ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                             Υπόθεση Αρ.:  4283/2022

22 Ιανουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.S.M.,

από Μπαγκλαντές

                                     Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

 της Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Α. Ιωαννίδου (κα) για Αντώνιος Χουβαρτάς & Ελένη Λουκά

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Μ. Παραδεισιώτη (κα) για Μ. Καλογήρου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 17.06.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»):

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Μπαγκλαντές, την οποίαν  εγκατέλειψε στις 13.05.2016 και αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές με διαβατήριο και άδεια εργασίας (work visa).  Στις 02.05.2022, διήλθε στις ελεγχόμενες περιοχές, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 27.05.2022. Κατά την εξέταση αυτής πραγματοποιήθηκε συνέντευξή του Αιτητή στις 06.06.2022, από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 07.06.2022 υπέβαλε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με εισήγηση την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης.  Ακολούθως, στις 17.06.2022, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου, απόφαση που κοινοποιήθηκε μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 17.06.2022 στον Αιτητή αυθημερόν. Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα και ορθότητα της εν λόγω απόφασης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Με το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής του, ο  Αιτητής δια των συνηγόρων του, επικαλείται εν πολλοίς πλείονες γενικούς και αορίστους νομικούς ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης χωρίς, ωστόσο, ουδείς εξ αυτών να προωθείται με τη γραπτή του αγόρευση, η οποία περιορίζεται σε ακροθιγώς αναφερόμενο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.  Σχετικώς με την ουσία της αίτησής του, ο Αιτητής επικαλείται ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθότι η ζωή του κινδύνευε ένεκα πολιτικού προβλήματος και πολιτικών πεποιθήσεων, οι οποίες δεν ταυτίζονταν με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα του.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν, μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, ότι παρατηρείται παντελής έλλειψη εξειδίκευσης και τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.  Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει από το νόμο.  Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή διαπιστώνεται ότι αυτή δεν πληροί τα όσα επιτάσσει τόσο ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1], όσο και ο Κανονισμός 8 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, κατά την επιταγή του οποίου η γραπτή αγόρευση οφείλει να παρουσιάζει συνοπτικά τον «σκελετό» των επιχειρημάτων (περίγραμμα επιχειρημάτων) στη βάση μόνο των νομικών σημείων που προτείνονται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Παρατηρώ επιπλέον συναφώς ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή, ως αυτοί προωθούνται  στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, αναπτύσσονται ως ενιαίο κείμενο χωρίς να υπάρχει σαφής διαχωρισμός των λόγων ακυρώσεως που προωθούνται, αντίθετα προς την επιταγή του Κανονισμού 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Κατά τον Κανονισμό 6, δομικά η αγόρευση πρέπει να χωρίζεται σε παραγράφους -ευκρινώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται- οι οποίες αντιστοιχούν σε κάθε νομικό σημείο που αναφέρονται εύληπτα και συνοπτικά.

 

Πέραν της ως άνω επισήμανσης, είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη η γραπτή αγόρευση του Αιτητή, που ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής.  Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η κατ' υπόθεση εξαγωγή των ισχυρισμών και των λόγων ακυρώσεως που επιδιώκεται να προωθηθούν. Ο Αιτητής οφείλει, δια των συνηγόρων του, να είναι σαφής τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στους λόγους που προωθούνται και στους κανόνες δικαίου που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. Κατά συνέπεια, οι λόγοι ακυρώσεως ως αυτοί προωθήθηκαν με την προσφυγή του Αιτητή και υιοθετήθηκαν στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, χωρίς καμία ωστόσο ανάπτυξη, πάσχουν από προφανή αοριστία και ασάφεια και είναι, ως εκ τούτου ανεπίδεκτοι δικαστικής εξέτασης.  Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3].

 

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης το Δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει τους λόγους ακυρώσεως που ο Αιτητής προωθεί με το δικόγραφο της προσφυγής του, αφού ο ίδιος δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας[4].

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης αυτής υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ως διαφαίνεται μέσα από τα όσα ο ίδιος ο Αιτητής κατέγραψε στην αίτησή του,  εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ήλθε στην Κύπρο για να εργαστεί και να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή για τον ίδιο και την οικογένειά του. Τον ίδιο ισχυρισμό προέβαλε και  κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, επιβεβαιώνοντας, κατόπιν σχετικής διευκρινιστικής ερώτησης της αρμόδιας λειτουργού, ότι υπέβαλε αίτηση ασύλου για οικονομικούς λόγους.  Ως ο ίδιος ανέφερε εγκατέλειψε το Μπαγκλαντές, πράττοντας τούτο χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδο του από την χώρα, ενώ ουδέποτε συνελήφθη ή κρατήθηκε για οποιονδήποτε λόγο.

 

Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που ο ίδιος ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Αναφορικά με τους οψιγενείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της παρούσας διαδικασίας και της γραπτής του  αγόρευσης περί κινδύνου της σωματικής του ακεραιότητας ένεκα πολιτικού προβλήματος και πολιτικών πεποιθήσεων οι οποίες δεν ταυτίζονται με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα του, προβάλλονται για πρώτη φορά στο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας είναι δε γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι.  Παρατηρώ εξάλλου ότι πρόκειται περί ισχυρισμών που διαφοροποιούν τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή σε σχέση με τα όσα αυτός ανέφερε σε προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής του ενώ βρίσκονται ξεκάθαρα σε σύγκρουση με τα λεχθέντα αυτού κατά το στάδιο της συνέντευξής του, όπου δήλωσε ότι η χώρα του ήταν ασφαλής για τον ίδιο. Παρατηρώ περαιτέρω ότι πέραν από τους γενικόλογους αυτούς ισχυρισμούς, ο Αιτητής δεν επιχείρησε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, έχοντας μάλιστα υπόψη και την δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, να παραθέσει σχετική επιχειρηματολογία ή οποιαδήποτε επιπλέον στοιχεία, μέσω ασφαλώς του κατάλληλου δικονομικού διαβήματος, τα οποία δυνατόν να τεκμηρίωναν τους ισχυρισμούς του.  Αφέθηκε στη γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά περί ύπαρξης κινδύνου, με αποτέλεσμα τέτοιοι ισχυρισμοί να στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων[5]. Οι ισχυρισμοί λοιπόν αυτοί δεν γίνονται αποδεκτοί. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι το αίτημά του Αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και σύμφωνα με τη νομοθετημένη διαδικασία. Φρονώ ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης.  Περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν υφίσταται λόγος να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) εφόσον δεν αποδείχθηκε από τα όσα αυτός ανέφερε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) αναφορικά με τον κίνδυνο ο προσφεύγων να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ήτοι κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης[6].

 

Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Αιτητής, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα του, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι: «Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού.  Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»  Τα κίνητρα του Αιτητή, ως προκύπτει από τα όσα ο ίδιος ανέφερε στη συνέντευξή του είναι οικονομικά, εφόσον υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να παραμείνει στη Δημοκρατία και να εργαστεί.  Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[7]

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, αφού παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 13.05.2016, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 27.05.2022, ήτοι έξι (6) έτη μετέπειτα. Η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από τον Αιτητή, είναι στοιχείο που δεν μπορεί να αγνοηθεί και το οποίο λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[8]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι ο Αιτητής δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022), χωρίς εν προκειμένω ο ίδιος να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή να παραθέσει οποιαδήποτε στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας.  Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

[4] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[5] Βλ.  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384.

[6]Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23.04.2013 και Mushegh Grigoryan  κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ECLI:CY:AD:2015:D619, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.

[7] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.

 

 

[8] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο