ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:3304/22

 

19 Ιανουαρίου, 2024

[Μ. Στυλιανού, ΔΔΔΔΠ]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

           F.N.

  Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσία Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

I. Χαραλάμπους (κα), για Μ. Τρεμούρη (κα) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 13/05/22, η οποία παραλείφθηκε και υπογράφτηκε από τον ίδιο στις 19/05/22, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής, υπήκοος Ιράν, στις 12/04/21 υπέβαλε αίτημα ασύλου, στις 28/02/22 διενεργήθηκε η συνέντευξη του και ο λειτουργός ετοίμασε έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 11/04/22. Στις  30/04/22 εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός ενέκρινε την έκθεση/εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής υποστηρίζει, μέσω του δικηγόρου του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε  καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, είναι αναιτιολόγητη, ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη αντιβαίνει τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, παραβιάζει το Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο. Η απόφαση, όπως διατείνεται, λήφθηκε κατά παράβαση της προβλεπόμενης διαδικασίας του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και ότι η έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου ήτο ελλιπής, πεπλανημένη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και νομικά σημεία της υπόθεσης. Παραπέμπει δε σε διαδικτυακές πηγές τονίζοντας ότι επιβεβαιώνεται η εξωτερική του αξιοπιστία. Ούτε η απόφαση επιστροφής του εξουσιοδοτημένου λειτουργού είναι αιτιολογημένη.  Ισχυρίζεται, επίσης, ότι ο μεταφραστής δεν πληροί τα απαραίτητα εχέγγυα και/ή τις εκ του νόμου ικανότητες να αποδώσει με ακρίβεια τα όσα ανέφερε κατά την συνέντευξη και/ή δεν φαίνεται από πουθενά η κατάρτιση του. Ο χρόνος της διενεργηθείσας συνέντευξης ήτο ανεπαρκής. Σημειώνει ότι δεν εξετάστηκε από τον Προϊστάμενο το αίτημα του για συμπληρωματική προστασία.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα από εξουσιοδοτημένο  πρόσωπο, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει και η προβολή ισχυρισμών και θέσεων από μόνη της χωρίς την αναγκαία τεκμηρίωση και θεμελίωση δεν αποσείει το σχετικό βάρος απόδειξης ούτε το τεκμήριο της κανονικότητας. Ούτε ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας καθότι κρίθηκε αναξιόπιστος.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Αρχικά θα πρέπει να υποδειχθεί ότι οι θέσεις του Αιτητή όπως αυτές καταγράφονται από τον συνήγορο του στην Γραπτή του Αγόρευση δεν συμμορφώνονται πλήρως με τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 έως 2022 (3/2019). Η Γραπτή Αγόρευση σε κάποια σημεία αναλώνεται μόνο στην επανάληψη διατάξεων νόμων και κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Ειδικότερα:

- ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, «θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως».  Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.»

- στην υπό εξέταση υπόθεση εμφανώς η διατύπωση των λόγων ακύρωσης στην προσφυγή του Αιτητή, ήταν εξαιρετικά γενική και ήτο κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών - απλή επίκληση της παραβίασης του Συντάγματος, Νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή

- λόγοι ακύρωσης που δεν καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς όπως αυτοί διατυπώνονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης,

- η νομολογία έχει με σταθερότητα καθιερώσει την αρχή ότι δεν επιτρέπεται η εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης μέσω Αγορεύσεων πέραν εκείνων που έχουν καταγραφεί στην αίτηση. Αντικείμενο της διαδικασίας καθορίζεται στη δικογραφία η οποία αποτελεί το δικονομικό μέσο για την έκθεση και προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, ούτε και μπορεί ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης να προβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Χωρίς το εν λόγω θέμα να είχε προηγουμένως διατυπωθεί στη προσφυγή ως επίδικο και να αιτιολογηθεί πλήρως θα ήταν εσφαλμένη η ενασχόληση του παρόντος Δικαστηρίου και η διατύπωση κρίσης σε σχέση με αυτό το ζήτημα,

- ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν καταργεί τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων, 

- δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης,

 

(Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599 (Απόφαση Πογιατζή, Δ.), Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 (Απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε)

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο λόγους ακύρωσης που πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης και μπορούν να συνδεθούν με πραγματικά γεγονότα και νομικά σημεία της υπόθεσης.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση των διαδικασιών όπως αυτές προνοούνται στον περί Προσφύγων Νόμο 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) διαπιστώνω από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ότι ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (στο εξής ΕΥΥΑ) για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Τηρήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν. Μετά δε το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός της ΕΥΥΑ, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του Αιτητή. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000). Απορριπτέος κρίνεται και ο σχετικός με την διαδικασία συνέντευξης ισχυρισμός περί μη κατάρτισης του διερμηνέα, καθότι ούτε εδώ - όπως και στον ισχυρισμό για παράτυπη διαδικασία - ανατράπηκε το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον συνήγορο του Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του Αιτητή. Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία (ενώ είχε ζητηθεί σχετική άδεια για μαρτυρία επί άλλου λόγου) επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Ως προς τον ισχυρισμό περί μη ικανοποιητικής διάρκειας της συνέντευξης σημειώνεται ότι δεν προνοείται από τον Νόμο και/ή την νενομισμένη διαδικασία να υπάρχει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια για την διενέργεια της συνέντευξης. Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διενεργήθηκε η συνέντευξη κρίνω ότι ήταν ικανοποιητικό υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (Βλέπε σχετικά Υποθ. Αρ. 1694/11, Noel De Silva ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, 2. Υπουργείου Εσωτερικών και Μετανάστευσης Επαρχιακό Γραφείο Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, 3. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ.07/02/2014).

 

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ») σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης και της ισχυριζόμενης παράλειψης των Καθ΄ ων η αίτηση να εξετάσουν το ενδεχόμενο παροχής στον Αιτητή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του για λόγους κοινωνικής δυσαρέσκειας. Ειδικότερα, δήλωσε πως επειδή είναι Κούρδος ως προς την εθνοτική του καταγωγή και Σουνίτης Μουσουλμάνος ως προς το θρήσκευμα τα δικαιώματά του παραβιάζονταν συνεχώς. Προσέθεσε επίσης ότι τα ανίψια του ήταν μέλη του κόμματος Komala και εξ’ αιτίας αυτού φοβόταν ότι θα συλληφθεί. Περαιτέρω, εξήγησε ότι ο μισθός του ήταν χαμηλός παρά την εικοσαετή εργασιακή του εμπειρία και πως λόγω της οικονομικής πίεσης δεν είχε δικό του σπίτι και αυτοκίνητο. Για τους ανωτέρω λόγους εγκατέλειψε το Ιράν, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη όπου υπάρχει σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή.

 

Κατά την συνέντευξη του δήλωσε ότι είναι υπήκοος Ιράν με τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής την πόλη Sanandaj και ότι είναι εθνοτικής καταγωγής κούρδος και Σουνίτης Μουσουλμάνος. Δήλωσε ως έγγαμος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, οι οποίοι διαβιούν στο Ιράν, στην πόλη Sanandaj. Εγκατέλειψε δε τη χώρα του με νόμιμο τρόπο, κάνοντας χρήση του διαβατηρίου του, κατέληξε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Κατά την ελεύθερη αφήγησή του ανέφερε ότι έφυγε από το Ιράν λόγω του ότι βίωνε διακρίσεις ως Σουνίτης Μουσουλμάνος λ.χ. άτομα που ανήκουν στην εν λόγω ομάδα δεν προτιμώνται σε υψηλόβαθμες θέσεις εργασίας.  Επίσης, δήλωσε ότι πριν 24 χρόνια κρύφτηκαν στην οικία του κάποια άτομα που ήταν μέλη του κόμματος Komala, ότι μία ανιψιά του και τα ξαδέρφια του ήταν μέλη του εν λόγω κόμματος και ότι είχε και ο ίδιος ενεργό συμμετοχή στο κόμμα Komala έχοντας ως ρόλο το να μεταφέρει μηνύματα μεταξύ ατόμων. Συμπλήρωσε ότι πριν κάποια χρόνια ένα εκ των ατόμων που είχε κρύψει στην οικία του σκοτώθηκε και η ανιψιά του και ο ξάδερφός του τον συμβούλευσαν να φύγει από το Ιράν άμεσα. Τέλος αναφέρθηκε σε λοιπές διακρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι στο Ιράν, δίνοντας ως παραδείγματα το ότι δεν τους επιτρέπεται να έχουν μεγάλο τζαμί και να εργάζονται στην διοίκηση. Ισχυρίστηκε ότι δε θα αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα από τις αρχές, εκτός εάν έχει αναφερθεί (από τα μέλη που έχουν συλληφθεί) και/ή έχει συνδεθεί το όνομα του με το κόμμα Komala που θα βρεθεί τότε αντιμέτωπος με τη θανατική ποινή.

 

Τα προσωπικά στοιχεία και προφίλ του Αιτητή έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρά 53-52 ΔΦ). Απορρίφθηκαν, όμως οι λοιποί ισχυρισμοί του που αφορούν διασύνδεση του με μέλη του κόμματος Komala και διάκριση λόγω θρησκευτικής του ταυτότητας. Εκτιμήθηκε από τον λειτουργό ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει  ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, παρουσίαζε δε ασάφειες και αοριστίες στις δηλώσεις του (ερυθρά 52-49 ΔΦ) ειδικότερα:

 

(α) στην κατ΄ ισχυρισμό δήλωση του ότι βοηθούσε στις δραστηριότητες των μελών του κόμματος Komala στο Ιράν, ο Αιτητής:

- ήτο αντιφατικός και/ή μη ξεκάθαρος αναφορικά με το πότε έγινε ενεργό μέλος του κόμματος Komala. Αρχικά δήλωσε ότι όταν προσέφερε καταφύγιο στα 4 πρόσωπα του κόμματος στην οικία του αυτά τον έπεισαν να ενταχθεί στο κόμμα Komala, ενώ στην συνεχεία δήλωσε ότι έγινε υποστηρικτής τους σε μετέπειτα στάδιο,

- ενώ ήταν σε θέση να περιγράψει το λογότυπο του κόμματος, την κεντρική του ιδεολογία και τον αρχηγό του, δεν κατέστη εφικτό να αναφερθεί αναλυτικά στη δική του δράση, δηλώνοντας ότι είχε συμμετάσχει σε μία διαδήλωση το 1998 και πως πέντε φορές βοήθησε στη μεταφορά χρηματικών ποσών,

- δεν γνώριζε τα ονόματα των ατόμων που φιλοξένησε στο σπίτι του,

- υπήρξε αντιφατικός αναφορικά με το εάν τα 3 εκ των 4 ατόμων έχουν συλληφθεί ή όχι καθώς αρχικά ανέφερε ότι έχουν συλληφθεί, ενώ εν συνεχεία δήλωσε ότι προσπαθούν να ξεκινήσουν κάποιες δραστηριότητες στο Ιράν,

- δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ προβλήματα με τις αρχές της χώρας καταγωγής του, ενώ τα μόνα προβλήματα που ισχυρίστηκε ήταν κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα,

- από τη δε δήλωσή του στη φόρμα καταγραφής/αίτησης του προκύπτει ότι ήρθε στη Δημοκρατία προκειμένου να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον,

 

(β) στην κατ΄ ισχυρισμό δήλωση του ότι βίωνε διακρίσεις λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, καθότι κρίθηκε ότι αποτελεί προσωπική πεποίθηση του Αιτητή και όχι γεγονός που βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία. Καταγράφηκαν οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με το ότι δεν προήχθη σε υψηλότερη θέση παρά την επαγγελματική εμπειρία του και τονίστηκε ότι δεν κατέστη εφικτό από τον Αιτητή να τεκμηριώσει το ότι η μη προαγωγή του ήταν για λόγους θρησκευτικούς.

 

Μετά δε από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του Αιτητή, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων και των όσων ανέφερε κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου του[1] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί της σύνδεσης/εμπλοκής του με το κόμμα Komala[2] και επί των διακρίσεων λόγω θρησκείας του δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα του εμπεριέχει δηλώσεις που δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς, ενώ από τις απαντήσεις του, κατά την διαδικασία της συνέντευξης, διαπιστώνεται ότι δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, Ν.6(Ι)/2000, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11[4]). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Κρίνω ότι δεν θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε με τα όσα καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση του συνηγόρου του ανατρέπονται τα ευρήματα της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο, ότι εντοπίζονται σωρεία αντιφατικών δηλώσεων του Αιτητή αναφορικά με το πότε έγινε μέλος του κόμματος, η ακριβής σύνδεση του (εάν ήτο υποστηρικτής ή επίσημο μέλος αυτού), λεπτομέρειες για το περιστατικό συνδρομής μεταφοράς χρημάτων, οι διαφορετικές αφηγήσεις/δηλώσεις του κατά την διάρκεια της συνέντευξης ως προς τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόταν με το κόμμα Komala. Αναφορικά τώρα με την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου ότι ο Αιτητής ότι δεν υπέστη διακρίσεις λόγω του ότι είναι Σουνίτης Μουσουλμάνος, σημειώνεται ότι ακόμα και εάν γινόταν αποδεκτός ο εν λόγω ισχυρισμός του για διακρίσεις σε βάρος των Σουνιτών Μουσουλμάνων[5] δεν μπορεί να θεωρηθεί η διάκριση από μόνη της ως λόγος δίωξης και/ή μορφή δίωξης ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000). Ούτε προέκυψε από τις δηλώσεις του σε αυτό το σημείο του αιτήματος του ότι έχει εκτεθεί και/ή θα εκτεθεί σε κίνδυνο για τη ζωή ή την ασφάλειά του. Επομένως, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε με τις αιτιάσεις του ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Ούτε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) ενώ διατηρεί στην κατοχή του έγκυρο διαβατήριο της χώρας του[6] και/ή εγκατέλειψε τη χώρα του χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα.

 

Ούτε η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[7] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου[8] επιβεβαιώνεται ότι στο Ιράν δεν υπάρχει ένοπλη σύρραξη ως οι σχετικές πρόνοιες της Νομοθεσίας και/ή κριτήρια όπως αυτά διαμορφώθηκαν από σχετική νομολογία. Σε αυτό το σημείο απορρίπτεται και η θέση του, παρόλο που τέθηκε ελλιπώς μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, για αναιτιολόγητη απόφαση επιστροφής. Στην έκθεση/εισήγηση που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού (Βλέπε Υπ' Αριθμό 1360/15, Tuong v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28/02/19) προκύπτει ότι έγινε αξιολόγηση κινδύνου, με βάση τον ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός, όπου είχε κριθεί ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί σε συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν. Ο λειτουργός-εξεταστής της υπόθεσης παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή. Με βάση τις συγκεκριμένες πληροφορίες, η κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Sanandaj είναι σταθερή και βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο της Κυβέρνησης της χώρας.

 

Ως εκ των ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                      

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022 (Ν6(Ι)/2000)

[2] Komala Party of Iranian Kurdistan, available at: http://www.komalainternational.org/2018/02/19/komala-party-of-iranian-kurdistan-an-introduction

[2] UK Home Office, Iran, Country information and protection guidelines for British asylum authorities on Kurds and Kurdish political groups, January 2019, p. 26-27, available at:  https://www.ecoi.net/en/file/local/2002538/CPIN_-_IRN_-_Kurds_and_Kurdish_pol_groups.pdf  

[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11.

[4] «Κατά κανόνα, όσο περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται και διατίθενται τόσο καλύτερη είναι η εικόνα που σχηματίζεται. Αυτό αφορά το γεγονός ότι τα γεγονότα που έχει πράγματι βιώσει κάποιος αναφέρονται με περισσότερη παραστατικότητα και αυθορμητισμό. Ωστόσο, ο χειριστής πρέπει να θυμάται ότι μπορεί να υπάρχει εύλογη εξήγηση σχετικά με το γιατί ο αιτών / η αιτούσα δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του λεπτομέρειες ενός συγκεκριμένου γεγονότος και πρέπει να λαμβάνει υπόψη του πιθανές στρεβλώσεις (βλ. επίσης ενότητα 2.4 σχετικά με τους παράγοντες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρεβλώσεις). Κατά συνέπεια, η έλλειψη λεπτομερειών δεν επηρεάζει την αξιοπιστία σε όλες τις περιπτώσεις. Η πτυχή της ιδιαιτερότητας αφορά τις προσωπικές, ατομικές περιστάσεις και τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται και εκφράζεται ένα γεγονός. Η βασική ιστορία πολλών υποθέσεων μπορεί να είναι ιδιαίτερα παρεμφερής, αλλά κάθε υπόθεση έχει τις δικές της μεμονωμένες ιδιαιτερότητες οι οποίες την καθιστούν μοναδική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδέχεται να είναι χρήσιμο να μη μένετε πολύ προσηλωμένοι στα κύρια στοιχεία των ισχυρισμών, αλλά να θέτετε περισσότερα ερωτήματα σχετικά με το γεγονός και με τον τρόπο αυτό να διαπιστώσετε τις ιδιαιτερότητες. Εάν η μαρτυρία του αιτούντος / της αιτούσας δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητα, αυτό ίσως αποτελεί ένδειξη έλλειψης αξιοπιστίας. Συνήθως, η προσωπική συνέντευξη αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη συλλογή όσο το δυνατόν περισσότερων λεπτομερειών και εξειδικευμένων πληροφοριών και εξαρτάται πολύ από τις δεξιότητες λήψης συνέντευξης του χειριστή (δημιουργία καλής ατμόσφαιρας, ορθές τεχνικές συνέντευξης, βασικές γνώσεις για την υπόθεση) ώστε να εκμαιεύσει τις ουσιώδεις λεπτομέρειες»

[5] USDOS (2023), ‘Report on International Religious Freedom: Iran’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Iran - United States Department of State

[5] IranWire (2022), ‘Fact Check: Do Sunnis Have Enough Freedom in Iran?’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Fact Check: Do Sunnis Have 'Enough Freedom' in Iran? (iranwire.com)

[5] The Washington Institute (2022), ‘Sunnis in Iran: Protesting Against Decades of Discrimination and Repression’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Sunnis in Iran: Protesting Against Decades of Discrimination and Repression | The Washington Institute

[5] Freedom House (2023), ‘Iran: Freedom in the World 2023 country report’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Iran: Freedom in the World 2023 Country Report | Freedom House

[6] §49 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες «Εάν εξάλλου ο αιτών επιμένει χωρίς βάσιμο λόγο να διατηρεί στην κατοχή του το έγκυρο διαβατήριο που του εξέδωσε μια χώρα, στην προστασία της οποίας κατά τα λεγόμενά του αρνείται να υπαχθεί, αυτό μπορεί να γεννήσει αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία του ισχυρισμού του για την ύπαρξη «δικαιολογημένου φόβου». Μετά την αναγνώρισή του ένας πρόσφυγας δεν θα έπρεπε κανονικά να διατηρεί στην κατοχή του το εθνικό του διαβατήριο.»

[7] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[8] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο