ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.1817/22

 

23 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Ι. Ι.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Κ. Κουπαρή, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Α. Αναστασιάδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.02/03/22, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 31/03/22, δια της οποίας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητης κατάγεται από το Τόγκο, εισήλθε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 08/08/13 και υπέβαλε 1η αίτηση διεθνούς προστασίας στις 10/09/13 (ερ.3-5, 6-8, 19).

Στις 05/12/13 και 11/02/15 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στου οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.13-19, 33-37). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε Έκθεση-Εισήγηση και, στις 19/02/15, το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.33-37). Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 26/02/15, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής (ερ.38-39).

Ο αιτητής καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή κατά της ως άνω απόφασης της Υπηρεσίας στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε στις 26/03/19 (ερ.42-56).

Ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ.496/19 κατά της ως άνω απόφασης της Υπηρεσίας, η οποία και απορρίφθηκε στις 21/12/20 (ερ.58).

Στις 12/01/22 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση (ερ.59-62) η οποία, αφού εξετάστηκε στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης και αφού ετοιμάστηκε σχετική έκθεση, απορρίφθηκε στις 22/02/22 (ερ.63-65). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (ερ.69-70) η οποία του δόθηκε στις 31/03/22 και μεταφράστηκε στη μητρική του γλώσσα κατά την λήψη, ως πιστοποιείται από την υπογραφή του αιτητή όσο και του μεταφραστή που έκανε την μετάφραση.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς εκ των οποίων οι περισσότεροι δεν προωθούνται με τις γραπτές αγορεύσεις που ακολούθησαν.

Δια των γραπτών του αγορεύσεων ο αιτητής αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ακυρότητας καθότι στα πλαίσια της εξέτασης της επίδικης αιτήσεως στερήθηκε του δικαιώματος σε ακρόαση, είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας, αφού δεν προηγήθηκε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του αιτητή, πράγμα που οδήγησε σε απόφαση υπό καθεστώς πλάνης και, σε κάθε περίπτωση δεν αιτιολογείται επαρκώς και/ή δεόντως.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας, επαρκώς αιτιολογημένη και επί της ουσίας ορθή. Ειδικώς αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης λέγουν ότι, από τη στιγμή που ο αιτητής δεν προσκόμισε νέα στοιχεία στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης, ορθώς απορρίφθηκε χωρίς συνένετευξη, στη βάση του αρ.16Δ του Περί Προσφύγων Νόμου και ζητούν απόρριψη της παρούσης προσφυγής.

Επί της 1ης αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε από επαναστάτες (rebels) και η μητέρα και αδερφή του ήταν θύματα απαγωγής. Ο ίδιος κινδυνεύει με απαγωγή ή δολοφονία από τα ίδια πρόσωπα και, αν επιστρέψει θα είναι «υπό τον συνεχή φόβο του θανάτου».

Κατά τις συνεντεύξεις που ακολούθησαν ο αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του είχε χρηματική διαφορά με το αφεντικό του στην εργασία του στο δημόσιο. Τον Δεκέμβριο 2012 άγνωστοι, μέλη συμμοριών, επιτέθηκαν και δολοφόνησαν τον πατέρα του αιτητή ενώ αυτός βρισκόταν σε εργασία. Σε ερωτήσεις ο αιτητής ανέφερε πως στις 25/01/13 άγνωστοι απήγαγαν την μητέρα και την αδερφή του. Ερωτώμενος σχετικά δεν ήταν σε θέση να αναφέρει πως γνωρίζει ότι τα περιστατικά που ανέφερε συνδέονται με τη διαφορά που είχε ο πατέρας του με το αφεντικό του, δεν μπόρεσε να δώσει καμία λεπτομέρεια ή στοιχείο σχετικά με το πως έγιναν αυτά και από ποιους και, όταν του υποδείχθηκε ότι στην αίτηση του είχε αναφερθεί σε επαναστάτες (rebels), αυτός αποκρίθηκε ότι εννοούσε τις συμμορίες, οι οποίες κατ’ ισχυρισμό σκότωσαν τον πατέρα του και απήγαγαν τη μητέρα και την αδελφή του. Περαιτέρω ανέφερε ότι δεν κατήγγειλε τα περιστατικά αυτά στις αρχές επειδή δεν γνώριζε και δεν ήταν σίγουρος κατά πόσο οι αρχές θα λάμβαναν μέτρα.

Τους ίδιους ισχυρισμούς με τους ως άνω ανέφερε και στα πλαίσια της ιεραρχικής του προσφυγής, όπου ανέφερε ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο και θέλει να ξεκινήσει μια καινούργια αρχή στη Δημοκρατία (ερ.48).

Οι ως άνω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν τόσο από την Υπηρεσία όσο και από την ΑΑΠ, αφού αφενός σημειώθηκε ότι δεν κατάφερε να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους, ως ισχυρίστηκε, διώκεται, το αφήγημα του στερούνταν εύλογα αναμενόμενων στοιχείων και λεπτομερειών και, ως ο ίδιος ανέφερε, ουδέποτε αναζήτησε προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του.

Στην επίδικη μεταγενέστερη αίτηση, που υποβλήθηκε 9 χρόνια μετά την 1η αίτηση, ο αιτητής επαναλαμβάνει κατ’ ουσία τα όσα επί της 1ης αιτήσεως είχε καταγράψει, αναφέροντας ότι απειλείται από το 2012, όταν ο πατέρας του πέθανε, καθότι «πήραν τα πάντα» από την οικογένεια του και δεν έχει επικοινωνία με τη μητέρα και την αδελφή του από τότε.

Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης, αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας […]» [αρ.16Δ (3) (β) (i)] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i)], [βλ. και αρ.40 (2),(3) και (4) Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Συνεπώς ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. αρ.C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημ.09/09/20, λέχθηκε, σκέψη 60, ότι: «[…] το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ’ ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.»

Προτού προχωρήσω θεωρώ ότι επιβάλλεται ενασχόληση με τον ισχυρισμό περί μη παροχής του δικαιώματος ακρόασης στον αιτητή πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Σημειώνεται ότι στο αρ.16Δ (2) & (3) (α), στο οποίο ρυθμίζεται ειδικώς η διαδικασία προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, αναφέρεται ρητώς ότι «[ο] Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη» και, περαιτέρω, ότι, «[…] σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.». Ενόψει λοιπόν των ρητών προνοιών της οικείας νομοθεσίας η Υπηρεσία είχε κάθε δικαίωμα θεωρώ, ενόψει του ότι, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν προσκόμισε νέα στοιχεία, να απορρίψει ως απαράδεκτη την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση, χωρίς τη διενέργεια συνέντευξης.

Άλλωστε θα πρέπει να ειπωθεί ότι, βάσει του αρ.43(4) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999), το δικαίωμα ακρόασης δεν είναι απαραίτητο να είναι προφορικό, αλλά η σχετική επιταγή ικανοποιείται και με γραπτή παράσταση [βλ. Νικόλας Μελέτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 347]. Εν προκειμένω στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει τους ισχυρισμούς του γραπτώς, στα πλαίσια της υποβολής της επίδικης αίτησης.

Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί σε κάθε περίπτωση ότι, αν ο αιτητής θεωρεί ότι κάποιος ισχυρισμός του δεν εξετάστηκε δεόντως και γι’ αυτό έχει, εκ της μη διενέργειας συνέντευξης/ακρόασης επί του παραδεκτού της επίδικης αιτήσεως, στερηθεί οιουδήποτε δικαιώματος του, το οποίο θα μπορούσε να διαφοροποιήσει το αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης, θα μπορούσε, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των γεγονότων και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν, να αναφέρει ειδικώς σε τι συνίσταται τούτο και να προσφέρει μαρτυρία για υποστηρίξει το επί της ουσίας, ως ισχυρίζεται, λανθασμένο της επίδικης απόφασης.

Εν προκειμένω ουδέν έπραξε ο αιτητής.

Σχετική με τα ως άνω είναι όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-517/17, Milkiyas Addis, ECLI:EU:C:2020:579, ημ.16/07/20, όπου, εις απάντηση ερωτήματος που υπεβλήθη στο Δικαστήριο σχετικά με τις συνέπειες παράβασης της υποχρέωσης παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης από τη διοίκηση πριν τη λήψη απόφασης περί απαραδέκτου, αναφέρονται τα εξής (σκέψεις 73-74), τα οποία θεωρώ πως τυγχάνουν εφαρμογής και εν προκειμένω, τηρουμένων των αναλογιών:

«73       Εν κατακλείδι, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, δόθηκε ή μπορεί ακόμη να δοθεί στον Μ. Addis η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει αυτοπροσώπως, σε γλώσσα την οποία κατέχει, την άποψή του σχετικά με την εφαρμογή στην περίπτωσή του του λόγου που προβλέπεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Σε περίπτωση που το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, σ’ αυτό εναπόκειται να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής.

74         Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι τα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας περί διαδικασιών έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η παράβαση της υποχρέωσης παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης προτού ληφθεί απόφαση περί απαραδέκτου στηριζόμενη στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής δεν συνεπάγεται την ακύρωση της εν λόγω απόφασης και την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής, εκτός αν η ρύθμιση αυτή παρέχει τη δυνατότητα στον αιτούντα, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής κατά τέτοιας απόφασης, να εκθέσει αυτοπροσώπως όλα τα επιχειρήματά του κατά της εν λόγω απόφασης κατά τη διάρκεια ακρόασης, τηρουμένων των εφαρμοστέων προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που προβλέπονται από το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, και τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να τροποποιήσουν την ίδια απόφαση

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Οι ισχυρισμοί που αφορούν τη μη διενέργεια δέουσας έρευνας, το αναιτιολόγητο της δια της παρούσης προσβαλλόμενης απόφασης και την ύπαρξη πλάνης θα εξεταστούν πιο κάτω σε συνάρτηση και με τη επί της ουσίας ορθότητα αυτής.

Η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση του απορρίφθηκε για τον λόγο ότι – ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν – τα όσα στα πλαίσια της επίδικης ανέφερε ο αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία, αφού συνιστούν ουσιαστικά επανάληψη των ισχυρισμών που είχε αναφέρει στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως που υπέβαλε και, επιπροσθέτως, τα όσα αναφέρει, εν πολλοίς αορίστως, περί απομάκρυνσης συγγενικών του προσώπων, δεν τα είχε αναφέρει κατά τη συνέντευξη στα πλαίσια της 1ης αίτησης που υπέβαλε (η οποία σημειώνεται ότι υπεβλήθη προ 9 ετών από την επίδικη) από δική του υπαιτιότητα.

Θα συμφωνήσω με τα συμπεράσματα και τη κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της επίδικης μεταγενέστερης αιτήσεως, ως καταγράφονται στα ερ.63-64 και παρατίθενται επιγραμματικά πιο πάνω. Η επίδικη απόφαση είναι σύμφωνη με την οικεία νομοθεσία και νομολογία, ως πιο πάνω καταγράφεται.

Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν δέουσας έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων και επαρκώς αιτιολογημένη. Η επίδικη αίτηση ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000).

Σημειώνεται δε σε κάθε περίπτωση ότι το Τόγκο έχει καθοριστεί στη Κ.Δ.Π. 166/2023, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Παρά τα ως άνω προχωρώ σε αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή, ήτοι την περιοχή Maritime.

Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας της χώρας, βάσει του διαδραστικού χάρτη του portal Rule of Law in Armed Conflict, πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[1], το Τόγκο δεν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.[2] Από το 2014 η ευρύτερη περιοχή του Σαχέλ έχει αποσταθεροποιηθεί από εξτρεμιστικές ομάδες, οι περισσότερες των οποίων αποτελούν Ισλαμιστικές εξτρεμιστικές ομάδες.[3] Η τρομοκρατία από την περιοχή του Sahel απειλεί αυξανόμενα τις παράκτιες χώρες της Δυτικής Αφρικής.[4]

Από το Νοέμβριο 2021, το Τόγκο έχει δεχθεί επιθέσεις στον βορρά κοντά στα σύνορα με τη Burkina Faso, μεγάλα μέρη της οποίας ελέγχονται από τζιχαντιστικές ομάδες.[5] Άρθρο δημοσιευθέν στις 28/11/23 στο Africa News, αναφέρει ότι εντός του 2023, βάσει δηλώσεων της Υπουργού Επικοινωνίας και εκπροσώπου τύπου της Κυβέρνησης, το Τόγκο κατέγραψε «31 θανάτους, 29 τραυματισμούς, 3 αγνοούμενους» σε «περιστατικά τρομοκρατίας».

Η βάση δεδομένων ACLED κατέγραψε από 19/01/23 έως και 19/01/24 συνολικά 25 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 97 απώλειες. Τα 11 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες, 2 ως ταραχές, 3 ως περιστατικά εκρήξεων/ απομακρυσμένης βίας και 9 ως περιστατικά βίας κατά αμάχων.[6] Τα 21 εξ αυτών των περιστατικών τα οποία και απέφεραν το σύνολο των απωλειών καταγράφηκαν στη βόρεια περιοχή της χώρας Savanes στα σύνορα με την Μπουρκίνα Φάσο.[7] Στην ίδια περιοχή σημειώθηκαν και οι 10 εκ των 11 καταγεγραμμένων μαχών.[8]

Ειδικά στην περιοχή Maritime, η βάση δεδομένων ACLED από 19/01/23 έως 19/01/24 κατέγραψε 3 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων δεν προήλθε κάποια απώλεια.[9] Ως δράστες της βίας κατά αμάχων παρουσιάζονται άγνωστοι ένοπλοι, οι οποίοι προέβησαν σε τραυματισμό προσώπου λόγω περιουσιακής διαφοράς και τραυματισμό προσώπου και απαγωγή της συζύγου του τελευταίου.[10] Ο πληθυσμός της περιοχής Maritime είναι περί το 1 ½ εκατομμύριο.[11]

Ενόψει λοιπόν των όσων πιο πάνω αναφέρω και δεδομένης της απόρριψης ήδη από την 1η αίτηση του αφηγήματος του αιτητή περί κινδύνου από άτομα που συνδέονται με το αφεντικό του πατέρα του, δεν διακρίνω στοιχεία εκ των οποίων να δεικνύεται ότι η επιστροφή του αιτητή θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) δικαιώματος του στην μη επαναπροώθηση, καθότι δεν έχει εδώ τεκμηριωθεί οιοσδήποτε ισχυρισμός εκ του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6), προς ανατροπή του τεκμήριου ασφαλούς χώρας καταγωγής, ως το Τόγκο έχει καθοριστεί δυνάμει της Κ.Δ.Π. 166/2023.

Δεν θεωρώ δε ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή και δεν εντοπίζω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς γι’ αυτόν στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [12] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19 CF and DN).

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] RULAC, ‘About RULAC’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/about (ημερομηνία πρόσβασης 23/01/2024)

[2] RULAC, ‘Browse Map’ (χωρίς χρονολογία) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/map (ημερομηνία πρόσβασης 23/01/2024)

[3] BTI, ‘BTI 2022 Country Report Togo’ (2022), 7 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2069659/country_report_2022_TGO.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 23/01/2024)

[4] SCR, ‘July 2023 Monthly Forecast’ (2023), διαθέσιμο σε https://www.securitycouncilreport.org/monthly-forecast/2023-07/west-africa-and-the-sahel-10.php (ημερομηνία πρόσβασης 23/01/2024)

[5] Africa News, ‘Togo extends state of security emergency in north’ (2023), διαθέσιμο σε https://www.africanews.com/2023/04/07/togo-extends-state-of-security-emergency-in-north/ (ημερομηνία πρόσβασης 23/01/2024)

[6] ACLED, ‘Dashboard’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Date: 19/01/2023- 19/01/2024, Event Type: Battles/ Violence against Civilians/ Explosions- Remote Violence/ Riots, Region: Western Africa: Togo,

[7] Ως προς τη γεωγραφική θέση της περιοχής βλ. ενδεικτικά UN OCHA, ‘Togo: Carte de réference de la région de Savanes’ (2021), διαθέσιμο σε https://reliefweb.int/map/togo/togo-carte-de-reference-de-la-region-de-savanes-31-mars-2021

[8] Για όλες τις ανωτέρω πληροφορίες βλ. ACLED, ‘Dashboard’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Date: 19/01/2023- 19/01/2024, Event Type: Battles/ Violence against Civilians/ Explosions- Remote Violence/ Riots, Region: Western Africa: Togo: Savanes, ημερομηνία πρόσβασης 23/01/2024)

[9] ACLED, ‘Dashboard’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Date: 19/01/2023- 19/01/2024, Event Type: Battles/ Violence against Civilians/ Explosions- Remote Violence/ Riots, Region: Western Africa: Togo: Maritime,

[10] ACLED, ‘Dashboard’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Date: 19/01/2023- 19/01/2024, Event Type: Battles/ Violence against Civilians/ Explosions- Remote Violence/ Riots, Region: Western Africa: Togo: Maritime, Point View, ημερομηνία πρόσβασης 23/01/2024)

[11] Togo First, ‘Population Census: Togo has 8 million inhabitants, 51% of whom are women’ (2023), διαθέσιμο σε  https://www.togofirst.com/en/economic-governance/0504-11659-population-census-togo-has-8-million-inhabitants-51-of-whom-are-women  (ημερομηνία πρόσβασης 23/01/2024)

 

 

 

 

[12] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο