ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 47/22

31 Ιανουαρίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 1. A. I. A. A. S.

2. L. A. I. B. S.

  3. N. A. S. H. A.

4. I. A. I. A. S.

                                                      5. Y. A. S.

                                                      6. M. A. S.  

Αιτητών

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Οι Αιτητές εμφανίζονται αυτοπροσώπως

 

Α. Σιαξατέ (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Μ. Νασρ (κος) για διερμηνεία από την ελληνική στην αραβική και αντιστρόφως

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Οι Αιτητές με την παρούσα προσφυγή στρέφονται κατά της απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 5.11.2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

2.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής αρ. 1 κατάγεται από την Ιορδανία και είναι κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής του. Περί τις 9.10.2019, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 6.10.2021, 14.10.2021 και 19.10.2021 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις των Αιτητών αρ. 1, 2 και 3[1] από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ήδη Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο), ο οποίος στις 21.10.2021 υπέβαλε σχετική Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου των Αιτητών. Στις 5.11.2021, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου των Αιτητών. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές στις 9.12.2021, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

 

3.             Οι Αιτητές στο εισαγωγικό δικόγραφο δηλώνουν την αντίθεσή τους με την επίδικη απόφαση, χωρίς οποιαδήποτε άλλη αναφορά.

 

4.             Στο πλαίσιο της γραπτής τους αγόρευσης, η οποία καταχωρίστηκε από τον Αιτητή αρ. 1, ο τελευταίος αναφέρει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, διότι λάμβανε απειλές κατά της ζωής του και της οικογένειάς του, από μέλη συμμορίας, τα οποία τον κατηγορούσαν για ένα φόνο, τον οποίο ο Αιτητής αρ. 1 δεν διέπραξε. Προηγουμένως ο Αιτητής αρ. 1 εξήγησε ότι ήταν ιδιοκτήτης μίας καφετέριας, στην οποία έλαβε χώρα διαπλοκή μεταξύ δύο ατόμων, στο πλαίσιο της οποία ένα εκ των ατόμων έχασε τη ζωή του. Τα πρόσωπα της συμμορίας έκτοτε απειλούσαν τον Αιτητή αρ. 1 και έσπασαν το κατάστημά του. Ο Αιτητής αρ. 1 προσέφυγε στην αστυνομία, και ακολούθως οι δράστες φυλακίστηκαν μόνο για μία - δυο ημέρες διότι ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ. Οι παρενοχλήσεις και οι απειλές συνέχισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, διότι ο Αιτητής αρ. 1 προωθούσε την υπόθεση εναντίον τους, με αποτέλεσμα να αποφασίσει, να εγκαταλείψει τη χώρα του με την οικογένειά του. Κατά την ακροαματική διαδικασία αναφέρθηκε στον καβγά που διαδραματίστηκε στην καφετέριά του, ο οποίος οδήγησε στο θάνατο ενός μέλους της συμμορίας. Περιέγραψε τις καταστροφές που συνέβησαν στο μαγαζί του ύστερα από τον καβγά και αναφέρθηκε στην καταγγελία που έκανε στις αστυνομικές αρχές, χωρίς αποτέλεσμα, καθώς υποστήριξε ότι του ζητήθηκε να αποσύρει την καταγγελία, αλλιώς θα φυλακιστεί και ο ίδιος. Ο Αιτητής αρ. 1, ύστερα από παρότρυνση του πατέρα του, έφυγε από την Ιορδανία και μεταφέρθηκε στη Νότια Κορέα, για να σταματήσουν οι παρενοχλήσεις και με την επιστροφή του 4 μήνες μετά, τόνισε ότι ξεκίνησαν απειλές λόγω της υπόθεσης που είχε προωθηθεί  στο δικαστήριο για να αποσύρει την καταγγελία του, με την απειλή ότι  θα βλάψουν τη γυναίκα και την κόρη του. Αφού ο Αιτητής αρ. 1 έκανε τις σχετικές διευθετήσεις να φύγει από τη χώρα καταγωγής του τον Σεπτέμβριο του 2018, έφθασε στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

5.             Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης, υποδεικνύοντας ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή αρ. 1 κατά το στάδιο της διοικητικής εξέτασης της αίτησής του, από το 2019 και έπειτα δεν έλαβε κάποια απειλή από τις συμμορίες που τον καταδίωκαν, καθώς η τελευταία φορά που επικοινώνησε με μέλη της προαναφερθείσας συμμορίας ήταν όταν βρισκόταν στο δικαστήριο για την υπόθεσή του, όπου ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε 15 έως 19 χρόνια φυλάκισης. Σε συνάρτηση και με την έλλειψη πληροφοριών από εξωτερικές πηγές επί του θέματος, ορίστηκε ότι για τον Αιτητή αρ. 1 γενικότερα δεν συντρέχει βάσιμος φόβος δίωξής του. Καταληκτικά, αναφέρουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

To νομικό πλαίσιο

6.              Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

7.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

8.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«Πρόσφυγας

3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.».

 

9.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

[.]

 

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα εξής:

«Αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας

19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, "σοβαρή βλάβη" ή "σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη" σημαίνει-

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη  ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης...».

Κατάληξη

11.           Εκ προοιμίου, παρατηρώ ότι κανένας συγκεκριμένος λόγος προσφυγής δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από τον Αιτητή αρ. 1 στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της παρούσας διαδικασίας. Ωστόσο, δεδομένου του γεγονότος ότι ο Αιτητής αρ. 1 εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου άνευ συνηγόρου, προσωπικά, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωσή του. Αυτό συνεπάγεται ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να θέσει με την προσφυγή του τα νομικά σημεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται και να τα αιτιολογήσει πλήρως.

 

12.          Εντούτοις, αυτό, δεν απαλλάσσει τον Αιτητή αρ. 1 από την υποχρέωση, τουλάχιστον με τη γραπτή του αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη/ πλημμελής (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση Αρ. 1484/2010, Κώστας Λαγός v. Yπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 28.9.20212) και, λαμβανομένης υπόψη της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, γιατί η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ανατραπεί και πού ακριβώς εδράζεται το αίτημά του για υπαγωγή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

13.          Επισημαίνεται εξάλλου ότι το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Ο Αιτητής αρ.  1 αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

14.          Παρατηρείται συναφώς ότι ο Αιτητής αρ. 1 κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία στο πεδίο καταγραφής των λόγων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ανέφερε ότι αντιμετωπίζει οικογενειακά προβλήματα.

 

15.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής αρ. 1, ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας εκ μέρους και της οικογένειάς του ανέφερε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και διέμενε στην περιοχή Zarqa της Ιορδανίας, έχει την ιορδανική υπηκοότητα και ως προς το θρήσκευμά του είναι μουσουλμάνος Σουνίτης. Δήλωσε στη συνέντευξή του ότι έλαβε 12ετή εκπαίδευση σε σύνολο αλλά δεν κατάφερε να αποφοιτήσει λόγω αποτυχίας σε κάποια μαθήματα και ομιλεί αραβικά και αγγλικά. Εργάστηκε στην Ιορδανία ως ηλεκτρολόγος σε αρκετά έργα από το 2012 έως το 2017 και από το 2012 έως και το 2016 ήταν ιδιοκτήτης μίας καφετέριας. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι έχει 4 αδελφές και 3 αδελφούς καθώς επίσης ότι είναι παντρεμένος με την Αιτήτρια αρ. 3 και έχουν μαζί τέσσερα παιδιά, τους Αιτητές αρ. 2, 4, 5 και 6. Ο Αιτητής αρ. 1 δήλωσε ότι κατέφθασε στην Δημοκρατία στις 17.9.2018 και κατά ή περί τον Αύγουστο του 2019 μεταφέρθηκε και η οικογένειά του (Αιτητές αρ. 2, 3, 4, 5 και 6).  Ως προς τους λόγους για τους οποίους υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, ανέφερε ότι αρχικά υπήρχε μία συμμορία ανθρώπων όπου τον απειλούσαν. Πιο συγκεκριμένα ο Αιτητής αρ. 1 ανέφερε ότι υπήρχαν δύο συμμορίες στην γειτονιά του, οι οποίες συχνά επισκέπτονταν την καφετέριά του, μεθυσμένοι ή υπό την επήρεια ναρκωτικών τις πλείστες φορές. Μία μέρα εντός του 2015 διαπράχθηκε ένα έγκλημα από αυτούς, στο υποστατικό του. Ένας από αυτούς σκοτώθηκε και κατηγόρησαν τον Αιτητή αρ. 1, ότι διαπράχθηκε από αυτόν ο φόνος. Η οικογένεια του αποθανόντος θέλησε ο Αιτητής αρ. 1 να αναλάβει το φταίξιμο αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε και έτσι για εκδίκηση οι 2 συμμορίες ανά διαστήματα κατέστρεφαν την καφετέρια του Αιτητή αρ. 1, έσπαγαν τα τζάμια και ακόμα επιτίθενται και στον ίδιο.

 

16.          Ύστερα από το εν λόγω περιστατικό, μέλη και των δύο συμμοριών ξεκίνησαν να πλησιάζουν την οικογένεια του Αιτητή αρ. 1, και ο τελευταίος υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία, αλλά όπως επεξήγησε στην συνέντευξή του, όποιος υποβάλει καταγγελία για τραυματισμό, οι αρχές συλλαμβάνουν και τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, με αποτέλεσμα ή να οδηγούνται και οι δύο στη φυλακή ή να αποσύρεται η καταγγελία και να διευθετούν το ζήτημα μόνοι τους. Εν συνεχεία τόνισε ότι ακόμα και αν οδηγήσουν κάποιον στη φυλακή, αυτός δύναται να εξαγοράσει την ποινή του. Τέλος, ο Αιτητής αρ. 1 υποστήριξε ότι υπέβαλε και άλλη καταγγελία, όπου η εν λόγω υπόθεση έφτασε μέχρι το δικαστήριο και δέχτηκε απειλές, ότι αν δεν την αποσύρει θα πλησιάσουν την γυναίκα και τα παιδιά του. Έτσι ο Αιτητής αρ. 1 απέσυρε την υπόθεσή του, με το σκεπτικό ότι ακόμα και εάν ένας από αυτούς έμπαινε φυλακή, έξω εξακολουθούσε να βρίσκεται συμμορία ολόκληρη. Ύστερα από τα εν λόγω περιστατικά με παρότρυνση του πατέρα του, ο Αιτητής αρ. 1 δήλωσε ότι έκλεισε την καφετέριά του και μετέβη στην Νότια Κορέα για 4 με 5 μήνες για να εργαστεί. Ερωτηθείς αν θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, υποστήριξε ότι λόγω του ότι έχουν περάσει χρόνια από τότε, η κατάσταση θα είναι χειρότερη. Σε ερώτηση από το λειτουργό αν κατηγορήθηκε ο Αιτητής αρ. 1 από κάποιον για το φόνο, απάντησε ο ίδιος, ότι δεν κατηγορήθηκε ποτέ γιατί ένα μέλος της συμμορίας, ο οποίος διέπραξε τον φόνο είναι στη φυλακή, καθώς ομολόγησε ότι εκείνος το έπραξε.

 

17.          Κατά το στάδιο της συνέντευξής της η Αιτήτρια αρ. 3, ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε έως τα 16 έτη της στην Βαγδάτη του Ιράκ και από το 2002 έως και το 2019 διέμενε στην περιοχή Zarqa της Ιορδανίας, έχει την ιορδανική υπηκοότητα και ως προς το θρήσκευμά της είναι μουσουλμάνα Σουνίτησα. Δήλωσε ότι έλαβε 9ετή εκπαίδευση στο Ιράκ, εντούτοις δεν κατόρθωσε να αποφοιτήσει λόγω του γάμου της με τον Αιτητή αρ. 1. Ομιλεί μόνο αραβικά. Ανέφερε ότι οι γονείς της βρίσκονται στη Δημοκρατία και έχουν νόμιμη άδεια παραμονής. Έχει δύο αδελφούς και είναι παντρεμένη από το 2002 με τον Αιτητή αρ. 1 και έχουν μαζί 4 παιδιά (Αιτήτρια αρ. 2, και Αιτητές αρ. 4, 5 και 6). Η Αιτήτρια αρ. 3 δεν εργαζόταν στη χώρα καταγωγής της. Αναφορικά με το ταξίδι τους, η Αιτήτρια αρ. 3 μαζί με τα παιδιά της, ταξίδεψαν νόμιμα από την Ιορδανία τον Αύγουστο του 2019 προς τη Δημοκρατία, μέσω Πάφου.

 

18.          Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αρ. 3 ανέφερε ότι συνέβη καθώς φοβόταν για τον άνδρα (Αιτητή αρ. 1) και τα παιδιά της (Αιτήτρια αρ. 2 και Αιτητές 4, 5 και 6), ύστερα από τα προβλήματα που προέκυψαν στο σύζυγό της. Έτσι αφού ο άνδρας της Αιτήτριας αρ. 3, έφυγε από τη χώρα καταγωγής τους, ενημερώθηκαν επί τούτου οι συμμορίες που σύχναζαν στην καφετέρια του συζύγου της και τότε ως ανέφερε, ξεκίνησαν να πλησιάζουν την ίδια και τα παιδιά της. Παρόλα αυτά για να μην γίνει μεγαλύτερο θέμα αποφάσισε να μην το μοιραστεί με το σύζυγό της. Πιο συγκεκριμένα, η Αιτήτρια αρ. 3 τόνισε ότι από τη στιγμή που ο σύζυγός της εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ξεκίνησαν να την πλησιάζουν, να την προσβάλλουν καθώς επίσης την ακολουθούσαν παντού στην αγορά, στο σπίτι ακόμα και στο σχολείο της κόρης της.  Αυτός ήταν ο λόγος που η Αιτήτρια αρ. 3, έβγαλε την κόρη της από το σχολείο. Στη συνέχεια η Αιτήτρια αρ. 3, σταμάτησε να πηγαίνει στην αγορά και βασιζόταν στους γείτονές της, ότι θα της ψωνίσουν τα απαραίτητα. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι οι ίδιοι άνδρες έρχονταν το βράδυ έξω από το σπίτι της και κόρναραν για να την τρομάξουν. Τα εν λόγω γεγονότα που συνέβησαν μετά την είσοδο του συζύγου της στη Δημοκρατία, δεν του τα ανέφερε για να μην τον ανησυχήσει. Σε ερώτηση που της τέθηκε αναφορικά με το τι πιστεύει ότι θα της συνέβαινε αν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αρ. 3 υποστήριξε ότι φοβάται ότι θα σκοτώσουν το σύζυγό της, φοβάται για τα παιδιά της και δεν μπορεί να επιστρέψει.

 

19.          Κατά τη συνέντευξή της, η Αιτήτρια αρ. 2 (ενήλικη κόρη των Αιτητών αρ.  1 και 3) ανέφερε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και διέμενε στην περιοχή Zarqa της Ιορδανίας, έχει την ιορδανική υπηκοότητα και ως προς το θρήσκευμά της είναι μουσουλμάνα Σουνίτησα. Δήλωσε στη συνέντευξή της ότι έλαβε 10ετή εκπαίδευση συνολικά, εντούτοις δεν κατόρθωσε να αποφοιτήσει στην  Ιορδανία λόγω των προβλημάτων που προέκυψαν με τον πατέρα της. Συνεχίζει τις σπουδές της στη Δημοκρατία και ομιλεί αραβικά, αγγλικά και ελληνικά. Δήλωσε ότι δεν εργαζόταν στη χώρα καταγωγής της και τον Αύγουστο του 2019 μαζί με την μητέρα και τα αδέλφια της αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους και να έρθουν στη Δημοκρατία προκειμένου να συναντήσουν τον πατέρα της.

 

20.          Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισαν οικογενειακώς να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους, η Αιτήτρια αρ.  2 δήλωσε ότι συνέβη εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο πατέρας της. Τόνισε ότι δεν γνωρίζει πολλές λεπτομέρειες επί του θέματος, καθώς οι γονείς της δεν μοιράζονταν πολλά μαζί με τα παιδιά, για αυτά που είχε βιώσει ο πατέρας τους αν και τόσο η ίδια όσο και τα αδέλφια της αντιλαμβάνονταν, καθώς ο πατέρας τους επέστρεφε σπίτι τραυματισμένος. Εξαιτίας του εν λόγω φόβου αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους. Σε πιο προσωπικό επίπεδο, η Αιτήτρια αρ. 2, τόνισε ότι πέρα από το προαναφερθέν ζήτημα, δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, καθώς δεν θέλει να αναγκαστεί να φοράει hijab και επειδή στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι σε θέση να συνεχίσει το σχολείο. Σε σχετική ερώτηση αν η Αιτήτρια αρ. 2 θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και να διαμείνει σε άλλη πόλη, απάντησε αρνητικά.

 

21.          Οι Καθ’ ων η αίτηση στη βάση των ανωτέρω σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε στην ταυτότητα των Αιτητών, τα προσωπικά τους στοιχεία και την καταγωγή τους. Ο δεύτερος ισχυρισμός  αφορούσε  στο γεγονός ότι οι Αιτητές  εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους εξαιτίας του γεγονότος ότι καταζητείται ο Αιτητής αρ. 1 από συμμορίες. Ο πρώτος ισχυρισμός των Αιτητών αρ.  1, 2, 3, 4, 5 και 6 αξιολογήθηκε ως αξιόπιστος, δεδομένου ότι κρίθηκε πως παρατέθηκε με επαρκώς λεπτομερή και συγκεκριμένο τρόπο, βρίσκονταν δε σε συμφωνία με τις εξωτερικές πηγές και τα προσκομισθέντα από του Αιτητές έγγραφα. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής αρ.1 κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, σαφής και ευλογοφανής ως προς το τόπο γέννησης και διαμονής του, καθώς επίσης προσέδωσε με αρκετές λεπτομέρειες πληροφορίες αναφορικά με το γάμο του με την Αιτήτρια αρ. 3 (Ερ. 61 4χ). Ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες σε σχέση με την περιοχή στην οποία διέμενε αυτός και η οικογένειά του, και σε ερωτήσεις που του τέθηκαν από τον λειτουργό σχετικά με την περιοχή του, τα γύρω καταστήματα αλλά και τις γύρω περιοχές ήταν ιδιαίτερα λεπτομερής και συγκεκριμένος (Ερ. 60 3χ – 4χ).

 

22.          Τα λεγόμενα της Αιτήτριας αρ. 3 αναφορικά με τον τόπο γέννησης και διαμονής της μέχρι το γάμο της με τον Αιτητή αρ. 1, κρίθηκαν ιδιαίτερα σαφή και λεπτομερή από τους Καθ’ ων η αίτηση. Τόνισε το γεγονός ότι γεννήθηκε στη Βαγδάτη και έζησε εκεί τα πρώτα δέκα έξι χρόνια της ζωής της, έως ότου παντρεύτηκε τον Αιτητή αρ.1 και μετακόμισε στην Ιορδανία, όπου διέμεινε εκεί με τον Αιτητή αρ.1 και τα τέκνα τους Αιτητές αρ. 2, 4, 5 και 6 μέχρι και το 2019, πριν τον ερχομό τους στη Δημοκρατία. Επίσης, στη συνέντευξή της η Αιτήτρια αρ. 3 επεξήγησε λεπτομερώς το γεγονός ότι επειδή είναι Παλαιστίνια, η Πρεσβεία της Παλαιστίνης στο Ιράκ, εξέδωσε για την οικογένειά της ένα ταξιδιωτικό έγγραφο για το Ιράκ. Η Αιτήτρια αρ. 3 τόνισε ότι έχει ιορδανική υπηκοότητα, την οποία απέκτησε τρία χρόνια μετά το γάμο της με τον Αιτητή αρ. 1, όταν μετακόμισαν στη Zarqa της Ιορδανίας (Ερ. 102 3χ, 103  3χ).

 

23.          Όσον αφορά στα λεγόμενα της Αιτήτριας αρ. 2, η εν λόγω σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, παρουσιάστηκε ιδιαίτερα συγκεκριμένη και ευλογοφανής σε σχέση με τις αναφορές της που σχετίζονται με τον τόπο γέννησης και διαμονής της. Τόνισε ότι γεννήθηκε και διέμενε στην Zarqa της Ιορδανίας μέχρι και το 2019, όπου και την εγκατέλειψαν οικογενειακώς αφού ταξίδεψαν για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ήταν σε θέση να αναφέρει συγκεκριμένες τοποθεσίες στην περιοχή της και να δώσει πληροφορίες για την τοποθεσία του σχολείου της καθώς έκανε αναφορά και σε περιοχές στις οποίες σύχναζε και πήγαινε βόλτες με τη θεία της (Ερ. 78 2χ-3χ).

 

24.          Ο δεύτερος ισχυρισμός περί δίωξης του Αιτητή αρ. 1 από μέλη συμμορίας ως λόγος εγκατάλειψης της χώρας του ωστόσο, έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα προς τούτο, αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής αρ. 1 δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με συνεκτικό, λεπτομερή και συγκεκριμένο τρόπο τον ισχυρισμό του αναφορικά με το ότι καταζητείται από τις προαναφερθείσες συμμορίες. Σημειώθηκε ότι ο  Αιτητής αρ. 1, δεν ήταν σε θέση να προσδώσει λεπτομέρειες σε σχέση με τα ονόματα που είχαν οι συμμορίες, δεδομένου ότι εδράζονταν στην περιοχή του και ήταν γνωστά πρόσωπα. Σχετικά με τη λειτουργία της καφετέριας, της οποίας ήταν ιδιοκτήτης, ο Αιτητής αρ.  1 δεν παρουσιάστηκε συγκεκριμένος ως προς το χρόνο λειτουργίας του εν λόγω καταστήματος. Στην αρχή της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι η καφετέριά του λειτουργούσε από το 2012 έως το 2016, ενώ σε πιο διευκρινιστική ερώτηση ισχυρίστηκε αυτό λειτουργούσε από το 2005 (Ερ. 57 2χ-3χ, 56 3χ, 55 1χ, 61 3χ), κρίνοντάς τον ασαφή και αντιφατικό.

 

25.          Εν συνεχεία κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής αρ. 1 παρουσιάστηκε αντιφατικός και μη συγκεκριμένος αναφορικά με το γεγονός ότι δεν ανέφερε κάποιο από τα περιστατικά που βίωσε στην αστυνομία, καθώς ως δήλωσε δεν γνώριζε τίποτα σε σχέση με το φόνο. Παρ’ όλα αυτά σε συναφή ερώτηση που τέθηκε από τον λειτουργό κατά πόσο μπορούσε να περιγράψει με λεπτομέρειες το κρίσιμο περιστατικό υποστήριξε ότι εκείνο το βράδυ αναγκάστηκε να κλείσει νωρίτερα το μαγαζί του. Σε διευκρινιστική ερώτηση επί του θέματος, ο Αιτητής αρ. 1 παρουσιάστηκε αντιφατικός και μη ευλογοφανής, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση καθώς ανέφερε ότι μετά τον τσακωμό άρχισε να κλείνει το μαγαζί του νωρίτερα, ενώ πιο πριν είχε τονίσει ότι έτυχε λόγω του τσακωμού να κλείσει νωρίτερα, μόνο για εκείνο το βράδυ. Ακόμη ήταν ασαφής ως προς τις αναφορές του για την τοποθεσία του φόνου, καθώς στην αρχή ισχυρίστηκε ότι έλαβε χώρα 200 μέτρα από το σπίτι του, ενώ σε διευκρινιστική ερώτηση ανέφερε ότι συνέβη 500 μέτρα από το μαγαζί του (Ερ. 55 2χ-3χ). Επιπροσθέτως, ο Αιτητής αρ. 1 σε ερώτηση που του τέθηκε ανέφερε ότι έμαθε εκ των υστέρων, το επόμενο πρωί για τον φόνο και ποτέ δεν κλήθηκε από την αστυνομία ως μάρτυρας (Ερ. 54 2χ). Στην αρχή της συνέντευξης υποστήριξε ότι οι δύο συμμορίες βρέθηκαν έξω από το μαγαζί του, ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι μόνο το θύμα και ο θύτης ήταν απέξω και μάλωναν, γεγονός που αποδεικνύει ότι, οτιδήποτε γνωρίζει βασίζεται σε φήμες/εικασίες (Ερ. 54 3χ).

 

26.          Ο Αιτητής αρ. 1, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση δεν υπήρξε ευλογοφανής και αξιόπιστος, καθώς τόνισε στο λειτουργό ότι δεν δύναται να θυμηθεί πότε ακριβώς έγινε ο φόνος, καθώς δεν ήταν ύψιστης σημασίας γεγονός για τον ίδιο. Παρ’ όλα αυτά ανέφερε στη συνέντευξή του, ότι ύστερα από το συμβάν του φόνου, δύο φορές την εβδομάδα βανδαλιζόταν το μαγαζί του. Καθώς επίσης προσέθεσε ότι μετά την προσφυγή του στην αστυνομία, οι αρχές δεν ήταν σε θέση να κάνουν κάτι, καθώς ισχυρίστηκαν ότι δεν έμπλεκαν με άτομα μεθυσμένα, τα οποία ήταν και χρήστες. Ερωτηθείς από το λειτουργό ο Αιτητής αρ.  1 να σχολιάσει πώς γίνεται η αστυνομία να γνωρίζει για τους βανδαλισμούς που λάμβαναν χώρα και να μην πράττει τα δέοντα προς τους δράστες (Ερ. 53 2χ-3χ), ο τελευταίος ανέφερε γενικόλογα και ασαφώς ότι αρκετές φορές βρέθηκε να τσακώνεται με ένα μέλος από τη συμμορία του θύτη, χωρίς όμως να είναι σε θέση να επεξηγήσει ή να δώσει επιπλέον λεπτομέρειες επί του συγκεκριμένου γεγονότος (Ερ. 52 1χ). Ο Αιτητής αρ. 1 προσέθεσε ότι όταν τα γεγονότα με τους βανδαλισμούς έλαβαν μεγάλη έκταση και αναγκάστηκε να υποβάλει καταγγελία, συνέλαβαν απευθείας τον δράστη. Στο σημείο αυτό κρίθηκε ότι ο Αιτητής αρ. 1 δεν παρουσιάστηκε ευλογοφανής και συγκεκριμένος αναφορικά με το ότι η αστυνομία κατάφερε να συλλάβει κατευθείαν τον εν λόγω δράστη αυτή τη φορά, αλλά στις άλλες φορές όπου βανδαλιζόταν το μαγαζί του κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό (Ερ. 52 2χ).

 

27.          Όσον αφορά στην δικαστική υπόθεση του Αιτητή αρ. 1, την οποία αναγκάστηκε εν τέλει να αποσύρει, ερωτήθηκε από το λειτουργό το λόγο απόσυρσης της υπόθεσης, αφού αν εκδικαζόταν, ο δράστης θα βρισκόταν στη φυλακή και η οικογένειά του θα ήταν ασφαλής. Ο Αιτητής αρ. 1 δήλωσε ότι η μόνη προστασία που θα είχε από τις αρχές, θα ήταν ένα αστυνομικό όχημα έξω από το σπίτι του, το οποίο άφησε να εννοηθεί ότι δεν θα ήταν σαφώς αρκετό. Ακόμη υπέθεσε ότι μπορεί ο δράστης να βρισκόταν στη φυλακή αλλά θα απειλούνταν από τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας, καθώς επίσης υπέθεσε ότι ο δράστης θα φυλακιζόταν μόνο για 5-6 μήνες (Ερ. 52 3χ, 51 1χ). Εξού και ο λόγος για τον οποίο δεν προσέλαβε δικηγόρο, καθώς υπέθεται, ότι ο δράστης θα βρισκόταν εκτός φυλακής αν πλήρωνε κάποιο συγκεκριμένο ποσό (Ερ. 51 2χ). Η αναφορά του ότι μέλη της συμμορίας απείλησαν στον αδελφό του, κρίθηκε μη ευλογοφανής και γενικόλογος και επιπλέον έκανε αναφορά σε ένα μεμονωμένο γεγονός. Στην αρχή ο Αιτητής αρ. 1 ισχυρίστηκε ότι η απειλή συνέβη μία φορά, τυχαία στη γειτονία και παρά το γεγονός ότι δεν ήταν παρών και ούτε το συζήτησε με τον αδελφό του, γνώριζε τι συνέβη από τη γειτονιά. Στη συνέχεια της συνέντευξης όμως τα λεγόμενα του Αιτητή αρ. 1 παρουσιάζονται αντιφατικά κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, και υποστηρίζει ότι η επίθεση πραγματοποιήθηκε από πρόσωπο γνωστό σε αυτόν, ενώ επεξηγούσε γενικόλογα το συμβάν (Ερ. 50 2χ, 49 1χ).

 

28.          Σε ερώτηση που τέθηκε στον Αιτητή αρ.  1 αναφορικά με το ποιος πιστεύει ότι τον κατηγόρησε ως υποκινητή του φόνου, απάντησε γενικόλογα και μη ευλογοφανώς, αφού αποκρίθηκε «αυτοί οι άνθρωποι», χωρίς να προσδίδει κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα στα εν λόγω πρόσωπα (Ερ. 51 3χ). Στη συνέχεια ο Αιτητής αρ. 1 προσέθεσε με ασάφεια και γενικότητα, σύμφωνα με τους Καθ’ ων  η αίτηση, ότι ενώ κατά τη διάρκεια του τσακωμού και του φόνου, υπήρχαν πολλοί μάρτυρες, θεωρήθηκε ότι ο Αιτητής αρ. 1 είναι ο «ύποπτος» και «υποκινητής», καθώς αυτός ζήτησε από το θύμα και το θύτη να μην τσακώνονται στο μαγαζί του και να μεταφερθούν έξω (Ερ. 50 1χ, 48 2χ).

 

29.          Αναφορικά με τα λεγόμενα της Αιτήτριας αρ. 3, κρίθηκε ότι υπήρξε γενικόλογη, ασαφής και μη ευλογοφανής από τον λειτουργό, όταν δήλωσε ότι αφότου ο σύζυγός της εγκατέλειψε την Ιορδανία, μέλη της συμμορίας που είχαν βανδαλίσει το κατάστημα του συζύγου της προηγουμένως, προσέγγιζαν την ίδια και τα παιδιά της, την απειλούσαν και κόρναραν τα ξημερώματα έξω από το σπίτι της. Πιο συγκεκριμένα, η Αιτήτρια αρ. 3 ανέφερε αρκετά γενικόλογα το περιστατικό που συνέβη το 2015 στο μαγαζί του άνδρα της και δεν ήταν σε θέση να απαντήσει βασικές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, όπως το ποιοι ήταν οι εν λόγω άνδρες, αν και προέρχονταν από τη γειτονιά της. Ακόμη ισχυρίστηκε, χωρίς να δίνει οποιαδήποτε επεξήγηση, ότι οι εν λόγω άνδρες καταζητούσαν το σύζυγό της, διότι ήθελαν να τον δηλώσουν ως μάρτυρα του φόνου, παρόλα αυτά στη συνέχεια της συνέντευξης ανέφερε ότι δεν γνωρίζει γιατί τον έψαχναν και αν όντως ο άνδρας της δηλώθηκε ως μάρτυρας (Ερ. 101 2χ-3χ, 100 1χ-2χ, 99 1χ).  Εξάλλου ως μη ευλογοφανής και γενική χαρακτηρίστηκε από το λειτουργό η αναφορά της Αιτήτριας αρ. 3, ότι ο σύζυγός της υπέβαλε καταγγελία εναντίον των εν λόγω προσώπων αλλά την απέσυρε όταν έλαβε απειλές εναντίον της οικογένειά τους. Μη ευλογοφανής κρίθηκε επίσης από τους Καθ’ ων η αίτηση και η άγνοια που δήλωσε η Αιτήτρια αρ. 3 ως προς το κατά πόσο ο σύζυγός της προσέλαβε δικηγόρο ή όχι.  (Ερ. 100 2χ, 99 1χ, 98 3χ, 96 2χ).

 

30.          Αναφορικά με το συμβάν του αδελφού του Αιτητή αρ. 1 υπό την απειλή μαχαιριού, όταν η Αιτήτρια αρ. 3 ερωτήθηκε επί του θέματος, δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες, καθώς ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα (Ερ. 98 2χ). Όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια αρ. 3 να επιχειρηματολογήσει αναφορικά με το πως και ποιοι την προσέγγιζαν, όταν εγκατέλειψε την Ιορδανία ο σύζυγός της, κρίθηκε ότι απαντούσε γενικόλογα, ότι την προσέγγιζαν άτομα στην αγορά και της ζητούσαν να τη βοηθήσουν και όταν εκείνη δεν τους απαντούσε της απευθύνονταν με υπονοούμενα (Ερ. 98 3χ, 97 2χ). Όταν η Αιτήτρια αρ. 3 ερωτήθηκε από το λειτουργό για το πως γνώριζαν οι εν λόγω άνδρες ότι ο άνδρας της είχε φύγει από την Ιορδανία, εκείνη απάντησε γενικόλογα και μη ευλογοφανώς, ότι την περίμεναν σε ένα σημείο έξω από το σπίτι της,  χωρίς να επεξηγεί κάτι περαιτέρω (Ερ. 97 1χ).

 

31.          Ζητήθηκε επίσης από την Αιτήτρια αρ. 3 να αναφερθεί στην πρώτη συνάντησή της με τα εν λόγω πρόσωπα και σε αντίθεση με τα όσα είχε δηλώσει προηγουμένως, τόνισε ότι η πρώτη φορά ήταν 6-7 μήνες προτού ο σύζυγός της φύγει από την Ιορδανία και όταν ερωτήθηκε γιατί δεν του το είχε αναφέρει ως γεγονός, η Αιτήτρια αρ. 3 αποκρίθηκε γενικόλογα και ασαφώς ότι δεν το ανέφερε, διότι φοβόταν ότι θα τσακωνόταν ο άνδρας της με τα εν λόγω πρόσωπα. Σε ερώτηση του λειτουργού γιατί δεν κατήγγειλε τα περιστατικά που βίωσε και τα πρόσωπα στην αστυνομία, μη ευλογοφανώς η Αιτήτρια αρ. 3 απάντησε ότι δεν γνώριζε που είναι το αστυνομικό τμήμα  και δεν ξέρει πως να πάει εκεί, γεγονός που θίγει την αξιοπιστία της (Ερ. 97 3χ, 961χ). Σε διευκρινιστική ερώτηση προς την Αιτήτρια αρ. 3, της ζητήθηκε να αναλύσει το περιστατικό που βίωσε, κατά το οποίο στις 4 τα ξημερώματα κάποιος της κόρναρε έξω από το σπίτι της. Η Αιτήτρια αρ. 3 απάντησε γενικόλογα και ασαφώς, καθώς ανέφερε ότι δεν είδε ποιοι ήταν αυτοί που κόρναραν αλλά αναγνώρισε την κόρνα απλώς, γεγονός που την καθιστά επίσης αναξιόπιστη (Ερ. 96 3χ).

 

32.          Όσον αφορά στην εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας αρ. 2, και δεδομένου ότι όταν έλαβε χώρα το περιστατικό του φόνου αυτή ήταν ανήλικη, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει λεπτομερώς, καθώς υποστήριξε με γενικότητα, ότι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψαν οικογενειακώς τη χώρα καταγωγής τους οι Αιτητές, ήταν επειδή ο πατέρας της βρισκόταν σε κίνδυνο και επειδή ήταν απόφαση των γονέων της. Επίσης η Αιτήτρια αρ. 2 δήλωσε ότι παρά το γεγονός ότι όντως είδε κάποιες φορές τον πατέρα της να επιστρέφει σπίτι τραυματισμένος, επιβεβαίωσε ότι οι γονείς της ποτέ δεν της εξέφρασαν το πρόβλημα που βίωνε ο πατέρας της και ποτέ δεν άκουσε τους γονείς της να το συζητάνε. Τέλος προσέθεσε ότι ποτέ δεν πλησίασε κανείς την οικογένειά της (Ερ. 77 1χ, 76 1χ-3χ, 75 1χ, 76 4χ).

 

33.          Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών των Αιτητών, σημειώθηκε ότι οι ισχυρισμοί τους είναι το κύριο και μοναδικό διαθέσιμο στοιχείο για αξιολόγηση, καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμες εξωτερικές πηγές των προσωπικών εμπειριών των Αιτητών, καθώς και δεν υποβλήθηκαν έγγραφα που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους. Με βάση την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, οι δηλώσεις του Αιτητή αρ. 1 κρίθηκαν  ασυνεπείς και μη συγκεκριμένες, λαμβάνοντας υπόψη τις μη σαφείς και ασυνεπείς απαντήσεις των Αιτητών, για τον λόγο που ο Αιτητής  αρ. 1 κατηγορήθηκε από τα εν λόγω άτομα, καθώς και για τους λόγους που αποφάσισε να αποσύρει την καταγγελία, η οποία είχε φτάσει στο δικαστήριο, κατά των ενόχων. Λήφθηκε υπόψη εξάλλου το γεγονός ότι η Αιτήτρια αρ.  2, ως η μεγαλύτερη κόρη του Αιτητή αρ. 1 και της Αιτήτριας αρ. 3, δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς απαντήσεις, καθώς ήταν ανήλικη, όταν συνέβησαν αυτά τα περιστατικά. Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω εκτίμηση, η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των Αιτητών δεν μπορεί να τεκμηριωθεί.

 

34.          Στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού των Αιτητών, ο οποίος κρίθηκε ως αξιόπιστος, ήτοι τα προσωπικά τους στοιχεία, διαπιστώθηκε δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής τους, ότι δεν συντρέχει κατάσταση ένοπλης σύρραξης ή γενικευμένης βίας στην Ιορδανία. Προχωρώντας στο τελευταίο στάδιο, αυτό της νομικής υπαγωγής, διαπιστώθηκε ότι οι περιστάσεις των Αιτητών δεν δικαιολογούν την υπαγωγή τους στο άρθρο 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης των Αιτητών για κάποιον από τους λόγους του άρθρου 3 ούτε πραγματικός κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

35.          Με βάση την ανωτέρω εκτίμηση κινδύνου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως ο Αιτητής δε δύναται να υπαχθεί στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου, απορρίπτοντας έτσι την αίτησή του.

 

36.          Κατά το στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, ο Αιτητής αρ. 1 επανέλαβε μέσω της γραπτής του αγόρευσης τα όσα είχε αναφέρει και ενώπιον των Καθ’ ων η αίτηση κατά το στάδιο της προσωπικής του συνέντευξης. Δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας ενός καβγά, που οδήγησε σε φόνο ενός μέλους μία συμμορίας, ο οποίος  έλαβε χώρα στην καφετέριά του. Τόνισε ότι μετά το εν λόγω περιστατικό άρχισαν να τον παρενοχλούν, να τον απειλούν και να του βανδαλίζουν το μαγαζί. Παρά τις καταγγελίες που υπέβαλε, αυτές δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα και έτσι για να βοηθήσει την οικογένειά του και να την απαλλάξει από το φόβο και τις απειλές, πώλησε την καφετέρια και μεταφέρθηκε για 4 μήνες στην Νότια Κορέας. Αφού επέστρεψε συνεχίστηκαν οι απειλές και ενώ είχε υποβάλει καταγγελία, η οποία οδηγήθηκε στο δικαστήριο, αναγκάστηκε να την αποσύρει υπό την πίεση των απειλών που δέχτηκε από τα εν λόγω πρόσωπα εναντίον της οικογένειάς του.  Επανέλαβε ο Αιτητής αρ. 1 ότι επιθυμεί τα παιδιά του να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στη Δημοκρατία και ότι δεν μπορούν να επιστρέψουν πίσω στη χώρα τους λόγω του φόβου που βιώνουν.

 

37.          Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Αιτητής  αρ. 1 επανέλαβε τα όσα είχε ήδη αναφέρει ενώπιον των Καθ΄ ων η αίτηση, όπως επίσης και στην γραπτή του αγόρευση και επεσήμανε ξανά τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Μίλησε για το περιστατικό που συνέβη στην καφετέρια του, και τόνισε ότι και οι δύο συμμορίες ήθελαν να αποδώσουν σε αυτόν το φόνο. Ερωτηθείς τι συνέβη από το 2015, όπου διαδραματίστηκε το εν λόγω περιστατικό μέχρι το 2018, όπου ο Αιτητής αρ. 1 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι τον παρενοχλούσαν και του βανδάλιζαν το μαγαζί, καθώς επίσης απειλούσαν τον ίδιο αλλά και μέλη της οικογένειάς του. Ο Αιτητής αρ.  1 εξήγησε ότι υπέβαλε καταγγελίες εναντίον τους, αλλά η αστυνομία δεν έλαβε κάποια μέτρα, καθώς θεωρούσαν ότι ήταν άσκοπο. Ο Αιτητής αρ. 1 ερωτήθηκε αν είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης σε άλλη πόλη/περιοχή της Ιορδανίας και απάντησε ότι προσπάθησε να δουλέψει στο εξωτερικό αλλά ενόχλησαν τους γονείς του αντί για αυτόν τα εν λόγω άτομα και παρουσίασε μία αρνητική στάση να μετεγκατασταθεί στην Aman, γιατί μπορεί να είναι πολυπληθέστερη αλλά θα μένει μακριά από τους γονείς του.

 

38.          Κατά την ακροαματική διαδικασία υποβλήθηκαν επίσης ερωτήματα και στην Αιτήτρια αρ. 3, η οποία υποστήριξε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας των προβλημάτων που βίωναν με το σύζυγό της. Επιβεβαίωσε εξάλλου ότι ο σύζυγός της έφυγε από την Ιορδανία το 2018 και αυτή με τα τέκνα τους αποχώρησε από την Ιορδανία το 2019. Δήλωσε ότι και κατά το διάστημα στο οποίο ο σύζυγός της βρισκόταν στη Δημοκρατία, εκείνη και τα παιδιά δέχονταν ενοχλήσεις από τα άτομα που δημιουργούσαν προβλήματα στον άνδρα της. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε περιστατικό κατά το οποίο, οι εν λόγω άνδρες την ακολουθούσαν στο σχολείο της κόρης της. Ερωτήθηκε η Αιτήτρια αρ. 3 αναφορικά με το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθούν στην Aman, όπου είναι μία ιδιαίτερα πολυπληθής περιοχή και ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να πάει καθώς θεωρεί ότι θα τους ανακαλύψουν. 

 

39.          Εξετάζονται ακολούθως, οι ισχυρισμοί των Αιτητών όπως αυτοί εκτέθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής τους. Κατ’ αρχήν, συντάσσομαι εν μέρη με τους Καθ' ων η αίτηση ως προς τη διάκριση των δύο ουσιωδών ισχυρισμών των Αιτητών καθώς επίσης και ως προς την αξιολόγηση και αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού περί των προσωπικών τους στοιχείων, εφόσον οι Αιτητές παρείχαν επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με την ταυτότητα, το προσωπικό τους προφίλ και την χώρα καταγωγής τους, έχοντας ως τόπο τελευταίας διαμονής του την Zarqa, της Ιορδανίας. Οι Αιτητές αρ. 1, 2 και 3 ήταν σε θέση να δώσουν επαρκείς πληροφορίες για τον τόπο γέννησης και διαμονής τους. Επεξηγήθηκε πλήρως η συζυγική σχέση που υπάρχει μεταξύ των Αιτητών αρ. 1 και 3 καθώς και η οικογενειακή σχέση που υφίσταται, με γονείς τους Αιτητές αρ. 1 και 3 και τα τέκνα τους Αιτητές αρ. 2, 4, 5 και 6. Τόσο οι Αιτητές αρ. 1 και 3 όσο και η Αιτήτρια αρ. 2 ήταν σε θέση να περιγράψουν τις γύρω περιοχές του τόπου διαμονής τους και να απαντούν με σαφήνεια και λεπτομέρεια στις ερωτήσεις του λειτουργού σε σχετικά ερωτήματα. Τέλος η Αιτήτρια αρ.3 ήταν ιδιαίτερα επεξηγηματική σε σχέση με το γεγονός ότι γεννήθηκε και έζησε 16 χρόνια στη Βαγδάτη, παρόλα αυτά από όταν παντρεύτηκε τον Αιτητή αρ. 1 μετακόμισε στην περιοχή Zarqa της Ιορδανίας, όπου και έζησαν, ο Αιτητής αρ.1 μέχρι το 2018, αφού μετεγκαταστάθηκε στη Δημοκρατία αργότερα και οι Αιτητές αρ. 2, 3, 4, 5 και 6 έως και το 2019, αφού και εκείνοι αργότερα μετεγκαταστάθηκαν στην Δημοκρατία. Επίσης τόνισε ότι έλαβε και την ιορδανική υπηκοότητα.

 

40.          Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον ισχυρισμό ότι οι Αιτητές εγκατέλειψαν τη χώρα τους εξαιτίας δίωξης του Αιτητή από συμμορίες συντάσσομαι εν μέρη ως προς την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση, και συμφωνώ με την απόρριψη του. Αρχικά κατά τη γνώμη μου, ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός αποδίδεται με μεγάλη γενικότητα. Θα έπρεπε να απομονωθούν συγκεκριμένα γεγονότα, τα οποία θα απέδιδαν με καλύτερο τρόπο τον λόγο για τον οποίο ο Αιτητής και η οικογένειά του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο διαχωρισμός θα μπορούσε να αφορά ως πρώτο γεγονός τον φόνο που έλαβε χώρα έξω από την καφετέρια του αιτητή, ως δεύτερο, τις απειλές που δέχτηκε ο Αιτητής αρ. 1 και ο βανδαλισμός της καφετέριάς του καθώς και οι απειλές που δέχτηκε η οικογένειά του και τέλος θα έπρεπε να γίνει ειδική αναφορά στην καταγγελία η οποία οδηγήθηκε ως υπόθεση στο δικαστήριο. Ο εν λόγω διαχωρισμός των ουσιωδών γεγονότων θα συνείσφερε σε μία καλύτερη εστίαση και επεξήγηση των λόγων για τους οποίους ο Αιτητής αρ. 1 και η οικογένειά του εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους.  Πιο συγκεκριμένα αναφορικά με το γεγονός, ότι ο Αιτητής αρ. 1 δεν ήταν σε θέση να παραθέσει πληροφορίες σε σχέση με τις συμμορίες, όπως για παράδειγμα τα ονόματα των συμμοριών, παρά το γεγονός ότι οι δύο συμμορίες απαρτίζονται από άτομα, τα οποία διαμένουν στην γειτονιά του Αιτητή αρ.1, κρίνεται ως μη ορθή η αρνητική αξιολόγηση της εν λόγω δήλωσης του Αιτητή, καθώς δεν είναι απαραίτητο κάθε συμμορία να έχει όνομα, αλλά δύναται απλώς είναι μία ομάδα η οποία απαρτίζεται από συγκεκριμένα άτομα. Συμφωνώ ωστόσο  με τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι δεν κρίνεται εύλογο το γεγονός ότι δεν μπορούσε να ανακαλέσει το χρόνο που έλαβε χώρα το περιστατικό του φόνου, για το οποίο πληροφορήθηκε την αμέσως επόμενη ημέρα του φόνου, όπως προκύπτει και από το ερυθρό 53 2χ, καθώς αυτό το γεγονός ήταν κομβικής σημασίας για τον ίδιο και την οικογένειά του. Συνεχίζοντας στη συνέντευξη του, ο Αιτητής αρ. 1 αναφέρθηκε κατά τρόπο λακωνικό σε ένα περιστατικό κατά το οποίο απείλησαν τον αδελφό του με μαχαίρι. Όπως προκύπτει από τα ερυθρά 57 3χ, 50 2χ και 56 3χ, η επίθεση που πραγματοποιήθηκε στον αδελφό του Αιτητή αρ. 1 αποτελούσε ένα μεμονωμένο γεγονός, το οποίο δεν επαναλήφθηκε ούτε υπήρξε κάποια άλλη απειλητική ενέργεια προς τον αδελφό του Αιτητή. Αλλά κυρίως δεν προκύπτει με τρόπο σαφή η διασύνδεση του Αιτητή με με τι ςπαρενοχλήσεις που κατ΄ισχυρισμό υφίστατο ο Αιτητής αρ. 1. Όπως ήδη ανέφερε στην συνέντευξή του ο Αιτητής αρ. 1, ούτε η οικογένειά του ενοχλήθηκε ξανά ύστερα από το περιστατικό που έλαβε χώρα το 2015, ούτε ο αδελφός του καθώς ούτε και οι γονείς του, οι οποίοι διέμεναν στην ίδια περιοχή. Πιο συγκεκριμένα ο Αιτητής αρ. 1 μέσα από τη συνέντευξή του άφησε να εννοηθεί ότι από το 2015 όπου έγινε ο φόνος έως και το 2018 που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του δεν ενοχλήθηκε ξανά (Ερυθρό 49 3χ). Ο Αιτητής διαφοροποίησε μερικώς αυτή την τοποθέτηση όταν αναφέρθηκε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου σε παρενοχλήσεις εναντίον των οικείων του χωρίς και πάλι να είναι συγκεκριμένος ως προς το χρόνο και το περιεχόμενό τους.

 

41.          Εν συνεχεία να τονιστεί ότι ο Αιτητής αρ. 1 αναφέρει ότι από τη χρονική στιγμή που πραγματοποιήθηκε το επεισόδιο του φόνου έως και τον Αύγουστο του 2015, που ήταν η χρονική στιγμή όπου αποφάσισε να κλείσει την καφετέριά του και να μεταβεί στην Κορέα, στο ενδιάμεσο πραγματοποιήθηκαν βανδαλισμοί στην καφετέριά του, όπως προκύπτει και από το Ερυθρό 53 2χ. Παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής αρ. 1 δεν είναι συγκεκριμένος ως προς το πότε χρονικά προσέφυγε στις αρχές και προχώρησε σε καταγγελία προς τα άτομα τα οποία του βανδάλιζαν την καφετέρια, το σημαντικό είναι ότι κατόρθωσε να υποβάλει καταγγελία, η οποία έφτασε μέχρι και το δικαστήριο εναντίον των εν λόγω προσώπων. Όπως ο ίδιος ο Αιτητής αρ. 1 δήλωσε, παρά το γεγονός ότι προχώρησε σε καταγγελία επί του θέματος, λίγο πριν την εκδίκαση της υπόθεση ανέφερε ότι δεχόταν απειλές από μέλη της συμμορίας, οι οποίες σχετίζονταν με την γυναίκα και την κόρη του. Στην γραπτή του αγόρευση ο Αιτητής αρ. 1 αναφέρει ότι η απόσυρση της καταγγελίας πραγματοποιήθηκε αφού ο ίδιος είχε επιστρέψει από το επαγγελματικό του ταξίδι στην Κορέα. Κρίνεται εύλογη η εξήγηση του Αιτητή ως προς τους λόγους απόσυρσης της καταγγελίας, καθώς ως εξηγεί ακόμα και εάν οι δράστες τιμωρούνταν, επειδή αυτοί ανήκουν σε μία συμμορία, άλλα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτήν θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον του. Επομένως δεν συντάσσομαι με το συμπέρασμα των Καθ‘ ων η αίτηση ότι η εν λόγω εξήγηση δεν είναι εύλογη.

 

42.          Αναφορικά με τη συνέντευξη και όσα ανέφερε προφορικώς η Αιτήτρια αρ. 3, συντάσσομαι με τα όσα έχουν διαπιστώσει οι Καθ’ ων η Αίτηση. Η Αιτήτρια αρ. 3 έκανε αναφορές ιδιαίτερα ασαφείς. Πιο συγκεκριμένα παρουσιάστηκε γενικόλογη ως προς τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι λάμβανε από τα εν λόγω πρόσωπα, καθώς επίσης ήταν γενικόλογες και οι αναφορές της ως προς το συγκεκριμένο περιστατικό που περιέγραψε στην συνέντευξή της στο ερυθρό 100 1χ. Κατά το συγκεκριμένο συμβάν η Αιτήτρια αρ. 3, περιγράφει ότι μια μέρα στις 4 τα ξημερώματα άκουσε κορναρίσματα έξω από το σπίτι της, όπου διέμενε τότε μόνο με τα τέκνα της (Αιτητές αρ. 2, 4, 5 και 6), αφού ο άνδρας της βρισκόταν ήδη στη Δημοκρατία, και από τον ήχο της κόρνας, τον οποίο ήταν σε θέση να αναγνωρίσει όπως ισχυρίστηκε, πίστεψε ότι είναι οι εν λόγω άνδρες, οι οποίοι την ακολουθούσαν στην αγορά και στο σχολείο της κόρης της και ίσως οι ίδιοι που απειλούσαν τον άνδρα της. Παρά τις ερωτήσεις που τέθηκαν στην Αιτήτρια αρ. 3 τόσο στη συνέντευξή όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία, η Αιτήτρια αρ. 3 επιβεβαίωσε ότι ποτέ δεν είδε τους εν λόγω άνδρες, επομένως δεν ήταν και σε θέση να ταυτοποιήσει πρόσωπα. Ισχυρίστηκε ότι τους αντιλήφθηκε μόνο από την κόρνα του αυτοκινήτου τους, γεγονός το οποίο κρίνεται μη ευλογοφανές. Επιπλέον αναφορικά με τις υπόλοιπες απειλές που ισχυρίστηκε αφότου ο σύζυγός της εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, παρουσιάστηκε ξανά γενικόλογη και ασαφής. Οι αναφορές της ήταν αρκετά γενικές και καθόλου συγκεκριμένες όπως προκύπτει και από τα ερυθρά 98 3χ και 97 1χ, ισχυρίστηκε ότι την ακολουθούν στην αγορά καθώς και έξω από το σχολείο της κόρης της (Αιτήτριας αρ. 2) μιλώντας της με υπονοούμενα, χωρίς να έχει συμβεί κάτι περαιτέρω. Οι δηλώσεις της Αιτήτριας αρ. 2 σε σχέση με τον εν λόγω ζήτημα είναι περιορισμένες λόγω της ηλικίας της καθώς ήταν ανήλικη (15 ετών) και δεν γνώριζε τις περιστάσεις που οδήγησαν τους γονείς της να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Ωστόσο δήλωσε ότι δεν περιήλθε στη δική της αντίληψη κάποιος να πλησίασε την οικογένειά της και ιδίως πρόσωπα που ήθελαν να εκφοβίσουν την οικογένεια (ερυθρό 76).

 

43.          Με βάση τα ανωτέρω, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών των Αιτητών ότι δέχονται απειλές από τρίτα πρόσωπα, γεγονός που αποτέλεσε το κίνητρο να εγκαταλείψουν τη χώρα, καταλήγω ότι καίτοι ενδέχεται το εν λόγω περιστατικό του φόνου να έλαβε χώρα έξω από το κατάστημα του Αιτητή και όντως ο Αιτητής αρ. 1 να παρενοχλήθηκε για ένα διάστημα εντός του 2015 για διάστημα 3 εώς 4 μηνών οπότε και εγκατέλειψε τη χώρα του για την Νότιο Κορέα, εντούτοις, τα όσα αναφέρουν οι Αιτητές στη συνέχεια δεν καταδεικνύουν ότι υπήρξε απειλή εναντίον τους, η οποία να απορρέει από τα μέλη των εν λόγω συμμοριών εξαιτίας του φόνου που έλαβε χώρα εκτός του καταστήματός του το 2015. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, η σύνδεση του Αιτητή αρ. 1 με το φόνο, ήτοι το γεγονός ότι έδιωξε το θύμα και το θύτη από το κατάστημα του, δεν εδράζεται σε λογικά πλαίσια απόδοσης σε αυτόν οποιασδήποτε αντικειμενικής ευθύνης. Σε κάθε περίπτωση χωρίς να μπορεί να κριθούν αντικειμενικά τα ενδεχομένως παράλογα κίνητρα δίωξης του Αιτητή αρ. 1, ο δράστης έχει εντέλει, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, καταδικαστεί σε 15 χρόνια φυλάκισης. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Αιτητής αρ. 1 δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει από το 2015 έως και το 2019 όταν εγκατέλειψε τη χώρα οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιστατικό εναντίον του ιδίου ή της οικογένειάς του, το οποίο αντικειμενικά και όχι ως απόρροια προσωπικών εκτιμήσεων, συνδέεται με τις εν λόγω συμμορίες. Ομοίως και οι αναφορές της Αιτήτριας αρ. 3 δεν είναι συγκεκριμένες αλλά πολύ γενικές και η σύνδεση των περιστατικών που αναφέρει στην αγορά και στην οικεία της με το φόνο του 2015 βασίζεται εν πολλοίς σε δικές της εικασίες και σε κάθε περίπτωση δεν περιλαμβάνουν ενέργειες που άμεσα απείλησαν τη σωματική ακεραιότητα της ίδιας ή των παιδιών της (δεν υπήρξαν λεκτικές ή σωματικής φύσεως απειλές). Η ίδια δεν μπορεί να προσδιορίζει εάν αναγνωρίζει τα πρόσωπα που κατ’ ισχυρισμό διώκουν την ίδια ή το σύζυγό της. Ως εκ τούτου, παρά την επιμέρους αποδοχή κάποιων εκ των αναφορών που συνθέτουν το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό εντέλει δεν κρίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι εγκατέλειψε τη χώρα τους εξαιτίας δίωξής του από μέλη συμμοριών.

 

44.          Λόγω της υποκειμενικής/ ιδιωτικής φύσεως των εν λόγω περιστατικών και ελλείψει οποιοδήποτε άλλων στοιχείων από πλευράς του Αιτητή αρ. 1 π.χ. δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε έγγραφο αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό υπόθεση/ καταγγελία που κίνησε και εν τέλει απέσυρε, δεν μπορεί να εξεταστεί η εξωτερική αξιοπιστία του συναφούς ισχυρισμού, ο οποίος απορρίπτεται εντέλει.

 

45.          Τέλος σημειώνεται ότι  δεν έχει σχηματιστεί ξεχωριστός ισχυρισμό αναφορικά με τα όσα αναφέρθηκαν από την Αιτήτρια αρ. 2, ότι φοβάται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, καθώς θα αναγκαστεί να φορέσει hijab. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι ύστερα από έρευνα που πραγματοποιήθηκε ανευρέθη ότι «Το ντύσιμο των μουσουλμάνων γυναικών ήταν κατανοητό ότι ήταν μέρος της ισλαμικής εθιμοτυπίας και όχι της απαιτούμενης ισλαμικής συμπεριφοράς. Αυτό σημαίνει ότι στον παραδοσιακό ισλαμικό νόμο, όλη η συζήτηση για την ένδυση ενέπιπτε στις νομικές κατηγορίες της κατάλληλης ισλαμικής συμπεριφοράς (wajib και adab), παρά στις υποχρεωτικές συμπεριφορές (φάρντ) όπως η προσευχή, η νηστεία κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού ή η ελεημοσύνη στους φτωχούς. Από την προοπτική του πρώιμου ισλαμικού νόμου, και σε αντίθεση με τον τρόπο που πολλοί Μουσουλμάνοι εξακολουθούν να υποθέτουν, η αποτυχία κάλυψης των ιδιωτικών μερών του ατόμου (αραβική άουρα) συνιστά μόνο ένα μικρό αμάρτημα για τους Μουσουλμάνους, όχι ένα μεγάλο αμάρτημα. Το να φοράς χιτζάμπ μπορεί επομένως να είναι μόνο μια «συνιστώμενη» ενέργεια, όχι μια «απαιτούμενη» συμπεριφορά.»[2].

 

46.          Σημειώνεται εξάλλου ότι ειδικά στην Ιορδανία δεν υπάρχουν νόμοι που να απαιτούν τη χρήση μαντίλας ούτε απαγορεύουν τη χρήση της από οποιοδήποτε δημόσιο ίδρυμα. Τη δεκαετία του 1950, η βασίλισσα της Ιορδανίας εμφανίστηκε για πρώτη φορά δημόσια αποκαλυμμένη και μετά από αυτό, έγινε αποδεκτό για μορφωμένες αστικές γυναίκες να εμφανίζονται ακάλυπτες. Πιο συγκεκριμένα ειπώθηκε ότι «Το Ισλάμ δεν απαιτεί από κάποιον να εξασκείται, ούτε να ντύνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο»[3]. Τέλος βασιζόμενοι σε άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2010 σχετικά με τον «Μοντερνισμό της Hijab στην Ιορδανία» υποστηρίχτηκε ότι «Αυτή η μελέτη υποστηρίζει ότι ο εκσυγχρονισμός (1) θα ωθήσει ορισμένες γυναίκες να φορούν χιτζάμπ για λιγότερο θρησκευτικούς λόγους, αλλά περισσότερο για λόγους μόδας ή πολιτιστικούς λόγους και/ή (2) θα επιτρέψει στις γυναίκες να επιλέξουν να φορούν χιτζάμπ για καθαρά θρησκευτικούς λόγους για να συμβολίσουν την πίστη τους παρά την πίεση από μια παραδοσιακά εκκοσμικευμένη έννοια της νεωτερικότητας.»[4]. Επομένως δεν θα τίθεται θέμα υποχρέωσης προς στην Αιτήτρια αρ. 2 το να φορέσει Hijab ή όχι με την επιστροφή στη χώρα καταγωγής της.

 

47.          Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, ο φόβος της Αιτήτριας αρ. 2 περί προβλημάτων που αυτή θα αντιμετωπίσει με την επιστροφή της στην Ιορδανία εξαιτίας της επιθυμίας της να μη φοράει hijab, δεν εδράζεται σε υποστηρίζεται από εξωτερικές πηγές. Σε κάθε περίπτωση, η τυχόν αντίδραση στην επιλογή της δεν παραπέμπει σε δίωξη. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου οι πράξεις δίωξης θα πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση ή να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο. Εν προκειμένω δεν προκύπτει οποιοσδήποτε δραστικός περιορισμός των δικαιωμάτων της Αιτήτριας αρ. 2 άμα τη επιστροφή της στην Ιορδανία εξ αυτού του λόγου, ούτε και η ίδια παρουσιάζει κάποια δεδομένα που να συντρέχουν στο πρόσωπό της που να διαφοροποιούν το γενικό αυτό συμπέρασμα.

 

48.          Βάσει του μόνου ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ακολουθεί η αξιολόγηση κινδύνου που διατρέχουν οι Αιτητές σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους. Καταρχάς παρατηρείται ότι δεν προκύπτει οποιοδήποτε κίνδυνος για τους Αιτητές , ο οποίος να απορρέει μόνο από το προφίλ τους ούτε άλλωστε υπήρξε κάποιος τέτοιος ισχυρισμός. 

 

49.          Περαιτέρω εξετάζοντας σε επικαιροποιημένη βάση τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής τους, παρατηρούνται τα ακόλουθα.

 

50.          Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict)[5] παρατηρείται ότι «η Ιορδανία εμπλέκεται στις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους αναλαμβάνοντας αεροπορικές επιδρομές στο Ιράκ και τη Συρία ως μέρος του διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Συμμετέχει επίσης στη διεθνή ένοπλη σύγκρουση στη Συρία και στις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην Υεμένη»[6]. Ωστόσο αυτές λαμβάνουν χώρα εκτός του εδάφους της. Επιπλέον, σύμφωνα με το ACAPS, η κατάσταση ασφαλείας στην Ιορδανία αξιολογείται ως μέτριας σοβαρότητας,  βαθμολογούμενη με 2,7 / 5 επί τη βάσει διαφόρων δεικτών[7]. Παρόλα αυτά από τον Φεβρουάριο του 2022 και μετέπειτα δεν υπάρχει κάποιο νεότερο συμβάν ή ενημέρωση αναφορικά με τα προαναφερθέντα γεγονότα.

 

51.          Περαιτέρω, αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Κυβερνείο της Zarqa, τόπου συνήθους διαμονής των Αιτητών, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 12.01.2023 έως 12.01.2024 σημειώθηκαν στην εν λόγω περιοχή συνολικά 3 περιστατικά ασφαλείας, από τα οποία δεν προέκυψε καμία απώλεια. Τα εν λόγω περιστατικά χαρακτηρίστηκαν ως 3 περιστατικά  εξεγέρσεων / ταραχές, ενώ δεν καταγράφηκε κανένα περιστατικό βίας κατά αμάχων και εκρήξεων / απομακρυσμένης βίας[8]. Σημειώνεται δε ότι ο συνολικός πληθυσμός του Κυβερνείου της Zarqa ανέρχεται σε 1.581.000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2021[9]. Με βάση τα ανωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, δεν προκύπτει ότι οι Αιτητές εκ της παρουσίας τους και μόνο διατρέχουν κίνδυνο βλάβης, λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις των Αιτητών, ήτοι ότι πρόκειται περί υγιών και πεπαιδευμένων, ατόμων.

 

52.          Ως εκ τούτου, από τα ανωτέρω δεδομένα, προκύπτει ότι στο Κυβερνείο της Zarqa της Ιορδανίας δεν επικρατούν συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας των Αιτητών εντός της έννοιας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

53.          Όλως επικουρικώς, δεδομένου ότι οι κατ’ ισχυρισμό φορείς δίωξης των Αιτητής είναι μέλη τοπικής συμμορίας, οι τελευταίοι θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν σε άλλη περιοχή της χώρας τους, λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές τους περιστάσαις και κυρίως το γεγονός ότι ο Αιτητή αρ. 1, είναι νέος, υγιή άνδρα, ο οποίος στο παρελθόν έχει εργαστεί ως ηλεκτρολόγος και διατηρούσε δική του επιχείρηση στη χώρα του,  με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του (τους γονείς του) και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του δεν αποδεικνύουν κάποιο στοιχείο ευαλωτότητας. Έτσι θα μπορούσαν να εγκατασταθούν οικογενειακώς σε άλλη περιοχή της  χώρας του, όπως το  Amman. Η εν λόγω περιοχή αριθμεί πληθυσμό πέραν 2 εκατομμυρίων προσώπων[10]. Επιπλέον Amman επικρατούν συνθήκες ειρήνης, χωρίς να υπάρχουν ένοπλες συρράξεις και εμπόλεμες καταστάσεις. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι και η οικονομία της εν λόγω περιοχής έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό[11].

 

54.          Προς υποστήριξη των ανωτέρω, αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Amman, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 19.01.2023 έως 19.01.2024 σημειώθηκαν στην εν λόγω περιοχή συνολικά 5 περιστατικά ασφαλείας, από τα οποία προέκυψε μία απώλεια. Τα εν λόγω περιστατικά χαρακτηρίστηκαν ως 1 περιστατικό μάχης και ως 4 περιστατικά  εξεγέρσεων / ταραχές, ενώ δεν καταγράφηκε κανένα περιστατικό βίας κατά αμάχων και εκρήξεων / απομακρυσμένης βίας[12]. Σημειώνεται δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της περιοχής Amman ανέρχεται σε 2,253,000κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2024[13]. Με βάση τα ανωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, δεν προκύπτει ότι οι Αιτητές εκ της παρουσίας τους και μόνο θα διατρέχουν κίνδυνο βλάβης, λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις των Αιτητών, ήτοι ότι πρόκειται περί υγιών και πεπαιδευμένων, ατόμων.

 

55.          Ενόψει των ανωτέρω και από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει δυνατότητα υπαγωγής των Αιτητών στην προστατευτική διάταξη του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Τέτοιος φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός ούτε από τα προσωπικά στοιχεία των Αιτητών τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά.

 

56.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται η υπαγωγή τους στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς οι Αιτητές δεν επικαλέστηκαν κατά βάσιμο τρόπο αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψουν στη χώρα ιθαγένειάς τους, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη.

 

57.          Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

 

58.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό των Αιτητών δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ή ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής τους [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

59.          Ούτε, εξάλλου, προκύπτει ότι στο Κυβερνείο της Zarqa της Ιορδανίας, ήτοι στον τελευταίο τόπο διαμονής των Αιτητών, συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι οι Αιτητές, ακόμα κι αν ήθελαν υποτεθεί ότι θα επιστρέψουν στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσουν, λόγω της παρουσίας τους και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43]. Προς τούτο, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες πληροφορίες αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην Ιορδανία και ειδικότερα στο Κυβερνείο της Zarqa, ήτοι στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή.

 

60.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

61.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

62.          Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

63.          Με βάση λοιπόν τα όσα καταγράφονται ανωτέρω, τα περιστατικά βίας στο τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής των Αιτητών είναι σχεδόν μηδαμινά και ταυτόχρονα δεν λαμβάνει χώρα οποιαδήποτε εσωτερική εξωτερική ένοπλη σύρραξη,  ώστε να θεωρηθεί ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα οι Αιτητές να αντιμετωπίσουν κίνδυνο πραγματικής βλάβης απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην περιοχή. Προς τούτου λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις των Αιτητών, καθώς αναφορικά με τους Αιτητές αρ.  1, 2 και 3 πρόκειται για ενήλικα πρόσωπα, μορφωμένα  χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας ή κάποια άλλη ευαλωτότητας. Επιπλέον, έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στη Zarqa περιφέρεια της Ιορδανίας, είναι εξοικειωμένοι με την περιοχή και άρα σε θέση να εντοπίσουν και να αξιολογήσουν επαρκώς ανάλογα περιστατικά. Το ίδιο φυσικά ισχύει και με το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης στην Amman. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω από έρευνα παρατηρούνται σχεδόν μηδαμινά περιστατικά ασφαλείας και ταυτόχρονα δεν λαμβάνει χώρα οποιαδήποτε εσωτερική ή εξωτερική ένοπλη σύρραξη,  ώστε να θεωρηθεί ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα οι Αιτητές να αντιμετωπίσουν κίνδυνο πραγματικής βλάβης απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην εν λόγω περιοχή.

 

64.           Υπό φως των ανωτέρω, κρίνεται ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή των Αιτητών στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς οι Αιτητές δεν καταδεικνύεται ότι εάν επιστρέψουν στη χώρα ιθαγένειάς τους, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €300 έξοδα εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.                                                                                                             

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Να σημειωθεί ότι η αρίθμηση των Αιτητών ακολουθεί την ακολουθία της διοικητικής διαδικασίας.

[2] Islamic Jurisprudence & Law | ReOrienting the Veil (unc.edu)

[3] Jordan's Queen says Islam does not demand veil - ABC News

[4] https://digitalcollections.sit.edu/cgi/viewcontent.cgi?referer=&httpsredir=1&article=1836&context=isp_collection

[5] Jordan | Rulac , (τελευταία ανανέωση Φεβρουάριος 2022, ημερομηνία πρόσβασης 18/01/2024)

[6] Rule of Law in Armed Conflicts (RULAC), Browse: Countries: Jordan, https://www.rulac.org/browse/countries/jordan#collapse1accord  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 18/01/2024)

[7] ACAPS, Crisis Updates: Jordan: Overview, https://www.acaps.org/country/jordan/crisis/syrian-refugees (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 18/01/2024)

[8] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Jordan, Az Zarqa, 12.01.2023 12.01.2024],  https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 18/01/2024)

[9] City PopulationJordan, Az Zarqa, https://citypopulation.de/en/jordan/cities/?admid=1273 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 18/01/2024)

[10] Amman, Jordan Metro Area Population 1950-2024 | MacroTrends

[11] https://www.worldbank.org/en/country/jordan/overview

[12] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard , [εφαρμοσμένες παράμετροι: Jordan, Amman, 25.01.2023 12.01.2024],  https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 18/01/2024)

[13] City PopulationJordan, Amman, Amman, Jordan Metro Area Population 1950-2024 | MacroTrends  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/01/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο