητής δεν είχε φύγει από τη χώρα καταγωγής από το Καράτσι, αφού δεν έχει πάει ποτέ εκεί, ότι κακώς θεωρήθηκε ότι το πιστοποιητικό γάμου δεν ήταν υπογεγραμμένο, αφού είχε εξασφαλιστεί διαδικτυακά και ότι καταγράφηκε ότι στηρίζουν την οικογένεια τους.

Περαιτέρω η αιτήτρια ανέφερε ότι είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και έχει χάσει 21 κιλά από τότε που άρχισαν τα προβλήματα τους, ο δε αιτητής πάσχει από ηπατίτιδα Γ και δεν μπορεί να λάβει θεραπευτική αγωγή καθότι δεν έχει καθεστώς παραμονής στη Δημοκρατία πλέον. Πρόσθεσε δε ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει και η μητέρα του είναι ψυχολογικά ασταθής. Τέλος ανέφεραν ότι τα εγκλήματα τιμής είναι συχνά στη χώρα καταγωγής και ότι σκοτώνουν και τους δύο εμπλεκόμενους, ως είναι η πρακτική. Γι’ αυτό και ήρθαν στις ελεύθερες περιοχές γιατί η ζωή τους κινδυνεύει. Η δε αναφορά περί διαφορετικού θρησκεύματος έμεινε αίολη, δεδομένου ότι ουδεμία εκ τούτου συνέπεια φαίνεται να είχαν οι αιτητές.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων για τους σκοπούς εξέτασης της ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της προσφυγής των αιτητών, σύμφωνα με τις πρόνοιες της οικείας νομοθεσίας και νομολογίας.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Εν προκειμένω ενδεικτικά σημειώνω τα εξής.

Ενώ ο αιτητής ανάφερε ότι γνώρισε τη σύζυγο του στα μέσα του 2020 και από τα μέσα Ιουλίου 2020 διέμεναν μαζί, η αιτήτρια ανέφερε ότι γνωρίστηκαν στις αρχές του 2021, στις αρχές του 2022 συγκατοίκησαν. Η αιτήτρια ανέφερε ότι η οικογένεια της ανακοίνωσε γύρω στις 13 Φεβρουαρίου (2023) στην οικογένεια του πρώην αρραβωνιαστικού της ότι παντρεύτηκε και άρχισε να δέχεται απειλές, ενώ ο αιτητής δήλωσε ότι μετά τις 08/04/23, όταν και παντρέυτηκαν, άρχισαν να παρενοχλούν την οικογένεια της αιτήτριας. Η αιτήτρια ανέφερε ότι η οικογένεια της δέχθηκε λεκτικές απειλές («threatening my family verbally»), ενώ ο αιτητής δήλωσε ότι τα πεθερικά του δέχθηκαν παρενοχλήσεις δια ζώσης («harassing my in-laws physically»). 

Επιπροσθέτως των ως άνω αντιφάσεων παρατηρώ ότι πουθενά κατά τη συνέντευξη των δύο αιτητών δεν αναφέρθηκε οιοσδήποτε εξ αυτών σε βιωματικές λεπτομέρειες αναφορικά με τα ισχυριζόμενα συμβάντα και την επίθεση που δέχθηκαν και ούτε ρητά εξήγησαν το πως συνδέονται αυτά τα περιστατικά με το αφήγημα τους περί απειλών από την οικογένεια του πρώην αρραβωνιαστικού της αιτήτριας, δεδομένου ότι οι κατ’ ισχυρισμό δράστες δεν ανέφεραν κάτι επί τούτου. Πέραν δε τον αντιφάσεων σε σχέση με τη φύση των ενοχλήσεων που δέχθηκε η οικογένεια της αιτήτριας, ούτε επ’ αυτών έδωσαν κάποια εύλογα αναμενόμενη λεπτομέρεια, όπως που έγινε αυτό, με ποιο τρόπο, πως αντέδρασε η οικογένεια της κατά την ώρα του συμβάντος και ποιοι ήταν παρόντες.

Το όλο αφήγημα των αιτητών βρίθει ασαφειών, αντιφάσεων, ελλείπει κάθε ίχνος χρονικής συνέχειας και στερείται ευλογοφάνειας σε όλη την έκταση του. Τα σημεία δε εκ των οποίων προκύπτει η καταφανής και παντελής έλλειψη εσωτερικής συνοχής εκτίθενται πιο πάνω λεπτομερώς.

Δεδομένης δε εν προκειμένω της παντελούς έλλειψης συνοχής των λεγομένων των αιτητών, δεν ήταν βεβαίως απαραίτητη η αναζήτηση πληροφοριών σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του αφηγήματος τους.

Σχετικά είναι όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο του EASO «Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System", σελ.116, όπου λέγεται ότι η αναζήτηση πληροφοριών για την χώρα καταγωγής δεν είναι απαραίτητη σε τέτοιες περιπτώσεις:

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds. »

Παρά τούτο οι καθ’ ων η αίτηση έκαναν έρευνα, εκ της οποίας προκύπτει ότι εγκλήματα τιμής αποτελούν συνήθη πρακτική στη χώρα καταγωγής.

Τούτο όμως από μόνο του δεν είναι αρκετό καθώς η διαβρωθείσα εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών τους στερεί από το αφήγημα τους κάθε ίχνος εσωτερικής συνοχής και ευλογοφάνειας και διαβρώνει αναπόφευκτα την αξιοπιστία των λεγομένων της σε σημείο που αποδοχή τους θα έβαινε ενάντια σε κάθε εύλογα κριτική θεώρηση. Πολύ απλά, η ύπαρξη ενός φαινομένου δεν αρκεί για την άνευ ετέρου αποδοχή ενός αφηγήματος, από τη στιγμή που τούτο στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει και της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας, ως και στο ανωτέρω απόσπασμα από το εγχειρίδιο του EASO αναφέρεται.

Τα ως άνω αξιολογήθηκαν από την Υπηρεσία, ως φαίνεται και από την επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, και συνεπώς η επίδικη απόφαση δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί ως προς τη κατάληξη της, ως και ανωτέρω καταγράφεται.

Τα όσα δε ανέφεραν οι αιτητές ενώπιον του Δικαστηρίου, όσον αφορά τις προσωπικές τους περιστάσεις και την κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη ή ελλιπή καταγραφή των ισχυρισμών τους από την Υπηρεσία Ασύλου αφορούν επουσιώδεις λεπτομέρειες, μη δυνάμενες ως τέτοιες να διαφοροποιήσουν το αποτέλεσμα και στοιχεία τα οποία δεν αναμένεται να επιδράσουν επ’ αυτού.

Σημειώνω δε ότι το Πακιστάν έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 166/2023, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, καταλήγω – στα πλαίσια εκ πρώτης όψεως θεώρησης αυτών - ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας εξετάστηκε και ερευνήθηκε δεόντως και ορθώς από την Υπηρεσία και, συνεπώς, είναι κατάληξη μου ότι δεν μπορεί να πιθανολογηθεί ότι η προσφυγή που έχει καταχωρηθεί διατηρεί πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.

Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου παρέλκει η εξέταση της οικονομικής δυνατότητας των αιτητών.

Θα πρέπει βεβαίως να τονισθεί ότι το αποτέλεσμα της παρούσας δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της προσφυγής που καταχώρησαν, την οποία οι αιτητές έχουν κάθε δικαίωμα βεβαίως να προωθήσουν.

Η αίτηση απορρίπτεται. 

Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο