ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3497/22

 

29 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ε. Α.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Π. Πιερίδης, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κος Α. Ιωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 02/06/22 με επιστολή ημ.30/05/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 19/02/20 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 19/02/20 (ερ.1-3, 6-8, 51).

Την 01/02/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.41-51). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση (ερ.70-79) και, στις 03/04/22, απορρίφθηκε το αίτημα διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 02/06/22, μαζί με την αιτιολογία αυτής, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.83-84).

Επί της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας θανάτου μιας μοναχοκόρης εξαιτίας αποβολής. Ως αναφέρει, η κοπέλα έμεινε έγκυος από τον ίδιο και χωρίς να του το πει πήγε κι έκανε έκτρωση σε ένα κέντρο, όπου και απεβίωσε. Ο πατέρας της, που ήταν αντικυβερνήτης της Kinshasa και κατόπιν έγινε μέλος του Κοινοβουλίου, θεώρησε τον αιτητή υπεύθυνο για τον θάνατο της κόρης του και ήθελε να τον σκοτώσει.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στο Lumbubashi και σε μικρή ηλικία μετακόμισε στο Matete της Kinshasa, όπου διέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Είναι εθνοτικής καταγωγής Bandudu, άγαμος, πατέρας ανήλικου κοριτσιού το οποίο γεννήθηκε το 2019 και βρίσκεται στη χώρα καταγωγής με τη μητέρα της. Ο ίδιος, ως ανέφερε, δεν έχει επικοινωνία με τη κόρη του και τη μητέρα της. Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και φοίτησε για ένα διάστημα στο Πανεπιστήμιο ISCA της Kinshasa Διοίκ. Επιχειρήσεων αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ομιλεί Lingala και γαλλικά και εργαζόταν σε πετρελαϊκό σταθμό κατά το 2019-2020 προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Αναφορικά με την οικογένεια του δήλωσε ότι οι γονείς του βρίσκονται στη ΛΔΚ και έχει πέντε αδέλφια. Δεν έχει επαφή με την οικογένειά του και ο αδελφός της μητέρας του βρίσκεται στη Γαλλία.

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανέφερε πως άφησε έγκυο την Princilia Mbungu, κόρη του Αντικυβερνήτη της Kinshasa Neron Mbungu με την οποία διατηρούσε κρυφή σχέση. Ως ανέφερε, γνωρίστηκαν μέσω φίλων και η κοπέλα τον προσέγγισε πρώτη, ξεκίνησαν να μιλάνε τηλεφωνικά αλλά οι συναντήσεις τους δεν ήταν συχνές. Ήταν μαζί περίπου έναν χρόνο από τα τέλη του 2018 έως το 2019, όταν και συναντιόντουσαν στο σπίτι ενός φίλου του αιτητή. Ο πατέρας της κοπέλας δεν ήθελε τη σχέση αυτή αλλά ήθελε η κόρη του να συνεχίσει τις σπουδές της. Ο πατέρας της δεν τους είχε δει ποτέ μαζί κι επειδή άλλοι αποκαλούσαν τον αιτητή Elie και άλλοι «καλλιτέχνη» δεν τον έπιασαν. Η κοπέλα αυτή, όταν ανακάλυψε την εγκυμοσύνη πήγε στην αδελφή της μητέρας της και προχώρησε σε έκτρωση στο σπίτι των παππούδων της. Ο πατέρας της την αναζητούσε, υποψιαζόταν τον αιτητή και αναζητούσε κι εκείνον. Η μεγάλη αδελφή του αιτητή τον πήρε σπίτι της στη Masina και τέσσερεις μέρες μετά ο αιτητής την άκουσε να κλαίει στο τηλέφωνο. Την επόμενη μέρα ο γαμπρός του τον πήγε σε φωτογράφο και του έβγαλε φωτογραφίες διαβατηρίου και την επόμενη μέρα του εξασφάλισε διαβατήριο, του πήρε την κάρτα τηλεφώνου sim, του είπε να μην κλαίει και τον ενημέρωσε ότι το κορίτσι είχε επιχειρήσει να κάνει έκτρωση και πέθανε.

Όταν έγινε γνωστό το περιστατικό του θανάτου της, γείτονες κατέστρεψαν το σπίτι τους και όταν η Αστυνομία έφτασε στο σημείο πήγε για να δει τι γινόταν με το σπίτι αλλά μετά αναζητούσε τον αιτητή. Πολύς κόσμος έμαθε για το περιστατικό και η δε μητέρα του το πληροφορήθηκε στην αγορά και κάλεσε τον πατέρα του αιτητή να φύγει η οικογένεια από το σπίτι. Θα πήγαιναν όλοι στο σπίτι των παππούδων του αιτητή, όμως δεν γνωρίζει αν τελικά κατάφεραν να πάνε εκεί. Η μεγάλη του αδελφή του είπε ότι οι παππούδες τους είχαν φύγει από το Kalamu. Εκείνος είχε ήδη φύγει από το σπίτι. Τελευταία φορά που είχε επικοινωνία με τη μεγάλη του αδελφή ήταν όταν πήγαινε στο αεροδρόμιο.

Σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής ανέφερε ότι δεν ξέρει τι θα κάνει ο πατέρας της κοπέλας σε εκείνον αλλά πιστεύει ότι θα τον σκοτώσει διότι η κόρη του πέθανε εξαιτίας του. Η ζωή του στη ΛΔΚ κινδυνεύει διότι ο πατέρας της κοπέλας είναι πολύ γνωστός και δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς να το μάθει εκείνος. Ερωτώμενος αν θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε άλλο μέρος της ΛΔΚ απάντησε αρνητικά διότι ο πατέρας της κοπέλας γνωρίζει και συναντά πολύ κόσμο και σε άλλες επαρχίες. Έχει επιρροή τόσο στη ΛΔΚ, όσο και στη Brazzaville και την Angola.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Ο πατέρας της κοπέλας  με την οποία είχε δεσμό θα τον σκοτώσει διότι η κοπέλα πέθανε όταν έκανε έκτρωση

3.    Πλήθος κατέστρεψε το σπίτι της οικογένειας του

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ως άνω ισχυρισμό όμως απέρριψαν τους άλλους ισχυρισμούς του αιτητή.

Συγκεκριμένα, ο 2ος ισχυρισμός έτυχε απόρριψης καθώς κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με τη κατ’ ισχυρισμό φύση της σχέση του, την εξέλιξη της, πως αυτή παρέμεινε μυστική, ως ανέφερε, την έκτρωση που είχε κάνει η κοπέλα και το πως έγινε γνωστός ο θάνατος της. Περαιτέρω συνυπολογίστηκε η απουσία απειλών προς τον ίδιο από τον πατέρα της κοπέλας. Σημειώνεται πως δεν αναζητήθηκαν στοιχεία σε πηγές πληροφόρησης, ενόψει της αμιγώς προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του αιτητή, ως οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν στο ερ.74.

Σε ό,τι αφορά τον 3ο ισχυρισμό, αυτός έτυχε ομοίως απόρριψης καθότι οι δηλώσεις του αιτητή στερούνταν λεπτομέρειας αναφορικά με την ισχυριζόμενη καταστροφή του σπιτιού του και την αναζήτησή του ιδίου από την αστυνομία. Δεν αναζητήθηκαν πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Υπό το φως τον ανωτέρω, στη βάση του μόνο αποδεκτού ισχυρισμού, κρίθηκε κατά την αξιολόγηση κινδύνου ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρής βλάβης. Κρίθηκε περαιτέρω ότι, δεδομένου ότι στη Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων υπό την έννοια του αρ.15 (γ) της Οδηγίας [19 (2) (γ) του Νόμου] δεν τεκμηριώνεται κίνδυνος κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτητή λόγω αδιάκριτης βίας στα πλαίσια ένοπλης σύρραξης.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε αρχικά από τον αιτητή προσωπικά, ο οποίος αργότερα διόρισε δικηγόρο, ο οποίος προχώρησε σε καταχώρηση τροποποιημένης αιτήσεως, δια σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου.

Στην τροποποιημένη αίτηση καταγράφονται αρκετά νομικά σημεία, εκ των οποίων αρκετά αναπτύσσονται και στην αγόρευση που ακολούθησε.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί οι οποίοι δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στη προσφυγή και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση.

Με την αγόρευση του αιτητή προωθούνται ισχυρισμοί ότι δεν εξετάστηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί του, δεν δόθηκε ικανός χρόνος, δεν υποβλήθηκαν οι δέουσες και κατάλληλες ερωτήσεις, δεν ενημερώθηκε δεόντως για τη δομή και τον σκοπό της συνέντευξης και δε κλήθηκε να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες σε σημαντικά σημεία αυτής. Για τον λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας και δεν αιτιολογείται ή δεν αιτιολογείται επαρκώς.

Περαιτέρω ο αιτητής αναφέρει ότι ο λειτουργός του EASO που διενέργησε τη συνέντευξη δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτο, κατά παράβαση των αρ.13Α (1Α) του νόμου και αρ.6 του κανονισμού 2010/439/ΕΕ καθώς δεν δύναται παρά μόνον να συμμετέχει μαζί με λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου και όχι να διενεργεί μόνος του συνεντεύξεις και να συντάσσει εκθέσεις, επί της οποίας εν προκειμένω στηρίχθηκε και ο αρμόδιος λειτουργός στην κατάληξη του επί της επίδικης αίτησης. Αναφέρει δε περαιτέρω ότι ο λειτουργός του EASO που διενέργησε τη συνέντευξη δεν διέθετε, καθότι τούτο δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τη κατάλληλη κατάρτιση και προσόντα.

Επιπροσθέτως των ως άνω ο αιτητής αναφέρει ότι δεν εξετάστηκε δεόντως η επίδικη αίτηση σε σχέση με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Τέλος, ως αναφέρει, η ενημερωτική επιστολή (ερ.84) υπογράφεται από αναρμόδιο άτομο, το οποίο πράττει τούτο χωρίς σχετική εξουσιοδότηση.

Οι καθ' ων η αίτηση, απαντώντας σε έκαστο των προωθούμενων ισχυρισμών του αιτητή, αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω αναφέρουν ότι ο λειτουργός του EASO δρούσε αρμοδίως, σύμφωνα με τη Κ.Δ.Π.297/19 και πως τα όσα αναφέρει περί μη κατάρτισης του λειτουργού και περί του ότι η υπογράφουσα την ενημερωτική επιστολή ερ.84 προωθούνται αλυσιτελώς, καθώς, ως λέγουν, ουδέν δικαίωμα του αιτητή επηρεάστηκε εκ τούτων.

Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λαμβάνοντος της προσβαλλόμενη απόφαση αφού, ως λόγος ακύρωσης που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται, σε κάθε περίπτωση, αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού θεωρώ ότι προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να εξεταστεί αν τούτη λήφθηκε από αρμόδιο ή μη όργανο. Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στην σφραγίδα που εντοπίζεται επί της 1ης σελίδας της έκθεσης-εισήγησης (ερ.79), όπου η σχετική εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως, εγκρίνεται και υπογράφεται από τον εγκρίνοντα λειτουργό. Το δε ερ.82 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημ.24/02/21, όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί  τον εγκρίνοντα την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), είναι κατάληξη μου είναι ότι η εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι έγκυρη.

Με την δε επιστολή ερ.84 κοινοποιείται στον αιτητή η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση. Το ότι δε τούτη υπογράφεται «για προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου» από την υπογράφουσα την επιστολή λειτουργό από την στιγμή που, ως ανωτέρω αναλύεται, δια της υπογραφής της ενημερωτικής τούτης επιστολής ουδεμία αποφασιστική αρμοδιότητα ασκείται, η υπογραφή αυτής από πρόσωπο άλλο από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας δεν επηρεάζει βεβαίως την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Η επιστολή λοιπόν αυτή δεν αποτελεί παρά την επιστολή κοινοποίησης της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία λήφθηκε ως ανωτέρω περιγράφεται και απολύτως νόμιμα υπογράφεται για τον προϊστάμενο από λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση.

Σχετικά σε κάθε περίπτωση είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.6447/2013, ημ.30.9.2015, όπου, με αναφορά σε σχετική νομολογία, σημειώθηκαν τα εξής :

«Όπως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας.  Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576).  Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ΄ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009)

Υπέρ της ως άνω κατάληξης συνηγορούν και τα λεχθέντα στην Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2412/2006, ημ.16/07/09, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.  Αντίθετα ήταν και παρέμενε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις.  Η υπογραφή «για Διευθυντή», υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού.  Δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ΄ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ..» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας.»

Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, είναι κατάληξη μου ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη αρμοδίως.

Συνεπώς οι ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίπτονται.

Αναφορικά με την μη κατάλληλη κατάρτιση του διενεργούντος την επίδικη συνέντευξη λειτουργού, είναι κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Επί του ισχυρισμού του αιτητή ότι ο διενεργών τη συνέντευξη και συγγράφων την επίδικη έκθεση λειτουργός του EASO στερείται σχετικής εξουσιοδότησης, παρατηρώ ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, με την ΚΔΠ 297/2019, ως δύναται να πράξει βάσει του αρ.13Α (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου, έχει εξουσιοδοτήσει εμπειρογνώμονες του EASO να διενεργούν συνεντεύξεις για όσο καιρό βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε στο αρ.13Α (1Α) (β) του Νόμου προνοείται ρητά η δυνατότητα να διενεργούνται συνεντεύξεις από προσωπικό άλλο από της Υπηρεσίας Ασύλου, εφόσον εξουσιοδοτείται δεόντως, ως εν προκειμένω.

Όμοια με τα εδώ εγειρόμενα ζητήματα, ως και ανωτέρω αναλύονται, έχουν εγερθεί και ενώπιον της αδελφής δικαστού Κ. Κλεάνθους, τα οποία πραγματεύεται στην πρόσφατη απόφαση της στην υπ. αρ.106/23, Α. Μ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.14/11/23, όπου ειπώθηκαν επί τούτου τα εξής, με τα οποία συμφωνώ και υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσης.

«Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξης παρατηρείται ότι δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.

19.        Η Κ.Δ.Π. 297/2019, ημερομηνίας 13.9.2019, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί τα εξής: «Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων.».

20.        Ούτε το γράμμα αλλά ούτε και το πνεύμα του νόμου έχουν την έννοια ότι οι λειτουργοί της EUAA θα είναι απλοί παρατηρητές των εν λόγω συνεντεύξεων καθώς μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε δυσαρμονία με τον πραγματικό σκοπό θέσπισης της εν λόγω διάταξης που δεν είναι άλλος από την ουσιαστική συνδρομή του εν λόγω οργανισμού στην ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Οι συνθήκες δε που επιβάλλουν την ύπαρξη της εν λόγω συνδρομής δεν έχουν μεταβληθεί από το χρόνο θέσπισης της εν λόγω πράξης, ήτοι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών αιτήσεων ασύλου προς εξέταση.

21.        Επιπλέον, όπως προκύπτει το άρθρο 18(2Α), του περί Προσφύγων Νόμου, το προσώπου που λαμβάνει τη συνέντευξη στον εκάστοτε αιτητή καταρχήν συντάσσει ταυτόχρονα και την εισηγητική έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον Προϊστάμενο, καθώς πρόκειται για ενέργεια σύμφυτη με την εξουσία λήψης της συνέντευξης. Συνεπώς, μη ρητή αναφορά στις παρεπόμενες εξουσίες/ ενέργειες που δύναται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου να λάβει το πρόσωπο που διενήργησε τη συνέντευξη δεν συνεπάγεται ότι αυτό ενήργησε εκτός του πεδίου της εν λόγω εξουσιοδότησης. Η ερμηνεία αυτή πέραν από το γράμμα του νόμου επιβεβαιώνεται και από την τελεολογία του νόμου υπό το φως της αρχής της ταχύρρυθμης και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτήσεων ασύλου.»

Προχωρώ λοιπόν με επί της ουσίας εξέταση των επίδικων ισχυρισμών του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Στη σελ.131 αναφέρεται ότι «[η] έλλειψη αντικειμενικών ΠΧΚ που επιβεβαιώνουν ή υποστηρίζουν ένα ουσιώδες πραγματικό περιστατικό δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι το περιστατικό που αναφέρει ο αιτών δεν συνέβη (400)

Επί του 2ου και 3ου ισχυρισμού του αιτητή θα συμφωνήσω με τους καθ’ ων η αίτηση και τα όσα στην επίδικη έκθεση αναφέρουν, καθότι θεωρώ ότι τα όσα ανέφερε επί τούτου θα ήταν αναμενόμενο να περιέχουν πολλές περισσότερες λεπτομέρειες. Ενδεικτικά θα πρέπει να σημειώσω ότι δε θεωρώ εύλογο υπό τις περιστάσεις να μην είναι σε θέση ο αιτητής να παραθέσει, λίγες έστω, λεπτομέρειες ή εμπειρίες ή αναμνήσεις, έστω αποσπασματικές ή φωτογραφικές, αναφορικά με τον δεσμό που, ως ισχυρίστηκε, είχε με τη κόρη του κατ’ ισχυρισμό διώκτη του, οι οποίες θα έδιναν την απαιτούμενη βιωματική διάσταση στο αφήγημα του. Ομοίως στερούμενο λεπτομερειών, ασαφές και εν μέρει αντιφατικό θεωρώ και το αφήγημα του αιτητή περί καταστροφής της οικίας του. Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα με λεπτομέρεια καταγράφουν επί της εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή οι καθ’ ων η αίτηση στα ερ.73-75.

Τα ευρήματα λοιπόν των καθ’ ων η αίτηση για έλλειψη εσωτερικής συνοχής των όσων ο αιτητής ανέφερε ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις και ορθά επί της ουσίας τους. Παρά τούτο θεωρώ ότι, σε σχέση με τον 2ο ισχυρισμό του αιτητή περί διώξεως του από γνωστό πολιτικό πρόσωπο, καθιστούσαν επιβεβλημένη την αναζήτηση πληροφοριών επί τούτου σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Εντούτοις οι καθ’ ων η αίτηση δεν το έπραξαν.

Δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των επίδικων γεγονότων και ισχυρισμών, παραθέτω κατωτέρω πληροφορίες τις οποίες έχω εντοπίσει για τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του αιτητή.

Ο Neron Mbungu  πρόκειται πράγματι για πολιτικό, μέλος του κοινοβουλίου[1] και κατόπιν το 2019 αντικυβερνήτη της Kinshasa ο οποίος καθαιρέθηκε από την Επαρχιακή Συνέλευση την 10/04/2021.[2] Δεν βρέθηκαν αναφορές που να αφορούν την οικογενειακή του κατάσταση, την ύπαρξη ή τον θάνατο της μοναχοκόρης του Princilia, κατά τα όσα δήλωσε ο αιτητής.

Δεν παραγνωρίζω ότι το πρόσωπο που ο αιτητής κατονόμασε ως κατ’ ισχυρισμό διώκτη του είναι υπαρκτό και έχει την ιδιότητα που του αποδίδει ο αιτητής. Δεν παραγνωρίζω δε περαιτέρω ότι ο μη εντοπισμός πληροφοριών αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση του προσώπου αυτού, δεν μπορεί να είναι καθοριστικός για την αξιολόγηση των επ’ αυτού ισχυρισμών του αιτητή (βλ. και πιο πάνω απόσπασμα από εγχειρίδιο EASO). Όμως εν προκειμένω η παντελής έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, δεδομένης και της αμιγώς προσωπικής φύσης του αφηγήματος του περί σχέσεως που είχε με την κόρη του κατ’ ισχυρισμό διώκτη του, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν μια υπό εξέταση υπόθεση, αποβαίνει – αναπόφευκτα – μοιραία για την γενική αξιοπιστία του αφηγήματος του. Πολύ απλά, θεωρώ ότι η αποδοχή των ισχυρισμών του αιτητή επί των ως άνω θα ήταν ενάντια σε κάθε εύλογα κριτική προσπάθεια θεώρησης του αφηγήματος του.

Δεδομένης λοιπόν της απόρριψης του αφηγήματος του αιτητή απομένει η αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του (Κινσάσα).

Όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην πρωτεύουσα, πληθώρα πηγών αναφέρουν ότι οι ένοπλη δραστηριότητα παρατηρείται σε μεγάλη έκταση στη χώρα, αυτή περιορίζεται όμως στις κεντρικές και ανατολικές επαρχίες, οι οποίες βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από την πρωτεύουσα Kinshasa.

Σε Query Response της EASO [3], ημ.22/07/21,  με περίοδο αναφοράς μεταξύ 01/01/2020 – 30/06/2021, αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα:

The Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC) of the Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights in its overview of the security situation in the DRC, updated in April 2021, reported that ‘The Democratic Republic of Congo (DRC) is engaged in several non-international armed conflicts (NIACs) on its territory against a number of armed groups in Ituri, Kasai and Kivu’, while no active non-state armed groups are mentioned in Kinshasa.  This is also confirmed by other sources.  Global Conflict Tracker indicated that more than one hundred groups are believed to be active in the country, but in the eastern region of DRC, while there is no reference regarding armed groups’ action in Kinshasa.  A UN analysis of the human rights situation in DRC in May 2020 indicated the province of Kinshasa among others as an area not affected by conflict. 

However, the Global Initiative Against Transnational Organized Crime, a Geneva-based think-tank, referred to the urban youth gangs, the Kulunas and the new surge in their activity in Kinshasa since the beginning of 2020, which attributed to the rise in insecurity and serious crimes, including armed robbery and violent assaults.  The Overseas Security Advisory Council (OSAC) mentioned Kinshasa as being a ‘critical-threat location for crime’ and indicated opportunistic crime targeting motorists or vehicle passengers, express kidnappings and robberies as the most reported incidents. Also, the same source assessed Kinshasa as being ‘a low-threat location for terrorism directed at or affecting official U.S. government interests.’ Furthermore, Kinshasa is referred among the states which experience occasional demonstrations by political opposition parties, students, workers unions, civil servants, and churchgoers, many of which turn violent as authorities continue to use lethal force. 

The Overseas Security Advisory Council (OSAC) described the police force in Kinshasa as ineffectual. According to the aforementioned report the limited capacity of Congolese security forces is the main reason why communal and ethnic militia, other armed groups, and criminal elements can act with impunity. Furthermore, a number of armed groups from neighbouring countries has been enabled to operate, due to the government’s inability to control its borders adequately. Some of the main problems in police effectiveness, according to the aforementioned report are lack of basic understanding of the law, poor equipment, lack of training, inconsistency in the administration of laws and regulations and police corruption.

Όσον αφορά τα περιστατικά βίας που σημειωθήκαν κατά την προαναφερθείσα περίοδο αναφοράς, αυτά σημειώνονται στην προαναφερθείσα έκθεση ως ακολούθως:

During the aforementioned timeframe, ACLED collected a total of 3 665 security incidents in DRC, 1 926 of which are coded as battles, 17 as explosion/remote violence, 1722 as violence against civilians. Specifically, in Kinshasa, ACLED collected a total of 13 security incidents during the same reference period; 3 of which are coded as battles and 10 as violence against civilians. 

International Crisis Group’s Crisis Watch did not report on any civilian casualties in security related incidents in Kinshasa in the period of January 2020 - July 2021. 

HRW reported that in April 2020 police used ‘excessive lethal force against a separatist religious movement, killing at least 55 people and wounding scores more’.  On 9 July, An Amnesty International Report referred to ‘excessive force’ by police, used as a response to the mass protests which took place in several cities against the appointment of the new Electoral Commission President, killing at least one protester in Kinshasa, injuring many more. A UN analysis indicated that 8 human rights violations were reported in Kinshasa. UNJHRO addressed 39 cases of threats against 73 people, including two women, among whom 60 were human rights defenders (including one women), four victims (all men) and nine journalists (including one woman) in Ituri, Kinshasa.  GardaWorld, a privately owned security services company, reported clashes between rival religious groups at the Stade des Martyrs in Kinshasa in 13 May 2021 with unverified reports on fatalities.  According to the same source at least 3 people were killed on 9 July 2020 during clashes in Kinshasa between protestors and security forces.

Αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι η κατάσταση ασφαλείας στη χώρα παραμένει ασταθής, κυρίως στο ανατολικό τμήμα, καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων [4].

Σύμφωνα άλλωστε και με την ενημέρωση του ACLED, που συντάχθηκε από το Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation (ACCORD), τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στη χώρα το τελευταίο τρίμηνο του 2021, αφορούν μόνο τις επαρχίες Ιturi, North Kivu και South Kivu στα ανατολικά, που βρίσκονται υπό τεταμένο καθεστώς ένοπλης βίας. [5]

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 01/09/22 έως 01/09/23, σημειώθηκαν στην ομώνυμη επαρχία της Κινσάσα 51 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 72 ατόμων. Μεταξύ αυτών, 20 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (51 θάνατοι), 24 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων/ταραχών (1 θάνατος), 52 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος), καταγράφηκαν 7 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων ( 20 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας.[6]

Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται περί τα 14 ½ εκατομμύρια, σύμφωνα με επίσημη καταμέτρηση το έτος 2020,[7] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας.

Εκ των ως άνω στοιχείων, δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις – δεδομένης της απόρριψης του συνόλου του αφηγήματος του, ως ανωτέρω εξηγείται - που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [8] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Έπεται λοιπόν ότι τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένης της πλημμέλειας που εντοπίστηκε αναφορικά με τη μη διενέργεια έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή και τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του, ως ανωτέρω εξηγώ, παρά το ότι το αποτέλεσμα δεν διαφοροποιείται, ενόψει τη κατάληξης μου ότι δεν διαπιστώνω ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας, δεν επιδικάζω έξοδα.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] COMMISSARIAT GÉNÉRAL AUX RÉFUGIÉS ET AUX APATRIDES,COI focus, REPUBLIQUE DEMOCRATIQUE DU CONGO Situation politique, 03/10/2019, https://www.ecoi.net/en/file/local/2018053/coi_focus_rdc._situation_politique_20191003.pdf,

[2] 7 sur 7, Kinshasa : Le vice-gouverneur Néron Mbungu destitué !, 10/04/2021, https://7sur7.cd/2021/04/10/kinshasa-le-vice-gouverneur-neron-mbungu-destitue, info congo, Kinshasa : le vice-gouverneur Néron Mbungu destitué par les députés, 10/04/2021,  https://infocongo.net/2021/04/10/kinshasa-le-vice-gouverneur-neron-mbungu-destitue-par-les-deputes/

[3] EASO, ‘Updates on the security situation in Kinshasa between 1 January 2020 - 30 June 2021’, 22 July 2021, Available here: https://www.ecoi.net/en/file/local/2056515/EASO+COI+Query+Response+-+DRC+-+Security+situation.pdf  (Accessed: 30/11/2021)

[4] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 13/09/2023]

[5] ACLED, Democratic Republic of Congo, Fourth Quarter 2021: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 30 Μαΐου 2022,  https://www.ecoi.net/en/file/local/2074522/2021q4DemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/09/2023).

[6] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: 01/09/2022 – 01/09/2023, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Kinshasa] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/09/2023).

[7] City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces, Kinshasa, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/09/2023).

[8] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο