ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 2204/2023

 

12 Ιανουαρίου, 2024

            [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

                                       Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B.C.A. εκ Νιγηρίας

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Ι. Χαραλάμπους (κα) για Ν. Τζιρτζιπή (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ο Αιτητής παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 12/05/23, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 08/06/21, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 30/03/23 και στις 09/04/23 λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής «ΕΥΥΑ») ετοίμασε έκθεση με εισήγηση για απόρριψη του αιτήματός του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 09/04/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής  υποστηρίζει μέσω Γραπτής Αγόρευσης της δικηγόρου του ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του όπως αυτό διαφυλάσσεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στα Άρθρα 13Α (7) και 18(1) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000). Αναφέρει ότι στα πλαίσια της συνέντευξης δεν παρασχέθηκε διερμηνέας αγγλικής γλώσσας και η συνέντευξη/επικοινωνία διενεργήθηκε στην αγγλική μόνο μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και Αιτητή. Πουθενά, αναφέρει, προκύπτουν στοιχεία τα οποία να διασφαλίζουν τα εχέγγυα ικανότητας του λειτουργού να διεξάγει την συνέντευξη στην αγγλική (που δεν είναι η μητρική του Αιτητή), ούτε ο Αιτητής ενημερώθηκε για το δικαίωμα του να έχει διερμηνέα κατά την συνέντευξη. Παραπέμποντας στις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας 4188/21 και 1061/22, τονίζει ότι η μη παραχώρηση διερμηνείας αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Προβάλλει, ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης θα πρέπει να εξετάζεται και από το Δικαστήριο (ανεξάρτητα εάν έχει δικογραφηθεί) καθότι αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξης.

 

Τονίζει ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ελλείψει δέουσας έρευνας, διότι ανέφερε κατά το δυνατό όλες τις λεπτομέρειες που αφορούσαν τον πυρήνα του αιτήματος του ότι δηλαδή δέχθηκε απειλές από τον θείο του, ο οποίος θέλησε να αποκτήσει τη γη που κληρονόμησε από τον πατέρα του.  Ισχυρίζεται πως ο λειτουργός δεν καθοδηγήθηκε σωστά από τα σχετικά εγχειρίδια, δεν έγινε εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του και  πως θα έπρεπε να του δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

Οι Καθ΄ ων η αίτηση σε απάντηση των ισχυρισμών του Αιτητή υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και υποστήριξαν ότι οι ισχυρισμοί του δεν εμπίπτουν στην έννοια του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Η συνέντευξη του διενεργήθηκε στην αγγλική – γλώσσα που κατανοεί ο Αιτητής και ο ίδιος με την υπογραφή του επιβεβαίωσε το πρακτικό της συνέντευξης. Απορρίπτουν την θέση της συνηγόρου του Αιτητή ότι για το θέμα διερμηνείας υποχρεούται το Δικαστήριο να το ελέγχει αυτεπαγγέλτως.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Η δικηγόρος του Αιτητή ζητά από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του όπως αυτό διαφυλάσσεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στα Άρθρα 13Α (7) και 18(1) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και ότι αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξης το οποίο ανεξάρτητα εάν έχει ή όχι δικογραφηθεί θα πρέπει να εξεταστεί από το ίδιο το Δικαστήριο. Η θέση της δικηγόρου του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για τους ακόλουθους λόγους:

-          ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, «θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως».  Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.»

-          στην υπό εξέταση υπόθεση εμφανώς η διατύπωση των λόγων ακύρωσης στην προσφυγή του Αιτητή, ήταν εξαιρετικά λακωνική και ήτο κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών - απλή επίκληση της παραβίασης του Συντάγματος, Νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή

-          ο λόγος ακύρωσης που επικαλείται η δικηγόρος του Αιτητή δεν καλύπτεται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς όπως αυτοί διατυπώνονται στα σημεία 1-5 του δικογραφου της προσφυγής,

-          η νομολογία έχει με σταθερότητα καθιερώσει την αρχή ότι δεν επιτρέπεται η εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης μέσω Αγορεύσεων πέραν εκείνων που έχουν καταγραφεί στην αίτηση. Αντικείμενο της διαδικασίας καθορίζεται στη δικογραφία η οποία αποτελεί το δικονομικό μέσο για την έκθεση και προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, ούτε και μπορεί ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης να προβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Χωρίς το εν λόγω θέμα να είχε προηγουμένως διατυπωθεί στη προσφυγή ως επίδικο και να αιτιολογηθεί πλήρως θα ήταν εσφαλμένη η ενασχόληση του παρόντος Δικαστηρίου και η διατύπωση κρίσης σε σχέση με αυτό το ζήτημα,

-          ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν καταργεί τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων, 

-          δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης,

 

(Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599 (Απόφαση Πογιατζή, Δ.), Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 (Απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε)

 

Ούτε η θέση της δικηγόρου του Αιτητή ευσταθεί, ότι το Δικαστήριο θα πρέπει αυτεπάγγελτα να εξετάσει αυτό τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, καθότι αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως. Λόγοι δημοσίας τάξεως που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως είναι η προθεσμία καταχώρισης της αίτησης, το έννομο συμφέρον, η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγοι που έχουν σχέση με το παραδεκτό της προσφυγής, όπως επίσης  «αναρμοδιότης του εκδόσαντος την προσβαλλομένη πράξη οργάνου, η κακή συγκρότηση του αποφασίσαντος ή γνωμοδοτήσαντος συμβουλίου, η μη νομότυπη δημοσίευση της πράξεως, η παράλειψη λήψεως της απαιτουμένης γνωμοδοτήσεως συνιστούν τους πλέον κοινούς λόγους εξ επαγγέλματος εξεταζομένους» (Κυριάκος Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», Ιωάννη Δ. Σαρμά σελ. 447-449, Δημοκρατία ν. Γεωργιάδη (1972) 3 Α.Α.Δ. 594, Όθωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(A) Α.Α.Δ. 475, Δημοκρατία ν. Χατζηπαντελή (1989) 3 (Β) Α.Α.Δ. 961Οικονομίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) Α.Α.Δ. 1009).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογραφου της προσφυγής και  πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.

 

Το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολόγησης.

 

Τα προσωπικά στοιχεία και προφίλ του Αιτητή έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρά 40-39 ΔΦ). Απορρίφθηκε, όμως ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι ο θείος του ήθελε να τον σκοτώσει για να πάρει την περιουσία του πατέρα του ως εσωτερικά αναξιόπιστος καθότι αυτό το μέρος της ιστορίας του παρουσίαζε αντιφάσεις, υπεκφυγές, έλλειψη ευλογοφάνειας, ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη πληροφοριών, (ερυθρό 39-37 ΔΦ) ειδικότερα:

- υπέπεσε σε χρονική ασυνέπεια αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε από τον θείο του,

- ασαφείς και μη ικανοποιητικές ήτο απαντήσεις του αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε από τον θείο του,

- μη ευλογοφανείς και ασυνεπείς κρίθηκαν οι απαντήσεις του σε σχέση με το πως προστάτευσε τον εαυτό του και μέτρα τα οποία έλαβε για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τον θείο του,

- ασαφής υπήρξε σε σχέση με το όνομα που καταγράφεται στο τίτλο διεκδικούμενης περιουσίας,

- υπέπεσε σε αντίφαση για την επιθυμία και/ή την προσπάθεια του να διεκδικήσει την περιουσία του την οποία ο ίδιος δήλωσε ότι βρίσκεται υπό την κηδεμονία της μητέρας του,

- σύμφωνα με τις δηλώσεις του ιδίου βρίσκεται σε συχνή επικοινωνία με τον αδελφό του, γεγονός που υποδηλώνει ότι η οικογένεια του διαβιεί με ασφάλεια στην περιοχή του,

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος του αφηγήματος του Αιτητή. Ούτε παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11[1]). Γενικά δεν θα αναμενόταν από τον Αιτητή να γνωρίζει με λεπτομέρεια και/ή βεβαιότητα όλες τις ημερομηνίες που έλαβαν χώρα τα κατ΄ ισχυρισμό γεγονότα που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα του, αλλά οι αντιφατικές πληροφορίες που παρουσιάστηκαν από αυτόν δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά ως προς την γενική αξιοπιστία του καθότι ούτε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού για αριθμό ζητημάτων ήταν ικανός να παράσχει ικανοποιητικές απαντήσεις[2]. Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έπεισε για το υπαρκτό των απειλών του θείου του την στιγμή που η περιουσία του πατέρα του τελεί υπό την κηδεμονία και τον έλεγχο της μητέρας του. Ακόμα δε και εάν γινόταν αποδεκτό το αφήγημα του δεν τεκμηριώνεται ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε οι αδιευκρίνιστες απειλές που προβάλει πληρούν τα κριτήρια μορφής δίωξης ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000).

 

Ούτε η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[3] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου[4] επιβεβαιώνεται ότι παρόλο που στην περιοχή του Αιτητή λαμβάνουν χώρα κάποια περιστατικά ασφαλείας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών είναι χαμηλός – επομένως ο βαθμός αδιάκριτης βίας δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της περιοχής τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του Άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000), με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ.26/05/23 ορίζει την χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, ο ίδιος δεν έχει τεκμηριώσει ότι στην χώρα του δεν είναι ασφαλής λόγω των ειδικών του περιστάσεων. 

 

Επομένως, με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                              

 

 

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] «Κατά κανόνα, όσο περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται και διατίθενται τόσο καλύτερη είναι η εικόνα που σχηματίζεται. Αυτό αφορά το γεγονός ότι τα γεγονότα που έχει πράγματι βιώσει κάποιος αναφέρονται με περισσότερη παραστατικότητα και αυθορμητισμό. Ωστόσο, ο χειριστής πρέπει να θυμάται ότι μπορεί να υπάρχει εύλογη εξήγηση σχετικά με το γιατί ο αιτών / η αιτούσα δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του λεπτομέρειες ενός συγκεκριμένου γεγονότος και πρέπει να λαμβάνει υπόψη του πιθανές στρεβλώσεις (βλ. επίσης ενότητα 2.4 σχετικά με τους παράγοντες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρεβλώσεις). Κατά συνέπεια, η έλλειψη λεπτομερειών δεν επηρεάζει την αξιοπιστία σε όλες τις περιπτώσεις. Η πτυχή της ιδιαιτερότητας αφορά τις προσωπικές, ατομικές περιστάσεις και τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται και εκφράζεται ένα γεγονός. Η βασική ιστορία πολλών υποθέσεων μπορεί να είναι ιδιαίτερα παρεμφερής, αλλά κάθε υπόθεση έχει τις δικές της μεμονωμένες ιδιαιτερότητες οι οποίες την καθιστούν μοναδική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδέχεται να είναι χρήσιμο να μη μένετε πολύ προσηλωμένοι στα κύρια στοιχεία των ισχυρισμών, αλλά να θέτετε περισσότερα ερωτήματα σχετικά με το γεγονός και με τον τρόπο αυτό να διαπιστώσετε τις ιδιαιτερότητες. Εάν η μαρτυρία του αιτούντος / της αιτούσας δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητα, αυτό ίσως αποτελεί ένδειξη έλλειψης αξιοπιστίας. Συνήθως, η προσωπική συνέντευξη αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη συλλογή όσο το δυνατόν περισσότερων λεπτομερειών και εξειδικευμένων πληροφοριών και εξαρτάται πολύ από τις δεξιότητες λήψης συνέντευξης του χειριστή (δημιουργία καλής ατμόσφαιρας, ορθές τεχνικές συνέντευξης, βασικές γνώσεις για την υπόθεση) ώστε να εκμαιεύσει τις ουσιώδεις λεπτομέρειες.»

[2] EYAA, Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System, Judicial Analysis 2nd Edition, February 2023, σελ.122-123

[3] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[4] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο