ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                        Υπόθεση Αρ. 2908/22

 

19 Ιανουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

Ε.Ο.

 

   Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                           Καθ’ ων η αίτηση

 

                                      …………………………..

 

Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου για Δημήτριο Παυλίδη, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Θεοδώρα Παπαχαραλάμπους για Παντελίτσα Ευαγόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 20/03/2022, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για επανάνοιγμα του φακέλου του.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Ο αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 06/01/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 08/03/2021, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών.

 

Στις 16/04/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου  με τον αιτητή. Στις 05/05/2021 η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 05/05/2021.

 

H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία επισυνάφθηκε η απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή. Η επιστολή παραλήφθηκε από τον αιτητή αυτοπροσώπως στις 06/05/2021.  Ο αιτητής καταχώρησε την υπ’ αριθμόν 3396/2021 προσφυγή στο  Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Η προαναφερόμενη προσφυγή  απορρίφθηκε στις 03/11/2021.

 

Κατόπιν, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου στις 31/01/2022. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα / Εισήγηση στις 18/03/2022 για το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 20/03/2022. Στις 23/04/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία επισυνάφθηκε η απορριπτική της απόφαση σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή. Η επιστολή παραλήφθηκε από τον αιτητή αυτοπροσώπως στις 04/05/2022.  Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής την οποία καταχώρησε ο αιτητής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Ο αιτητής με την Γραπτή του Αγόρευση προώθησε ισχυρισμούς με τους οποίους αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και συγκεκριμένα χωρίς να προηγηθεί έρευνα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης, ενώ η απόφαση στερείται της δέουσας αιτιολογίας.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι η απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο νόμος στο αρμόδιο όργανο, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Ο συνήγορος του αιτητή με τον πρώτο λόγο ακύρωσης εισηγείται πως ο Προϊστάμενος τη Υπηρεσίας Ασύλου δεν διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αρκέστηκε στο να υιοθετήσει την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού.  Επιπρόσθετα, αναφέρει πως δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του αιτητή με αποτέλεσμα να μην εξεταστεί ο δικαιολογημένος φόβος για τη ζωή του.  Θα πρέπει να επισημανθεί πως οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί προβάλλονται από τον αιτητή κατά γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς να αναφέρεται σε δεδομένα που σχετίζονται με το αίτημα του αιτητή.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντικρούει τον προαναφερόμενο ισχυρισμό αναφέροντας πως κατά τη μεταγενέστερη αίτησή του δεν προσκόμισε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου οποιοδήποτε νέο στοιχείο το οποίο να αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, κάτι το οποίο να λήφθηκε υπόψη από το αρμόδιο όργανο και εύλογα κατέληξε στην απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης. 

 

Παρόλο που οι ισχυρισμοί του αιτητή στα πλαίσια του προαναφερόμενου λόγου ακυρώσεως είναι γενικοί και δεν συγκεκριμενοποιούνται ούτε υπάγονται στα πραγματικά γεγονότα που αφορούν το αίτημα του αιτητή, προχωρώ να εξετάσω το αίτημα του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να διαπιστώσω εάν το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα ως προς τις περιστάσεις έρευνα.

 

Στην αίτησή για διεθνή προστασία, που υπέβαλε αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι ήταν ανάμεσα σε εκείνους που ηγούντο  διαμαρτυρίας στη χώρα του και η αστυνομία τον αναζητεί. Για τον λόγο αυτόν έπρεπε να φύγει από τη χώρα. Επιθυμεί ωστόσο να επιστρέψει όταν τελειώσει η κρίση.

 

Κατά τη διάρκεια της  συνέντευξής του, ο αιτητής υποστήριξε ότι στις 10 Οκτωβρίου ο θείος του σκοτώθηκε από σφαίρα όταν σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών στην λεωφόρο Mission της Enugu.Την 15η Οκτωβρίου η οικογένεια του αιτητή διαμαρτυρήθηκε στην αστυνομία και ο αιτητής πήγε μαζί με τους φίλους του -συνολικά 7 άτομα- να ζητήσουν να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον πυροβολισμό που δέχτηκε ο θείος του χωρίς λόγο από τους αστυνομικούς. Συγκρούστηκαν εκ νέου με την αστυνομία, οι αστυνομικοί για εκφοβισμό προσπάθησαν να τους πυροβολήσουν και όταν οι αστυνομικοί έφυγαν με το βανάκι τους, ο αιτητής μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του και φίλους του έβαλαν φωτιά στο αστυνομικό τμήμα στην Akwata.

 

Κατόπιν του περιστατικού αυτού η αστυνομία αναζήτησε τους δράστες του εμπρησμού και κατάφερε να συλλάβει έναν εξ αυτών την επομένη μέρα. Την ημέρα της σύλληψης του φίλου του ο αιτητής μετέβη στην Abuja και κατόπιν με τη βοήθεια διακινητή εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν γνωρίζει τι απέγινε ο φίλος του καθώς δεν έχει έκτοτε επικοινωνία με κανέναν. Όπως ανάφερε, ο ίδιος κατάφερε να αναχωρήσει από τη χώρα διότι δεν κηρύχθηκε καταζητούμενος από τις αρχές της χώρας του. Αναφορικά με τη δήλωσή του κατά την καταγραφή της αίτησής του για διεθνή προστασία, ότι επιθυμεί να επιστρέψει όταν τελειώσει η κρίση, ο αιτητής δήλωσε ότι ενδεχομένως η υπόθεση να κλείσει και να έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει. Σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του φοβάται ότι  η αστυνομία, η οποία στη χώρα του δρα ανεξέλεγκτα, μπορεί να του δημιουργήσει προβλήματα.

 

Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση / εισήγησή της σχημάτισε τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, τα στοιχεία του προφίλ του και το ταξίδι του από τη χώρα καταγωγής του προς την Κύπρο. Ο δεύτερος  ισχυρισμός αφορά τον θάνατο του θείου του αιτητή και τη διαμαρτυρία που οργάνωσε ο αιτητής κατά τη διάρκεια της οποίας έβαλαν φωτιά στον αστυνομικό σταθμό της περιοχής. Ο τρίτος ισχυρισμός αφορά τη δίωξη του αιτητή από τις αρχές εξαιτίας του εμπρησμού του αστυνομικού σταθμού. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος ισχυρισμός έτυχε απόρριψης, καθώς ο αιτητής δεν έδωσε λεπτομέρειες για τον θάνατο του θείου του από πυρά της αστυνομίας, οι δηλώσεις του ήταν γενικόλογες και δεν κατάφερε να απαντήσει με λεπτομέρεια στις διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν. Ταυτόχρονα, τα περιστατικά τα οποία εξιστόρησε ο αιτητής δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Ο τρίτος ισχυρισμός που σχηματίστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό περί δίωξης του αιτητή από την αστυνομία εξαιτίας του εμπρησμού του αστυνομικού σταθμού, δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, διότι οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν ότι στερούνταν λεπτομέρειας και παρουσίαζαν αντιφάσεις σε ό,τι αφορά τη σύλληψη του φίλου του και διαπιστώθηκε η αδυναμία του αιτητή να δώσει πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεσης της σύλληψης αυτής και με το πώς κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ενόψει της κατάστασης και της επιθυμίας του  να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, παρά τους ισχυρισμούς του για τη δίωξη στην οποία ισχυρίζεται ότι υπόκειται.

 

Κατά τη νομική ανάλυση στην οποία προέβη ο λειτουργός, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19 (1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Συγκεκριμένα, ολειτουργός αναφέρει ότι ο αιτητής δεν έχει υποστεί παρελθούσα δίωξη στη βάση της φυλής ή της θρησκείας του και δεν προκύπτει ούτε μελλοντικός κίνδυνος δίωξης στη βάση αυτών των χαρακτηριστικών.

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας τον πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σημειώνει πως λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση στην περιοχή, τη φύση και την έκταση της κρίσης και το ατομικό προφίλ του αιτητή δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβησε περίπτωση επιστροφής του. Ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε πως τα προαναφερόμενα δεδομένα σε συνάρτηση με τις ατομικές περιστάσεις του αιτητή, δεν δικαιολογούν την υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Την έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την προσφυγή υπ’ αριθμόν 3396/21 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.  Η προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε στις 3/11/2021.  Στη συνέχεια, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα στις 31/1/2022.  Ο αιτητής δεν κατέγραψε το λόγο για τον οποίο υπέβαλε το αίτημα στην Υπηρεσία Ασύλου και επιπρόσθετα δεν κατέγραψε τους λόγους για τους οποίους δεν δύναται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.  

 

Στις 18/03/2022 η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, καθώς ο αιτητής δεν πρόβαλε κανένα νέο στοιχείο. Ο αρμόδιος λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσία Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη του μεταγενέστερου αιτήματος του αιτητή για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας την 20/03/2022 . Η απορριπτική απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας παρελήφθη από τον αιτητή στις 04/05/2022. Ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο στη μεταγενέστερη αίτησή του. Η  υποβολή μεταγενέστερης αίτησης βάσει του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(ι)/2000), δεν συνεπάγεται αυτόματα το επανάνοιγμα του φακέλου του και επανεξέταση της αίτησης του. Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι ορθώς η αρμόδια αρχή απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη, καθώς πράγματι δεν παρουσίασε κανένα νέο στοιχείο στην μεταγενέστερη αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας.  Επομένως, δεν γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής αμφισβητεί την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Από το άρθρο 16 Δ και το άρθρο 12Βτετράκις (2) (δ), του Ν. 6 (Ι)/2000, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα, αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης και τα οποία δεν έλαβαν υπόψη τους κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης.

 

Επιπρόσθετα, εάν καταλήξει ότι υπάρχουν νέα στοιχεία, θα πρέπει να διαπιστώσει εάν τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και να επιβεβαιώσει ότι ο Αιτητής χωρίς δική του υπαιτιότητα δεν υπέβαλε τα στοιχεία αυτά κατά την προηγούμενη διαδικασία. Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται από το άρθρο 16Δ, του Ν.6(Ι) 2000 και οι οποίες θα δικαιολογούσαν επανάνοιγμα του φακέλου του Αιτητή και όχι την εις βάθος, ή την εξ' υπαρχής και επί της ουσίας έρευνα των ισχυρισμών του Αιτητή.

 

Ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ούτε κατέγραψε το λόγο για τον οποίο αιτήθηκε το επανάνοιγμα του φακέλου του.  Παρ’όλα αυτά η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και ορθά αποφάσισε πως το μεταγενέστερο αίτημά του είναι απαράδεκτο. Ο αιτητής στην Γραπτή του Αγόρευση αναφέρει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του λόγω της γενικής κατάστασης που επικρατεί.  Εκ του περισσού, ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο θα προχωρήσει σε εξέταση βάσει πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής του αιτητή προς διευκρίνιση όλων των ζητημάτων που τέθηκαν ενώπιον μου.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 12/01/2023 έως 12/01/2024, σημειώθηκαν στην πολιτεία Enugu 106 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 82 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 27 περιστατικά αφορούσαν μάχες, τα 21 περιστατικά διαδηλώσεις, τα  54 βία κατά αμάχων και τα 4 περιστατικά αφορούσαν εξεγέρσεις / ταραχές.[1] Λαμβάνοντας υπόψη πως ο πληθυσμός στην εν λόγω πολιτεία σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση το 2022 ανέρχεται σε 4.690.100[2], συμπεραίνεται πως ο προαναφερθείς αριθμός περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην εν λόγω περιοχή επικρατούν συνθήκες αδιάκριτης βίας ως αυτή ορίζεται στο άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Έκθεση του EASO αναφέρει ότι οι πολιτείες όπου γενικά δεν διαπιστώνεται πραγματικός κίνδυνος για έναν άμαχο να επηρεαστεί προσωπικά με βάση την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας είναι οι Abia, Akwa Ibom, Anambra, Bauchi, Bayelsa, Cross River, Delta, Ebonyi, Edo, Ekiti, Enugu, Gombe, Imo, Jigawa, kano, Kebbi, Kogi, Kwara, Lagos, Nasarawa, Niger, Ogun, Ondo, Osun, Oyo, Plateau, Rivers, Sokoto και Taraba, καθώς και η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα Abuja.[3] Μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι στην πολιτεία Enugu, όπου γεννήθηκε και διέμενε ο αιτητής δεν υπάρχει, γενικά, πραγματικός κίνδυνος να επηρεαστεί προσωπικά ένας πολίτης μόνο με την παρουσία του στην περιοχή. 

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαπιστώνων πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της άσκησης των νόμιμων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Στα πλαίσια του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο συνήγορος του αιτητή διατείνεται επιπρόσθετα πως το αρμόδιο όργανο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα.  Όπως ισχυρίστηκε ο συνήγορος του αιτητή, το αρμόδιο όργανο παρέλειψε να λάβει υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.  Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση αντιτείνει πως το αρμόδιο όργανο αποφάσισε χωρίς να βρίσκεται υπό πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και εντός του νομοθετικού πλαισίου.

 

Καταρχάς θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267).  Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται επαρκώς από τον αιτητή και είναι γενικόλογος.  Από τους ισχυρισμούς του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, δεν στοιχειοθετείται οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε η Υπηρεσία Ασύλου υπόψη της. 

 

Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011, σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511).  Ο αιτητής δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα.

 

Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της συνηγόρου του αιτητή περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και κατά συνέπεια, απορρίπτεται.

 

Σε συνάρτηση με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, ο δικηγόρος του αιτητή με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και στην αιτιολογία της, λόγω της πλημμελούς έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.  Η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι όλες οι ενέργειες των καθ’ων η αίτηση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένες.

 

Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).  Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του μεταγενέστερου αιτήματος του αιτητή ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACLED -DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 12/01/2023-12/01/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa – Nigeria - Enugu

[2] City Population, Nigeria - Enugu State,  https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/

[3]  EASO Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note, October 2021, σ. 32

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο