ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 2510/2023

 

25 Ιανουαρίου 2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

PUO.  από τη Νιγηρία

Αιτητής

-και- 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Μ. Χριστοφορίδου (κα) για Δ.Α. Παυλίδη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ (κος), Δικηγόροι για τον Αιτητή.

X. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/07/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 28/07/2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιον μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και στις 23/11/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών, κατέχοντας φοιτητική άδεια. Στις 08/06/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 11/07/2023 υποβλήθηκε Έκθεση-Εισήγηση από αρμόδιο λειτουργό προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Στις 14/07/2023 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Στις 28/07/2023 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή  αυθημερόν. Στις 02/08/2023 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής, δια του δικηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή του Αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς πλάνης και ότι είναι αναιτιολόγητη. Ο Αιτητής προωθεί ακόμη τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα αυτός κρίθηκε αναξιόπιστος .

Η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη Γραπτή της Αγόρευση, αιτείται την απόρριψη του συνόλου των ισχυρισμών που προβάλλονται με γενικότητα λόγω παραβίασης του άρθρου 7 του Κανονισμού του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Παράλληλα, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ημερομηνίας 15/01/2024 οι διάδικοι υιοθέτησαν  τα όσα προβάλονται  με τις  γραπτές τους αγορεύσεις .

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι η  απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636 . Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Ο συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή του και επικαλείται παραβιάσεις του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής ή δέουσα έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας  που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξης του, ο Αιτητής, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του, επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με τον Αιτητή όλες τις πτυχές των ισχυρισμών του και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη, οι Καθ' ων αντιτάσσουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου βασίστηκε σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα όπως αυτά αναλύθηκαν και επεξηγήθηκαν από τον Αιτητή. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν ουσιαστικά την αίτηση του Αιτητή και όλα όσα είχε θέσει ο Αιτητής με τους ισχυρισμούς του και στάθμισαν και αξιολόγησαν πλήρως τα ενώπιον τους δεδομένα και ουδέποτε ενήργησαν υπό πλάνη.

Έχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα όταν η Διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα όπως αυτά τίθενται ενώπιον της προς κρίση. Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.  Όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει διότι η πλάνη του αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και κατά συνέπεια με αυτό τον τρόπο συντρέχει πλάνη περί το Νόμο.

Περαιτέρω θα πρέπει να αναφερθεί ότι  το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο Αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί νομικής και πραγματικής πλάνης ή ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πεπλανημένα κριτήρια απορρίπτεται.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, αυτός απορρίπτεται αφού η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, το οποίο κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, μαζί με την απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται με λεπτομέρεια οι ισχυρισμοί του Αιτητή και αξιολογείται όλη η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και καταγράφονται εκτενώς οι λόγοι που οδήγησαν τους Καθ' ων η Αίτηση στην απόρριψη του αιτήματός του.

Όπως έχει διατυπωθεί και νομολογιακά, η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη ώστε να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους, αλλά και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο σε ποια στοιχεία στηρίχθηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270).»

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι ενήλικος υπήκοος Νιγηρίας. Υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 23/11/2021. Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε  πως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του γιατί απειλούνταν η ζωή του από την κοινότητα προκειμένου να αναλάβει τον ρόλο του μάντη που κληρονόμησε, κάτι το οποίο ο ίδιος δεν επιθυμούσε διότι ερχόταν σε αντίθεση με την χριστιανική του πίστη.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε και έζησε μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα στην πόλη Aba, της πολιτείας Abia στην Νιγηρία, με εξαίρεση την περίοδο 2017 – 2018, όπου έζησε στην περιοχή Umuokulara Ikuku Umuna Orlu, από όπου κατάγεται, η οποία βρίσκεται στην πολιτεία Imo. Ο Αιτητής ανήκει στην φυλή Igbo και ομιλεί Igbo και Αγγλικά. Ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα του φοιτώντας συνολικά 16 χρόνια και έχει εργαστεί στο τμήμα ελέγχου εταιρείας στη χώρα του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά τον χρόνο που διεξήχθη η συνέντευξη ήταν αρραβωνιασμένος και η σύντροφός του ήταν έξι μηνών έγκυος. Ο πατέρας του θυσιάστηκε στα πλαίσια μίας παραδοσιακής τελετής του μαντείου το 2007 στην πολιτεία Imo. Η μητέρα του ζει και έχει μαζί της επικοινωνία. Ερωτηθείς για την υγεία του ο Αιτητής απάντησε ότι λαμβάνει αντικαταθλιπτικά λόγω αγχώδους διαταραχής. Ο Αιτητής αναχώρησε από την Νιγηρία μέσω του αεροδρομίου της Abudja και αφού διήλθε την Κωνσταντινούπολη, μετέβη με φοιτητική ιδιότητα στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.

 

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη Νιγηρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι, όντας ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, σύμφωνα με την παράδοση έπρεπε να αναλάβει τον ρόλο του αρχιερέα στο μαντείο λατρείας της θεότητας Ogkugku Shrine, κάτι το οποίο δεν επιθυμεί λόγω του ότι είναι χριστιανός και για τον λόγο αυτό μέλη της κοινότητας απειλούν την ζωή του. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο παππούς του ήταν αρχιερέας της εν λόγω τοπικής θεότητας που λάτρευε η φυλή τους και μετά τον θάνατό του ο πατέρας του Αιτητή έπρεπε να αναλάβει τον ρόλο. Ο τελευταίος αρνήθηκε λόγω της χριστιανικής του πίστης και μέλη της κοινότητας τον δολοφόνησαν και θυσίασαν το αίμα του στην θεότητα. Στις 05/09/2021, ο Αιτητής δέχτηκε επίθεση σπίτι του, κατά την οποία μαχαιρώθηκε στο πόδι του αλλά κατάφερε να διαφύγει. Ο Αιτητής αναφέρει ότι μία μέρα πριν την επίθεση έλαβε πρόσκληση από τον τοπικό άρχοντα και το συμβούλιο του, όπου του ανακοινώθηκε ότι πρέπει να αναλάβει καθήκοντα αρχιερέα και ο ίδιος αρνήθηκε. Στις 09/09/2021 ο τοπικός άρχοντας έδωσε στην μητέρα του ένα έγγραφο που αποτυπώνει απειλές κατά της ζωής του Αιτητή. Ο Αιτητής αναφέρει ότι έχει στη συσκευή του κινητού του φωτογραφία του εν λόγω εγγράφου. Ερωτηθείς αν έχει συμβεί κάτι μετά την αναχώρησή του από τη χώρα λόγω του οποίου εξακολουθεί να φοβάται, ο Αιτητής απάντησε ότι η μητέρα του, του έχει αναφέρει ότι δέχεται συχνά επισκέψεις από μέλη της κοινότητας που της ζητάνε να αποκαλύψει το μέρος όπου κρύβεται ο Αιτητής. Ερωτηθείς αν απευθύνθηκε στην αστυνομία ή άλλες κρατικές αρχές της χώρας του, ο Αιτητής απάντησε ότι ζήτησε βοήθεια από την αστυνομία αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Αναφέρει μάλιστα ότι καταζητείται κι από την αστυνομία καθότι το εν λόγω έγγραφο απεστάλη σε όλους τους αστυνομικούς σταθμούς, το οποίο του το είπε ο φίλος του που τον βοήθησε με την προετοιμασία των εγγράφων για το ταξίδι του στην Κύπρο. Ερωτηθείς αν λόγω αυτού αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά την αναχώρησή του από την χώρα, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά γιατί ήταν βραδινές πτήσεις και δεν υπήρχε παρουσία της αστυνομίας στο αεροδρόμιο. Ερωτηθείς ποιος είχε αναλάβει τα καθήκοντα του αρχιερέα το διάστημα 2007 – 2021, ήτοι το διάστημα μεταξύ της δολοφονίας του πατέρα του και της επίθεσης κατά του Αιτητή, ο Αιτητής απαντά ότι δεν υπήρχε αρχιερέας γιατί αυτό το αξίωμα κληρονομείται. Ερωτηθείς γιατί παρέλαβε το έγγραφο η μητέρα του και όχι ο ίδιος, ο Αιτητής απαντά ότι μετά την επίθεση κρυβόταν στο σπίτι ενός φίλου του στην περιοχή Tobenna στην πολιτεία Imo. Τέλος, ερωτηθείς αν θα υπήρχε η δυνατότητα να επιστρέψει και να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή, όπως στις πόλεις Abudja και Lagos, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν θα είναι ασφαλής γιατί μπορεί να υπάρχουν κατάσκοποι από την περιοχή από όπου κατάγεται.  

 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο σχημάτισε την εισήγησή του επί τη βάση των εξής δύο (2) πραγματικών ισχυρισμών: α) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα προέλευσης του Αιτητή και β) Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι του επιτέθηκαν και τον απείλησαν λόγω της άρνησής του να αναλάβει τα καθήκοντα του αρχιερέα του μαντείου αντικαθιστώντας τον παππού του μετά την δολοφονία του πατέρα του το 2007.

 

Όσον αφορά στον πρώτο ισχυρισμό ,που δεν αμφισβητείται, αυτός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Αντιθέτως, ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής καθότι ο Αιτητής κρίθηκε ως αναξιόπιστος. Πιο συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός αναφέρει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με την δολοφονία του πατέρα του στερούνταν λεπτομέρειες ενώ δεν κατάφερε να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο ο ίδιος δέχτηκε απειλές τον Σεπτέμβρη του 2021 παρόλο που ο πατέρας του δολοφονήθηκε για τον ίδιο λόγο το 2007 καθώς και το ότι το μαντείο λειτουργούσε χωρίς αρχιερέα για το διάστημα 2007-2021. Λεπτομέρειες στερούνταν επίσης και η αφήγησή του ως προς το περιστατικό επίθεσης εναντίον του ιδίου. Επιπλέον, ήταν πολύ γενική η αναφορά του σε σχέση με το έγγραφο με τις απειλές κατά της ζωής του που παρέλαβε η μητέρα του ενώ δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο αυτό κοινοποιήθηκε στην αστυνομία με αποτέλεσμα να καταζητείται και από κρατικούς φορείς. Μάλιστα δεν έδωσε σαφείς  και ευλογοφανείς επεξηγήσεις αναφορικά με το πως κατόρθωσε να φύγει από την χώρα χωρίς να εντοπιστεί από την αστυνομία. Ως προς την φωτογραφία  του εγγράφου που περιλαμβάνει τις απειλές κατά της ζωής του και το οποίο κατέθεσε προς επίρρωση των ισχυρισμών του, αυτό στερείται αποδεικτικής αξίας καθότι δεν φέρει αριθμό πρωτοκόλλου ή σφραγίδες που να υποδεικνύουν ότι πρόκειται για επίσημο έγγραφο. Ο λειτουργός παραθέτει σε αυτό το σημείο πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, σύμφωνα με τις οποίες πράγματι στη Νιγηρία λαμβάνουν χώρα δολοφονίες στα πλαίσια τελετουργιών τα οποία αφορούν κυρίως γυναίκες και παιδιά αλλά μπορούν να επηρεάσουν τον οποιονδήποτε, καθότι γίνονται για την αποκόμιση κέρδους. Τέλος, αναφορικά με την κατάσταση της ψυχικής του υγείας του, έγγραφο που κατέθεσε ο ίδιος από το Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας αναφέρει ότι οι κρίσεις άγχους βρίσκονται υπό έλεγχο και ο Αιτητής σταδιακά βελτιώνεται.  

 

Εν συνεχεία,  στη βάση του μόνου αποδεδειγμένου πραγματικού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του και τη χώρα καταγωγής του, και λαμβανομένων υπόψιν των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Aba της πολιτείας Abia, δεν επικρατούν συνθήκες που συνεπάγονται εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη εφόσον μάλιστα πρόκειται για νέο, υγιή, ενήλικα άνδρα.

Προχωρώντας, στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει για τον Αιτητή βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου. Ως συνέπεια, η αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη και διατάχθηκε η επιστροφή του στη Νιγηρία δυνάμει του άρθρου 13(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο λειτουργός του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τον εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, αφού  δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του επειδή δέχτηκε απειλές από την κοινότητα προκειμένου να αναλάβει τον ρόλο του αρχιερέα του μαντείου, ορθώς κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ως αναξιόπιστος καθότι δεν ήταν λεπτομερείς οι δηλώσεις του σε σχέση με την δολοφονία του πατέρα του, δεν υπήρχαν επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με το περιστατικό επίθεσης κατά του ίδιου με αποτέλεσμα η αφήγηση να στερείται βιωματικού χαρακτήρα ενώ ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να δώσει ευλογοφανή εξήγηση αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο δεν δέχτηκε πιέσεις από την κοινότητα το 2007 που δολοφόνησαν για τον ίδιο λόγο τον πατέρα του αλλά το 2021, λέγοντας μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου δεν υπήρχε αρχιερέας στο μαντείο περαιτέρω δεν εξήγησε ποιός ειναι ο λόγος που αναζητείται απο τις αρχές της χώρα του ενώ ισχυρίζεται ότι προέβη  σε καταγγελία στην αστυνομία.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, μετά από έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σε πληροφορίες για την χώρα καταγωγής προέκυψαν τα εξής:

Σε έκθεση της EUAA του 2017 αναφέρεται ότι πριν το Ισλάμ και τον Χριστιανισμό οι λαοί της Νιγηρίας είχαν δικές τους παραδοσιακές θρησκείες, οι οποίες ναι μεν ήταν διαφορετικές από κοινότητα σε κοινότητα αλλά είχαν και κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα ότι λάτρευαν περισσότερους από έναν θεούς και πίστευαν σε υπερφυσικές δυνάμεις, που επιδίδονταν σε καλές πράξεις αλλά και τιμωρούσαν όταν παραβιαζόταν έθιμα και ταμπού. Οι πνευματικοί αρχηγοί αυτών των παραδοσιακών θρησκειών είναι μεσολαβητές με τον αθέατο κόσμο και παρέχουν θεραπείες τόσο με την έννοια της θεραπείας από ασθένειες όσο και με την μορφή τελετουργιών και φυλαχτών για προστασία από επιβλαβείς επιθέσεις από υπερφυσικές δυνάμεις. Η πνευματική δύναμη συνδέεται συχνά με άτομα που κληρονόμησαν αυτές τις δυνάμεις από τους προγόνους τους ή με συγκεκριμένα επαγγέλματα (σιδηρουργοί) ή άτομα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως οι αλφικοί ή οι δίδυμοι. Πνευματικοί ηγέτες και άτομα με εξουσία οργανώνονται σε τις μυστικές κοινωνίες (με την έννοια ότι το να μιλάει κανείς ανοιχτά σχετικά με το τι συμβαίνει σε αυτές τις κοινωνίες είναι ταμπού για άλλους εκτός από τους εμπλεκόμενους) αλλά η ύπαρξή τους είναι κοινώς γνωστή.[1]

Εντοπίστηκαν επίσης παλαιότερες αναφορές περί συλλήψεων ειδωλολατρών που οδηγήθηκαν στα αρμόδια δικαστήρια μετά από καταγγελίες Χριστιανών ότι έκαναν ανθρωποθυσίες ενώ βρέθηκαν στην κατοχή τους 32 κρανία.[2] 

Αναφορικά με την άρνηση κάποιου να αναλάβει τον ρόλο ιερέα δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα περιστατικά ότι τα άτομα που αρνήθηκαν αντιμετώπισαν κάποιου είδους απειλές ή βία. Αναφέρεται μάλιστα ότι δεν είναι σύνηθες για κάποιον στην Νιγηρία να αρνηθεί τέτοιου είδους ρόλο γιατί είναι σαν να αρνείται θέση εξουσίας αλλά ακόμη κι αν αρνηθεί για θρησκευτικούς λόγους, όπως εν προκειμένω στην περίπτωση του Αιτητή, υπάρχουν άλλοι πληρούν τα κριτήρια και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν τον ρόλο ιερέα ή θρησκευτικού ηγέτη σε παραδοσιακές θρησκείες της Νιγηρίας γενικότερα.[3]

Να σημειωθεί ότι δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες για την θεότητα Ogkugku Shrine που αναφέρει ο Αιτητής.

Όπως προκύπτει από όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, εκτός από έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας, οι δηλώσεις του Αιτητή έρχονται σε αντίθεση και με τις διαθέσιμες πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές και επομένως δεν πληρείται ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Πιο συγκεκριμένα, δεν φαίνεται να υπάρχουν επιπτώσεις από την κοινότητα αναφορικά με την άρνηση του Αιτητή να αναλάβει τα καθήκοντα αρχιερέα και επιπλέον θα μπορούσε να απευθυνθεί στις αστυνομικές αρχές της χώρας του για εγχώρια προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του ερί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.[2]

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Aba στην πολιτεία Abia, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες. Από την έρευνα προέκυψε ότι στην πολιτεία Abia της Νιγηρίας, οι κύριοι παράγοντες αποσταθεροποίησης ήταν η αστυνομία, οι αιρέσεις, άγνωστοι ένοπλοι και ομάδες που εμπλέκονται σε διακοινοτικές συγκρούσεις. Κατά το 2020 σημειώθηκαν διακοινοτικές αντιπαραθέσεις για τη γη και τους πόρους. Η κυβέρνηση της πολιτείας Abia έχει λάβει μέτρα για τη μείωση των συγκρούσεων μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων και για τον περιορισμό του φαινομένου των αιρέσεων, με την υποστήριξη των κρατικών δυνάμεων της Νιγηρίας. Η αστυνομία έχει επιλύσει υποθέσεις ένοπλων ληστειών, απαγωγών και δολοφονιών. Δράση των υποστηρικτών της Biafra καθώς και της ένοπλης υποστηρικτικής τους ομάδας ESN έχουν σημειωθεί στην περιοχή. Σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες, ορισμένα από τα περιστατικά με τους μεγαλύτερους αριθμούς θανάτων προήλθαν από συγκρούσεις μεταξύ των πολιτειών. Στο πλαίσιο αυτό έχουν αναφερθεί καταστροφές κατοικιών, απαγωγές και δολοφονίες από αιρέσεις. Το 2020 καταγράφηκαν αρκετά θύματα βίας που άσκησαν κρατικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια ελέγχων επιβολής μέτρων περιορισμού στα πλαίσια αντιμετώπισης της διασποράς του COVID-19, κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών #EndSARS ή υπό άλλες άγνωστες συνθήκες. Η χρήση πυρομαχικών κατά των διαδηλωτών είναι επιβεβαιωμένη. Αναφέρθηκαν επίσης πολλά περιστατικά εξωδικαστικών δολοφονιών από δυνάμεις ασφάλειας.[4]

Πέραν των πιο πάνω, στην τελευταία έκδοση καθοδηγητικής έκθεσης (Country Guidance) για τη Νιγηρία διαπιστώνεται ότι στην πολιτεία Abia, ως έχει κατηγοριοποιηθεί, δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από περιστατικά που συνιστούν απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.[5]

Προκειμένου να ολοκληρωθεί η εικόνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Abia, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από τις 12/01/2023 έως τις 12/01/2024 στη πολιτεία Abia, όπου ανήκει η πόλη Aba καταγράφηκαν 53 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 39 απώλειες ανθρώπινων ζωών.[6]

Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας σύμφωνα με την πιο πρόσφατη εκτίμηση του 2022 (4,143,100 κάτοικοι)[7], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του, ήτοι στην πόλη Aba της πολιτείας Abia, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου, με  υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Νιγηρία ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

            Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] EASO, Country of Origin Report, Nigeria Country Focus, June 2017, p. 52, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (accessed on 18/01/2024)

[2] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: a-6232 (ACC-NGA-6232), 1 August 2008, available at: https://www.ecoi.net/en/document/1152544.html (accessed on 18/01/2024)

[3] EASO, Country of Origin Report, Nigeria Country Focus, June 2017, p. 61, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (accessed on 18/01/2024)

[4] EUAA, Country Guidance: Nigeria, October 2021, p. 112, available at: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf (accessed on 18.01.2023)

[5] EUAA, Country Guidance: Nigeria, October 2021, p. 112, available at: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf (accessed on 18.01.2023)

[6] ACLED dashboard, filters applied: Nigeria, Abia, period: 12.01.2023-12.01.2023, available at: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (accessed on 18.01.2023)

[7] City Population, Nigeria, available at: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/ (accessed on 18.01.2023)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο