ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 3945/21

 08 Ιανουαρίου, 2024

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

     A.H.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Ρ. Χαραλάμους. (κα), για Ν. Ιερωνυμίδη, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 14.6.2021, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 18/6/2021, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας, πολίτης Σομαλίας. Στις 15/4/2019 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 19.3.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από Αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 27/05/2021 ο Αρμόδιος Λειτουργός ετοίμασε εισηγητική έκθεση  προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 07/06/2021. Στις 14/6/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 18.6.2021. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δεν παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας κάποιο νομικό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης, περιοριζόμενος στη δήλωση ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του γιατί κινδυνεύει από τρομοκράτες, οι οποίοι απειλούν να τον σκοτώσουν.  

Οι Καθ' ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή και οι ισχυρισμοί του Αιτητή αόριστοι και γενικοί και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, αναφέρουν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για  κάποιο από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί]. Επιπλέον αναφέρουν ότι το αίτημα του για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασία και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω και ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε  «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Σομαλίας. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της ανασφάλειας, καθώς φεύγοντας κάθε πρωί από το σπίτι δεν μπορούσε να είναι σίγουρος αν επέστρεφε πίσω ζωντανός. Επίσης, ανέφερε ότι καθημερινά γίνονται επιθέσεις αυτοκτονίας στο Mogadishu και άνθρωποι πεθαίνουν αδιάκριτα.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, δήλωσε ότι κατάγεται από το Mogadishu της Σομαλίας, που αποτελεί και τον συνήθη τόπο διαμονής του στη χώρα καταγωγής του. Φυλετικής καταγωγής Barsane, υποφυλή της Gaaljecel, απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εργαζόταν ως δάσκαλος, υγιής, άγαμος και άτεκνος. Από το 2010 έως το 2016, διέμενε σε προσφυγικό camp στη Κένυα με την πατρική του οικογένεια, λόγω εκτοπισμού τους από τη γενέτειρα του. Στις 18/4/2016, ο ίδιος με τον αδερφό του επαναπατρίστηκαν στο Mogadishu, όπου και διέμεινε μέχρι τον Μάρτιο του 2019, όταν και εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα του. Η πατρική του οικογένεια αποτελείται από τους γονείς του και 6 αδέρφια, όλοι τους διαμένοντες στο προσφυγικό camp στη Κένυα, πλην του ενός αδερφού του που διαμένει στο Mogadishu.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, αναφέρθηκε στη διπλή δολοφονία των επικεφαλής του εκπαιδευτικού προγράμματος στο οποίο συμμετείχε και το φόβο στοχοποίησης του ίδιου από ισλαμικές ομάδες, λόγω αποδιδόμενης συνεργασίας του με τη κυβέρνηση. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι στα πλαίσια των σπουδών του, πραγματοποιούσε κάποιες εκπαιδευτικές εργασίες σε συγκεκριμένα υπουργεία, ώστε να διευρύνει τις γνώσεις του και αντιληφθεί τον κρατικό μηχανισμό. Η συμμετοχή του ξεκίνησε κατά το 4ο εξάμηνο το σπουδών και διήρκησε μέχρι την ολοκλήρωση της πτυχιακής του εργασίας, ενώ σε αυτά τα εργαστήρια συμμετείχαν περί τους 20 φοιτητές και τελούσαν υπό την εποπτεία του διδάσκοντος καθηγητή, ονόματι Abdullahi Mahmood Mohamed. Ο ρόλος του Αιτητή, ήταν η συλλογή των δεδομένων της εκάστοτε έρευνας και η σύνταξη των σχετικών εκθέσεων προς τους καθηγητές, παρέχοντας μάλιστα ενίοτε και εθελοντική εργασία στο εκάστοτε υπουργείο. Περαιτέρω, δήλωσε ότι το ισλαμικό κόμμα, το οποίο είναι ενάντια στη κυβέρνηση, εξέλαβε την ανωτέρω δράση τους ως συμμετοχή στη κυβέρνηση, με αποτέλεσμα τη δολοφονία των επικεφαλής της έρευνας. Ερωτηθείς σχετικά με της δολοφονίες, δήλωσε ότι η πρώτη πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018, στη περιοχή Telah, στο Mogadishu,  όταν κατά τη διάρκεια περιπάτου, δύο ένοπλοι άντρες, αγνώστων στοιχείων πυροβόλησαν και σκότωσαν τον μέχρι τότε επικεφαλής Abdullahi Mahmood Mohamed, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας συμπεριλαμβανομένου του Αιτητή τράπηκαν σε φυγή. Ερωτηθείς με τα αίτια της δολοφονίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι συντελέστηκε λόγω της πεποίθησης ότι εργάζονται για τη κυβέρνηση, δεδομένου ότι παρευρίσκονταν στο υπουργείο, ενώ σχετικά με το προφίλ των θυτών δήλωσε ότι πρόκειται για ισλαμικές ομάδες και πιο συγκεκριμένα για την Al Shabab, πεποίθηση που αντλεί από το γεγονός ότι μόνο αυτοί έχουν τέτοια δύναμη να σκοτώνουν ανθρώπους και να βάλλουν κατά της κυβέρνησης, αλλά και λόγω της συνήθειας που τους χαρακτηρίζει, να πυροβολούν το θύμα ψηλά, είτε στο κεφάλι, είτε στη καρδιά. Σε διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με τα αίτια της δολοφονίας και την σχηματισθείσα πεποίθηση ότι εργάζονται για τη κυβέρνηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι τα πρόσωπα αυτά δεν είναι ξένοι, είναι Σομαλοί και πως τα διαφορετικά τους πιστεύω δεν τους κάνουν αντιληπτούς, εντούτοις αυτά τα πιστεύω είναι ο λόγος που σκοτώνουν ανθρώπους.

Το επόμενο της δολοφονίας διάστημα, βρήκε την ομάδα αδρανή, όταν περίπου ένα μήνα αργότερα, κάποιος συνάδελφος του Αιτητή ανέλαβε επικεφαλής του προγράμματος και ξεκίνησαν πάλι να δραστηριοποιούνται. Τον Φεβρουάριο του 2019, ο νέος επικεφαλής σκοτώθηκε από πυροβολισμούς μελών της Al Shabab σε μία καφετέρια. Ερωτηθείς σχετικά με το συμβάν ο Αιτητής δήλωσε άγνοια, καθώς η γνώση προέρχονταν από τρίτα πρόσωπα, ενώ σε σχέση με τους δράστες και τα αίτια, για το μεν πρώτο επανέλαβε την πρότερη απάντησή του, για το δε δεύτερο δήλωσε ότι πάντα σκοτώνουν τους επικεφαλής και στη συνέχεια τα υπόλοιπα μέλη.

Ερωτηθείς αν ανέφεραν αυτά τα συμβάντα στην αστυνομία, δήλωσε ότι η αστυνομία δεν έχει δύναμη στη χώρα του, ενώ ο ίδιος το ανέφερε μόνο στον αδερφό του και στο ξάδερφό του, οι οποίοι τον συμβούλεψαν να φύγει.

Ερωτηθείς σχετικά με τη διαφοροποίηση στις δηλώσεις του, όσον αφορά τους δράστες, όπου αφενός αναφέρονταν στο Ισλαμικό κόμμα και σε ισλαμικές ομάδες και αφετέρου στην Al Shabab, δήλωσε ότι αρκετές φορές οι δράστες είναι είτε από το ένα είτε από το άλλο, και πως κατά την ελεύθερη αφήγηση αναφέρθηκε γενικά στο ισλαμικό κόμμα, ενώ όταν ερωτήθηκε συγκεκριμένα απάντησε. Ερωτηθείς δε για το γεγονός ότι ο δεύτερος επικεφαλής δολοφονήθηκε τον Φεβρουάριο του 2019, ενώ ο Αιτητής αποφοίτησε έναν μήνα πριν, δήλωσε ότι ο στόχος όλων των συμμετεχόντων ήταν ο ίδιος, να γίνουν αρχηγοί της κυβέρνησης και πως ενόψει των συνθήκων αναγκάστηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στα όνειρά τους και τη ζωή τους, επιλέγοντας το δεύτερο. Τέλος, ερωτηθείς για την απόκλιση ανάμεσα στις δηλώσεις του κατά την καταγραφή και τη συνέντευξη, δήλωσε ότι αυτά που ανέφερε κατά τη καταγραφή, πράγματι ισχύουν και αφορούν τον πληθυσμό στο σύνολό του.

Σχετικά με το φόβο επιστροφής του ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τι θα του συμβεί, καθώς οι ίδιες καταστάσεις εξακολουθούν να ισχύουν, ενώ ερωτηθείς για τον κίνδυνο που διατρέχει δεδομένου ότι παρήλθαν δύο έτη από τη φυγή του, δήλωσε ότι ανησυχεί για την οικογένεια του και πως θα αντιδράσουν σε περίπτωση που πληροφορηθούν τον θάνατό του.

Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά τρεις (3) ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορούσε τη ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά του στοιχεία, ο δεύτερος τις επιθέσεις που δέχτηκε η Πανεπιστημιακή του ομάδα, από άτομα αντίθετα με τη κυβέρνηση και ο τρίτος σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στο τόπο καταγωγής του Αιτητή, το Mogadishu. Ο πρώτος και τρίτος ισχυρισμός, έγιναν αποδεκτοί από την υπηρεσία ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστοι. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, απερρίφθη, ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας.

Ειδικότερα, όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από ασάφεια, γενικότητα, έλλειψη πληροφοριών και ευλογοφάνειας, ενώ εμφιλοχώρησαν και αρκετές αντιφάσεις. Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σε σχέση με τον ρόλο και τη δράση του στην πανεπιστημιακή ομάδα, αλλά και τις έρευνες που πραγματοποιούσαν, ενώ κρίθηκε πως η διαφοροποίηση στις δηλώσεις μεταξύ Ισλαμικού κόμματος και Al Shabab δεν δικαιολογούνται, αλλά ούτε η απάντηση του αιτητή περί επίσημης και μη ονομασίας κρίθηκε ικανοποιητική. Όσον αφορά τα δύο περιστατικά δολοφονίας, κρίθηκε πως οι δηλώσεις του στερούνταν ευλογοφάνειας, ακρίβειας και συνοχής και χαρακτηρίζονται από γενικότητα και ασάφεια, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες για τα περιστατικά, ενώ σε σχέση με τους δράστες και τα αίτια των δολοφονιών απάντησε γενικά και αόριστα.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή και την κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στο τόπο διαμονής του, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συνεπώς κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο Αρμόδιος Λειτουργός έκρινε ότι παρά την τεταμένη κατάσταση που επικρατεί στη Σομαλία, στο Mogadishu δεν δημιουργούνται συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης, ενώ λαμβάνοντας υπόψη αφενός μεν τους στόχους της παραστρατιωτικής οργάνωση Al Shabab που επικεντρώνεται σε υψηλόβαθμα πρόσωπα, αλλά και του ειδικότερου προφίλ του Αιτητή κρίθηκε ότι δε θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρής βλάβης ως άμαχος, λόγω αδιάκριτης βίας και συνεπώς κατέληξε ότι δεν χρήζουν εφαρμογής οι πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, παρά τους ισχυρισμούς που έγιναν αποδεκτοί, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή και της έκρυθμης κατάστασης ασφαλείας. Αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Ως προς τον ισχυρισμό περί στοχοποίησης της Πανεπιστημιακής του ομάδας και τη δολοφονία των επικεφαλής, λόγω εμπλοκής με τη κυβέρνηση, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα των Καθ’ ων ότι οι δηλώσεις του Αιτητή υπήρξαν στο σύνολό τους γενικές και αόριστες, χωρίς επάρκεια πληροφοριών κα βιωματικότητα, ελλείψεις που δε δικαιολογούνται ούτε από το προφίλ του Αιτητή, και της μόρφωσής του. Κατ’ αρχάς, παρατηρείται ο Αιτητής δεν ήταν σαφής σε σχέση με την ομάδα και τη δράση της, αναφερόμενος γενικά σε επισκέψεις σε υπουργεία, ενώ ως προς τον στόχο της ομάδας και τον ρόλο του ίδιου, υπήρξε αρκετά γενικόλογος. Επιπλεόν δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με την δική του φερόμενη στοχοποίηση λόγω της εμπλοκής του στις δραστηριότητες αυτής της ομάδας αλλά ούτε και προέβαλε οποιαδήποτε λογική εξήγηση γιατί η φερόμενη οργάνωση Al Shabaab συνεχίζει να τον διώκει καθότι η εργασιακή ομάδα στην οποία ήταν κατ’ ισχυρισμό μέλος στο πανεπιστήμιο είχε διαλυθεί προ καιρού ως δήλωσε κατά την συνέντευξη του. Αλλά ακόμα και για τα περιστατικά δολοφονίας των επικεφαλής της ομάδας, ο Αιτητής υπήρξε αρκετά φειδωλός στις δηλώσεις του, παρά το γεγονός ότι κατά τις δηλώσεις του, ο ίδιος ήταν παρόν στο πρώτο συμβάν,  χωρίς εντούτοις να μπορεί να παράσχει επαρκείς πληροφορίες για τη στιγμή το συμβάντος, αλλά ούτε και για το τι επακολούθησε, αναφέροντας απλώς ότι μετέβη στην οικεία του. Παράλληλα, και η σύνδεση των επιθέσεων με την τρομοκρατική οργάνωση Al Shabab, είχε χαρακτήρα γενικό και αόριστο, αναφερόμενος μόνο στο γεγονός ότι αυτή η οργάνωση έχει μόνο την δύναμη να κάνει τέτοιες πράξεις χωρίς ωστόσο να παρέχει οποιαδήποτε λογική εξήγηση γιατί η εν λόγω οργάνωση να στοχοποίηση μια απλή εργασιακή ομάδα ενός Πανεπιστημίου. Σε κάθε περίπτωση ο εν λόγω ισχυρισμός δεν υποστηρίζετε από πηγές πληροφόρησης ως αναφέρονται πιο κάτω οι οποίες αναφέρουν ότι οι χαμηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν αποτελούν στόχο προτεραιότητας για την Al Shabab.[1] Εξάλλου, ακόμα και αυτή η διαφοροποίηση του Αιτητή ως προς τον θύτη, αναφερόμενος τόσο σε πολιτικό κόμμα, ύστερα σε ισλαμικές οργανώσεις εν γένει και στο τέλος στην Al- Shabab, φθίνει την αξιοπιστία του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη και τη διαφοροποίηση από τις δηλώσεις του στη φόρμα καταγραφής, όπου αναφέρθηκε γενικά στη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί και όχι στη προσωπική του στοχοποίηση, χωρίς να δικαιολογεί επαρκώς αυτή την απόκλιση/διαφοροποίηση.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού σημειώνονται τα κάτωθι:

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται σε αυτήν την έκθεση, η Al-Shabaab (AS) διεξήγαγε μια σειρά από επιθέσεις και δολοφονίες εναντίον αξιωματούχων της κυβέρνησης της Σομαλίας ή του Εθνικού Στρατού της Σομαλίας (SNA) και άλλων ατόμων που «θεωρείται ότι έχουν δεσμούς με την κυβέρνηση».[2]

Έχει αναφερθεί ότι η Al Shabab απειλεί άτομα «που συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τη σομαλική κυβέρνηση [ή] τον στρατό [...], ανεξάρτητα από το πού ζουν».[3] Όπως γράφει η Mary Harper, οι πολίτες μπορούν να «τιμωρηθούν, ακόμη και να σκοτωθούν , για σερβίρισμα φαγητού σε δημόσιο υπάλληλο ή πλύσιμο στολής στρατιώτη». Άνθρωποι έχουν απειληθεί για επισκευή υπολογιστών σε κυβερνητικά κτίρια ή για πώληση τσαγιού σε μέλη των ενόπλων δυνάμεων. Σε μια περίπτωση, γράφει, ένας άνδρας πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε αφού αγνόησε τις προειδοποιήσεις της ομάδας. Άλλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα προς το ζην. Έχει επίσης αναφερθεί ότι η Al Shabab στοχεύει συχνά μέλη της οικογένειας ατόμων που θέλει να τιμωρήσει.[4] Σύμφωνα με τοπικές πηγές στη Σομαλία που μιλούσαν στο Landinfo το 2020 και πληροφορίες που έλαβε η Landinfo τα προηγούμενα χρόνια, οι χαμηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν αποτελούν στόχο προτεραιότητας για την Al Shabab, μια πηγή ανέφερε ότι τέτοιοι αξιωματούχοι ζουν σε όλο το Μογκαντίσου, ακόμη και στην περιοχή Αφγκόγιε έξω από το Mogadishu, από όπου μετακινούνται προς και από την εργασία τους.[5]

Λεχθέντων των ανωτέρω, για τους σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του Αιτητή στο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, σημειώνω ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς η Καθ'ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή του Αιτητή περί δίωξης του από παραστρατιωτική ομάδα. Ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση  και θα καταλήξει με απόλυτη  βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53).

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »).

Εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[1]. Ωστόσο δεν συνεπάγεται υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλουν προσωπικά να συνεργάζονται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτών.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ'ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή περί δίωξης του από παραστρατιωτική οργάνωση ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[2]. Παράλληλα η Καθ'ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώνται την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις. (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ό Αιτητής εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που  άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου ότι η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιώδη πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν γίνονται αποδεκτά το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Συνεπώς, και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα, το προσωπικό προφίλ του Αιτητή σε συνάρτηση με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του,  δεν αποδεικνύεται ότι ο Αιτητής εμπίπτει και διώκεται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Αναφορικά με τους καινοφανείς ισχυρισμούς που προβάλλει ο Αιτητής επί της γραπτής του αγόρευση περί τραυματισμού του από βασανιστήρια που του είχε προκαλέσει η οργάνωση Al Shabaab παρατηρώ ότι πουθενά κατά την συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου δεν είχε αναφερθεί σε βασανιστήρια ή τραυματισμό από την Al Shabaab. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου αλλά ούτε και προβλήθηκε κατά τα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση όμως φρονώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει επαρκώς το προσωπικό στοιχείο ισχυριζόμενου φόβου δίωξης, καθώς όταν κλήθηκε να εξηγήσει πως προέκυψε ο εν λόγο τραυματισμός κατά τη ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει μια συνεκτική και περιεκτική αφήγηση των όσων γεγονότων εκτυλίχθηκαν.  Ο Αιτητής είχε την δυνατότητα να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμούσε σχετικά με το κατ’ ισχυρισμό πρόβλημα που είχε κάτι που όμως δεν έπραξε αλλά αρκέστηκε σε γενικολογίες και ασάφειες. (βλ. άρθρο 13(10) Περί Προσφύγων).

Σε κάθε περίπτωση μπορεί ο Αιτητής, να αναφέρει κάποια καινούρια στοιχεία, ωστόσο τα όσα αναφέρει ο Αιτητής προβάλλονται γενικά και αόριστα χωρίς καμία ευλογοφάνεια και σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνουν βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά ούτε και ότι υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

H βασική ιστορία ενός αιτούντος πρέπει να είναι συνεπής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές του απολογισμού των γεγονότων μπορεί να είναι αβέβαιες ή «κάπως απίθανες», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία της αξίωσης.[6] Ωστόσο, «όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν ισχυρούς λόγους για να αμφισβητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για τις ανακρίβειες σε αυτές τις παρατηρήσεις».[7] Στην παρούσα υπόθεση και από τα ενώπιόν μου δεδομένα παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς εξηγήσεις σε κύρια σημεία που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του, γεγονός το οποίο πλήττει την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Γενικά, είναι λογικό να αναμένεται ότι μια αίτηση για διεθνή προστασία παρουσιάζεται επαρκώς και λεπτομερώς, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα του αιτήματος. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β)  2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «σχετικών στοιχείων».

Επόμενος  κρίνω ότι ο Αιτητής δεν παρουσιάζει τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες το αίτημα του, οι ελλείψεις στις λεπτομέρειες συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων  και ως εκ τούτου δεν έχει στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εναντίον του. Θεωρώ ότι τίποτε από τα όσα ανέφερε ο Αιτητής δεν έχει την απαιτούμενη συγκεκριμενοποίηση προκειμένου να τύχει περαιτέρω εξέτασης από το Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι του δόθηκε η ευκαιρία να συγκεκριμενοποιήσει δεόντως τα όσα γενικώς ανέφερε αλλά εντούτοις δεν το έπραξε στο Δικαστήριο. Συνεπώς, στην απουσία περαιτέρω στοιχείων ή λεπτομερειών επί των όσων αόριστων καινοφανών ισχυρισμών περιλαμβάνονται στην Γραπτή του Αγόρευση στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας δεν θα μπορούσαν να τύχουν και ούτε χρήζουν περαιτέρω εξέτασης.  

επομένως, ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου  από την Al Shabaab ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ’ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον αιτούντα «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[8], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος[9]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Συνεπακόλουθα και λαμβανομένου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιώδη πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος καταγωγής του αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ περί Προσφύγων Νόμου).

Υπενθυμίζω συναφώς  ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα  προκύπτει ότι δεν συντρέχει αλλά ούτε αποδεικνύεται κάποια από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου.

Αναφορικά με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δίδεται όταν ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφή στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλης σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφαση του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανομένα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης κατά τη έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ης Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τόπου καταγωγής του αιτητή, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Το Mogadishu ελέγχεται από τις Ομοσπονδιακές Δυνάμεις Ασφαλείας (FGS).[10] Η Al-Shabaab, από την άλλη πλευρά, δεν ελέγχει άμεσα καμία περιοχή στο Μογκαντίσου,[11] όπου δεν είχε εμφανή παρουσία[12] εδώ και πάνω από μια δεκαετία.[13] Πηγές που συμβουλεύτηκε η Landinfo σημείωσαν ότι η ομάδα είχε περιορισμένα μέλη, υποστηρικτές και πόρους στην πόλη.[14]

Ένας άλλος μη κρατικός ένοπλος παράγοντας με κάποια αναφερόμενη δραστηριότητα στο Μογκαντίσου είναι η ομάδα Ισλαμικού Κράτους στη Σομαλία,[15] αν και η επιρροή τους στη Σομαλία παρέμεινε «σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη στην περιοχή του Bari στο Puntland σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ.[16]

Πηγές σημείωσαν ότι το Benadir/Mogadishu είναι μια από τις περιοχές εστίασης των επιθέσεων της Al-Shabaab,[17] μαζί με το Νοτιοδυτικό Κράτος.[18] Κατά την περίοδο αναφοράς, η ομάδα πραγματοποίησε επιθέσεις με στόχο μέλη της NISA,[19] το SNA[20] (συμπεριλαμβανομένων πιθανών νεοσύλλεκτων στρατού),[21] η αστυνομία της Σομαλίας,[22] η AMISOM/ATMIS,[23] και οι τουρκικές δυνάμεις.[24] Η Al-Shabaab διεξήγαγε πολλές επιθέσεις κατά της τοπικής κυβέρνησης, των δυνάμεων ασφαλείας[25]και ξενοδοχείων[26]. Σε μία περίπτωση, μπόρεσε να διεισδύσει στη ζώνη του αεροδρομίου[27] για να πραγματοποιήσει επίθεση στο εσωτερικό.[28] Επιπλέον, αναφέρθηκαν ορισμένες περιπτώσεις βομβιστικών επιθέσεων στην περιοχή του προεδρικού μεγάρου.[29] Ορισμένες επιθέσεις της Al-Shabaab πιστεύεται ότι είχαν στόχο να διακόψουν τις εκλογικές διαδικασίες,[30] ενώ άλλες είχαν στόχο αξιωματούχους της περιφέρειας,[31] εκπροσώπους μέσων ενημέρωσης και ξένους εργολάβους ανθρωπιστικών οργανώσεων.

Περαιτέρω, για την περίοδο μεταξύ 8/12/2022 – 8/12/2023 στην περιοχή Benadir/Mogadishu καταγράφηκαν 532 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προήλθαν 541 απώλειες. 267 εξ αυτών αφορούσαν μάχες, 163 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία ταραχές, και  91 αφορούσαν βία κατά αμάχων.[32] 

Τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω διοικητικής περιφέρειας για το 2022 (2.874.431 κάτοικοι)[33] και τα ποιοτικά δεδομένα που παρατέθηκαν ανωτέρω αναφορικά με τους ένοπλους φορείς, το είδος των επιχειρήσεών τους και τις δυναμικές της σύγκρουσης, ενδεικνύουν ότι πράγματι στη διοικητική περιφέρεια Banaadir/Mogadishu εκτυλίσσεται ένοπλη σύρραξη στα πλαίσια της οποίας παρατηρούνται συνθήκες αδιάκριτης βίας. Παρόλα αυτά, η ένταση της βίας δεν φαίνεται να είναι τόσο υψηλή, ώστε να θεωρείται ότι κάποιος/α κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη εξαιτίας της παρουσίας του/της και μόνον στην εν λόγω διοικητική περιφέρεια, αλλά απαιτείται η συνδρομή σημαντικών πρόσθετων στοιχείων, που να αφορούν τα ατομικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτριας.

Εν προκειμένω, πρόκειται για ένα νέο και υγιή άνθρωπο, υψηλού  μορφωτικού επιπέδου και με επαρκές υποστηρικτικό δίκτυο στο τόπο συνήθους διαμονής του. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Mogadishu, της Σομαλίας, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή και βάσει των ιδιαίτερων προσωπικών του περιστάσεων [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].  Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97)

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 ΔΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 

 



[1] Norway, Landinfo, Query response, Somalia: Violence in Mogadishu and developments since 2012, 30 October 2020, url, pp. 5-6 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[2] AI, Amnesty International Report 2020/21, 7 April 2021, url, p. 323; see also UN Security Council, Report of the Panel of Experts on Somalia, S/2020/949, 28 September 2020, url, para. 133; Norway, Landinfo, Respons, Somalia: Det generelle voldsbildet og al-Shabaabs aktivitet i ulike deler av landet, 3 June 2021, url (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[3] Harper, M., Everything You Have Told Me Is True: The Many Faces of Al-Shabaab, 2019, p. 130 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[4] Ο.π., pp. 130-133 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[5] Norway, Landinfo, Query response, Somalia: Violence in Mogadishu and developments since 2012, 30 October 2020, url, pp. 5-6 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[6] Βλ. απόφαση ΕΔΑΔ SAID v. THE NETHERLANDS  05/07/2005 Παρ. 53.

[7] Βλ. Αποφάσεις ΕΔΑΔ, JK and Others v Sweden, 23/08/2016.  Παρ.  93;  και , RH v Sweden, 01/02/2016 Παρ.. 58

[8] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50

[9] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου

[10] HIPS, State of Somalia Report 2021, 8 February 2022, url, p. 28; USDOS, International Religious Freedom Report 2021 - Somalia, 2 June 2022, url, p. 1 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[11] Menkhaus, K., input from external review, 27 August 2021, As cited in EASO, Somalia – Security Situation, September 2021, url, p. 89 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[12] Norway, Landinfo, Somalia: Rekruttering til al-Shabaab [Recruitment into Al-Shabaab], 17 October 2022, url, p. 5; Norway, Landinfo, Somalia: Sikkerhetssituasjonen i Mogadishu og al-Shabaabs innflytelse i byen [Security situation in Mogadishu and Al-Shabaab’s influence in the city], 8 September 2022, url, p. 8 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[13] Norway, Landinfo, Somalia: Sikkerhetssituasjonen i Mogadishu og al-Shabaabs innflytelse i byen [Security situation in Mogadishu and Al-Shabaab’s influence in the city], 8 September 2022, url, p. 8 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[14] Norway, Landinfo, Somalia: Sikkerhetssituasjonen i Mogadishu og al-Shabaabs innflytelse i byen [Security situation in Mogadishu and Al-Shabaab’s influence in the city], 8 September 2022, url, p. 10 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[15] UNSG, Situation in Somalia, S/2022/665, 1 September 2022, url, para. 22; UNSG, Situation in Somalia, S/2022/101, 8 February 2022, url, para. 26 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[16] UNSG, Situation in Somalia, S/2022/665, 1 September 2022, url, para. 22

[17] Sweden, Migrationsverket, Somalia Säkerhetssituationen 2021 - 2022 (version 2.0) [Somalia security situation 2021 - 2022 (version 2.0)], 18 May 2022, url, p. 32 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[18] UNSOM, As impact of drought worsens, growing risk of famine in Somalia, March 2022, url, p. 4

[19] UNSG, Situation in Somalia, S/2022/665, 1 September 2022, url, para. 16 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[20] SG, Suicide bomber kills at least 15 army recruits in Somalia’s capital, 6 November 2022, url; Radio Al-Furqaan, Qarax Lagu Dilay Askar Katirsan DF Oo Ka Dhacay Duleedka Muqdisho. [An explosion killed a federal government soldier outside Mogadishu], 8 July 2022, url; LWJ, Shabaab celebrates its assassinations in Mogadishu, jihadist attacks in the West, 3 May 2022, url; SG, Blast on army convoy kills 6 in Somalia’s capital, 25 April 2022, url  (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[21] Goobjoog, Suicide bomber blows, kills 15 at military recruits centre in Mogadishu, 25 September 2022, url 

[22] SomaliMemo, Ciidamo ku sugnaa Dekadda Muqdisho oo la weeraray iyo warar kale. [Troops in Mogadishu port were attacked and other news], 18 October 2022, url; Goobjoog, One killed, two injured following shoot-out between security forces and Al-Shabaab militants, 6 September 2022, url; SomaliMemo, Qaraxyo iyo dilal ka dhacay degmooyin katirsan magaalada Muqdisho. [Explosions and killings in the districts of Mogadishu.], 19 May 2022, url  (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[23] UNSG, Situation in Somalia, S/2022/101, 8 February 2022, url, para. 20; SomaliMemo, Saldhigga ciidamada AMISOM ee Xerada Maslax oo weerar lakulmay iyo sarkaal lagu dilay Howlwadaag. [The AMISOM military base in Maslach Camp was attacked and an officer was killed in the operation], 20 April 2022, url; Halbeeg, Eight killed in Mogadishu bombing, 25 November 2021, url  (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[24] Radio Al-Furqaan, Al-Shabaab Oo Madaafiic Ku Weeraray Xerada Turkisom Ee Magaalada Muqdisho. [AlShabaab attacked Turkisom Camp in Mogadishu with artillery.], 28 July 2022, url  (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[25] UN Security Council, Letter dated 10 October 2022 from the Chair of the Security Council Committee pursuant to resolution 751 (1992) concerning Somalia addressed to the President of the Security Council, S/2022/754, 10 October 2022,  url, para. 16 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[26] Hiiraan Online, Security forces end siege at hotel near Villa Somalia, 28 November 2022, url; UN Security Council, Letter dated 10 October 2022 from the Chair of the Security Council Committee pursuant to resolution 751 (1992) concerning Somalia addressed to the President of the Security Council, S/2022/754, 10 October 2022, url, para. 18 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[27] UN Security Council, Letter dated 10 October 2022 from the Chair of the Security Council Committee pursuant to resolution 751 (1992) concerning Somalia addressed to the President of the Security Council, S/2022/754, 10 October 2022, url, para. 20; UNSG, Situation in Somalia, S/2022/392, 13 May 2022, url, para. 19 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[28] UNSG, Situation in Somalia, S/2022/392, 13 May 2022, url, para. 14 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[29] 11 Radio Dalsan, Explosion targets Mogadishu court official a day after calling out for war on al-Shabab on Facebook, 27 September 2022, url; BBC News, Somalia: Seven killed in suicide attack near presidential palace, 25 September 2021, url (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[30] UN Security Council, Letter dated 10 October 2022 from the Chair of the Security Council Committee pursuant to resolution 751 (1992) concerning Somalia addressed to the President of the Security Council, S/2022/754, 10 October 2022, url, para. 20 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[31] SomaliMemo, Ciidamo ku sugnaa Dekadda Muqdisho oo la weeraray iyo warar kale. [Troops in Mogadishu port were attacked and other news], 18 October 2022, url; Goobjoog, Yaqshid district official killed in explosion, 30 August 2022, url; SomaliMemo, Dilal Qorsheysan oo ka Kala Dhacay Muqdisho iyo Afgooye (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024) [FAAHFAAHIN] [Planned murders in Mogadishu and Afgoye [DETAILS]], 23 May 2022, url 

[32] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Date:01/09/2022-01/09/2023, Region: Banadir, (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

[33] PC, Nearly 8.3 million people across Somalia face Crisis (IPC Phase 3) or worse acute food insecurity outcomes

[Table], 13 December 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://fews.net/sites/default/files/documents/reports/Multi-Partner%20Technical%20Release%20on%20Updated%20IPC%20Analysis%20for%20Somalia%20for%20October%202022%20to%20June%202023%20Final%20%28English%29%20%20-%2013%20Dec%202022.pdf, σελ. 4 (ημερομηνία πρόσβασης 4/1/2024)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο