ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.4017/22

 

31 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ε. Β. Ν.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Π. Πιερίδης, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Μ. Καρπούζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 02/06/22 με επιστολή ημ.30/05/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 21/11/19 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 25/11/19 (ερ.1-3, 15-18, 51).

Την 09/02/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.36-51). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση (ερ.73-85) και, στις 13/04/22, απορρίφθηκε το αίτημα διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 02/06/22, μαζί με την αιτιολογία αυτής, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.89-90).

Επί της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι ανακάλυψε σημείο μαζικής ταφής πτωμάτων στο χώρο εργασίας του. Ως αναφέρει, εργαζόταν ως βοηθός ηλεκτρολόγου σε εργοτάξιο το οποίο βρισκόταν σε γη που ανήκε στον πρώην Επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Κονγκό, Mr. Kalev Mutond. Ακολούθως, όταν ενημερώθηκε ο υπεύθυνος του εργοταξίου, αυτός έκλεισε άμεσα το εργοτάξιο και τους είπε να παραμείνουν εκεί. Ένας χτίστης τους είπε ότι πριν δύο χρόνια συνέβη κάτι παρόμοιο και η ομάδα που εργαζόταν και το ανακάλυψε εξαφανίστηκε. Για αυτό ανέβηκαν στον φράχτη και έφυγαν.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω και ανέφερε ότι φοβάται για τη ζωή του, καθώς, όταν έφυγε από την πόλη, τον ενημέρωσε η κοπέλα του ότι ο φίλος του σκοτώθηκε, ενώ δύο άτομα έψαχναν τον ίδιο.

Κληθείς να περιγράψει με λεπτομέρεια το περιστατικό όπου ανακάλυψαν τα πτώματα με τους συναδέλφους του, ο αιτητής ανέφερε ότι ενώ έσκαβαν βρήκαν τα πτώματα. Σε άλλη ερώτηση αν μπορεί να περιγράψει το περιβάλλοντα χώρο όπου βρέθηκαν τα πτώματα, ανέφερε ότι ήταν πολλά τα πτώματα και αυτό που θυμάται είναι ότι «είχε συναισθήματα» όταν τα αντίκρυσε.

Σε ερώτηση τι έκαναν αφότου ανακάλυψαν το σημείο ταφής, απάντησε ότι κάλεσαν τον υπεύθυνο, ο οποίος, όταν έφτασε, ενημέρωσε τον κ. Kalev, ο οποίος και του ζήτησε να περιμένουν και να μην αποχωρήσει κανείς από το συγκεκριμένο σημείο. Ερωτηθείς για το όνομα του ατόμου που ήταν υπεύθυνος, ο αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει το όνομα του καθώς συνήθιζαν να τον φωνάζουν «chief» (αρχηγός).

Σε ερώτηση πως αποφάσισε να εγκαταλείψει το χώρο, ανέφερε ότι αυτός και ο φίλος του αποφάσισαν να πηδήξουν από το φράχτη και να φύγουν. Σε ακόλουθη ερώτηση αν σκέφτηκε να ενημερώσει την αστυνομία, ανέφερε ότι είναι αδύνατον να καταγγείλεις στην αστυνομία τέτοιο περιστατικό γιατί διοικούν την περιοχή (σ.σ. εννοεί τον ιδιοκτήτη του χώρα K. Mutond), και διερωτήθηκε «πως μπορείς να καταγγείλεις στην αστυνομία αυτόν που την ελέγχει;».

Σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε για να δώσει περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τον θάνατο του φίλου του, ο αιτητής απάντησε ότι δεν ανέφερε ότι τον σκότωσαν, αλλά πως η κοπέλα του αιτητή του ανέφερε ότι τον απήγαγαν και δεν γνωρίζουν αν είναι ζωντανός ή όχι. Επιπρόσθετα, ερωτηθείς τι είπαν στην κοπέλα του τα δύο άτομα που τον έψαχναν, απάντησε ότι όταν έφτασε στην πόλη Lubumbashi δύο άτομα επισκέφθηκαν το σπίτι που έμενε και τον έψαχναν αλλά δεν ήταν εκεί. Σε ερώτηση πως το έμαθε η κοπέλα του, απάντησε πως το έμαθε επειδή πήγαν μέχρι το σπίτι της κοπέλας του, γιατί γνώριζαν ότι κάποιες φορές έμενε εκεί.

Ερωτηθείς έλαβε προσωπικά απειλές ενώ βρισκόταν στη χώρα καταγωγής, ο αιτητής απάντησε αρνητικά, ενώ σε ερώτηση αν αναζήτησε προστασία από τις αρχές της χώρας του απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε ότι έγιναν όλα πολύ γρήγορα και δεν είχε το χρόνο να το κάνει.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Όταν ο αιτητής εργαζόταν στο σπίτι του πρώην Διευθυντή της Εθνική Υπηρεσίας Πληροφοριών, αυτός και οι συνάδελφοι του βρήκαν πτώματα θαμμένα εκεί

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ως άνω ισχυρισμό όμως απέρριψαν τους άλλους ισχυρισμούς του αιτητή.

Συγκεκριμένα, ο 2ος ισχυρισμός έτυχε απόρριψης καθώς κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με τη κατ’ ισχυρισμό ανακάλυψη του σημείου μαζικής ταφής πτωμάτων και, ερωτώμενος σχετικά, περιορίστηκε να αναφέρει ότι ενώ έσκαβαν ανακάλυψαν πτώματα, χωρίς άλλη επί τούτου λεπτομέρεια ή στοιχείο και δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια και λεπτομέρεια τι ακολούθησε την ανακάλυψη, αφού, ερωτώμενος επί τούτου, ανέφερε μόνο ότι ειδοποιήθηκε ο υπεύθυνος του εργοταξίου, του οποίου το όνομα δεν γνωρίζει. Περαιτέρω κρίθηκε ότι υπέπεσε σε αντίφαση καθώς κατά την ελεύθερη αφήγηση ανέφερε ότι ενημερώθηκε ότι ο φίλος του σκοτώθηκε, ενώ σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε ως προς το θάνατο του φίλου του απάντησε ότι ουδέποτε είπε ότι σκοτώθηκε, δηλώνοντας ότι η κοπέλα του τον ενημέρωσε ότι τον απήγαγαν και δεν γνωρίζουν αν ζει ή όχι. Αξιολογήθηκε επίσης το ότι, ως οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν, δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες αναφορικά με τα άτομα που τον έψαχναν και περιορίστηκε απλά να αναφέρει ότι η κοπέλα του τον ενημέρωσε ότι τον ψάχνουν δύο άτομα, χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες και υπέπεσε σε αντίφαση όσον αφορά το λόγο που δεν το ανέφερε στις αρμόδιες αρχές αφού, ερωτηθείς την 1η φορά, απάντησε ότι δεν μπορείς να καταγγείλεις στην αστυνομία το άτομο που ελέγχει το σώμα, ενώ τη 2η φορά ανέφερε ότι όλα έγιναν πολύ γρήγορα και δεν είχε χρόνο να το κάνει.

Υπό το φως τον ανωτέρω, στη βάση του μόνο αποδεκτού ισχυρισμού, κρίθηκε κατά την αξιολόγηση κινδύνου ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβης και πως, δεδομένου ότι στη Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων κατά το αρ.15 (γ) της Οδηγίας [19 (2) (γ) του Νόμου] δεν τεκμηριώνεται κίνδυνος κατά της ζωής ή σωματικής ακεραιότητας του αιτητή, λόγω αδιάκριτης βίας στα πλαίσια ένοπλης σύρραξης.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Στην αίτηση καταγράφονται αρκετά νομικά σημεία, εκ των οποίων αρκετά αναπτύσσονται και στην αγόρευση που ακολούθησε.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.06/07/18 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί οι οποίοι δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στη προσφυγή και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση.

Με την αγόρευση του αιτητή προωθούνται ισχυρισμοί ότι δεν εξετάστηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί του, καθώς οι καθ’ ων η αίτηση δεν εκτίμησαν και δεν αξιολόγησαν ορθά τους ενώπιον τους ισχυρισμούς, μεταξύ των οποίων τον ουσιώδη ισχυρισμό, ως αυτός έγινε αποδεκτός, ότι ο αιτητής είχε τόπο διαμονής τη Κινσάσα, η οποία δεν θα πρέπει να θεωρείται ασφαλής, αλλά και τα όσα ανέφερε περί δίωξης του από τον υπεύθυνο των Υπηρεσιών Ασφαλείας της χώρας, εξαιτίας της ανακάλυψης μαζικού τάφου.

Για τους πιο πάνω λόγους, ως ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται, η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη πλήρους και/ή δέουσας έρευνας, η οποία οδήγησε τους καθ’ ων η αίτηση σε πλάνη κατά τη λήψη της, και δεν αιτιολογείται ή δεν αιτιολογείται επαρκώς.

Περαιτέρω ο αιτητής αναφέρει ότι ο λειτουργός του EASO που διενέργησε τη συνέντευξη δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτο, κατά παράβαση των αρ.13Α (1Α) του νόμου και αρ.6 του κανονισμού 2010/439/ΕΕ καθώς δεν δύναται παρά μόνον να συμμετέχει μαζί με λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου και όχι να διενεργεί μόνος του συνεντεύξεις και να συντάσσει εκθέσεις, επί της οποίας εν προκειμένω στηρίχθηκε και ο αρμόδιος λειτουργός στην κατάληξη του επί της επίδικης αίτησης. Αναφέρει δε περαιτέρω ότι ο λειτουργός του EASO που διενέργησε τη συνέντευξη δεν διέθετε, καθότι τούτο δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τη κατάλληλη κατάρτιση και προσόντα.

Επιπροσθέτως των ως άνω η ενημερωτική επιστολή (ερ.90) υπογράφεται από αναρμόδιο άτομο, το οποίο πράττει τούτο χωρίς σχετική εξουσιοδότηση.

Οι καθ' ων η αίτηση αναφέρουν ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν δικογραφούνται δεόντως και δεν αναπτύσσονται επαρκώς και είναι γι’ αυτό ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσεως και θα πρέπει να απορριφθούν.

Περαιτέρω, απαντώντας σε έκαστο εκ των ισχυρισμών του αιτητή, αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, τα ευρήματα τους περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του ήταν ορθά και εύλογα υπό τις περιστάσεις, δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω αναφέρουν ότι ο λειτουργός του EASO δρούσε αρμοδίως, σύμφωνα με τη Κ.Δ.Π.297/19, τον κανονισμό 2010/439/ΕΕ και το αρ.13Α (1Α) του Νόμου. Τέλος αναφέρουν ότι τα όσα αναφέρει περί μη κατάρτισης του λειτουργού και περί του ότι η υπογράφουσα την ενημερωτική επιστολή ερ.90 ενέργησε καθηκόντως, στα πλαίσια και της σχετικής νομολογίας που παραθέτουν, υπογράφοντας εκ μέρους και για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας και σε κάθε περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχεται στη έγκριση της επίδικης έκθεσης από τον αρμόδιο λειτουργό.

Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λαμβάνοντος της προσβαλλόμενη απόφαση αφού, ως λόγος ακύρωσης που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται, σε κάθε περίπτωση, αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού θεωρώ ότι προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να εξεταστεί αν τούτη λήφθηκε από αρμόδιο ή μη όργανο. Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στην σφραγίδα που εντοπίζεται επί της 1ης σελίδας της έκθεσης-εισήγησης (ερ.85), όπου η σχετική εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως, εγκρίνεται και υπογράφεται από τον εγκρίνοντα λειτουργό. Το δε ερ.88 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημ.24/02/21, όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί  τον εγκρίνοντα την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), είναι κατάληξη μου είναι ότι η εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι έγκυρη.

Με την δε επιστολή ερ.90 κοινοποιείται στον αιτητή η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την επίδικη αίτηση και ουδεμία αποφασιστική αρμοδιότητα ασκείται. Το ότι δε η επιστολή υπογράφεται «για προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου» από την υπογράφουσα την επιστολή λειτουργό δεν επηρεάζει βεβαίως την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Η επιστολή λοιπόν αυτή δεν αποτελεί παρά την επιστολή κοινοποίησης της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία λήφθηκε ως ανωτέρω περιγράφεται και απολύτως νόμιμα υπογράφεται για τον προϊστάμενο από λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση.

Σχετικά σε κάθε περίπτωση είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.6447/2013, ημ.30/09/15, όπου, με αναφορά σε σχετική νομολογία, σημειώθηκαν τα εξής :

«Όπως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας.  Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576).  Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ΄ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009)

Υπέρ της ως άνω κατάληξης συνηγορούν και τα λεχθέντα στην Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2412/2006, ημ.16/07/09, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.  Αντίθετα ήταν και παρέμενε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις.  Η υπογραφή «για Διευθυντή», υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού.  Δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ΄ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ..» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας.»

Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, είναι κατάληξη μου ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη αρμοδίως.

Συνεπώς οι ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίπτονται.

Αναφορικά με την μη κατάλληλη κατάρτιση του διενεργούντος την επίδικη συνέντευξη λειτουργού, είναι κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Επί του ισχυρισμού του αιτητή ότι ο διενεργών τη συνέντευξη και συγγράφων την επίδικη έκθεση λειτουργός του EASO στερείται σχετικής εξουσιοδότησης, παρατηρώ ότι, ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν, το Υπουργικό Συμβούλιο, με τη ΚΔΠ 297/2019, ως δύναται βάσει του αρ.13Α (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου, έχει εξουσιοδοτήσει εμπειρογνώμονες του EASO να διενεργούν συνεντεύξεις για όσο καιρό βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε στο αρ.13Α (1Α) (β) του Νόμου προνοείται ρητά η δυνατότητα να διενεργούνται συνεντεύξεις από προσωπικό άλλο από της Υπηρεσίας Ασύλου, εφόσον εξουσιοδοτείται δεόντως, ως εν προκειμένω.

Όμοια με τα εδώ εγειρόμενα ζητήματα, ως και ανωτέρω αναλύονται, έχουν εγερθεί και ενώπιον της αδελφής δικαστού Κ. Κλεάνθους, τα οποία πραγματεύεται στην πρόσφατη απόφαση της στην υπ. αρ.106/23, Α. Μ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.14/11/23, όπου ειπώθηκαν επί τούτου τα εξής, με τα οποία συμφωνώ και υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσης.

«Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξης παρατηρείται ότι δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.

19.        Η Κ.Δ.Π. 297/2019, ημερομηνίας 13.9.2019, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί τα εξής: «Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων.».

20.        Ούτε το γράμμα αλλά ούτε και το πνεύμα του νόμου έχουν την έννοια ότι οι λειτουργοί της EUAA θα είναι απλοί παρατηρητές των εν λόγω συνεντεύξεων καθώς μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε δυσαρμονία με τον πραγματικό σκοπό θέσπισης της εν λόγω διάταξης που δεν είναι άλλος από την ουσιαστική συνδρομή του εν λόγω οργανισμού στην ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Οι συνθήκες δε που επιβάλλουν την ύπαρξη της εν λόγω συνδρομής δεν έχουν μεταβληθεί από το χρόνο θέσπισης της εν λόγω πράξης, ήτοι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών αιτήσεων ασύλου προς εξέταση.

21.        Επιπλέον, όπως προκύπτει το άρθρο 18(2Α), του περί Προσφύγων Νόμου, το προσώπου που λαμβάνει τη συνέντευξη στον εκάστοτε αιτητή καταρχήν συντάσσει ταυτόχρονα και την εισηγητική έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον Προϊστάμενο, καθώς πρόκειται για ενέργεια σύμφυτη με την εξουσία λήψης της συνέντευξης. Συνεπώς, μη ρητή αναφορά στις παρεπόμενες εξουσίες/ ενέργειες που δύναται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου να λάβει το πρόσωπο που διενήργησε τη συνέντευξη δεν συνεπάγεται ότι αυτό ενήργησε εκτός του πεδίου της εν λόγω εξουσιοδότησης. Η ερμηνεία αυτή πέραν από το γράμμα του νόμου επιβεβαιώνεται και από την τελεολογία του νόμου υπό το φως της αρχής της ταχύρρυθμης και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτήσεων ασύλου.»

Προχωρώ λοιπόν με επί της ουσίας εξέταση των επίδικων ισχυρισμών του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού θα συμφωνήσω με τους καθ’ ων η αίτηση και τα όσα στην επίδικη έκθεση αναφέρουν αναφορικά με την εσωτερική συνοχή του αφηγήματος του αιτητή, καθότι θεωρώ ότι όσα ανέφερε επί τούτου θα ήταν αναμενόμενο να περιέχουν περισσότερες λεπτομέρειες και στοιχεία, ειδικώς αναφορικά με το κατ’ ισχυρισμό συμβάν της ανακάλυψης πτωμάτων και τα όσα ακολούθησαν. Επί τούτου, ως προκύπτει από το πρακτικό της επίδικης συνέντευξης, παρατηρώ ότι ο αιτητής περιορίζεται, τόσο κατά την ελεύθερη αφήγηση, όσο και τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν σχετικά με αυτό, σε γενικές, εν πολλοίς αόριστες αποκρίσεις, χωρίς να είναι σε θέσει να παραθέσει τι ακριβώς έγινε και πως προέκυψε η ανακάλυψη αυτή.  Ενδεικτικά σημειώνω ότι θα αναμενόταν να είναι σε θέση να αναφέρει με λεπτομέρεια το συμβάν, κατά πόσο πρώτα αποκαλύφθηκε ένα ή περισσότερα πτώματα, αν αυτό έγινε κατά την εκσκαφή με μηχάνημα ή με φτυάρι, αν ανακαλύφθηκε ένα μέλος και ακολούθησε γι’ αυτό περαιτέρω εκσκαφή, καθώς και τα συναισθήματα του ιδίου και τα όσα διαμείφθηκαν.

Όλες τούτες οι λεπτομέρειες είναι εύλογα αναμενόμενες υπό τις περιστάσεις, δεδομένου ότι ερωτήθηκε επισταμένα ο αιτητής επί τούτου. Ανεξαρτήτως πολιτισμικού υπόβαθρου ή μορφωτικού επιπέδου, θεωρώ ότι, κατά λογική συνέπεια, οι ως άνω λεπτομέρειες αναφορικά με τη στιγμή της ανακάλυψης και τα όσα έγιναν τότε αναμένεται να είναι σε θέση να παράσχει κάποιος που περιγράφει τέτοιο συμβάν. Θεωρώ ως ενάντια στη κοινή λογική να προκύψει εκ του μηδενός και χωρίς κάποια πορεία πραγμάτων ένας μαζικός τάφος με πολλά, ως ο αιτητής ανέφερε, πτώματα. Ομοίως στερούμενο λεπτομερειών και γενικόλογο θεωρώ και το αφήγημα του αναφορικά με τα όσα ακολούθησαν το επόμενο χρονικό διάστημα και τη κατ’ ισχυρισμό αναζήτηση του από «δύο άτομα», δεδομένου και του ότι ο αιτητής, ως ο ίδιος ανέφερε, έφυγε νομίμως από τη χώρα μέσω αεροδρομίου.

Δεδομένων όσων πιο πάνω εξηγώ δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα με λεπτομέρεια καταγράφουν επί της εσωτερικής συνοχής και αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή οι καθ’ ων η αίτηση στα ερ.78-80. Τα ευρήματα λοιπόν των καθ’ ων η αίτηση για έλλειψη εσωτερικής συνοχής των όσων ο αιτητής ανέφερε ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις και ορθά επί της ουσίας.

Παρά τα ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση προέβηκαν δεόντως και σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του αιτητή

Δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των επίδικων γεγονότων και ισχυρισμών, παραθέτω, επιπροσθέτως των όσων καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση (ερ.77-78), κατωτέρω επικαιροποιημένες πληροφορίες για τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του αιτητή.

Σύμφωνα με άρθρο ημερομηνίας 14/10/22 στην ιστοσελίδα του Human Rights Watch, ο Kalev Mutond, καταζητούμενος, πρώην Επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Κονγκό επέστρεψε πίσω στη χώρα του.[1] Με βάση το άρθρο εγκατέλειψε τη χώρα του τον Μάρτιο 2021 φοβούμενος σύλληψη του από τις αρχές, αφότου αρκετά θύματα κινήθηκαν νομικά εναντίον του, κατηγορώντας τον για αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και άλλες σοβαρές παραβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως περαιτέρω αναφέρει το άρθρο, θα απολογείτο στα θύματα του ζητώντας συγχώρεση.[2] 

Σημειώνεται ότι, ο Mutond είναι ένας από τους εννέα ανώτερους αξιωματούχους του Κονγκό, στους οποίους επιβλήθηκαν στοχευμένες κυρώσεις στις 12/12/16 από τις ΗΠΑ και ΕΕ, λόγω του βασικού ρόλου που διαδραμάτισαν στην καταστολή της πολιτικής διαφωνίας τα τελευταία δύο χρόνια.[3] Ως αναφέρεται, η Υπηρεσία Πληροφοριών υπό την ηγεσία του Mutond συνέλαβε πλήθος ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και ηγέτες αντιπολίτευσης, πολλοί από τους οποίους κρατήθηκαν για εβδομάδες ή μήνες χωρίς κατηγορίες και χωρίς πρόσβαση στις οικογένειες ή τους δικηγόρους τους. Κάποιοι δικάστηκαν με ψευδείς κατηγορίες, ενώ φέρεται να είχε ρόλο σε εκφοβισμό δικαστών και υπαγόρευση ετυμηγοριών.[4] Ο Mutond είχε φύγει από τη χώρα τον Μάρτιο 2021 για να αποφύγει νομικές διαδικασίες εναντίων σχετικά με τα ως άνω. [5] Σύμφωνα με άρθρο στην ιστοσελίδα «Jeune Afrique», ημ.12/08/23, η ποινική δίωξη εναντίον του αναστάληκε από τον Γενικό Εισαγγελέα, με την αιτιολογία ότι οι λόγοι που την δικαιολογούσαν έπαυσαν να υφίστανται.[6]

Δεν παραγνωρίζω ότι το πρόσωπο που ο αιτητής κατονόμασε ως κατ’ ισχυρισμό διώκτη του είναι υπαρκτό και διατηρούσε κατά τον χρόνο που τοποθετεί τα όσα ισχυρίστηκε την ιδιότητα που αυτός του αποδίδει. Δεν παραγνωρίζω δε περαιτέρω ότι στο πρόσωπο αυτό όντως φαίνεται αποδίδονται σωρεία σοβαρών παραβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την επίσημη ιδιότητα που είχε τότε.

Όμως εν προκειμένω η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, ως ανωτέρω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν μια υπό εξέταση υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί αναπόφευκτα μοιραία για την γενική αξιοπιστία του αφηγήματος του.

Τούτο γιατί η ύπαρξη μιας πρακτικής όμοιας ή συνάδουσας με τα όσα αναφέρει ένας αιτητής δεν αρκεί από μόνη της για την άνευ ετέρου αποδοχή ενός αφηγήματος, από τη στιγμή που τούτο στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει και της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας, ως και στο ανωτέρω απόσπασμα από το εγχειρίδιο του EASO αναφέρεται.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.97, αναφέρεται ότι «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Στη δε σελ.131 του ιδίου εγχειριδίου τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»

Στην απουσία λοιπόν περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου που θα εξηγούσε τις αντιφάσεις και θα συμπλήρωνε τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά, ως καταγράφονται και από τους καθ’ ων η αίτηση, παρατηρήσεις με τις οποίες συμφωνώ, ως ανωτέρω αναφέρω, παραμένουν και συνεπώς η αποδοχή των σχετικών ισχυρισμών αυτών, ακόμα και αν συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη, θα ήταν ενάντια σε εύλογα κριτική θεώρηση του συνόλου του υπό εξέταση αφηγήματος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν από τον χρόνο κατά τον οποίο τοποθετεί ο αιτητής το κατ’ ισχυρισμό συμβάν που τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγραφεί σημαντικές εξελίξεις στην πολιτική σκηνή της Λ. Δ. του Κονγκό.

Το 2016, ο τότε Πρόεδρος J. Kabila ήταν στο τέλος της δεύτερης θητείας του και, λόγω του συνταγματικού ορίου θητειών, δεν του επετράπη να διεκδικήσει επανεκλογή. Ωστόσο, παρέμεινε στην εξουσία για άλλα δύο χρόνια, καθώς μπόρεσε να αναβάλει τις εκλογές, πράγμα το οποίο προκάλεσε αντιδράσεις και διοργάνωση διαμαρτυριών σε όλη τη χώρα, που είχαν ως αποτέλεσμα τον Δεκέμβριο του 2018 να διεξαχθούν γενικές εκλογές, στις οποίες ο Tshisekedi ανακηρύχθηκε νικητής. Η εξουσία του Tshisekedi ήταν περιορισμένη στα πρώτα χρόνια καθότι δεν κατείχε τη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και έπρεπε να βασιστεί στην υποστήριξη του FCC - της πολιτικής πλατφόρμας του πρώην προέδρου Kabila. Το 2020, ο Tshisekendi έκανε σημαντικά βήματα να χτίσει ισχυρή υποστηρικτική βάση στους κρατικούς θεσμούς.[7] Τον Δεκέμβριο του 2020, ο Tshisekedi ανακοίνωσε τη διάλυση της κυβέρνησης του και λίγο αργότερα, δύο χρόνια από τις εκλογές του 2018, ο Tshisekedi εξασφάλισε την υποστήριξη της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση.

Πηγή του IRB Καναδά στις 28/02/21 αναφέρει ότι ο νέος πρόεδρος κατάφερε να εισάγει υποστηρικτές του σε όλους του θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των εκλογικών και δικαστικών [8] και, κατά το τέλος του Ιανουαρίου 2021, ο πιστός στο προηγούμενο καθεστώς πρωθυπουργός αναγκάστηκε σε παραίτηση.[9] Στις 12/04/21 ανακοινώθηκε νέα κυβέρνηση μετά από μήνες διαπραγματεύσεων, η οποία αποτελείται από κόμματα μέλη του συνασπισμού του προέδρου Felix Tshisekedi, το «Union Sacre», και δίνει σ’ αυτόν τον πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης.[10] Σε πρόσφατες εκλογές στη χώρα τον Δεκέμβριο 2023 ο Tshisekedi επανεκλέχθηκε με ποσοστό πέραν του 70%. [11]

Εκ των ως άνω θεωρώ ότι το νέο καθεστώς φαίνεται να έχει εδραιώσει τον πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης, «θέτοντας τέλος στην διαμάχη για την εξουσία με τον προκάτοχο του Joseph Kabila»[12], καταδεικνύεται ότι οι αλλαγές είναι μη προσωρινές, χωρίς εύλογη πιθανότητα ανατροπής για το προβλέψιμο μέλλον. Συνεπώς οι όποιοι φόβοι εξέφρασε ο αιτητής, δεδομένης και της ποινικής δίωξης του κατ’ ισχυρισμό διώκτη του, ακόμα και αν αυτός κατάφερε εν τέλει να επιστρέψει αργότερα στη χώρα, χωρίς εντούτοις να διατηρεί σήμερα κάποιο αξίωμα, μπορούν σε κάθε περίπτωση να θεωρηθούν ως εξαλειφθέντες.

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Κινσάσα), όπου και αναμένεται να εγκατασταθεί ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

Όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην πρωτεύουσα, πληθώρα πηγών αναφέρουν ότι οι ένοπλη δραστηριότητα παρατηρείται σε μεγάλη έκταση στη χώρα, αυτή περιορίζεται όμως στις κεντρικές και ανατολικές επαρχίες, οι οποίες βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από την πρωτεύουσα Kinshasa.

Σε Query Response της EASO [13], ημ.22/07/21,  με περίοδο αναφοράς μεταξύ 01/01/2020 – 30/06/2021, αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα:

The Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC) of the Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights in its overview of the security situation in the DRC, updated in April 2021, reported that ‘The Democratic Republic of Congo (DRC) is engaged in several non-international armed conflicts (NIACs) on its territory against a number of armed groups in Ituri, Kasai and Kivu’, while no active non-state armed groups are mentioned in Kinshasa.  This is also confirmed by other sources.  Global Conflict Tracker indicated that more than one hundred groups are believed to be active in the country, but in the eastern region of DRC, while there is no reference regarding armed groups’ action in Kinshasa.  A UN analysis of the human rights situation in DRC in May 2020 indicated the province of Kinshasa among others as an area not affected by conflict. 

However, the Global Initiative Against Transnational Organized Crime, a Geneva-based think-tank, referred to the urban youth gangs, the Kulunas and the new surge in their activity in Kinshasa since the beginning of 2020, which attributed to the rise in insecurity and serious crimes, including armed robbery and violent assaults.  The Overseas Security Advisory Council (OSAC) mentioned Kinshasa as being a ‘critical-threat location for crime’ and indicated opportunistic crime targeting motorists or vehicle passengers, express kidnappings and robberies as the most reported incidents. Also, the same source assessed Kinshasa as being ‘a low-threat location for terrorism directed at or affecting official U.S. government interests.’ Furthermore, Kinshasa is referred among the states which experience occasional demonstrations by political opposition parties, students, workers unions, civil servants, and churchgoers, many of which turn violent as authorities continue to use lethal force. 

The Overseas Security Advisory Council (OSAC) described the police force in Kinshasa as ineffectual. According to the aforementioned report the limited capacity of Congolese security forces is the main reason why communal and ethnic militia, other armed groups, and criminal elements can act with impunity. Furthermore, a number of armed groups from neighbouring countries has been enabled to operate, due to the government’s inability to control its borders adequately. Some of the main problems in police effectiveness, according to the aforementioned report are lack of basic understanding of the law, poor equipment, lack of training, inconsistency in the administration of laws and regulations and police corruption.

Όσον αφορά τα περιστατικά βίας που σημειωθήκαν κατά την προαναφερθείσα περίοδο αναφοράς, αυτά σημειώνονται στην προαναφερθείσα έκθεση ως ακολούθως:

During the aforementioned timeframe, ACLED collected a total of 3 665 security incidents in DRC, 1 926 of which are coded as battles, 17 as explosion/remote violence, 1722 as violence against civilians. Specifically, in Kinshasa, ACLED collected a total of 13 security incidents during the same reference period; 3 of which are coded as battles and 10 as violence against civilians. 

International Crisis Group’s Crisis Watch did not report on any civilian casualties in security related incidents in Kinshasa in the period of January 2020 - July 2021. 

HRW reported that in April 2020 police used ‘excessive lethal force against a separatist religious movement, killing at least 55 people and wounding scores more’.  On 9 July, An Amnesty International Report referred to ‘excessive force’ by police, used as a response to the mass protests which took place in several cities against the appointment of the new Electoral Commission President, killing at least one protester in Kinshasa, injuring many more. A UN analysis indicated that 8 human rights violations were reported in Kinshasa. UNJHRO addressed 39 cases of threats against 73 people, including two women, among whom 60 were human rights defenders (including one women), four victims (all men) and nine journalists (including one woman) in Ituri, Kinshasa.  GardaWorld, a privately owned security services company, reported clashes between rival religious groups at the Stade des Martyrs in Kinshasa in 13 May 2021 with unverified reports on fatalities.  According to the same source at least 3 people were killed on 9 July 2020 during clashes in Kinshasa between protestors and security forces.

Αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι η κατάσταση ασφαλείας στη χώρα παραμένει ασταθής, κυρίως στο ανατολικό τμήμα, καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον έλεγχο ένοπλων ομάδων [14].

Σύμφωνα με ενημέρωση του ACLED, που συντάχθηκε από το ACCORD, τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στη χώρα το τελευταίο τρίμηνο 2021, αφορούν μόνο τις επαρχίες στα ανατολικά της χώρας, όπου παρατηρείται ένοπλη σύρραξη. [15]

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα 01/09/22-01/09/23, σημειώθηκαν στην επαρχία της Κινσάσα 51 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 72 ατόμων. Μεταξύ αυτών, τα 20 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (51 θάνατοι), 24 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων/ταραχών (1 θάνατος), 52 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος) και καταγράφηκαν 7 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων, εκ των οποίων προέκυψαν 20 θάνατοι, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας.[16]

Δεδομένου ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται περί τα 14 ½ εκατομμύρια,[17] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον πληθυσμό της περιοχής.

Εκ των ως άνω στοιχείων, δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις – δεδομένης της απόρριψης των ισχυρισμών περί κινδύνου διώξεως λόγω ανακάλυψης μαζικού τάφου κατά την εργασία του σε εργοτάξιο, ως ανωτέρω εξηγείται - που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [18] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Έπεται λοιπόν ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα. 

Δεν παραγνωρίζω ότι ο αιτητής ενδεχομένως αντιμετωπίσει ιδιαίτερες αντιξοότητες κατά την επιστροφή του στη Κινσάσα. Σε έρευνα του Danish Immigration Service αναφέρεται ότι τα νεαρά άτομα αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας και οικονομικής ανέχειας και συχνά αναγκάζονται να αναζητήσουν βιοπορισμό σε δραστηριότητες όπως πωλήσεις φρούτων και λαχανικών ή άλλες χειρωνακτικές εργασίες και έχουν παρατηρηθεί υψηλά ποσοστά μετεγκατάστασης προς εξασφάλιση καλύτερου βιοπορισμού. [19]

Οι όποιες όμως προκλήσεις θα αντιμετωπίσει ο αιτητής κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής δεν υπερβαίνουν, δεδομένου ότι, ως διαφαίνεται, δεν αναμένεται να στερηθεί την πρόσβαση του σε βιοπορισμό που θα του επέτρεπε μια αξιοπρεπή διαβίωση, έστω με ιδιαίτερες ίσως στερήσεις. Άλλωστε, ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.» (βλ. και απόσπασμα πιο πάνω από εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση»). Σημειώνω σχετικά ότι ο αιτητής είναι 32 ετών σήμερα, έχει ολοκληρώσει επιτυχώς τη μέση εκπαίδευση, διαθέτει πολυετή εργασιακή πείρα ως ηλεκτρολόγος, με υποστηρικτικό δίκτυο στη Κινσάσα (θεία, ερ.44, 1Χ) και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας.

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Wanted Ex-Intelligence Chief Returns to Congo, 2022, Human Rights Watch, https://www.hrw.org/news/2022/10/14/wanted-ex-intelligence-chief-returns-congo, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/01/2024]

[2] Wanted Ex-Intelligence Chief Returns to Congo, 2022, Human Rights Watch, https://www.hrw.org/news/2022/10/14/wanted-ex-intelligence-chief-returns-congo, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/01/2024]

[3] DR Congo: Profiles of Individuals Sanctioned by the EU and US, 2016, Human Rights Watch, https://www.hrw.org/news/2016/12/16/dr-congo-profiles-individuals-sanctioned-eu-and-us [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/01/24]

[4] DR Congo: Profiles of Individuals Sanctioned by the EU and US, 2016, Human Rights Watch, https://www.hrw.org/news/2016/12/16/dr-congo-profiles-individuals-sanctioned-eu-and-us [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/01/24]

[5] DR Congo: Kalev Mutond, former intelligence chief, back home - France 24 - Teller Report

[6] In DRC, Kalev Mutond is no longer wanted by the justice system - Jeune Afrique, https://www.jeuneafrique.com/1472811/politique/en-rdc-kalev-mutond-nest-plus-recherche-par-la-justice/

[7] Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 32, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 10/12/2022), έτσι και International Crisis Group, ‘DR Congo: No Grace Period for the New Government’ (Μάιος 2021), διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/democratic-republic-congo/dr-congo-no-grace-period-new-government (ημερομηνία πρόσβασης 11/12/2022)

[8] IRB Canada, ‘Democratic Republic of the Congo: The political situation, including ties between the current and previous governments; ties between state institutions and the former government (2020–March 2022)’ (2022), υπό 3.1 διαθέσιμο σε https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458579 (ημερομηνία πρόσβασης 11/12/2022)

[9] Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 8, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 10/12/2022)

[10] EASO COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC) Updates on the security situation in Kinshasa between 1 January 2020 - 30 June 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/EASO%20COI%20Query%20Response%20-%20DRC%20-%20Security%20situation.pdf

[11] Tshisekedi re-elected DR Congo president as opposition calls vote a ‘farce’ | Elections News | Al Jazeera, https://www.aljazeera.com/news/2023/12/31/felix-tshisekedi-re-elected-dr-congo-president-election-commission-says

[12] Ως σημ.5, ανωτέρω, σελ.2

[13] EASO, ‘Updates on the security situation in Kinshasa between 1 January 2020 - 30 June 2021’, 22 July 2021, Available here: https://www.ecoi.net/en/file/local/2056515/EASO+COI+Query+Response+-+DRC+-+Security+situation.pdf  (Accessed: 30/11/2021)

[14] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 13/09/2023]

[15] ACLED, Democratic Republic of Congo, Fourth Quarter 2021: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 30 Μαΐου 2022,  https://www.ecoi.net/en/file/local/2074522/2021q4DemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/09/2023).

[16] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: 01/09/2022 – 01/09/2023, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Kinshasa] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/09/2023).

[17] City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces, Kinshasa, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/09/2023).

[18] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf

[19] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο