ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:3793/2022

 26 Ιανουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.A.A.,

από Μπαγκλαντές

                                                                Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Α Κιρακόζοβα (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 28.03.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, καθώς αυτή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2019 (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»). Περαιτέρω, με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές και εισήλθε στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16.02.2015, με άδεια εισόδου ως φοιτητής. Στις 07.01.2022 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, στα πλαίσια της οποίας ο Αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη και κατόπιν σχετικής εισηγητικής έκθεσης της αρμόδιας λειτουργού προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, η αίτησή του απορρίφθηκε. Διοικητική προσφυγή την οποίαν ο Αιτητής καταχώρισε εναντίον της απόφασης αυτής, απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 15.04.2019. Ακολούθως ο Αιτητής καταχώρισε στις 04.03.2022, την υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτηση κατά την εξέταση της οποίας η αρμόδια λειτουργός εισηγήθηκε με σχετικό Σημείωμα/Εισήγηση ημερ. 24.03.2022 όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλο στις 28.03.2022, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής του. Την απορριπτική αυτή απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής δια της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω των συνηγόρων του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του  αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας, κατά την προφορική τους αγόρευση, ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη και προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, επισημαίνω ότι αυτοί προωθούνται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως[4].

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους ισχυρισμούς, ο Αιτητής δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εφόσον εν προκειμένω αυτό που προσβάλλεται είναι η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του, λυσιτελείς ισχυρισμοί θα ήταν μόνο ισχυρισμοί που βάλλουν κατά της κρίσης περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης.  Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως.  Λόγοι ακυρώσεως λοιπόν, οι οποίοι ομιλούν γενικά και αόριστα περί πλημμελειών της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς ωστόσο να προβάλλονται ισχυρισμοί οι οποίοι να ανατρέπουν την κρίση των Καθ' ων η αίτηση περί απαραδέκτου της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, είναι αλυσιτελείς.

 

Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας άπτεται της ουσίας της υπόθεσης -ως προς το παραδεκτό ή όχι της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή- την οποίαν οφείλω να εξετάσω ούτως ή άλλως ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5].

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με το λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Στη βάση λοιπόν των ως άνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[6], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[7]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3) (α) και (β)  του  άρθρου  16Δ  του  περί Προσφύγων  Νόμου  τα  οποία  διαλαμβάνουν  τα  ακόλουθα  (- έμφαση  και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και σε επίπεδο εθνικών Δικαστηρίων, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας  και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[8].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής του Αιτητή με το οποίο επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και απορρίπτεται.

 

Προχωρώντας τώρα στην μελέτη των ενώπιόν μου δεδομένων, διαπιστώνω ότι στην υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι επιθυμεί το επανάνοιγμα του φακέλου του καθώς είχε μία οικογενειακή διαμάχη. Ως ειδικότερα καταγράφει, κάποια άτομα από το χωριό του, υπέβαλαν μήνυση εναντίον των θείων του, ισχυριζόμενος κατά τούτο ότι δεν είναι ασφαλές για τον ίδιο να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ως επίσης ισχυρίστηκε, είναι ο μεγαλύτερος υιός της οικογένειάς του και εάν επιστρέψει πίσω στη χώρα του, θα τον συμπεριλάβουν και αυτόν στην δικαστική υπόθεση καταλήγοντας ότι οι γονείς του, του είπαν ότι δεν είναι ασφαλές για τον ίδιο να επιστρέψει και για τον λόγο αυτό επιθυμεί όπως παραμείνει στη Δημοκρατία.

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 62-61 του δ.φ.) ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν προβλήθηκαν από τον ίδιο σε προγενέστερη εξέταση της αίτησής του, λόγω δικής του υπαιτιότητας. Επισημαίνουν ότι ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του που έλαβε χώρα στο πλαίσιο εξέτασής της αρχικής του αίτησης, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να σπουδάσει και να εργαστεί, ενώ ερωτηθείς αν αντιμετώπιζε οποιονδήποτε πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του, απάντησε αρνητικά. Στην αίτησή του ωστόσο κατέγραψε ότι πέραν του οικονομικού αντιμετώπιζε και πολιτικό πρόβλημα, ενώ όταν αυτό του επισημάνθηκε κατά την συνέντευξή του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετωπίζει οικονομικό μόνο πρόβλημα. Ο Αιτητής δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, αλλά η ανησυχία του ήταν το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε παρενοχλήθηκε ή διώχθηκε στη χώρα καταγωγής του, ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και κάποιο μέλος της οικογένειάς του, ενώ δεν ήταν μέλος καμίας πολιτικής, θρησκευτικής, κοινωνικής, εθνικής ή στρατιωτικής οργάνωσης ή ομάδας. Κατά τούτο, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή ως αυτοί προωθούνται δια της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν έχουν λεχθεί ξανά από τον ίδιο λόγω δικής του υπαιτιότητας και συνεπώς απέρριψαν την αίτησή του ως απαράδεκτη.

 

Έχοντας εξετάσει τα ενώπιόν μου δεδομένα, κρίνω ως ορθή την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, ως προκύπτει από την μεταγενέστερη αίτηση που συμπλήρωσε ο Αιτητής ήλθε στην Κύπρο το 2015 και έκτοτε δεν επέστρεψε ποτέ πίσω στο Μπαγκλαντές, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί οικογενειακής διαμάχης την οποία «είχαν», ως αναφέρει (συμπεριλαμβάνοντας συνεπώς και τον εαυτό του), ανατρέχει προφανώς πίσω στο παρελθόν όταν ο ίδιος ήταν στο Μπαγκλαντές. Παρ’ όλα αυτά ουδέποτε αναφέρθηκε στη διαμάχη αυτή στο πλαίσιο εξέτασής της πρώτης αίτησής του, αλλά ούτε και κατά την διοικητική προσφυγή την οποίαν καταχώρισε ενώπιόν της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.  Πέραν τούτου, ο Αιτητής δεν προβάλλει καμία βάσιμη αιτιολογία αναφορικά με τους λόγους που δεν προώθησε αυτόν τον ισχυρισμό κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής του, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να το πράξει. Ως εκ τούτου, ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή του, διαπιστώνοντας τη μη συνδρομή μίας εκ των προϋποθέσεων παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω επισήμανσης, οι οψιγενείς ισχυρισμοί που προβάλλονται στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησής του, πέραν από το γεγονός ότι είναι γενικόλογοι, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι, δεν αποκαλύπτουν κάποιο κίνδυνο της ζωής του σε περίπτωση που ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής, αφού ο ισχυρισμός του ιδίου είναι ότι, επειδή είναι ο μεγαλύτερος υιός της οικογένειάς του, αναμένεται να τον εντάξουν σε μία δικαστική υπόθεση η οποία έχει ήδη, κατ’ ισχυρισμό, κινηθεί εναντίον μελών της οικογένειάς του (θείων του). Ακόμα και αν αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί, δεν αποκαλύπτεται με ποιον τρόπο αυτός επιδρά και/ή καλύπτει τις προϋποθέσεις για απόδοση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν στην (απαιτούμενη) προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή και κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[9] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ο οποίος να συνδέεται κατά οποιονδήποτε τρόπο με τις προϋποθέσεις για χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη. Την μεταγενέστερη αίτηση χαρακτηρίζουν γενικόλογες αναφορές και ισχυρισμοί που δεν τεκμηριώθηκαν με οποιαδήποτε έγγραφα ή με περαιτέρω λεπτομέρειες και δεν τεκμηριώνουν σε καμία περίπτωση την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης.  Διαπιστώνω συνεπώς ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν έχουν επίδραση στην αξιολόγηση αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και δεν θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τη συνδρομή ουσιώδους λόγου να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ούτε και βάσιμο φόβο δίωξης.[10]

 

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής.

 

Ως  των όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[6] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[7] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[8] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

[9] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

[10] Βλ. A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθ. Αρ. 121/2020, ημερ. 31.07.2020


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο